“Των όντων εκμελέτησας την φύσιν,
καί πάντων περισκοπήσας το άστατον,
μόνον εύρες ακίνητον,
τόν υπερουσίως όντα Δημιουργόν του παντός·
ώ και μάλλον προσθέμενος,
τών ουκ όντων τον πόθον απέρριψας.
Πρέσβευε και ημάς του θείου πόθου τυχείν,
ιεροφάντα Βασίλειε”.
Ο παπα-Γρηγόρης σιγόψαλε το απόστιχο αυτό του εσπερινού του Μεγάλου Βασιλείου μέσα στο κελλί του. Δεν έκανε σήμερα εσπερινό στο Καθολικό της Μονής, διότι το κρύο ήταν διαπεραστικό, το χιόνι είχε σκεπάσει την αυλή και λεπτός πάγος είχε καλύψει τις πλάκες στα δρομάκια που οδηγούσαν στον Ναό, πριν προλάβει και πάλι να τις καθαρίσει.
Ο γερο-Ανανίας, ο συνασκητής του, παλαίμαχος αδελφός της Μονής, δεν ήταν σε θέση να διακινδυνεύση μια τόσο επικίνδυνη διαδρομή –ήταν δεν ήταν δεκαπέντε με είκοσι μέτρα από την πόρτα του παλιού ηγουμενείου, όπου είχε το κελλί του, μέχρι την πύλη του ναού της Μονής, πλην όμως η διαδρομή για τα δυο γέρικα πόδια του παπούλη διαρκούσε δέκα λεπτά, τον Αύγουστο στο πανηγύρι, και τώρα ήταν χιόνι και βοριάς και σκοτάδι.
Ο γερο-Ανανίας διήνυε την ένατη δεκαετία της ζωής του. Και ήταν δεκαπέντε χρονών όταν έφυγε από τον κόσμο για το Μοναστήρι. Τον είχε σαγηνέψει ο θειός του, ο παπα-Σάββας. Είχε καλύβι στο Άγιον Όρος, που ανήκε στην Λαύρα. Ήλθε ένα καλοκαίρι στο χωριό –ήταν πνευματικός και αυστηρός σ' όλα του– μίλησε με τον πατέρα του. Ο μικρός τότε Αντώνης δέχθηκε με χαρά. Του άρεσε η ιδέα της καλογερικής. Του άρεσαν τα ψαλτικά, τα ράσα, τα γένια των καλογέρων, τα άμφια των παπάδων. Πιό πολύ του άρεσε το “Θεοτόκε Παρθένε”, που 'ψαλε ο θείος, όταν θύμιαζε τους πέντε άρτους, αλλά και το άλλο που έλεγε ο μπαρμπα-Νίκος, ο ψάλτης, το απόγευμα του εσπερινού, αραιά και που –όταν ήταν ο πρώτος ήχος, αλλά δεν ήξερε αυτός από ήχους τότε– “Την παγκόσμιον δόξαν την εκ Παρθένου σπαρείσαν και τον Δεσπότην τεκούσαν…”. Ά, όταν το άκουσε για πρώτη φορά σε αγρυπνία στην Λαύρα… νόμισε πώς κατέβηκε ο ουρανός στην γή! Και τώρα ακόμη ενθυμείται την πρώτη εκείνη αίσθηση και αναρριγά, συγκινείται, κλαίει καμμιά φορά, όταν άλλες σκοτούρες της ζωής τον πνίγουν, και ψέλνει με την στριγγιά φωνή του –δέν την ακούει άλλωστε· μόνον τα λόγια κεντούν την καρδιά του– πάλι και πάλι “Την παγκόσμιον δόξαν…”. Τα παιδιά –παιδιά κι αυτά!– που έρχονταν το καλοκαίρι να ζήσουν για δυό-τρείς ημέρες λίγη μοναστηριακή ζωή, τον πείραζαν τον γερο-Ανανία για την στριγγιά φωνή του, και τον έβαζαν να ψέλνη για να γελάσουν. Αλλά όταν έψαλε Το “Θεοτόκε” ή “Την παγκόσμιον”, σταματούσε τότε το γέλιο έπαυε, φιμωνόταν, διότι η στριγγιά φωνή έβγαινε πλέον από την καρδιά του παπούλη, και η έκφρασή του και η μορφή του γλύκαινε…
Τον πήρε, λοιπόν, ο θειός του ο παπα-Σάββας, ο πνευματικός, στο Άγιον Όρος· πρόλαβε. Ο άλλος θειός του, ο Αντύπας, ήταν κυνηγός ληστών, ταραξιών, καί, στον εμφύλιο, ανταρτών! “Μά, ξέρεις, πάτερ μου, πώς τους έπιανε! Ένα παράξενο πράγμα. Πώς τους ξετρύπωνε, πώς τους ξεγέλαγε, πώς τους μάγγωνε με τα χέρια του. Ήταν θεριό! Τον εφοβούντο όλοι! Αν κάποιος πήγαινε να του φύγει… στο φτερό! Ήταν σκληρός, πολύ σκληρός ο θείος μου ο Αντύπας, Θιός συγχωρέστονε”.
Πρόλαβε, λοιπόν, ο πνευματικός και τον πήρε τον μικρό Αντώνη πριν τον στρατολογήση ο Αντύπας, πριν τον ξεγελάση ο κόσμος, πριν σκεπάση την Ελλάδα το μαύρο πέπλο της κατοχής και το κατάμαυρο του εμφυλίου. Πέρασε τα χρόνια της Κατοχής στο Άγιον Όρος, στην καλύβι τους, της Λαύρας, τρώγοντας με τον θειό του, όλα αυτά τα χρόνια, ένα γουρούνι παστό. Ο παπα-Σάββας έκανε “διάκριση”, “οικονόμησε” τον ανηψιό του, και την αφεντιά του, είδε το κακό που ερχόταν, την πείνα, την στέρηση, πούλησε κάτι ερχόγειρα που 'χε φτιαγμένα με τα χρήματα που οικονόμησε αγόρασε ένα γουρούνι, το έσφαξε, το πάστωσε, και είχαν να φάνε τα χρόνια της κατοχής, στο Άγιον Όρος.
Ο γερο-Ανανίας έφυγε κάποτε από τον θειό του. Δεν ήταν τόσο ειδυλλιακός ο χωρισμός, κατά πώς λένε. Πάντως έφυγε.
Πήγε μετά στο άλλο μεγάλο προσκύνημα της Ορθοδοξίας, στην Ρούμελη, στην Παναγιά την Προυσιώτισσα, μεγάλη η Χάρη της. Εκεί έκανε 25 χρόνια. Μόνος του. Με τον παπα-Γεράσιμο, τα τελευταία χρόνια.
Στο τέλος ήλθε μια συνοδεία, πεντ'-έξι καλογέροι. Αυστηροί, παραδοσιακοί. Ά! Όλα κι όλα. Πραγματικοί καλόγεροι. Με τις ακολουθίες τους, τις αγρυπνίες τους, τα κομποσχοίνια τους. Πρώτα τα πνευματικά, μετά οι δουλειές, μετά το εργόχειρο. Κάθε κοσμικός τρόπος εξοστρακίστηκε από το Μοναστήρι. Μακριά κάθε κακή συνήθεια.
Ναί, αλλά συνήθεια. Και ο γερο-Ανανίας δεν είχε σκοπό να αφήση τα εθίματά του. Άλλωστε, ο παπα-Σάββας ο πνευματικός, ο θειός του, Θιός σχωρέστονε, δεν του τις είχε πη για αμαρτίες. Εντάξει δε λέγω, δεν ήταν και καθαρή καλογερική, αλλά όχι για αμαρτίες.
Νά, του είχαν φέρει να πούμε ένα τραντζιστοράκι, και του άρεσε να ακούη τα νέα του κόσμου, έ, ίσως κανένα τραγούδι… Τί τραγούδι, εκείνη την εποχή. Όλα ήταν αγνά, όλα καθαρά, δημοτικά, ρωμέϊκα, ωραία…
–Τόκ, τόκ!
–Δι' ευχών!
–Ευλόγησον, πάτερ Ανανία.
–Σύ είσαι, πάτερ-Γαβριήλ;
–Εγώ. Με έστειλε ο Γέροντας να σού πω να κλείσης το τραντζιστοράκι.
–Να το κλείσω; Γιατί πάτερ-Γαβριήλ. Δεν ενοχλώ κανέναν.
–Είπε ο Γέροντας να το κλείσης και να το πετάξης, δεν είναι καλογερικό να έχης τραντζιστοράκι. Είναι κοσμικό πράγμα. Λυπάται η Παναγία.
–Ε, δεν είναι αμαρτία, πάτερ-Γαβριήλ, γιατί να λυπάται η Παναγία;
–Γέροντα, να το κλείσης, είναι ανυπακοή.
–Καλά, καλά, να 'ναι ευλογημένο! Θα το οικονομήσω, εγώ θα το οικονομήσω…
–Και το 'κλεισες το τραντζιστοράκι, πάτερ-Ανανία;
–Είσαι με τα καλά σου, που θα το κλείσω; Βρήκα ακουστικά –κείνη την εποχή, κεί στην ερημιά, που τα βρήκε;– και μ' άφησαν ήσυχον.
Αυτό το ξεπέρασε, ο π. Ανανίας, αλλά το άλλο, πώς να τ' αντέξη;
–Πάτερ-Ιερεμία, ξέχασες να βάλης κρασί στην τράπεζα.
–Δεν ξέχασα, πάτερ-Ανανία, δεν ξέχασα. Δεν έχει ευλογία!
–Πώς; Γιατί;
–Κυριακή, Σάββατο, Πέμπτη και γιορτάδες, στο γεύμα. Δεν έχει ευλογία άλλες φορές.
–Τί λές, πάτερ-Ιερεμία· και πώς θα φάμε τώρα; Είμαι και κουρασμένος, ξέρεις, και όλη την μέρα δούλευα, και τί θα γίνη;
–Δεν ευλογεί ο Γέροντας.
Δεν ευλογεί ο Γέροντας, δεν ευλογεί και ο γερο-Ανανίας. Συμμάζωξε τα ρασάκια του, τα δυο τρία ενθυμήματά του από τον θειό του τον πνευματικό, κι έφυγε. Είχε η Παναγιά και άλλα σπίτια να πά' να υπηρετήση, μοναχός άνθρωπος.
Κι έφυγε και ήλθε 'δώ.
Έκλεισε ήδη τριάντα χρόνια, σ' αυτό το άλλο σπίτι της Παναγίας. Τα 25 μόνος του. Δεν τον πείραξε καθόλου. Κάπου-κάπου εμφανιζόταν καμμιά αδελφότητα, κανένας μοναχός, μονάχος του. Δεν έμενε κανείς· αστέριωτοι. Ο γερο-Ανανίας ασάλευτος· δεν υπήρχε κίνδυνος εδώ για το τραντζιστοράκι του, ούτε για το κρασάκι του –απ' τα έλατα να τρέχη! Δεν έκρινε κανένα, ήταν αμαρτία, του το 'λεγε ο θειός του ο Πνευματικός, αλλά δεν κάναν όλοι για καλογερική.
Τα πόδια του τώρα βάραιναν.
–Ξέρεις, παπα-Γρηγόρη, εγώ ανέβαινα στα έλατα, σαν τις βερβέρες. Τώρα δεν μπορώ να περπατήσω, ούτε να κάτσω! Μετά που θα κάτσω δεν μπορώ να σηκωθώ. Τί να 'ναι; Εγώ δεν ήμουν έτσι…
Κανείς δεν ήταν έτσι. Και πιάσαν να τρίζουν τα γόνατα, κύρτωσαν τα κόκκαλα, ατόνισαν τα νεύρα. Καθόταν το καλοκαίρι στον ήλιο και μιλούσε με τα γατάκια του, τα μόνα ζωντανά που του 'μειναν· και είχε πολλά, και μαρτίνια και κοτούλες. Μά κάθονταν τώρα οι νέοι να τα φροντίσουν; Και μήπως ξέραν να τα φροντίσουν; Αυτός είχε μάθει και την γλώσσα τους· μιλούσε μ' όλα. Ακόμη και τα χελιδόνια έρχονταν καμμιά φορά, όταν μοίραζε τροφή στις κοτούλες του.
Σιγά-σιγά αποτραβιόταν πιο πολύ στο κελλί του: “Κιλλί, κιλλίον μου, σήμερον εμού, αύριον άλλου, ουδέποτε τινος”. Τώρα το τραντζίστορ έγινε τηλεόραση! Ο παπα-Γρηγόρης ήταν μικρός τη ηλικία, τί να του πή; Άλλωστε, δεν έβλεπε αυτός κοσμικά πράγματα· τον Αρχιεπίσκοπο στην Μητρόπολη, τον Δεσπότη όταν μιλούσε, ψαλμωδίες, ομιλίες, λιτανείες· τέτοια, θρησκευτικά πράγματα. Και τον πόνο του κόσμου, στις ειδήσεις, και το κακό που γίνεται 'δώ και κεί, που ξέφυγε ο κόσμος. Ε, δεν είναι δά και τίποτε παράξενο. Αφού πλησιάζει το τέλος του κόσμου. Όπου να 'ναι, τόσο που πληθύνθηκε η αμαρτία, θα 'ρθη το τέλος του κόσμου, η συντέλεια των αιώνων.
Και δεν είχε άδικο ο γερο-Ανανίας· έτσι ή αλλιώς. Ο αιώνας όπου να 'ναι θα 'φθανε στην συντέλειά του: “αιών γαρ λέγεται και η εκάστου των ανθρώπων ζωή”.
Δεν μπορούσε να περπατήση, τώρα πιά, σαν άνθρωπος. Τα πόδια του σέρνονταν, το μαγκουράκι του κτυπούσε στις πλάκες, ανήμπορο να βαστάξη μόνο του το βάρος των ογδονταπέντε χρόνων. Και τώρα, μές στο χιόνι, πού να βγή έξω;
Γι' αυτό ο παπα-Γρηγόρης δεν είχε να του ψάλη κανείς, έκανε και ένα θεόκρυο, και έμεινε στο κελλί του.
*
Τα Χριστούγεννα πέρασαν. Είχαν επισκεφθή το Μοναστήρι κάμποσοι προσκυνητές, οι περισσότεροι δραπέτες –εν γνώσει τους– των μεγαλουπόλεων, αιχμάλωτοι –εν αγνοία τους– των λογισμών τους, έρχονταν εδώ, άλλοι να ξεγελάσουν την αιχμαλωσία τους, άλλοι να την καταγγείλουν στον πνευματικό και να βρουν παρηγοριά.
Και πριν τα Χριστούγεννα είχαν έλθει μερικοί Χριστιανοί στο χωριό, και όσοι ήσαν γενναιότεροι, όσων τα πόδια αλάφρωναν από το βάρος των αναμνήσεων, όσων το πνεύμα εβάρυνε από την κουφότητα της καθημερινότητος, ανέβηκαν μέχρι το Μοναστήρι ν' ακούσουν άλλοτε τις δεκατέσσερεις γενιές, άλλοτε τις ώρες, τις μεγάλες, τις βασιλικές, τις λαμπρές, το Δεύτε Χριστοφόροι λαοί, το Λαθών ετέχθης, το κράτημα του παπα-Γρηγόρη, το διάβασμα το βιαστικό και στρίγγιο, το μονότονα ρυθμικό, του γερο-Ανανία: “Παιδίον εγεννήθη ημίν, υιός, και εδόθη ημίν…”. Οι ταμένοι –άλλοι από την μάνα τους, άλλοι από την αφεντιά τους– οι μερακλήδες, οι αλαφροΐσκιωτοι, οι θρήσκοι, άφησαν τα σπίτια τους, γιορτάτικα –πού πάν γιορτιάτικα, χαμένοι άνθρωποι, που 'λεγε και η θεια-Ταρσίτσα, που δεν της καλάρεζε να φεύγη η φαμελιά από το χωριό, την Εκκλησιά της, να γυρίζη μές στην νύχτα στα βουνά, στα Μαναστήρια, μα και ίσα-ίσα γι' αυτό δεν ήλθαν και στο χωριό; Και τί· να 'ταν κανα χωριό μεγάλο να μην τους χωρούσε η Εκκλησιά; Μια σταλιά! Και αυτοί από την ξενιτειά ήλθαν. Να κάτσουν στο σπίτι τους και την Εκκλησιά τους! Όλον τον χρόνο λείπουνε. Δεν λέγω, μεγάλη η Χάρη της, η Παναγιά, αλλά είχε και δυο μοναχούς να Την εφυλάνε! Εντάξει, δεν είναι 10-15, σαν τότε, στις ημέρες της, που ήταν μικρή και άλλος ο κόσμος και σέβονταν τον Θεό και την Παναγία οι άνθρωποι, και θρήσκευαν και τάζονταν στα Μαναστήρια και καλογέρευαν και γέμιζαν με μοναχούς, όχι σαν τώρα, άθεη κοινωνία, σκάρτοι ανθρώποι! Δεν είναι δά λέγω 10-15 μοναχοί, μόνο δυο μείναν. Και τούτοι, ο ένας νιός, δεν ήξερε καλά-καλά από καλογερική, κατά πώς τον είχε ματιάσει η κυρα-Ταρσίτσα, γιατί όλο μιλούσε με τον κόσμο και τους έλεγε τόσα και τόσα στους προσκυνητές, και δεν πρέπει, καλόγερος, είναι δά, πρέπει να εξασκή την σιωπή. Τα 'ξερε όλα αυτά αυτή, από τον παπα-Ησαΐα, τον 'γούμενο τον παλιό, τον άγιο άνθρωπο. Και ο άλλος γέρος, δεν μπόραε, παιδί μου, να πορπατήση. Αλλά και ποιός τσού 'φταιγε; Ας τα σκέφτονταν πριν γίνουν μαναχοί. Τί φταίν και τώρα οι φαμελίτες, ν' αφήνουν όλοι το χωριό τους, να πάν Χριστουγεννιάτικα στο Μαναστήρ; Δεν λέγω, μεγάλη η Χάρη Της!– Τούτοι, λοιπόν, οι θρήσκοι, οι μερακλήδες, ανηφόρισαν μέχρι το Μοναστήρι και εκκλησιάστηκαν και άκουσαν και απήλαυσαν, βυθίστηκαν μές στα χριστουγεννιάτικα “καθίσματα”: “Δεύτε, είδωμεν, πιστοί, που εγεννήθη ο Χριστός…”, “Τί θαυμάζεις, Μαριάμ; Τί εκθαμβείσαι τω εν σοί;…”, “Ο αχώρητος παντί, πώς εχωρήθη εν γαστρί;…”, και ευτυχώς το τυπικό τα 'χε δίς, και όσα έλεγε ο γερο-Ανανίας, μές απ' τα δόντια του, που δεν τα 'κουγε ούτε κι αυτός, τα επαναλάμβανε κι ο παπα-Γρηγόρης, με την φωνή του την καμπάνα, την μελωδική, την νεανική –θά γεράση κι αυτή, που θα 'λεγε και η θειά-Ταρσίτσα. Κι άκουσαν, και προσευχήθηκαν, και κοινώνησαν. Χριστούγεννα, καλά, Χριστούγεννα!
Και να μετά στον αυλόγυρο, τους κτύπησε το βουνίσιο αεράκι –ετοιμαζόταν με τις γλύκες του ο καιρός να το χιονίσει– και νά, τους έπιασε και το χωριάτικο, να μιλήσουν, να καλαμπουρίσουν, να πειράξουν, να σιγοτραγουδήσουν, και να τους έπιασε το νοσταλγικό, και πιάσαν και μέτραγαν τις πέτρες και τα δένδρα και τα δρομάκια και τις κορφούλες, ποιές πέρασαν και ποιές όχι, και πώς τις έβλεπαν τότε, και τί έκανε ο παπα-Ησαΐας, ο 'γούμενος, και πώς έρχονταν με τα φαναράκια, με την βάβα και τον παππού, και πώς έμβαιναν στα κελάρια κρυφά, να πιούν το κρασάκι των καλογέρων, και πώς τους άλειβε με λαδάκι από την κανδήλα ο παπα-καλόγερος, και πώς έπεφτε η μάνα τους γονατιστή στην Παναγιά να στεριώση ο αδελφός του ενός, να νοικοκυρευτή η αδελφή τ' άλλου, να γυρίση ο πατέρας του παράλλου, να γιάνουν τα παιδιά, να αυγατίσουν τ' αγαθά, να συγχωρεθούνε τα νεκρά. Και να 'σου βγήκε και ο γερο-Ανανίας, να τον ρωτήσουν, να τους μιλήση, να τους ψάλη, να τον πειράξουν πώς έφυγε από τον Προυσσό γιατί δεν του 'δωναν κρασί, και να ο παπα-Γρηγόρης να τους μιλήση, να τους ευλογήση –δέν κόταγαν τούτον να τον πειράξουν, παρεμπρός του δηλαδή, γιατί τα 'χε μάθει καλύτερα τα μπολιάρικα απέ δαύτους κι ήξερε και κάτι γράμματα περισσότερα κι είχε φωνή και παράστημα– και να τραταριστούν.
*
Ήλθαν, οι ευλογημένοι οι Χριστιανοί, τα Χριστούγεννα, στο Μοναστήρι, άλλοι νοσταλγοί, άλλοι πονεμένοι, άλλοι περαστικοί, άλλοι χαμένοι –κατά πώς έλεγε και η θειά-Ταρσίτσα– άλλοι ταμένοι, άλλοι αναζητητές, αρκετοί ερωτώντες, ολίγοι ακροατές, ελάχιστοι ποιητές.
Ο παπα-Γρηγόρης μίλησε μ' όλους αυτούς, τους καλοδέχθηκε, τους καταδέχθηκε, τους ξεπροβόδισε.
Τώρα ήθελε να μείνη λίγο μόνος του.
Η χάρη της μεγάλης αυτής γιορτής του είχε δυναμώσει μέσα του την αγάπη για τις ακολουθίες ακόμη περισσότερο, τον έκανε να σιγοψάλη ολημερίς τους θεοτικούς ύμνους, με ισοκράτημα το βουητό από το βοριαδάκι που πλέον έξω στριφογύριζε τις νιφάδες του χιονιού και τις έριχνε στην πλακόστρωτη αυλή του Μοναστηριού. Είχε ανάψει μέσα του και η προσμονή για τον άγιο που αγαπούσε πολύ, τον Μέγα Βασίλειο.
Και καθόταν μές στο κελλί του, μοναχός, και έψαλε με μεγάλη κατάνυξη τα τροπάρια του Μεγάλου Βασιλείου, αφού δεν μπορούσε ο γερο-Ανανίας να βγή στην Εκκλησία να κάνουν μαζί τον εσπερινό, από τον πάγο και το κρύο.
Κάποτε, κάποτε σταματούσε για να πη ένα κράτημα, που τόσο του άρεσε, ή να θυμηθή τα κάλαντα της πρωτοχρονιάς: “…μπαίνει ο μήνας του Χριστού, τ' αγίου Βασιλείου…”, που 'λεγε μικρός.
Και μετά πάλι έψαλε:
“Των όντων εκμελέτησας την φύσιν,
καί πάντων περισκοπήσας το άστατον,
μόνον εύρες ακίνητον,
τόν υπερουσίως όντα Δημιουργόν του παντός…”
Ι.Κ.
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου