Τρίτη 7 Σεπτεμβρίου 2010
Θεόφιλος: Έκθεση στα χνάρια της ζωής του
του Γιάννη Ασδραχά
«Ο Θεόφιλος που ίσως ακούτε για πρώτη φορά το όνομά του ήταν ο περιπλανώμενος ζωγράφος, ο ‘τσολιάς’, όπως τον ονόμασαν για την ευζωνική φορεσιά του, που γυρνούσε από ταβέρνα σε ταβέρνα και από χωριό σε χωριό, παίζοντας την φυσαρμόνικά του και ζωγραφίζοντας τους ασβεστωμένους τοίχους όπου καθόταν και όπου στεκόταν. Ο μόνος πόθος του και ο μοναδικός σκοπός της ζωής του ήταν να ζωγραφίζει». Οι πρώτες τυπωμένες λέξεις που αφορούσαν τον μεγάλο ζωγράφο της Ελληνικότητας, τον Θεόφιλο Χατζημιχαήλ ήταν αυτές και γράφτηκαν στα «Αθηναϊκά Νέα» από τον τεχνοκριτικό Ευστράτιο Ελευθεριάδη Τεριάντ, στις 20 Σεπτεμβρίου 1935.
Ο Τεριάντ συνεχίζει «Πριν από λίγα χρόνια, σα να προαισθάνθηκε το τέλος του, γύρισε στη Μυτιλήνη όπου και πέθανε ενάμιση χρόνο τώρα. Το έργο του, σπαρμένο εδώ και εκεί σε τοίχους μαγαζιών και καφενείων όλο και χάνεται από το ασβέστωμα των νοικοκυραίων που τους εμπνέει μία ακατάσχετη αγάπη για την καθαριότητα και θα χαθεί πολύ γρήγορα, προς εθνική ζημία, αν δεν προλάβει η κρατική μέριμνα να τα περισώσει».
Ήταν τα πρώτα έντυπα λόγια για αυτή την αυτοφυή προσωπικότητα της ελληνικής τέχνης που, όπως σημείωνε ο Γιώργος Σεφέρης, «αποτελεί για εμάς συνεχιστή της παράδοσης. Είναι μια στιγμή ιστορική στην Ελλάδα ο Θεόφιλος. Ο μεγάλος ποιητής δεν τσιγκουνεύεται τα λόγια του «Το έργο του μας ξεπλένει, όπως η βροχή το απόβραδο τα σκονισμένα φύλλα».
Ένας ακριβοθώρητος θησαυρός με έργα του ζωγράφου της «ελληνικής ψυχής», είκοσι στον αριθμό, που ανήκουν στην συλλογή της Εμπορικής Τράπεζας, παρουσιάζονται για πρώτη φορά στο σύνολό τους στις αίθουσες της «ναυαρχίδας» του Μουσείου Μπενάκη, στο κτήριο της οδού Κουμπάρη. Ο λόγος για την έκθεση «Θεόφιλος, έργα από τη συλλογή της Εμπορικής Τράπεζας» που θα ανοίξει τις πύλες της στις 14 Σεπτεμβρίου, σηματοδοτώντας την έναρξη της νέας καλλιτεχνικής περιόδου του Μουσείου Μπενάκη.
Το σημαντικό σύνολο της «προίκας» του λαϊκού Έλληνα ζωγράφου που ανήκει στις συλλογές της τράπεζας, έχει μέχρι στιγμής παρουσιαστεί μεμονωμένα, περιστασιακά. Ένα μέρος μπορεί να θαύμασαν το 1980 προγενέστερες γενιές, στην έκθεση με 13 έργα της συλλογής που περιόδευσαν σε πολλά σημεία της Ελλάδας.
Τα πρώτα χρόνια της ζωής του
Ο αυτοδίδακτος ζωγράφος έζησε την ζωή του ως πνεύμα. Υπήρξε από αυτές τις σπάνιες προσωπικότητες που αιθεροβατούν σε ακατέργαστο περιβάλλον, ξέροντας και υπομένοντας τις συνέπειες. Γεννήθηκε στην Βαρεία Λέσβου ανάμεσα στο 1867 και το 1870 από πατέρα τσαγκάρη. Ο παππούς του, από την πλευρά της μητέρας του, ήταν αγιογράφος. Ίσως δίπλα του έμαθε να χειρίζεται με το πινέλο την ροή του χρώματος πάνω στον τοίχο ή τον καμβά. Η φύση δεν τον προίκισε με εξωτερικά χαρίσματα. Ήταν καχεκτικός, τραύλιζε και ήταν αριστερόχειρας. Αρκετά και σοβαρά «μειονεκτήματα» για να του προσάψει τον ρόλο του «περίγελου» το κοινωνικό περιβάλλον της γενέθλιας γης του εκείνη την εποχή.
Ανήλικος έφυγε από την πατρίδα του για την Δύση του 19ου αιώνα, με προορισμό την Σμύρνη. Φόρεσε την πλουμιστή στολή του θυροφύλακα του ελληνικού προξενείου στην πρωτεύουσα της Ιωνίας. Όταν ο τουρκικός εθνικισμός άρχισε να ξυπνά μαζί με τους τριγμούς στα θεμέλια της οθωμανικής αυτοκρατορίας, ο Θεόφιλος έφυγε από την Σμύρνη με προορισμό τον Βόλο. Εκεί, στις περιοχές της Μαγνησίας, έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του. Ντύθηκε με την παραδοσιακή φουστανέλα και τριγυρνούσε στα χωριά του Πηλίου ζωγραφίζοντας θέματα που τον ενέπνεαν, όπως ήρωες από όλες τις διαδρομές της ελληνικής ιστορίας. Αρχαίοι θωρακοφόροι, βυζαντινοί αυτοκράτορες, κουμποροφόροι επαναστάτες. Μάρτυρες του γένους και μάχες που άλλαξαν την πορεία του Ελληνισμού.
Η αναγνώριση
Αυτά τα θέματα ήταν τα πρώτα στην καλλιτεχνική του κατάταξη. Χωρίς να λείπουν στιγμιότυπα των ανθρώπων και των δραστηριοτήτων του αλλά και της φύσης από την εποχή του. Ο καμβάς του ήταν ακατέργαστοί τοίχοι, χαρτόνια, φύλλα τσίγκου και φτηνές λινάτσες.
Έναν «άγγελο» συνάντησε εκείνη την περίοδο ο Θεόφιλος, που δεν τον αντιμετώπισε ως αλαφροΐσκιωτο. Τον κτηματία Γιάννη Κοντό, ο οποίος του ανάθεσε να διακοσμήσει με τις «ζωγραφιές» του την κατοικία του. Για πρώτη φορά σε περιβάλλον ασφάλειας ο Θεόφιλος ζωγραφίζει το αρχοντικό και αφήνει το πιο ολοκληρωμένο έργο του. Σήμερα η οικία Κοντού έχει μετατραπεί σε Μουσείο Θεόφιλου.
Όμως, δεν ήταν αρκετή η ζωγραφική για να εξωτερικεύσει ο Θεόφιλος αυτόν τον χείμαρρο που έκρυβε η ψυχή του. Στις εθνικές γιορτές διοργάνωνε λαϊκές θεατρικές παραστάσεις με τους μαθητές, στις οποίες πρωταγωνιστούσε ως Μέγας Αλέξανδρος ή ήρωας του 1821, με στολές που έφτιαχνε μόνος του.
«Πώς πράγματι μπορείς να εκφράσεις με λόγια την γοητεία και το μυστήριο των τσαλακωμένων, λεπτών, ανατολίτικων μεταξωτών με τις ρίγες από γλυκά χρώματα; Την τραγική κουρελαρία του στραπατσαρισμένου θώρακα και την πίστη στο βλέμμα του Θεοφίλου, που δεν είναι πια παιδί αλλά έχει αρχίσει πλέον να γερνά; Όλα αυτά τα κουρέλια μέσα στο φως γίνονται πολύτιμα στολίδια, ανώτερα από την στολή του Σολομώντα και τα ίδια τα κρίνα του αγρού» έλεγε για τον Θεόφιλο ο Γιάννης Τσαρούχης στον Βαγγέλη Ψυράκη το 1963, στην εφημερίδα «Μεσημβρινή». Αφορμή η έκθεσή του στις γκαλερί «Ιόλα» και «Μέρλιν». Ανάμεσα στα έργα υπήρξε και το γνωστό πορτρέτο του λαϊκού ζωγράφου ως Μέγα Αλέξανδρου από τον ίδιο.
Το 1927 ο ζωγράφος επέστρεψε στην Μυτιλήνη. Κατάλαβε πως η διαδρομή της ζωής του έφτανε στο τέλος και τον κάλεσε η νόστος της πατρίδας. Εικάζεται πως αφορμή για την αναχώρησή του από τον Βόλο έδωσε το επεισόδιο σε ένα καφενείο, όταν κάποιος τον έριξε από την σκάλα όπου ήταν ανεβασμένος και ζωγράφιζε.
Εκείνη την χρονιά έμελλε να αλλάξει η τύχη του έργου του, μέσω μίας ασπρόμαυρης φωτογραφίας από έργο του στο Βόλο που βρέθηκε στο ατελιέ του Γουναρόπουλου, στο Μονπαρνάς του Παρισιού. Αυτήν την φωτογραφία έδειξε ο αναγνωρισμένος καλλιτέχνης στον Λέσβιο τεχνοκριτικό Ευστράτιο Ελευθεριάδη Τεριάντ.
Αυτή η φωτογραφική αποτύπωση ήταν η αρχή για να ταξιδέψει το έργο του Θεόφιλου από τα λαϊκά καφενεία σε εκθεσιακούς χώρους που, πριν από αυτόν, φιλοξενούσαν τους αναγνωρισμένους ζωγράφους της εποχής.
Τρία χρόνια μετά ο Τεριάντ ταξίδεψε για να τον συναντήσει στην Μυτιλήνη. Αντίκρισε έναν καταπονημένο άνθρωπο που αντιμετώπιζε καθημερινά την χλεύη, την κοροϊδία από τους μεγάλους, και τις πέτρες και το κυνήγι από τους μικρούς.
Ο Τεριάντ ανέλαβε την φροντίδα του δίνοντάς του τα υλικά για να ζωγραφίσει. «Κοίτα, Θεόφιλε, είσαι μεγάλος ζωγράφος. Κάποια μέρα θα σε πάω στο Παρίσι», του είχε υποσχεθεί ο Τεριάντ. Και έτσι έγινε. Όμως δεν πρόλαβε να το ζήσει ο ζωγράφος, ο οποίος έφυγε τον Μάρτιο του 1934. Έναν χρόνο μετά τον θάνατο του Θεόφιλου τα έργα του εκτέθηκαν στο Μουσείο του Λούβρου.
«Ποιά είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στο έργο του Θεόφιλου;» ρώτα ο δημοσιογράφος των «Αθηναϊκών Νέων» τον Τεριάντ, προκειμένου να γνωρίσει το κοινό τον άγνωστο ζωγράφο, και ο δεύτερος απαντά: «Η βυζαντινή παράδοσις της τοιχογραφίας ξαναγεννιέται φυσικά μέσα στο έργο του. Η απλότης, η γνώσις της επιφάνειας ενός τοίχου, η αίσθησις ενός χρώματος επάνω σε έναν ασβεστωμένο ελληνικό τοίχο. Η θαυματουργός ευαισθησία γενικά στο χρώμα. Τα στολίδια μίας δροσερής πηγαίας φαντασίας. Τέλος η αφέλεια, η δημιουργική αυτή αφέλεια που κάνει την πρωτόγονη τέχνη ίση με την πιο εξελιγμένη και ίσως και καλύτερη. Όλα αυτά συνθέτουν την φυσιογνωμία του Θεόφιλου, που τα αλαφρογάλανα μάτια του καθρέπτιζαν θησαυρούς από χρώματα ευγενικά και δυσκολοεύρετα και τον φέρνουν στο επίπεδο όλων τον «πριμιτίφ» και όλων των πιο νεωτεριστικών σημερινών ζωγράφων που την εφευρετική τόλμη των την κατείχε σε σημείο που να μας εκπλήσσει».
Η συλλογή των είκοσι έργων του Θεόφιλου που παρουσιάζεται στην έκθεση του Μουσείου Μπενάκη περνά στην κυριότητα της Εμπορικής Τράπεζας την δεκαετία του 1980. Παρουσιάζονται ιστορικές ή μυθολογικές σκηνές, παραστάσεις παρμένες από ταχυδρομικά δελτάρια και παλιές λιθογραφίες ή φωτογραφίες, τοπία και εικόνες της καθημερινής ζωής. Εικόνες από τις ξενόφερτες δυτικές συνήθειες, όπως τους αναβάτες των αλόγων στον ιππόδρομο του Φαλήρου που παρακολουθούν θεατές ντυμένοι με «φράγκικα» ρούχα, αλλά και τους ανατολίτες που περιμένουν να αλλάξουν τα πέταλα των αλόγων τους σε κάποια πόλη της Μικράς Ασίας.
Η παρουσίαση του συνόλου του έργου που έχει στην κατοχή της η τράπεζα συνοδεύεται από την αφιερωμένη στο έργο του Θεόφιλου έκδοση, με κείμενα και σε επιμέλεια του Γιάννη Τσαρούχη –τον συνεπικουρεί ο Γιώργος Μανουσάκης. Η έκδοση του 1967 συγκεντρώνει πάνω από 300 έργα του ζωγράφου.
Και όπως σημειώνει ο Γιάννης Τσαρούχης στον πρόλογο της έκδοσης «Ο Θεόφιλος ανήκει στην αντίθετη παράταξη από αυτήν που ανήκουν οι δάσκαλοι, οι καθαρευουσιάνοι κι οι δημοτικιστές, οι ακαδημαϊκοί και οι μοντέρνοι, οι συντηρητικοί και οι εξ επαγγέλματος επαναστάτες. Είναι από τη μεριά των σοφών και των τρελών, παρέα με τον Σολωμό, τον παγωμένο θερμότατο Κάλβο, τον Παπαδιαμάντη, τον αναρχικό και άκρως πειθαρχημένο Καβάφη, τον τρελό Χαλεπά και όλους αυτούς τους φυσικά επαναστατημένους Έλληνες, μα εξίσου φυσικά συντηρητικούς. Τους Έλληνες των οποίων η ευλογημένη μεγαλομανία έσπασε τα κλουβιά του διδασκαλισμού».
Κατά την διάρκεια της έκθεσης θα προβάλλεται το αφιέρωμα της εκπομπής «Παρασκήνιο» με τίτλο «2003 – Θεόφιλος ξανά», σε σκηνοθεσία και σενάριο Λάκη Παπαστάθη (Διάρκεια: 94').
Μουσείο Μπενάκη (Κουμπάρη 1 και Βασιλίσσης Σοφίας, τηλ. 210 367 1000).
«Θεόφιλος, έργα από τη συλλογή της Εμπορικής Τράπεζας»
Διάρκεια: 15 Σεπτεμβρίου έως 31 Οκτωβρίου.
πηγή
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου