"Κύριε Στέφανε, σας προσκυνούμε. Είμαστε καλά, το αυτό επιθυμούμε!...
Η θεια Διαλεχτή είναι άσχημα. Όλο ζουμί δυναμωτικό γυρεύει, όλο κι από μια όρνιθα καθημερινά φωνάζει να της σφάζουμε...Χθες που ακούσατε τον πετεινό να κράζη, δεν ήταν παιδάκι, ήταν ο κυρ γιατρός ο Θανασός, ο Κολοβός. Ο πετεινός ο Κίτσος μας καθόλου δε χωνεύει τον κυρ γιατρό΄ χύθηκε τα μάτια να του βγάλη. Γιατί μια μέρα, που δε σας βρήκα σπίτι να
μου σφάξετε ένα πετεινάρι, έτυχε ο κυρ γιατρός, ας είναι καλά, και το 'σφαξε για μια στιγμή, μεγάλη η καλωσύνη του. Είχα φωνάξει το μανάβη, που μου 'σφαξε και τον Κοκαλιάρη άλλη φορά, μα τώρα δεν καταδέχτηκε να ρθει, ας είναι καλά και η αφεντιά του. Χτες λοιπόν το απόγιομα, που κόπιασε ο κυρ Θανασός, και του ρίχτηκε ο πετεινός, άκουσε ο Θανασός
τη θεια να λέη πως θέλει να της σφάξω τη Λαθουρή την όρνιθα, που έχει εφτά μήνες να μας κάνη αυγό. "Σφάξε , μωρή Μοσκούλα, λέει η θεια, σφάξε την όρνιθα τη Λαθουρή και βάλε αλάτι της Σκουφάτης να μας κάνη αυγό...".
"Ποιος θα το κάμη αυτό , θεια Διαλεχτή; λέω εγώ. Δε σφάζω όρνιθα , φοβάμαι. Αλάτι εγώ δε βάζω! (ξέρετε, κύριε Στέφανε, σας είπα για τ΄αλάτι...)
." Τι; λέει ο κυρ γιατρός, την όρνιθα ; Τη σφάζω εγώ , καλέ". "Μπα, μπα, μπα, κυρ γιατρέ μου, λέει η θεια, πώς σου πέρασε τέτοιο πράγμα από το νου σου; Εσύ, ο κυρ γιατρος, την όρνιθα, όχι δα!".
-Γιατί όχι, κυρά Διαλεχτή; Κόπος δεν είναι για χάρη της Μοσκούλας, που σκιάζεται το αίμα τόσο...Όσο για το αλάτι...
- Όχι, όχι , μην πειράζεσαι και μην ανακατεύεις τη Μοσκούλα...ακούς εκεί γιατρός να σφάζη όρνιθες...Κόπιασε το καλό κι εγώ θα φροντίσω γι αυτή τη δουλειά...
Είμαι σήμερα και λίγο καλύτερα, περιττό να κοπιάσης σπίτι άλλη φορά. Άνοιξε την πόρτα του (=στον) γιατρού, μωρή ξετσίπωτη, που θέλεις παραχέρι (=βοηθό) για να μου ΄τοιμάσης λίγο φαΐ".
Έφυγε ο κυρ γιατρός, κι η θεια μού ρίχτη κε θεριό να με φάη , να με μαδήση.Έκαμε να σηκωθή, κι έπεσε και γκρεμίστηκε, και τα ΄βαλε με μένα πάλι. Εγώ τι έφταιγα, κυρ Κοκοράκη; Στέφανε, με συγχωρείτε. Πήρε τα βρεμένα του ο γιατρός και πάει, σπίτι μας δε θα ξαναφανεί. Και πού να το ΄ξερε η θεια μου η Διαλεχτή πως ο ίδιος , ο κυρ γιατρός ο Θανασός ο Κολοβός, είναι που μου΄σφαξε και το πετεινάρι...
Ταύτα και μένω, επιστολή σας περιμένω. Μοσκούλα, κι αύριο θα μουσφάξετε την όρνιθα τη Λαθουρή, σήμερα θα περάση όπως περάση η θειά Διαλεχτή".
"Κυρά Μοσκούλα, ταπεινά σας προσκυνούμε. Είδαμε τα γραφόμενά σας και φωτιστήκαμε...Είδαμε και του γιατρού του Θανασού τα νόστιμα καμώματα. Τώρα βέβαια, που μας έχετε την αναγκη, μας συλλογιστήκατε΄όσο ήταν ο γιατρός να σφάζη, δεν είχατε την ανάγκη τη δική μας. Τώρα θα μας διορίσετε και σφάχτη και μαχαιροβγάλτη σας. Μήπως σας πέρασε από το νου πως το ΄χουμε και περηφάνεια για να σφάζουμε όρνιθες; Είσαστε πολύ γελασμένη! Και μας κάνετε τη φοβιτσάρα, τάχα πως δεν μπορείτε να δήτε αίματα... όμως ύστερα έχετε καρδιά να ζεματίσετε τις όρνιθες τις κακομοίρες, και να τις μαδήσετε και να τις βράσετε και να τις ξεζουμίσετε και να τις ξεκοκαλίσετε, χωρίς να δώσετε και σε μας κανένα κοψιδάκι΄λοιπον τώρα πηγαίνετε να βρήτε το γιατρό και το μανάβη και το γαλατά... Εμείς , έχουμε κι εμείς ένα φιλότιμο, κι αν θέλετε να σας σφάξουμε τη Λαθουρή, πρέπει να μαζέψετε τον πετεινό τον Κίτσο σας, που δεν χωνεύει κανένα στην αυλή σας, μα κάνει καλά και δε χωνεύει το γιατρό. Κάνει καλά κι η θεια σας που ΄ναι στο χειρότερο και της εύκομαι περαστικά το γληγορώτερο γιατί μας παραμπήκε στο ρουθούνι. Γιατί καταπώς πάει αυτή με το συμπάθειο κιόλα, άμα δε μείνη φτερό ζωντανό στον ορνιθώνα σας, φόβος είναι να μη θελήση και το δικό σας το ζουμί να καταπιή για δυναμωτικό, και μ΄αναγκάση να σας σφάξω για πουλερικό τσουράπικο (= γέρικο)- όχι λαθουρό (=με λευκά και μαύρα στίγματα, μεταφορικά "νέο κι αφράτο"), με το συμπάθειο, σίδερο στη μέση σας (μτφρ= να 'στε καταγεροι), κι ύστερα θα σφαγώ κι εγώ και θα της δώσω να περιδρομιάση το κοτόζουμό μου. Κι ύστερα σιγά σιγά όλον τον κόσμο θα τον ξεζουμίση. Μα λίγα είναι τα ζουμιά της κι αυτηνής...
Ταύτα και μένω, τη Λαθουρή σας περιμένω, μα το γιατρό τον έχω στο στομάχι και τον Κίτσο με χαρά μου του στρίβω το λαιμό΄
Στέφανος Κοκοράκης, κι αν αγαπάτε, έρχομαι ΄γω στο σπίτι σας να σφάξω την όρνιθα τη Λαθουρή σας."
Γιάννη Βλαχογιάννη (1867-1945) , "Ο πετεινός", 1914
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου