«Μην ταράζετε τα λιμνάζοντα ύδατα, πνίγονται τα βατράχια»
έλεγαν, διέτασσαν και διέδιδαν οι Μεγάλοι Ιερείς του Βάαλ
ώσπου άρχιζαν να τα ταράζουν τα βατράχια!
Ησυχη γύρω-γύρω η θάλασσα, λάδι, Σεπτέμβρης, αλλά τα καράβια
στήνουν αυτί για τον άνεμο που θα τους φουσκώσει τα πανιά.
Τραβάς κουπί, φουσκώνουν τα πανιά, δουλεύει η μηχανή - οι τρεις
τρόποι για να ταξιδέψει το σκαρί.
Υπάρχει όμως κι ένας τέταρτος. Μυστήριος. Η μάλλον μυστικός. Οταν πνέει ούριος άνεμος μέσα στο σκάφος!
Τρίζει τότε τα ξύλα του το κήτος, σφίγγει τις λαμαρίνες, ζορίζει τα καρφιά του κι αρχίζει να κινείται...
...ταξίδι με τον μέσα άνεμο να σπρώχνει το σκάφος, να σπρώχνει με σίγμα γυαλισμένο και πι στακάτο. Πορεία, πότε κόντρα στον έξω άνεμο κι άλλοτε αγάντα.
Αλλάζουν οι καιροί.
Ερχεται χειμώνας βαρύς, απρόβλεπτος κι αψύς -ακόμα Σεπτέμβρης- αλλά ο σκύλος στην κουβέρτα μυρίζεται τις ριπές της αρμύρας, κιαλάρει το πέταγμα των πουλιών και φερμάρει τη θάλασσα με το χαμόγελο μισό...
Ομως ο μέσα άνεμος
δρόμωνας δροσερός, φουσκώνει τσούρμο τις καρδιές προς το ταξίδι - ξανά
ξανά - ξανά - ξανά (που λέει κι ο τραγουδιστής στο τραγούδι) να ξαναβρεί το ταξίδι το νόημά του και οι ψυχές το τραγούδι τους.
* * *
Ο λα αλλάζουν στο ταξίδι - ακόμα και οι ημέρες.
Αλλοιώς τις αφήνει πίσω του ο καιρός κι αλλοιώς τις θυμάσαι εσύ. Αλλά και, συ ναύτη μου, ποτέ δεν ξέρεις. Με το «Μπάουντυ» μπαρκάρεις με τη «Σαλαμινία» επιστρέφεις.
Κι ο Αχιλλέας, ντυμένος κορίτσι για να μη φύγει, γοργόφτερος, έφυγε εν τέλει - ούτε της μάνας τα δάκρυα κάνουν τ' αθάνατο νερό. Κι άλλοι πάλι λένε - γέροι ναυτικοί συχνά με ρίμες- πως πεθαμένος γύρισε κι ο πολυμήχανος Οδυσσέας στην Ιθάκη. Χωρίς φίλους και συντρόφους, τι είναι ο άνθρωπος παρά μόνον η σκιά του; Οπως:
τι απέμεινε να 'ναι ο Αντώνιος, όταν η Κλεοπάτρα ανέκρουσε πρύμναν στο Ακτιο;
για την ώρα, θάλασσες του ελληνικού Σεπτέμβρη· αγκαλιασμένες με τα ακρογιάλια τους στις ήσυχες ώρες του δειλινού
με γουρμασμένα τα αμπέλια
κι έτοιμες τις ελιές να πάρουν τη σειρά τους, μετά τον τρύγο, στον χορό και στον κύκλο που άνοιξε με τον θερισμό το θέρος και κλείνει τώρα με τα μυστήριά της η Περσεφόνη.
Το γέννημα, το στάρι, όπως το λένε στο χωριό μου, και η άμπελος, το κρασί, και η ελιά, το λάδι
φορτωμένα στο καράβι
στο καράβι του καθενός μας, για το ταξίδι. Ή για να τα καταπιεί η θάλασσα ή για να τα περάσει απέναντι, δώρα στην Καρχηδόνα, χρυσάφι στη Μασσαλία κεχριμπάρι απ' τη Χερσώνα και τη Φάσιδα.
Καμμιά φορά ταξιδεύουν οι άνθρωποι ακόμα και για να πάνε απ' το σπίτι τους στη δουλειά τους.
Ατάραχο το βουνό στον άνεμο, σκέφτεται ο στρατηγός επειδή το ξέρει, και το ξέρει τόσο στα σίγουρα ώστε να μπορεί να το διατάξει κιόλας: ατάραχο το βουνό στον άνεμο.
Κι έχει δίκιο.
Μόνον ο μέσα μας άνεμος μπορεί να μετακινήσει το βουνό. Μέγα στρατήγημα κι ο στρατηγός σηκώνει τα χέρια ψηλά.
Ελπίζω, χαμογελαστός -αν είναι σοφός. Αλλωστε με μισό χαμόγελο τον φερμάρει κι ο σκύλος απ' την κουβέρτα, παλιός σκύλος, που ξέρει από καιρούς, έχει δει τα άλμπατρος να πετούν και ψυχανεμίζεται πότε είναι πιο πιθανό να βρει τον μάγειρα στις καλές του.
Μ ε ένα μπουκάλι στραγγισμένο πεταγμένο στο νερό,
και μ' ένα μπουκάλι ανοιχτό και σε λίγο αδειανό,
μονά-ζυγά δικά μας.
Σε κάθε ταξίδι...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου