Ήταν Γενάρης του 2008 που είχα πάει να τον βρω στο μικρό, ζεστό γραφείο του στο «Λαμπέτη». Με είχε πάρει στο τηλέφωνο, μου είχε ζητήσει να βρεθούμε εκεί για να μου δώσει τις πρώτες σελίδες -άδετες ακόμα- από την αυτοβιογραφία του και μείναμε ώρες μαζί. Πότε μου διάβαζε αποσπάσματα από αυτήν, πότε αφηνόταν να θυμάται γεγονότα που τον σφράγισαν με τα μάτια κλειστά.
Για χρόνια πολλά μπορώ να πω ότι τον φοβόμουν. Του έκαιγα αποκλειστικές ειδήσεις και με κοίταζε με μισό μάτι- μου περιερχόταν ότι έβγαζε καπνούς, αλλά δεν το έβαζα κάτω. Κάποια στιγμή με είδε με την μαμά μου σε μια από τις πρεμιέρες του, την θυμήθηκε- ήταν φίλος αγαπημένος του θείου μου, του Στέφανου Σακελλάρη, που ήταν υπεύθυνος στα πολιτιστικά της Βραδυνής. Ο θείος μου είχε «φύγει» κι η μαμά μου του τον θύμιζε πολύ - έμοιαζαν τρομερά. Θυμάμαι ότι μου έκανε μεγάλη εντύπωση ο τρόπος που την αγκάλιαζε. Από τότε άρχισε να γίνεται πιο ανεκτικός -όχι γλυκός- με μένα και την μανία μου να του καίω ειδήσεις -μέχρι που με πήρε ένα τηλέφωνο να μου δώσει μια. Πήγε να μου πέσει το ακουστικό- Λεμπέσης εδώ. Έπειτα μου έκανε αυτό το ακριβό δώρο της προδημοσίευσης.
Έφυγα από το γραφείο του γοητευμένος απ’ την αγάπη του για το θέατρο και από την γλύκα που έκρυβε πίσω από το σκληρό πρόσωπο. Γύρισα σπίτι και ξενύχτησα διαβάζοντας τις μνήμες του σε σελίδες που είχα απλώσει στο κρεβάτι. Το πρωί έπρεπε να παραδώσω το κομμάτι για να την προλάβω την προδημοσίευση -αχ, αυτά τα αποκλειστικά μου…
Δεκέμβριος 2010. Η είδηση του θανάτου του με πονάει - όλους μας πονάει. Παίρνω τηλέφωνο την Σεμίνα. Πικραίνεται πολύ…
Τον είχε φιλοξενήσει σε μια σπουδαία εκπομπή-αποκλειστικά σ’εκείνη είχε βγει-δεν ήθελε να πηγαίνει πουθενά. Να κάνω ένα θέμα. Οποσδήποτε, μου λέει. Και να το ντύσουμε και με αποσπάσματα από την εκπομπή. Καλοτάξιδος Κύριε Γιώργο…
[το κομμάτι που ακολουθεί είχε δημοσιευτεί στο «Έθνος»]
ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΟ
Ο θεατρικός επιχειρηματίας Γιώργος Λεμπέσης γράφει για το θέατρο και τους ανθρώπους του όπως τους έζησε από κοντά!
«Απόσταση αναπνοής» με ακριβές θεατρικές μνήμες
Στον τίτλο «Απόσταση αναπνοής» ακούει το βιβλίο-κατάθεση ψυχής του θεατρικού επιχειρηματία Γιώργου Λεμπέση και ο υπότιτλος του «Το θέατρο κι οι άνθρωποί του όπως τα έζησα» μιλά από μόνος του.
Ο ίδιος καμαρώνει για αυτό, όπως μου λέει, χωρίς να θέλει να δηλώσει συγγραφέας!
Κάθεται στο ζεστό γραφειάκι του στο θέατρο «Λαμπέτη» που έχυσε ιδρώτα σώματος και ψυχής για χρόνια στήνοντας παραστάσεις που έγραψαν την δική τους ιστορία. «Ένα βιβλίο γεμάτο θέατρο!» μου λέει και αυτό σημειώνει στο οπισθόφυλλό του.
«Μέσα απ’ τις σελίδες του θα παρελάσουν οι σπουδαίοι παρόντες αλλά κι οι μεγάλοιαπόντες,που τους αγαπήσαμε και τους αγαπάμε,που δεν τους ξεπεράσαμε κι ούτε θα τους ξεπεράσουμε ποτέ. Χορν Καρέζη - Βουγιουκλάκη - Αλεξανδράκης - Φωτόπουλος - Μελίνα - Ηλιόπουλος - Κούρκουλος - Ντασσέν…». Η προτροπή του πολύ ενδιαφέρουσα «Ελάτε να κάνουμε μαζί ένα μεγάλο ταξίδι στους απέραντους δρόμους του θεάτρου… Από την φτώχεια και τις λάσπες των καφενείων της επαρχίας, με τα μπουλούκια μέχρι την χλιδή και τη λάμψη των μιούζικαλ στα μεγάλα θέατρα της πρωτεύουσας. Γέλιο μα και δάκρυ. Χαρά μα και λύπη. Επιτυχίες μα και αποτυχίες. Ακμή μα και παρακμή. Νιάτα και γηρατειά.
Η ζωή και ο θάνατος βαδίζουν αγκαλιά στις μεγάλες στράτες του θεάτρου». Γεννημένος το ’30 πρωτομπήκε στο θέατρο μέσα από μπουλούκια πετυχαίνοντας ζηλευτές ερμηνείες και από το ’75 ως σήμερα υπέγραψε την παραγωγή σε εξαιρετικές παραστάσεις διαμάντια-ανάμεσά τους τα «Ραντεβού με την υστερία» της Ελεύθερης Σκηνής, το «Ήταν όλοι τους παιδιά μου» με Αλεξανδράκη και Ζαβιτσιάνου, το «Ήταν ένα μικρό καράβι» με Λαζόπουλο-Ρώπα, ο «Αμπιγιέρ» με τον Παπαμιχαήλ, η «Μικρή μας πόλη», η «Όπερα της Πεντάρας», οι «Γαμπροί τηςευτυχίας», ο «Βιολιστήςστηστέγη» με τον Γρηγόρη Βαλτινό, ο «Πλούτος» με το Λάκη Λαζόπουλο, το «…με τη σιωπή» με τη Μίρκα Παπακωνσταντίνου. Μνήμες-μνήμες-μνήμες ακριβές.
Ξεχωρίσαμε κάποιες από αυτές και τις δημοσιεύουμε σήμερα.
-Το ’87 έκανα με τον Λαζόπουλο το Τι είδε ο Γιαπωνέζος…
Μεταξύ άλλων έβριζε το Σαρτζετάκη,που ήταν τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας ώσπου μια Παρασκευή ήρθαν, πήραν τον Λαζόπουλο και πάνε. Το θέατρο θα έκλεινε. Καταστροφή. Το Σάββατο θα γινόταν το δικαστήριο. Είναι πια ξημέρωμα. Κανένας μας δεν κοιμάται. Παίρνω την Αλίκη. Κοιμόταν. Την ξυπνούν. Της εξηγώ τα του Λαζόπουλου. «Και τι θες από μένα»
«Καταστρέφομαι» της λέω… «Θέλω να’ρθεις να καταθέσεις υπερ του Λαζόπουλου και να πεις ότι στο θέατρο κάνουμε σάτιρα χρόνια τώρα σατιρίζοντας προσωπικότητες κλπ.» Ξαφνιάστηκε. «Εσύ μου το ζητάς αυτό; Μου λες δηλαδή να καταθέσω υπέρ του ανθρώπου που μ’ εχει βρίσει χυδαία όσο κανένας άνθρωπος στον κόσμο;». «Έχεις δίκιο» της λέω, «αλλά πιστεύω ότι αυτό θα είναι καλό για σένα, βγαίνεις υπεράνω. Κι όλοι πια θα είναι μαζί σου». «Καλά» μου λέει «θα το κάνω για σένα»…
- Της άρεσε το φαγητό της Τζένης. Ήταν το μεγαλύτερο πιρούνι της Ελλάδας, έτσι την έλεγα εγώ. Ακόμα είχε μεγάλη αδυναμία στο τσιγάρο και δεν διανοήθηκε ποτέ να το κόψει. Επιπλέον είχε το ιδίωμα όταν έπαιρνε δύο-τρία κιλά και ήταν όρθια να χτυπά με τις παλάμες της τους γοφούς της, σαν να μπορούσαν τα κιλά να φύγουν…
- Ακούγαμε πολλούς να λένε για την Αλίκη. Πώς να είναι άραγε το πρωί που ξυπνάει κι είναι άβαφη; Τους απαντώ με ειλικρίνεια και τότε και τώρα, ότι το πρωί άβαφη και άπλυτη την ώρα που ξυπνούσε ήταν μια κούκλα. Πολύ καλύτερη από ό,τι ήταν όταν ήταν βαμμένη. Είχε μεγάλη αδυναμία στο ποιοτικό θέατρο, αλλά κάθε φορά που δοκίμαζε να κάνει έτρωγε τα μούτρα της. Ο κόσμος κλώτσαγε και την ήθελε όπως την ήξερε. Για αυτό και δεν την ακολούθησε ποτέ σε κάθε δοκιμή που έκανε από την Κλεοπάτρα στο Ρεξ μέχρι τη Φιλουμένα στο θέατρό της. Ήταν καταδικασμένη κι αυτό ήταν κατά κάποιο τρόπο σαν κατάρα…
- Στην κηδεία της Καρέζη η Αλίκη Βουγιουκλάκη σπάραζε… Την ώρα που της έριχναν το χώμα πάνω στο φέρετρο ψιθύρισε κλαίγοντας «Στο καλό! Σε λίγο έρχομαι, περίμενέ με». Μας είπε ύστερα, όταν την είδε μέσα στο φέρετρο, πως η Καρέζη της είχε χαμογελάσει, και αυτό, λέει, ήταν ένδειξη πως θα πάρει μαζί της.
- Του Χορν του άρεσε πολύ να λέει ανέκδοτα και να κάνει τους άλλους να γελάνε… Ακόμα του άρεσαν οι φάρσες και έκανε αρκετές. Ήταν δύο θηλυπρεπείς αντίζηλοι και φίρμες εκείνη την εποχή, ο Ζαζάς και ο Χριστοδούλου. Ήταν κι άλλοι και μαζευόντουσαν κι έκαναν ένα θίασο ο οποίος αποτελείτο ολόκληρος από "τιούτους" και έπαιζαν στην Ομόνοια την Λυσσιστράτη σε μια πολύ σόκιν μετάφραση. Το τι γινόταν στην σκηνή δεν περιγράφεται. Ο Χορν λοιπόν, που όλους αυτούς, κι όχι μόνο, τους χαρτζιλίκωνε σε καθημερινή βάση, έπαιρνε στο τηλέφωνο κάθε λίγο και λιγάκι κυρίως δε τον Χριστοδούλου, που τον έβρισκε πιο διασκεδαστικό, αλλά και πιο έξυπνο, άλλαζε τη φωνή του και του έκανε διάφορες φάρσες.
Στα περιεχόμενα του βιβλίου-κατάθεσης εμπειριών και ψυχής υπάρχουν ανάμεσα σε άλλες αναφορές μα και μνήμες για τα περίφημα Μπουλούκια, τους Μινωτή - Παξινού, τον Κούρκουλο, τους Φωτόπουλο και Ηλιόπουλο, την Ζούνη, τον Βαλτινό…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου