Σάββατο 6 Νοεμβρίου 2010

Η υποτιμημένη αρετή της ελαφρότητας

Ανάβει η συζήτηση των σινεφίλ γύρω από τις ταινίες, κουβεντιάζει η παρέα κι αρχίζουν οι συγκρίσεις. «Καλό το Βίκυ – Κριστίνα – Μπαρτσελόνα, αλλά δεν είναι σε καμιά περίπτωση Match point.» Και μετά, βουτάς στο παρελθόν και στις παλιότερες ταινίες του Γούντυ Άλλεν, συγκρίνοντας Κήτον και Φάροου, περιόδους, δεκαετίες, σενάρια, ύφος. Και κάποια στιγμή πέφτει η (αναπόφευκτη) ερώτηση: ποιες είναι οι καλύτερες ταινίες που έχεις δει.

Όλοι αγαπάμε τις λίστες που ιεραρχούν. Μιλάμε για το καλύτερο τραγούδι μας ή έχουμε φίλους να μας ρωτάνε ποιο είναι το καλύτερο ελληνικό κρασί (άκυρη ερώτηση, αλλά θα το αναπτύξουμε άλλη φορά). Όταν τέτοιες λίστες αφορούν ταινίες, μου κάνει πάντα εντύπωση πόσος κόσμος κρατά έξω από αυτές τις κωμωδίες, λες και μια ταινία χάνει σε εγκυρότητα ή τεχνική αν «χάνει» και σε σοβαρότητα. Υπάρχουν άνθρωποι που παραδέχονται μόνο ταινίες βαριές κι ασήκωτες – αν δεν έχει μονόπλανο κι εφιαλτική σιωπή δεν είναι τέχνη (ή κάπως έτσι). Το βρίσκω τρομερά περιοριστικό αυτό, είναι μάλλον αρτηριοσκληρωτικό και δείχνει, κατά την γνώμη μου, κι έντονο συντηρητισμό: τον συντηρητισμό του ανθρώπου που φοβάται να έχει γνώμη αντίθετη στην πλειοψηφία. Όσο τέχνη είναι ο Πολίτης Κέϊν άλλο τόσο τέχνη μπορεί να είναι και Η Ζωή του Μπράϊαν (aka Ένας Προφήτης μα τι Προφήτης). Δυνητικά τουλάχιστον. Παρεμπιπτόντως, το παραπάνω είναι μια συντηρητική προσέγγιση που συνήθως εκδηλώνεται από ανθρώπους που δηλώνουν αριστεροί ή/και προοδευτικοί.

Κι όμως η ελαφρότητα είναι αρετή. Ανακουφίζει τον άνθρωπο, του επιτρέπει να πάρει μια ανάσα. Προσεγγίζει τα χειρότερα βιώματά μας με τρόπο που να αντέχουμε να δούμε – για αυτό και έχει τόση επιτυχία το λεγόμενο μαύρο χιούμορ. Η ελαφρότητα είναι απολαυστική, είναι ακομπλεξάριστη, είναι παρεϊστικη και καλοπροαίρετη. Είναι κάτι στο οποίο θα επιστρέψουμε με χαρά και ανυπομονησία, σε αντίθεση με την σφιχτή σοβαροφάνεια της δυσκοιλιότητας. Συχνά, η ελαφρότητα ερμηνεύεται λανθασμένα ως φτήνια, είτε από προχειρότητα είτε από ανάγκη αυτό-επιβεβαίωσης. Κι έτσι καταλήγει να είναι μια παρεξηγημένη, υποτιμημένη αρετή.

Στον χώρο του κρασιού από αυτό το φαινόμενο υποφέρει το Beaujolais Nouveau.

Το Beaujolais είναι μια υπο-περιοχή της Βουργουνδίας, η πιο νότια από αυτές που συνιστούν εδάφη της, και βρίσκεται στην νοητή γραμμή που εκτείνεται από την κοιλάδα του Ροδανού προς τα βόρεια. Στην περιοχή καλλιεργείται το Gamay, σταφύλι που δίνει ερυθρά κρασιά με έντονα αρώματα και χρώματα, ηδονικό και χαρούμενο. Αν και υπάρχουν και αναγνωρισμένα crus και τα (κανονικά) κρασιά της περιοχής αντέχουν σε μια κάποια παλαίωση, είναι περισσότερη γνωστή για το nouveau της. Τόσο που ο όρος nouveau συγχέεται με το Beaujolais.

Κάθε τρίτη Πέμπτη του Νοέμβρη είναι έτοιμο το φρέσκο κρασί της χρονιάς και ξεκινά να διατίθεται προς σβέλτη κατανάλωση, κατά προτίμηση εντός των 2-3 μηνών του χειμώνα που ακολουθεί (μετά γίνεται χάλια). Ζυμώνεται με διαφορετικό τρόπο (η ζύμωση ξεκινά μέσα στις ίδιες τις ρώγες του σταφυλιού) και έτσι καταφέρνει να έχει κατά-κόκκινο χρώμα χωρίς όμως τα άλλα χαρακτηριστικά του ερυθρού κρασιού. Η κυκλοφορία γίνεται ταυτόχρονα σε όλο τον κόσμο, με αποτέλεσμα ένα παγκόσμιο πάρτυ οινόφιλων να συμβαίνει, ειδικά στις πρώτες μέρες μετά την κυκλοφορία του.

Το κρασί, στα καλύτερά του, είναι σκούρο κόκκινο, χωρίς όμως τανίνες, με γενναιόδωρα αρώματα και γεύσεις, ευχάριστο και αδιανόητα πόσιμο – κατεβαίνει πριν το καταλάβεις. Τα πιο καλοφτιαγμένα φέρουν τον όρο Beaujolais Villages, από τα βόρεια χώματα της περιοχής. Σερβίρεται κρύο και συνοδεύει κάθε είδους χειμωνιάτικους μεζέδες, τυράκια, σαλαμάκια και δεν συμμαζεύεται. Αξίζει να το δοκιμάσετε και να το γλεντήσετε, αποφύγετε όμως την απειλητικά φτηνή εκδοχή των σούπερ-μάρκετ: αν για μια φιάλη πληρώσετε κάτω από € 4, μην περιμένετε να σας δώσει χαρά. Η ζώνη των € 7,00 – 8,00 θα σας δώσει υπέροχα κρασιά που θα μοιραστείτε ευχάριστα με φίλους.

dsc01485

Εμείς πάντως τιμήσαμε την πρώτη φιάλη της χρονιάς, το βράδυ της Κυριακής, μια μέρα μετά την κυκλοφορία του. Στην (σχεδόν γαστρο-πορνογραφική) φωτογραφία διακρίνονται:

  • Σε πρώτο πλάνο, φρέσκο κατσικίσιο τυρί, με κομματάκια ξηρού σύκου, πάνω σε φρυγανισμένο ψωμί. Πιστέψτε με, το αποτέλεσμα ήταν πέραν περιγραφής!
  • Δίπλα ακριβώς, ρεσώ αναμένα. Το φετίχ της κας Μπαμπάκη. Μη βρώσιμο – αγνοήστε το.
  • Στη δεύτερη ζώνη, κατά σειρά χοιρομέρι κρασάτο (αγορασμένο από την αλλαντοποιία Στρεμένου, στον Προυσό), τυρί Σαν Μιχάλη με λίγη ντοματούλα κα κρακεράκια πολύσπορα
  • Στο βάθος, παρέα με τις χαρτοπετσέτες, ο επίτιμος καλεσμένος της βραδιάς, μια φιάλη Beaujolais Nouveau 2008 του Georges Duboeuf (κόστος € 7,50 από το Cellier), η οποία σφαγιάσθηκε αλύπητα πριν κλείσει δύο μέρες κυκλοφορίας. Όπως της άξιζε!
  • Πίσω αριστερά, με χαρακτηριστικά καρώ πυτζαμάκια, ο μπαμπακόσπορος συμμετέχει στην γιορτή μυρίζοντας τον οίνο και όχι δοκιμάζοντας. Ευτυχώς δεν τον ενθουσιάζουν τα μυστήρια τυριά – ακόμα!

Για όλα τα παραπάνω λοιπόν, μην διστάσετε και μην αργείτε. Η ευκαιρία της απόλαυσης απαιτεί να αγκαλιάσουμε όλοι μαζί την υποτιμημένη αρετή της ελαφρότητας. Στην υγειά μας!

Δεν υπάρχουν σχόλια: