Της Μαρίας Σταματιάδου
Όταν αποφασίσαμε να παρουσιάσουμε ένα μικρό «αφιέρωμα» στον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη, δεν φανταζόμασταν ότι θα φτάναμε σε τόσο δύσκολη θέση, αφού ο άνθρωπος αυτός ξεπερνά και, τελικά, υπερβαίνει τους τόπους, τους χρόνους, τα συναισθήματα, τους προσδιορισμούς, τις ατομικότητες, τα σχήματα και αφού υπήρξε πάντα ένας «αντί-»: αντι-διανοητής, αντι-φιλόσοφος ...
Ο Ν. Γ. Πεντζίκης, ως ανατόμος της διαχρονικής ανθρώπινης ουσίας αλλά και ως μελετητής του Βυζαντίου, υπήρξε αφοπλιστικά αισιόδοξος. Έλεγε χαρακτηριστικά: «Η αισιοδοξία, ή ό,τι τέλος πάντων εννοώ ως αισιοδοξία, μου είναι ένα στοιχείο απαραίτητο για τη ζωή. Μου είναι αδύνατο να πιστέψω σε άλλη χαρά και ευτυχία από την παραδοχή του κόσμου που βλέπουμε, από την πλήρη παραδοχή του που σ' εξασφαλίζει, γιατί δεν αμφιβάλλεις για την αλήθεια σου».
Ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης –αυτός ο «ιδιόρυθμος μποέμ με ροπή προς τον ασκητισμό» όπως τον αποκαλέί ο Κάρολος Τσίζεκ– γεννήθηκε και πέθανε στη Θεσσαλονίκη (1908-1993). Ήταν το τέταρτο παιδί της οικογένειάς του, γεννημένος μετά από τρεις αδελφές. Μία από αυτές, η Χρυσούλα, ήταν η γνωστή ποιήτρια Ζωή Καρέλη. Στη Θεσσαλονίκη έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, εκτός από κάποια “διαλείμματα” για σπουδές, στο Παρίσι και στο Στρασβούργο. Σπούδασε οπτική φυσιολογία, βοτανολογία και φαρμακευτική. 1922.
Σε ηλικία μόλις 14 ετών γράφει μια Παγκόσμια Γεωγραφία που παίρνει έγκριση από το Υπουργείο Παιδείας, η οποία και ανακαλείται όταν γίνεται γνωστή η ηλικία του συγραφέα!
Ως φοιτητής, στο Παρίσι δέχτηκε επιρροές από την έντονα συμβολιστική σκανδιναβική λογοτεχνία, η οποία, όπως ο ίδιος έλεγε, του άλλαξε επίπεδο στη σκέψη. Στο Στρασβούργο επηρεάστηκε εντονότατα από τον Γάλλο θεατρικό συγγραφέα, Πολ Κλοντέλ. Όλα αυτά μέχρι το 1936, γιατί από τη χρονολογία αυτή και έπειτα «αλώνεται» εκούσια από τους βυζαντινούς χρονογράφους, ενώ οι διάφορες συναισθηματικές απογοητεύεις του αναζητούν και αυτές διέξοδο στη γραφή.
Το 1933 επισκέφτηκε για πρώτη φορά το Άγιο Όρος, το οποίο, μέχρι τον θάνατά του έμελλε να επισκεφθεί ενενήντα τέσσερις φορές! Το 1943 εντάσσεται στο Κομμουνιστικό Κόμμα.
Η πάλη του αυτή με τα συναισθηματικά και ερωτιά αδιέξοδα θα συνεχιστεί μέχρι το 1948, όταν παντρεύεται τη Νίκη Λαζαρίδου και αποχτούν έναν γιο, τον Γαβριήλ. Τότε είναι που γράφει και το γνωστό μυθιστόρημα Το Μυθιστόρημα της Κυρίας Έρσης.
Ως το 1989 ταξιδεύει στην Ολλανδία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, το Βέλγιο και την Αγγλία, ενώ ταυτόχρονα δεν σταματάει να ασχολείται με τον Συναξαριστή του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη, ενασχόληση που θα κρατήσει μέχρι τον θάνατό του.
Ο πατέρας του ήταν φαρμακοπειός και το θρυλικό πλέον φαρμακείο τους στην Εγνατία, το ανέλαβε ο γιος του ο Νίκος. Ο Πεντζίκης εργάστηκε εκεί για πολλά χρόνια –από το 1930 ως το 1955 μέσα σε πολλές οικονομικές δυσκολίες– ενώ από το 1953 και ως το 1969 εργάστηκε ως ιατρικός επισκέπτης.
Σύμφωνα με τον γιο του, Γαβριήλ, το 1967 είναι «χρονιά ορόσημο στη ζωή του Πεντζίκη: αρχίζει την καθημερινή ενασχόληση με τον Συναξαριστή του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη, που θα εξακολουθήσει μέχρι την τελευταία μέρα της ζωής του. Εφεξής, η καθημερινή αυτή ενασχόληση θα οδηγήσει στη σύνταξη μιας «Μικρής και μια μεγάλης Περίληψης» και θα αποτελέσει τον άξονα της συγγραφικής και ζωγραφικής του έκφρασης».
Ο Συναξαριστής είχε πάρει τόσο κεντρική θέση στη ζωή του, γιατί ο Πεντζίκης πίστευε ότι δεν έχουμε άλλο τρόπο να «ξορκίσουμε τον χρόνο» από τη δαιμονική του διάσταση, παρά μονάχα επιτελώντας τις μνήμες των αγίων που η Εκκλησία έχει τοποθετήσει στην κάθε μέρα του έτους «ως φώτα σωστικά», όπως γράφει χαρακτηριστικά ο αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας Στυλιανός.
Ακολουθούν πολλές εκθέσεις ζωγραφικών του έργων, έκδοση βιβλίων, διαλέξεις … Το 1988 αναγορεύεται επίτιμος διδάκτωρ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Είναι γνωστό ότι ο Πεντζίκης «μετέτρεψε» το φαρμακείο του στο θρυλικό στέκι λογοτεχνών, ποιητών και συναφών «ανήσυχων πνευμάτων» της εποχής. Αξίζει να δούμε πώς περιγράφει ο Ηλίας Πετρόπουλος (ο γνωστός Θεσσαλονικιός «αιρετικός» συγγραφέας που έζησε αυτοεξόριστος στο Παρίσι, επειδή «δεν τον σήκωνε ο τόπος») το κλίμα που επικρατούσε στο φαρμακείο του Πεντζίκη, στην Εγνατία: «Στο διαβόητο φαρμακείο του Πεντζίκη σύχναζαν κάθε βράδυ πολλοί λογοτέχνες: ο Τάκης Βαρβιτσιώτης, ο Θέμελης, ο Κιτσόπουλος, ο Κάρολος Τσίζεκ, ο Πίττας και άλλοι. Επίσης οι ζωγράφοι Τάκης Ιατρού, Γιάννης Σβορώνος, Νίκος Σαχίνης. Η Ζωή Καρέλλη ερχότανε αραιά, γιατί ζούσε τότε στη Γεωργική Σχολή. Από το φαρμακείο πέρναγε και ο Γιώργος Παραλής, με τον οποίο γίναμε πολύ φίλοι. Από την παρέα αγαπούσα ιδιαιτέρως τον Τσίζεκ. Οι αριστεροί συγγραφείς δεν πατάγανε στο φαρμακείο. Ωστόσο, έβλεπα συχνά τον Πάνο Θασίτη [σ.σ. Επί Κατοχής ηγέτης της ΕΠΟΝ Θεσσαλονίκης, αργότερα εξόριστος], που εκτιμούσα ιδιαιτέρως τα ποιήματά του και το πνεύμα του …
… Όποιος πήγαινε για πρώτη φορά στο φαρμακείο του Πεντζίκη υφίστατο μία τρομερή επίθεση (…) Παντού και πάντοτε, ήθελε να έχει τον κύριο λόγο (…) Ο Πεντζίκης ήτανε καταπιεστικός δάσκαλος, αλλά Μεγάλος δάσκαλος. Ενώ όλοι οι μαθητές του Τσαρούχη είναι ανυπόφορα Τσαρουχάκια …
Ο Πεντζίκης “εδολοφονούσε” τους περισσότερους μαθητές του και καλώς έπραξεν. Έκαστος “επιζήσας” μαθητής του Πεντζίκη διαθέτει αυτόνομη προσωπικότητα. Ο Πεντζίκης για να “σκοτώνει” τους μαθητές του εφήρμοζε με απίστευτη σκληρότητα τη δικιά του θεωρία της “νάρκης”,γιατί επίστευε ότι βάζοντας “νάρκες” και “παγίδες” στο λογοτεχνικό – καλλιτεχνικό πεδίο μάχης απαλλάσσει τη χώρα από τα ασήμαντα και θνησιγενή ταλέντα, και, γιατί θεωρούσε αντι-οικονομική … την ύπαρξή τους …
… Αγαπούσα τον Πεντζίκη σαν πατέρα μου. Και τον θεωρώ Δάσκαλό μου.
Φαίνεται πως κι ο Πεντζίκης μ’ αγαπούσε. Αυτό το εικάζω από το ότι την ημέρα που κατεβάζανε την ταμπέλα του φαρμακείου του μου τηλεφώνησε να πάω ολοταχώς
για να φωτογραφηθούμε. Η ταμπέλα σκανδάλιζε τους επαρχιώτες Θεσσαλονικείς
γιατί η λέξη “Φαρμακείο” δεν είχε τελικό –ν. Η φίλη μας, η Ελπίδα, που αγόρασε το φαρμακείο, είχε κολλήσει το τελικό –ν, αλλά όταν παρέλαβε επισήμως το κατάστημα όλα τελειώσανε οριστικά» (Από τη μονογραφία Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, εκδ. Πατάκη, 1988)
Ο Πετρόπουλος σχολίαζε καυστικά ότι ο Πεντζίκης ήταν χειμαρώδης στο λόγο του, χωρίς να αφήνει πολλά περιθώρια λόγου στον συνομιλητή του. Στο σχόλιο αυτό συγκλίνουν όλοι όσοι τον γνώρισαν και τον συναναστράφηκαν. Του άρεσε να μιλάει για βυζαντινούς αυτοκράτορες, τον Παπαδιαμάντη, αλλά και για τις ιστορικές και αγιογραφικές λεπτομέρειες κάθε εκκλησίας την οποία συναντούσε, κυρίως στη Θεσσαλονίκη.
Κοινωνικές προκλήσεις και … χυλόπιτες
Ο Πεντζίκης έχει μία κοινή συνισταμένη με τον π. Ιωάννη Ρωμανίδη και αυτή έχει να κάνει με την απέχθειά τους για κάθε τι μεταφυσικό και διανοουμενίστικο. Αν και η αίσθηση αυτή είναι ευδιάκριτη και στους δύο.
Ο Πεντζίκης, ως απόλυτα πραγματιστής, δεν άφηνε περιθώρια στον εαυτό του να χαθεί σε κυκεώνες ιδεών, εννοιών και κάθε είδους ιδεοληψιών. Πριν από πολλά χρόνια, όπως μας διηγήθηκε ο π. Αρτέμιος Γρηγοριάτης, σε μία διάλεξη που είχε οργανωθεί προς τιμήν του Πεντζίκη, οι ομιλητές αναφέρθηκαν αρκετές φορές στην έννοια της ευτυχίας. Όταν λοιπόν τελείωσαν και τον κάλεσαν στο βήμα να μιλήσει, σηκώθηκε με αφοπλιστικό ύφος και είπε: «Συγγνώμη, δεν καταλαβαίνω για ποιο πράγμα μιλάτε. Η μόνη Ευτυχία που γνωρίζω εγώ είναι η … θεία μου!»
Οι δημόσιες προκλήσεις του σε ομιλίες και διαλέξεις ήταν συχνότατες, ιδιαίτερα εύστοχες και «σκανδάλιζαν» μεγάλο μέρος του σοβαροφανούς ακροατηρίου. Μάλιστα πολλές φορές οι αντιδράσεις του έμοιαζαν εντελώς παιδικές. Ο φίλος μας, θεολόγος Διονύσης Παπαχριστοδούλου, που σήμερα ζει στην Έδεσσα μας περιγράφει: «Κατά τη διάρκεια μιας διάλεξης, αφού εκστόμισε διάφορα “εκτός πρωτοκόλου”, μία κυρία της “υψηλής κοινωνίας” αγανακτισμένη, σηκώθηκε επιδεικτικά και χαιρετώντας με στόμφο είπε “γειά σας” και ξεκίνησε να φεύγει. Τότε ο Πεντζίκης, από βήματος, της πετάει: “ποντίκια στην κοιλιά σας”! Αρκετοί σκανδαλίστηκαν και άρχισαν να μουρμουρίζουν, αλλά ο ομιλών συνέχισε: “Γιατί; Τι είπα; Ποντίκια στην κοιλιά σας! Ευχήθηκα δηλαδή να είναι … γυμνασμένοι οι μυς της κοιλιάς της κυρίας, να έχει ποντίκια”».
Ενδιαφέρουσα, αν και ιδιαίτερα ανατρεπτική, σκληρή και καυστική είναι η άποψη του Πεντζίκη για τους Ελύτη, Βαφόπουλο, Ρίτσο, Βρεττάκο: «Ποιητές διαθέσεων. Ποιητές που αδικούνε τα πράγματα εν ονόματι της φαντασίας του ατομικού αισθήματος» (από το επίμετρο του Ν. Γ. Πεντζίκη στο βιβλίο, Ο Ιγκιτούρ ή Η Τρέλα του Ελβενόν, 1983, εκδ. Άγρα).
Έχει πολύ ενδιαφέρον, όμως, και ο τρόπος που μου σχολίασε την παραπάνω άποψη ο κ. Δ. Παπαχριστοδούλου: «Απλουστεύοντας, θα λέγαμε: “Πρωί, ο ήλιος ανατέλλει εξ Εώας κόκκινος κεχριμπαρένιος, φοράει φως, κο-κο-κό, κο-κο-κό κάν’ η κότα το αυγό, αυγό της αυγής το φως”. Ο λόγος χρησιμοποιεί “πράγματα”, δεν διαφαίνεται καημός για έκφραση προσωπικών συναισθημάτων.
Ενώ: “Πρωί, ήλιος κόκκινος ζεστός κι αναγάλλιασ’ η καρδιά μου, κοτούλα νόστιμο ετοίμασέ μου πρωινό, φρέσκο, θρεπτικό, ζεστό αυγό”…
Ok … αλλά εγώ, 1) έχω χοληστερίνη και δεν κάνει να τρώω αυτά, 2) μικρός όταν ήμουν με ζόριζαν για να τρώω το αυγουλάκι μου και μου ‘ρχεται αναγούλα όταν τα βλέπω, 3) από ενός μέχρι εικοσιενός χρονών με ξυπνούσαν το πρωί, με έβαζαν να βλέπω την ανατολή και με έδερναν 4) σιχαίνομαι τις κότες κ.λπ.
Δηλαδή δεν με αφορούν τα ατομικά σου συναισθήματα, το ωραίο σου πρωινό μου χάλασε τη μέρα, κράτα τα για σένα, δεν “μεταφέρεις” τίποτα».
Το μυστικό της ποίησης το αποκαλύπτει, στο ίδιο επίμετρο του, ο Θεσσαλονικιός αντι-φιλόσοφος: «Το μυστικό της ποίησης, προσιτό μόνο στις σπάνιες ατομικότητες, τις ένδοξες και όσιες εξαιρέσεις που εξεγείρονται ενάντια στους κανόνες, μακριά από επιστήμες και κοσμική γνώση, μακριά από κάθε εκλαΐκευση και καλωσύνη, χωρίζοντας τ’ ανθρώπινα και γήινα από τ’ άλλα … θρεμμένο από εμπειρίες που συνεχίστηκαν αδιάπτωτα μέσα στα βάσανα και παιδέματα του βίου, μας διδάσκει ξεπερνώντας τα όρια του πεσιμισμού μια καινούργια αισιοδιξία: το γεγονός της τρέλας της πράξης που, δηλαδή, ενώ δεν πιστεύουμε τίποτα, δεν σταματάμε εξαιτίας απ’ αυτό την πράξη μας, κάνοντας μια τρέλα που ‘ναι αγαθή και ωφέλιμη».
Εντελώς πραγματιστής, κινούμενος ταυτόχρονα σ’ έναν χώρο μυθικό αλλά ιδιαιτέρως πραγματικό (κατά τον ίδιο τουλάχιστον), λέει σε κάποια ομιλία του, σε νεανικό κυρίως κοινό, στις αρχές της δεκαετίας του ’80: «Πρέπει να μεταμορφωθεί το άμεσο ερωτικό συναίσθημα σε ερωτικό αίσθημα».
«Πώς μπορεί να συμβεί αυτό»; Ρωτα΄μια νεαρή κοπέλα από το ακροατήριο. «Σ’ αρέσουν οι “χυλόπιτες”; (σ.σ. ερωτικές απογοητεύσεις) … Ε, τρώγωντας χυλόπιτες». Της απάντησε ο Πεντζίκης.
Στην εποχή μας, οι λέξεις αίσθημα και συναίσθημα τείνουν να γίνουν ταυτόσημες, ενώ στην ουσία τους είναι εντελώς διαφορετικές, έως και αντιφατικές. Το αίσθημα είναι καθολικό, εμπεριέχει την ολότητα: Στον χώρο του αισθήματος, ο ήλιος είναι ήλιος, η αστροφεγγιά είναι αστροφεγγιά, η θέρμη είναι θέρμη, το ψύχος είναι ψύχος, η διαύγεια διαύγεια κ.λπ. Το συναίσθημα είναι ατομικό, εμπεριέχει πολύ Εγώ, τα πάντα (ήλιος, φεγγάρι, αστροφεγγιά, θέρμη, ψύχος, διαύγεια κ.ο.κ.) «είναι» από την αρχή μέχρι το τέλος, αναφορικά με εμένα.
Η «χυλόπιτα» τώρα, είναι το σβήσιμο αυτού του Εγώ. Και η επιλογή να «τρως χυλόπιτες» είναι ο εκούσιος θάνατος που αναφέρουν οι Πατέρες της Εκκλησίας, το γκρέμισμα του Εγώ που τείνει να πάρει τερατώδεις διαστάσεις με τόση τροφή που του δίνουμε συνεχώς …
Εδώ βέβαια πάντα ελλοχεύει ο κίνδυνος της κατάθλιψης, και εδώ βρίσκεται η ποιότητα αυτού του αγώνα, η οποία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ελεύθερη προαίρεση και την εσωτερική ωριμότητα του ανθρώπου.
Ο Πεντζίκης και ο Μύθος (του)
«Ο Πεντζίκης κινούταν σ’ έναν άλλο χρόνο και χώρο. Βεβαίως, έπαιρνε στοιχεία από τον γύρω κόσμο, αλλά όλα αυτά μεταμορφώνονταν και μεταφέρονταν σε μία άλλη κατάσταση, η οποία είχε χαρακτήρα μυθικό. Επρόκειτο για έναν χώρο μυθικό, ο οποίος για τον Πεντζίκη ήταν η πραγματικότητα. Ήταν ένας μυθικός χώρος, όπου εκεί αποκαλυπτόταν ο ίδιος και μπορούσε να δει τα πράγματα που συνέβαιναν γύρω του, μέσα από εκεί. Αυτό βέβαια είχε να κάνει με ένα είδος “δια Χριστόν σαλότητας”. Δεν ήταν ο άνθρωπος ο οποίος θα μπορούσε να κινείται με λογικά σχήματα … Σ’ εμένα υπάρχουν κάποια στοιχεία ορθολογικά, στον Πεντζίκη δεν υπήρχε κανένα τέτοιο στοιχείο, δεν υπήρχε καν ορθολογισμός». Αυτά έχει πει ο συγγραφέας, φίλος και κουμπάρος του Πεντζίκη, Αλέξανδρος Κοσματόπουλος, σε πρόσφατη συνάντησή μας στη Θεσσαλονίκη.
Ο αντι-φιλόσοφος και πραγματιστής Πεντζίκης έλεγε για τον μύθο: «Οι Γερμανοί αντικαθιστώντας τους μύθους, που ‘ναι γεγονότα πραγματικά, μ’ έννοιες a priori, έδωκαν μια Ιδέα που η ενότητά της διχάζεται σε υποκείμενο και αντικείμενο».
Ο Διονύσης Παπαχριστοδούλου αναλύει λέγοντας ότι οι «Γερμανοί» που αναφέρει ο Πεντζίκης είναι οι Ντόιτς, δηλαδή οι Τεύτονες, οι Τευτονοφράγκοι, ο Καρλομάγνος, σύμφωνα με την αποκάλυψη του Ρωμανίδη στο έργο του Ρωμιοσύνη.
Γράφει για παράδειγμα, το 1944 στο ποίημά του Η βροχή:
Ο Πεντζίκης πιστεύει ότι ο μύθος των ποιητών και των ηρώων είναι ένα πραγματικό Γεγονός, η κατάσταση δηλαδή, κατά την οποία εξιστορείται με πράγματα κοινά για όλους τους ανθρώπους και όχι με περιγραφές ατομικών συναισθημάτω. Σ’ αυτό το πλαίσιο, ο μύθος είναι πραγματικός, και μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο έζησε ο Πεντζίκης, διανθισμένος με την οικουμενικού χαρακτήρα σαλότητά του. Δεν προσπάθησε ποτέ να μεταφέρει ατομικότητες, γιατί αυτές δεν μεταφέρονται, δεν τον ενδιέφερε να μιλήσει μια «δική του γλώσσα», γιατί γνώριζε ότι δεν μπορούσε να υπάρξει αυτόνομα, ατομικά.
«Ο Μύθος –γράφει ο Πεντζίκης– ενότητα, ταυτότητα του υποκειμενικού με το αντικείμενο, σχετικός πάντα με το προπατορικό αμάρτημα, καρδιά του και κέντρο, κοινός παραδομένων λόγων και κινήσεων χώρος, κοινωνικός, θρησκευτικός, εξηγεί την έκπτωση του θνητού, της περίπτωσης, συντηρεί τη μορφή και λυτρώνει».
Ο Βιτγκενστάιν στο βιβλίο του Φιλοσοφικές Έρευνες αναφέρει: «Αν ένα λιοντάρι μπορούσε να μιλήσει, δεν θα το καταλαβαίναμε». Δεν θα το καταλαβαίναμε γιατί είναι αδύνατον το λιοντάρι να μιλήσει μυθικά σε μας, δεν έχουμε «κοινό παραδομένων λόγων και κινήσεων, χώρο», σχολιάζει ο Παπαχριστοδούλου, που μελέτησε εν τοις πράγμασι τη σχέση Πεντζίκη και Βιτγκενστάιν.
Ο μύθος είναι γεγονός πραγματικό, γιατί στα ελληνικά γεγονός θα πει κάτι που έχει γίνει και πραγματικό, με πράγματα. Ο διανοιοαρχικός όταν ακούει «γεγονότα πραγματικά» ανάγει τις λέξεις στις a priori τρέχουσες έννοιές τους. Μύθος λοιπόν αυτό που μας βοηθάει να εκφραζόμαστε, έχοντας μυηθεί στη ροή, στην πνοή, στο φως και συμβάλλει στη διατήρηση της κατάστασης αυτής για όση ώρα μιλάμε, συμβάλλει, επίσης, στη μεταφορά αυτής της κατάστασης στον προσεκτικό ακροατή, στη μύηση του, όχι σε ομιχλώδη και σκοτεινά μυστήρια, αλλά στο μυστήριο της ζωής, στο μυστικό της εν ροή-πνοή-φωτί ζωής.
Εξοικείωση με τα Σκοτάδια
«Θανάτω θάνατον πατήσας …». Ρωτάμε τον Αλέξανδρο Κοσματόπουλο αν αυτή η ρήση είναι απλά φιλολογίες. «Καθόλου!» μας απαντά αφού για τον Πεντζίκη «αποτέλεσε καθημερινή βιωματική πραγματικότητα», εκούσιος θάνατος, άδειασμα του νου, χρησιμοποιήση του εγκεφάλου σαν ένα μηχάνημα, ένα κομπιουτεράκι, που όταν δεν το χρειαζόμαστε για πρακτικούς λόγους το σβήνουμε και το αφήνουμε στην άκρη. Αυτές ήταν οι προτάσεις ζωής του Πεντζίκη, αυτές ήταν και οι δικές του εφαρμογές ζωής, προσπαθώντας να πραγματώσει την ιερή παράδοση των Ησυχαστών.
Ήδη στο πρώτο του μυθι-στόρημα Ανδρέας Δημακούδης (1935), το κεντρικό πρόσωπο του έργου ρίχνεται οικειοθελώς στον θάνατο εν ονόματι της αγάπης, σ’ έναν θάνατο που ισοδυναμεί με βάπτισμα στην αιωνιότητα, με θανάτωση κάθε σαρκικού – κοσμικού φρονήματος, με γεύση της όντως ζωής.
Αυτή η αίσθηση του βαπτίσματος γίνεται πολύ πιο ξεκάθαρη στο αμέσως επόμενο βιβλίο του
Ο Πεθαμένος και η Ανάσταση: «Ουσιαστικά αποτελεί τη συνέχεια του προηγούμενου, αν και θεωρείται αυτόνομο», μας λέει ο Κοσματόπουλος. Και συνεχίζει: «Από δω και πέρα θα χαρακτηρίζει τον Πεντζίκη η νέκρωση, η οποία στην ουσία είναι η αίσθηση του σώματος του θανάτου, του εξόδιου σώματός μας …
Ο Πεντζίκης στην προσωπική του ασκητική, έσβηνε θύμησες, αναμνήσεις, ατομικού προσδιορισμού συναισθήματα, συνειρμούς, κάθε είδους ατομικότητες, και επικεντρωνόταν στα «εδώ και τώρα πράγματα».
Παρ’ όλα αυτά, δεν «δίδασκε» αυτήν την άσκηση. Δεν δίδασκε, γενικώς, μολονότι δεν είναι λίγοι αυτοί που με αγάπη τον αποκαλούν «δάσκαλό τους» …
Ποια η σχέση της μαθη-τείας λοιπόν, που ο Αλέξανδρος Κοσματόπουλος λέει ότι είχε μαζί του (και που υπερβαίνει τα χρονικά και τοπικά όρια της συνάντησής τους); «Ο Πεντζίκης προέτρεπε να αναζητήσεις τον δικό σου δρόμο στα βάθη του εαυτού σου. Να οικειωθείς τα σκοτάδια σου».
Ο Πεντζίκης θεωρούσε ιδανικό το διάβασμα εκκλησιαστικών κειμένων: «Τα εκκλησιαστικά κείμενα, λειτουργικά και πατερικά, είναι αιώρα φτιαγμένη από γερό καραβόπανο. Μπορείς να ξαπλώσεις επάνω της και δεν κινδυνεύεις να σχιστεί. Ενώ τα κοσμικά είναι σαθρά. Με το που πας να στηριχθείς, να αναπαυθείς, σχίζονται και ξαπλώνεσαι φαρδύς πλατύς στο πάτωμα»!
Γράφοντας για το βίωμα της Ορθοδοξίας ο Πεντζίκης λέει στο ποίημά του, Δάκρυα των Ματιών:
Γέμισε από τα δάκρυα ενός που τίποτα δεν έκαμε σωστό.
Όταν λιωμένος μέσα στα δάκρυα, ώστε να μοιάζει σαν αντάρα,
είδε αυτός πως πάλι με την αλμύρα τους κάμαν τ’ ανάποδο
-δίνοντας νερό ακατάλληλο για τ’ άλλα ψάρια και το γουλιανό,
για τη βοσκή των αρχοντοκόριτσων πουλιών της λίμνης-
ανέβηκε σ’ ένα ψηλό καμπαναριό και βάλθηκε να σημαίνει.
Γλυκός τόσο ήταν ο αχός της Ορθόδοξης Χριστιανοσύνης,
ώστε κάθε φορά, που άγγιζε το γλωσσίδι το χυτό μέταλλο,
χυνότανε κι ένα τσουβάλι ζάχαρη για να γλυκάν’ η λίμνη.
Τη γλύκα τούτη γεύονται εκείνοι π’ αναπαύονται, πέρα στ’ αμπέλια,
«τόση γλύκα μόν’ η αγάπη μπορεί νάχει που τη ζητούσα κι άλλαξα».
Ζωγραφική με ψηφαρίθμηση
Εκτός από συγγραφέας, εκτός από ακατάσχετος πολυλογάς («Ζω όταν μιλώ», συνήθιζε να λέει), εκτός από κοινωνικά φευγάτος, ο κυρ Νίκος ήταν και ζωγράφος. Τα ζωγραφικά του έργα γινόταν εξαιρετικά δύσκολα κατανοητά από τον ευρύ κόσμο, επειδή ήταν βασισμένα πάνω σε μία δική του μέθοδο που ονόμασε ψηφαρίθμηση.
Δυσκολευτήκαμε πολύ να κατανοήσουμε την ουσία αυτής της μεθόδου, αλλά καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι η δική μας κατανόηση έχει μικρή σημασία, αφού ουσιαστικά πρόκειται για μία εντελώς δική του, προσωπική μέθοδο άσκησης μετατόπισης της Προσοχής: η Προσοχή έπρεπε να βγει έξω από τον εγκέφαλο, έξω από τα συναισθήματα, έξω από την εγκεφαλική σκέψη. Ταυτόχρονα, «πρέπει να είσαι παρών σε ό,τι συμβαίνει μέσα σου, είναι αμάρτημα να μην είσαικ παρών», όπως θαυμάσια έλεγε. Και γι’ αυτό ζωγράφιζε με ψηφαρίθμηση.
Έπαιρνε και διάβαζε, π.χ. ένα κεφάλαιο από τη Φιλοκαλία. Δεν έκανε καμία προσπάθεια κατανόησης ή νοητικής διεργασίας του αναγνώσματος. Απλώς, κατά την ανάγνωση, μετρούσε π.χ. πόσα σύμφωνα υπάρχουν στο κεφάλαιο αυτό και τα ταξινομούσε σε οδοντικά, υγρά, ρινικά κ.λπ. … (π.χ. 256 οδοντικά, 197 ένρινα κ.λπ.). Για κάθε μία από τις ομάδες αποφάσιζε να χρησιμοποιήσει ένα διαφορετικό χρώμα (π.χ. για τα οδοντικά πράσινο, για τα ένρινα κίτρινο κ.λπ.). Πάνω λοιπόν στην επιφάνεια που ζωγράφιζε, δημιουργούσε με το αντίστοιχο χρώμα τόσες πινελιές όσες ήταν και τα σύμφωνα της αντίστοιχης ομάδας. Αυτά φυσικά τα συνδύαζε σύμφωνα με την αισθητική του, για να υπάρξει όμορφο εικαστικά αποτέλεσμα. Αν στο τέλος δεν του άρεσε το έργο, απλώς το … πετούσε και ξεκινούσε άλλο!
Ως Επίλογος …
Το όνομα του Πεντζίκη συνδέθηκε στενά με τη λέξη «επέκεινα», τα «πέρα από εδώ» και όμως πάντα εδώ. Ο Πεντζίκης σε παρασέρνει και σε βγάζει στον στόχο σου, από δρόμους που αρχικά δεν σκέφτηκες να περπατήσεις, ακυρώνοντάς σου τους πεπατημένους.
Στη διαδρομή αυτή της γνωριμίας με τον Θεσσαλονικιό «ποιητή του επέκεινα» είχαμε κοντά μας δύο ανθρώπους που συνδέθηκαν μαζί του, οι οποίοι … δεν γνωρίζονται μεταξύ τους, και που η σχέση τους με τον Πεντζίκη καθορίστηκε κατά κάποιον τρόπο από τον γέροντα Παΐσιο.
Αυτοί οι δύο άνθρωποι είναι ο Αλέξανδρος Κοσματόπουλος, που γνωρίστηκε με τον Πεντζίκη κατά προτροπή του π. Παΐσιου, και έμελλε να γίνει φίλος, μαθητής και κουμπάρος του, και ο Διονύσης Παπαχριστοδούλου που απομακρύνθηκε από τον Πεντζίκη μετά από προτροπή του π. Παΐσιου, όταν ο γέροντας του είπε: «Ο Πεντζίκης είναι στην κερκίδα και του αρέσει να βλέπει αυτούς που αγωνίζονται. Αν πάρει κάποιον απ’ έξω μαζί του, καλώς. Αν όμως βγάλει από τον αγώνα κάποιον στην κερκίδα, κακώς». Ο Διονύσης ήταν στον αγώνα και δεν έπρεπε να πάει στην κερκίδα
Ο Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας Στυλιανός Χαρκιανάκης ονόμασε το βιβλίο του για τον Πεντζίκη: «Ο Πεντζίκης του επέκεινα και του ενθάδε» (Εκδόσεις Δόμος, Αθήνα, 1994).
Όμως ο Πεντζίκης όταν άκουγε να ονομάζουν πραγματικότητα την τρέχουσα καθημερινότητα εκνευριζόταν, νευρίαζε και διόρθωνε τον συνομιλητή του: «αμεσότητα, όχι πραγματικότητα», η πραγματικότητα είναι αυτό που πραγματικά υπάρχει και όχι η εικόνα που σχηματίζει ο εγκέφαλος μας για το τί υπάρχει γύρω μας επεξεργαζόμενος τις ληψές και παραπλανητικές πληροφορίες των πέντε αισθήσεων. Μάλλον ήταν ποιητής της πραγματικότητας, ή καλύτερα ποιητής που έπαιζε με τα πράγματα, που τιμούσε τα πράγματα και τα πραγματικά βιώματα και σιχαινόταν αφηρημένες εκφράσεις όπως «επέκεινα και ενθάδε».
Του άρεζε να λέει: «γράφω σαν παιδί που ζωγραφίζει (πεζογράφος=παις ζωγράφος). Ζωγραφίζω σαν ζώο που γράφει ...»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου