Δὲν εἶδαν, ἐπὶ αἰῶνας, τέτοια ὡραῖα δῶρα στοὺς Δελφοὺς
σὰν τοῦτα ποὺ ἐστάλθηκαν ἀπὸ τοὺς δυὸ τοὺς ἀδελφούς,
τοὺς ἀντιζήλους Πτολεμαίους βασιλεῖς. Ἀφοῦ τὰ πῆραν
ὅμως, ἀνησυχῆσαν οἱ ἱερεῖς γιὰ τὸν χρησμό. Τὴν πεῖραν
ὅλην των θὰ χρειασθοῦν τὸ πῶς μὲ ὀξύνοιαν νὰ συνταχθεῖ,
ποιὸς ἀπ’ τοὺς δυό, ποιὸς ἀπὸ τέτοιους δυὸ νὰ δυσαρεστηθεῖ.
Καὶ συνεδριάζουνε τὴν νύχτα μυστικὰ
καὶ συζητοῦν τῶν Λαγιδῶν τὰ οἰκογενειακά.
Ἀλλὰ ἰδοὺ οἱ πρέσβεις ἐπανῆλθαν. Χαιρετοῦν.
Στὴν Ἀλεξάνδρεια ἐπιστρέφουν, λέν. Καὶ δὲν ζητοῦν
χρησμὸ κανένα. Κ’ οἱ ἱερεῖς τ’ ἀκοῦνε μὲ χαρὰ
(ἐννοεῖται, ποὺ κρατοῦν τὰ δῶρα τὰ λαμπρά),
ἀλλ’ εἶναι καὶ στὸ ἔπακρον ἀπορημένοι,
μὴ νοιώθοντας τί ἡ ἐξαφνικὴ ἀδιαφορία αὐτὴ σημαίνει.
Γιατί ἀγνοοῦν ποὺ χθὲς στοὺς πρέσβεις ἦλθαν νέα βαρυά.
Στὴν Ρώμη δόθηκε ὁ χρησμός· ἒγιν’ ἐκεῖ ἡ μοιρασιά.
Καβάφης Κωνσταντῖνος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου