Θε μου πόσο παράξενοι
είν’ οι δικοί μας τόποι
θλιμμένα τα τραγούδια μας
και γελαστοί οι ανθρώποι…
Μέσα από έναν απλό στίχο, ο Δημήτρης Αποστολάκης (των Χαϊνηδων) αποδίδει καταπληκτικά το ελληνικό / ηρακλείτειο συναμφότερον της χαράς και της πίκρας. Οι άνθρωποι αυτού του τόπου μπορούν να είναι γελαστοί ακριβώς γιατί καταφέρνουν και εναποθέτουν το πλεόνασμα της ενθαδικής πικρίας μέσα στη λαϊκή τους τέχνη – και πρώτ’ απ’ όλα στο τραγούδι τους. Η μέθεξη στο θλιμμένο τραγούδι λειτουργεί ως η τέλεια θεραπεία, ώστε να επουλώσει η ψυχή της πληγές της και να συνεχίσει να κινείται ελεύθερα στις αμμουδιές της ευφροσύνης.
Ας μη ξεχνάμε πως το τραγούδι δεν είναι παρά η πυρηνική, η στοιχειώδης θεατρική πράξη. Παίζοντας (υποδυόμενος, τραγουδώντας) ο μεσογειακός Έλληνας αφήνει εκεί μέσα το σκοτάδι του, το ξορκίζει, το φυλακίζει, καθώς το επικαλείται – για να αναδυθεί ευθύς αμέσως στο φως και να συντονιστεί ξανά με τον Αρχηγό Ήλιο.
Υποθέτω πως για πολλούς τα παραπάνω φαντάζουν αλαμπουρνέζικα. Βλέπετε, ο μεσογειακός μας φαινότυπος δε μπορεί να εκδηλωθεί μπροστά στις οθόνες των υπολογιστών, ούτε στις νυχτερινές βαρβαροπραξίες μαζανθρώπων, με αφασικές μουσικές. Εκεί ντρεσσάρονται αποκλειστικά αγέλαστα υβρίδια, με τη θλίψη της απουσίας του φωτός να κυριαρχεί – και τη χαρά σε μόνιμη απώθηση.
Ωστόσο, ο Ήλιος εξακολουθεί να ανατέλλει κάθε πρωί – και να διατρέχει, πυρφόρος αθλητής, τον ουρανό.
Πάνος Ζέρβας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου