Τετάρτη 13 Οκτωβρίου 2010

Tρώνε τον αγλέουρα, τον άμπακο, τον περίδρομο, το καταπέτασμα.

Απο το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου

Ο άμπακος και πώς φτάσαμε να τον τρώμε

Τις προάλλες είχα ανεβάσει ένα άρθρο με κάμποσες λέξεις σχετικές με το φαγητό, και ανάμεσα σ’ αυτές είχα και μερικές εκφράσεις που έχουμε για το υπερβολικό φαγητό, όπως τρώνε τον αγλέουρα, τον άμπακο, τον περίδρομο, το καταπέτασμα. Κάθε μια από αυτές τις φράσεις θα άξιζε δικό της αρθράκι, και ίσως το γράψω κάποτε, αλλά ο άμπακος αξίζει όχι αρθράκι παρά άρθρο ολόκληρο και το γράφω τώρα, άλλωστε το υποσχέθηκα στον πατέρα μου. Ο οποίος πατέρας μου με διαβάζει και μού έστειλε ηλεμήνυμα, μήπως τον άμπακο τον χρησιμοποιούμε μόνο όταν πίνουμε πολύ: έφαγε τον αγλέουρα και ήπιε τον άμπακο. Και αναρωτήθηκε ο πατέρας μου μήπως ο άμπακος είναι ο αρχαίος άμβιξ, το αποστακτήριο.

Κι ο άμβιξ αξίζει δικό του άρθρο, αφού έχει δώσει στη νεότερη γλώσσα (μέσω αραβικών, παρακαλώ) το αντιδάνειο «λαμπίκος», αλλά ο άμπακος είναι αντιδάνειο από άλλη λέξη. Ούτε έχει δίκιο ο πατέρας μου ότι τον άμπακο μόνο τον πίνουμε, αλλά κάποτε ήταν έτσι. Πρέπει όμως να πάρω τα πράγματα με τη σειρά, αλλιώς θα μπερδευτούμε.

Άβαξ ήταν η πινακίδα που είχαν οι αρχαίοι για να κάνουν μαθηματικές πράξεις και πρόχειρους υπολογισμούς. Πολλές φορές η πινακίδα αυτή είχε πάνω ένα στρώμα άμμου για να κάνουν πρόχειρες πράξεις ή σχήματα· άλλες είχαν κερί που το χάραζαν με γραφίδες. Η αρχαία λέξη περνάει από παλιά στα λατινικά και όπως συχνά συμβαίνει περνάει με τη γενική της πτώση (άβαξ-άβακος) ως abacus. Από εκεί στα ιταλικά, abbaco και abaco, αλλά η σημασία έχει πλέον διευρυνθεί. Δεν σημαίνει μόνο την πινακίδα για πρόχειρες αριθμητικές πράξεις, αλλά και το αριθμητήριο, και (επέκταση) την ίδια την τέχνη των αριθμητικών υπολογισμών, την πρακτική αριθμητική που λέγαμε παλιά, και σημαίνει επίσης και τα βιβλία πρακτικής αριθμητικής που κυκλοφορούσαν. Βρισκόμαστε τώρα στον 16ο με 17ο αιώνα.

Η ιταλική λέξη επανακάμπτει στα ελληνικά, με τη σημασία της πρακτικής αριθμητικής. Το πρώτο ελληνικό βιβλίο πρακτικής αριθμητικής, του Μανουήλου Γλυνζωνίου από τη Χιο, κυκλοφόρησε στη Βενετία το 1568 με τον μακροσκελή, όπως τότε συνηθιζόταν, τίτλο «Βιβλίον πρόχειρον τοις πάσι περιέχον την τε πρακτικήν Αριθμητικήν, ή μάλλον ειπείν την λογαριαστικήν, και περί του πώς ευρίσκει έκαστος το άγιον Πάσχα και τέλειον Πασχάλιον αεί και πάντοτε. Και περί ευρέσεως σελήνης εν ποία ημέρα γίνεται η γέννα αυτής». Το βιβλίο γνώρισε αλλεπάλληλες εκδόσεις στους επόμενους αιώνες και έγινε γνωστό στον πολύ κόσμο με το όνομα «ο άμπακος» ή μάλλον «ο άμπακας». Για παράδειγμα, σε αγγελία τυπογράφου στη Βενετία στις αρχές του 18ου αιώνα, διαβάζουμε: Άμπακας, ήγουν διδασκαλία Μανουήλ Γλυζωνίου περί αριθμητικής και λογαριαστικής». Μάλιστα, την έκδοση του 1724 μπορείτε να την κατεβάσετε εδώ.

Μέσα στην αμορφωσιά της εποχής, το να ξέρει κανείς ανάγνωση ήταν ήδη κάτι υπολογίσιμο. Το να έχει επιπλέον μελετήσει ένα τόσο χοντρό βιβλίο, εθεωρείτο το άπαν της σοφίας. Ο Μοισιόδαξ αφηγείται ένα διασκεδαστικό επεισόδιο: στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα στην Πόλη, ένας μπακάλης λογομάχησε με τον λόγιο Ευγένιο Βούλγαρι και τον προσκάλεσε σε «μονομαχία» περί μαθηματικών και φιλοσοφίας. Κατέφθασε λοιπόν κραδαίνοντας τον «Άμπακο», το βιβλίο του Γλυνζωνίου, βέβαιος ότι με το όπλο αυτό θα κατατροπώσει τον αντίπαλό του!

Από εκεί προκύπτει η φράση «ξέρει τον άμπακο», δηλ. ξέρει πάρα πολλά, όσα έχει μέσα το χοντρό αυτό βιβλίο, ο Άμπακας. Τη φράση αυτή την αποδελτιώνει ο Νικόλαος Πολίτης στις Παροιμίες του, αλλά τη βρίσκω και σε συλλογή του 1862. Αρχικά λοιπόν έχουμε τη φράση «ξέρει τον άμπακο». Στη συνέχεια η λέξη άμπακος, από το μεγάλο πλήθος γνώσεων μετέπεσε στη σημασία του μεγάλου πλήθους γενικώς, και ο Πολίτης αποδελτιώνει επίσης την έκφραση «του έψαλε τον άμπακο», δηλαδή τον περιέλουσε με βρισιές, η οποία είναι συχνή στη λογοτεχνία του τέλους του 19ου αιώνα –τη βρίσκουμε επανειλημμένα στον Σουρή, π.χ. «Καταλαλούν τον Κόντη μας, τον άμπακο του ψάλλουν». Από εκεί δεν είναι παρά ένα βηματάκι για να πει κάποιος «ήπιε τον άμπακο» και «έφαγε τον άμπακο» δηλαδή «πάρα πολύ» και αυτή η χρήση έμεινε, ενώ οι πρώτες, οι αρχικές ξεχάστηκαν.

Από την αποδελτίωση που έχω κάνει δεν έχω βρει καμιά απολύτως εμφάνιση της έκφρασης «έφαγε/ήπιε τον άμπακο» παλιότερη από το 1920. Αν βρείτε, να μου στείλετε, αλλά θα με εκπλήξει πολύ να βρείτε τη φράση «ήπιε/έφαγε τον άμπακο» σε κείμενο του 19ου αιώνα. Γιατί θα με εκπλήξει; Διότι στις Παροιμίες του Ν. Πολίτου, που οι τέσσερις πρώτοι τόμοι τους κυκλοφόρησαν το 1901 και οι επόμενοι 20 παραμένουν ανέκδοτοι επί έναν αιώνα προς δόξαν του αθάνατου ελληνικού πολιτισμού και του ελληνικού κράτους που δεν μπορεί να διαθέσει το κόστος των ετήσιων μισθών ενός χρυσόπαιδου για να τυπώσει το έργο που μένει να το τρώει ο σκώρος, ο Πολίτης λοιπόν δεν περιλαμβάνει στη συλλογή του την έκφραση “έφαγε/ήπιε τον άμπακο”, και για να μην την περιλαμβάνει ο Πολίτης σημαίνει σχεδόν με βεβαιότητα ότι η έκφραση δεν λεγόταν τότε, στα τέλη του 19ου αιώνα. Ο Πολίτης καταγράφει μόνο τις «ξέρει τον άμπακο» και «του έψαλε τον άμπακο».

Ακόμα, στους κάπως παλιότερους συγγραφείς (Καζαντζάκη, Καραγάτση) βρίσκω κυρίως την έκφραση «ήπιε τον άμπακο» και όχι «έφαγε» οπότε δικαιούμαι να υποθέσω ότι αυτή ήταν η παλιότερη από τις δύο, πράγμα που ταιριάζει και με την αίσθηση του πατέρα μου ότι τον άμπακο τότε τον έπιναν και δεν τον έτρωγαν. Σήμερα, βέβαια, η διάκριση έχει χαθεί, τρώμε και πίνουμε τον άμπακο αδιακρίτως.

Πρέπει εδώ να σας πω ότι αυτή η θεωρία που διαβάσατε, δηλαδή ότι η έκφραση προέρχεται από το βιβλίο του Γλυνζωνίου, είναι μόνο του Ν. Πολίτη και δική μου. Τα μεγάλα λεξικά μας (ΛΚΝ, Μπαμπινιώτης) προκρίνουν μια παραπλήσια θεωρία. Ότι, δηλαδή, το ιταλικό abaco έδωσε το μεσαιωνικό άμπακος (ως εδώ συμφωνούμε) με τη σημασία «πλάκα γραφής και αριθμητικών πράξεων με άμμο». Και ότι η λέξη πήρε επίσης τη σημασία «μεγάλη ποσότητα» δηλαδή αμέτρητη σαν την άμμο, εξού και το «τρώει τον άμπακο».

Με όλο το σεβασμό, νομίζω ότι έχουν λάθος τα μεγάλα λεξικά μας, διότι η μεσαιωνική άμπακας, σύμφωνα με το μεσαιωνικό λεξικό του Κριαρά, είχε μόνο τη σημασία «αριθμητική» και όχι «πινακίδα γραφής και αριθμητικών πράξεων με άμμο» (που είναι η σημασία της αρχαίας λέξης άβαξ). Άλλωστε πόση άμμο έχει πια μια πινακιδούλα ώστε να δημιουργήσει την εντύπωση του αμέτρητου;

Δεν υπάρχουν σχόλια: