Κοινή διαπίστωση αποτελεί το γεγονός της σύγχυσης που επικρατεί σχετικά με τον ρόλο που έχει ή θα έπρεπε να έχει ο ποιητής στις μέρες μας. Και όχι μόνο στις μέρες τις δικές μας, αλλά και για τον ρόλο που είχε στις προηγούμενες μέρες που ήρθαν και ωσάν την βροχή στον τσίγκο κύλησαν και περάσαν .
Στα δύσκολα λοιπόν αν αγνοείται η τύχη του κάποιοι διαφωνούν και λένε πως κανονικά θα έπρεπε να ήταν εκεί..Στα ευκολονοήτως εύκολα από πάσα πλευρά ερμηνείας, επιβαρύνεται η παρουσία του με την έλλειψη πρωτοβουλίας που του καταλογίζουν για την χάραξη ενός δρόμου που θα οδηγήσει στα περίχωρα κάποιου πράγματος ουσίας.
Στις ένδοξες μέρες θα πρέπει να συμμετέχει ίσως στους παιάνες και στα κομπλιμέντα της ομαδικής αποπλάνησης ενώ τα «χαστουκισμένα»πρωινά θα πρέπει από τους πρώτους στον δρόμο να βγει για να συμβάλει έτσι στο συμμάζεμα του λαϊκού γοήτρου.
Που όμως αλήθεια να πρέπει να είναι αληθινά η θέση του;
Η θέση του ποιητή θα πρέπει να είναι αρκετά πιο έξω από όλα αυτά. Λαθεμένα και υπό το βάρος συγκεκριμένων εποχιακών ιστορικών αναγκών ή σκοπιμοτήτων συνδέθηκε τόσο ασφυκτικά ο ρόλος του με αυτό που καλείται κοινωνία ενώ αποτραβήχτηκε συνάμα από την ευρεία διάσταση της ανθρωπότητας που αποτελεί το μόνιμο μεγάλο του σπίτι. Κατά αυτή την διατύπωση λοιπόν ο έχων το δικαίωμα να περιφέρεται με άνεση και με σωρεία νοήματος στις αποσκευές του εντός της οικίας που περιλαμβάνει τα πάντα που αφορούν το ανθρώπινο είδος,περιορίστηκε σε ένα μικρό δωμάτιο συγκεντρωμένων πραγμάτων προς ταξινόμηση τούτων και προς εντοπισμό του εν κινήσει δικαίου ή αδίκου με παράλληλη ανάληψη δράσης μερικές φορές προκειμένου να επιτευχθεί η άλωση της ισχύουσας χωροταξικής διάταξης.
Αρνούμενος ο ποιητής να βγει από τον τόσο δα χώρο που αυτοπεριορίστηκε προκειμένου να διεκδικήσει ξανά την λαγαρή του θέση στο σύνολο του ανθρώπου, πέφτει σε ένα μεγάλο λάθος. Το λάθος αυτό που δευτερογενείς ή τριτογενείς εκφράσεις του συναντώνται σε διάφορες μορφές, εντοπίζεται με την συμμετοχή του στο άθυρμα της μετατροπής του παν-ανθρώπου σε ένα κοινωνικό ον με συγκεκριμένες ανάγκες, με προσδοκίες ,με διαμαρτυρίες και με προτεραιότητες .
Και εκεί είναι που αρχίζει να χάνει την μπάλα. Η σύγχυση που επέρχεται είναι απότοκος ακριβώς αυτής της λαθεμένης αντίληψης και συμπεριφοράς του .Έτσι ενώ βασικό του μέλημα θα έπρεπε να είναι η αναγνώριση και η βίωση των στοιχείων αυτών που αποτελούν την βαθιά έννοια του ανθρώπου, εκείνος «κομψευάμενος» και «κοκορευάμενος» χρεώνει στον εαυτό του το οπλισμό ενός πιθανού επαναστάτη και μπαίνει μπροστάρης στους αγώνες εναντίον των οργανωμένων μαζών ξεχνώντας σκοπίμως(;) να σκεφτεί ότι στην οργανωμένη μάζα όπως ο Καρλ Γκουστάβ έλεγε μπορεί κάποιος να προβάλει σθεναρή αντίσταση μόνο αν πρώτα έχει οργανώσει τόσο καλά την ατομικότητα του όσο και η μάζα.
Δύναται ποτέ ο ποιητής με τις χίλιες ευαισθησίες μπρος στα εξωτερικά και εσωτερικά ερεθίσματα να αποκτήσει μια τέτοια μορφή συγκρότησης της ατομικότητας του;
Αντιθέτως πολύ πιο γονιμοποιός θα ήταν ο ρόλος του αν στρεφόταν στην ανάδειξη των συστατικών εκείνων του ανθρώπου που διαμορφώνουν τα αξιακά πρότυπα μιας κοινωνίας. Από κει και πέρα όμως θα ήταν θέμα του «κοινωνικού» ανθρώπου να επιλέξει τρόπους και μορφές αγώνα αν χρειαστεί για να επιφέρει την επιθυμητή συσχέτιση των αξιών του με τον τρόπο ζωής του.
Αν έπρεπε οπωσδήποτε να υπάρξει μια άμεση μορφή σύνδεσης της κοινωνίας με την ποίηση, τότε πολύ πιο οικεία νοιώθεται η έννοια της «κοινωνικότητας της ποίησης» που εισήγαγε ο Οκτάβιο Παζ για να περιγράψει έναν λόγο που είναι σαν να ζει κάποιος σε έναν κόσμο τωρινό, παρελθόντα και μελλούμενο.
Το λάθος αυτό όπως είπαμε επιφέρει σειρά διαστρεβλώσεων που αλλοιώνουν κατά πολύ το νόημα της παρουσίας του ποιητή.
Η εποχή της «περιέργειας» που θα έπρεπε να αποτελεί την συνεχόμενη χρονική εποχή μέσα του, αντικαθίσταται από την εποχή του αποκλειστικού του στόχου και του αγώνα του για την επίτευξη του στόχου αυτού..
Η αδήριτη ανάγκη να υπάρχει σαν μια απαρασάλευτη «μέσα» πόλη μες στην πόλη της εξωτερικότητας των πολλών ,μετατρέπεται σε ανάγκη για βραβεύσεις και αναγνώριση.
Έτσι ο απαρατήρητος για τους πολλούς άνθρωπος της διπλανής πόρτας που δεν ξεχώριζε σε τίποτα από τον υπόλοιπο κόσμο, ανάβει την πίπα της σιγοκαίουσας στοχαστικότητας και φτάνοντας στο παράθυρο της επιτηδευμένης διαφοροποίησης στέκεται εκεί για να ακούνε καλύτερα όλοι τις “κουλτουρέ “ παρεμβάσεις του.
Υπάρχει άραγε κάποιος τρόπος να ανοίξει την πόρτα της εξορίας του στο δωμάτιο της κοινωνίας και να αγκαλιάσει ξανά το σύνολο του φυσικού του χώρου;
Αν θέλαμε να παραστήσουμε με εικόνα αυτό τον τρόπο θα χρησιμοποιούσαμε σίγουρα τον έξοχο στίχο του Τζουζέπε Ουνγκαρέτι όπου «ο άνθρωπος ,ο γερμένος πάνω στο νερό το αιφνιδιασμένο απ΄ τον ήλιο,συνέρχεται σκιά» Αφήνει τα κομμάτια της θάλασσας δηλαδή με την σειρά ,το ύψος και το ύφος των κυμάτων που αποτέλεσαν την έως τώρα κοινωνία της ποίησης του και σαν απότομη προβολή του οικουμενικού Όλον που δύναται να αναγνωρίσει βάση της ιδιότητας που κατέχει ,συλλαμβάνει επιτέλους το αντικαθρεπτισμένο στα νερά φως του Ανθρώπου για να «συνέλθει» αυτόματα σαν σκιά προκειμένου να εξασφαλίσει την συνεχόμενη προσκόλληση του σε αυτό αλλά και την ταπεινότητα των χαρακτηρισμών και των χαρακτηριστικών του.
Προτού βέβαια φτάσει σε ένα τέτοιο επίπεδο μετασχηματισμού απαραίτητη θεωρείται η ανακάλυψη των αιτιών εκείνων που θα τον κάνουν να παρατήσει την αναμμένη του παραθυριού του πίπα, να πάρει παραμάσχαλα τα φεγγάρια του, τους θανάτους, το σύμπαν και τις μέρες του στη ζωή για να τραβήξει στην ευλογημένη Νιτσεϊκή φυλακή της μοναχικότητας του.
Αν καταφέρει εκεί μέσα να χαρίσει σε αυτά τα στοιχεία μια καθαρή έκταση χώρου και τα κρατήσει συνάμα ανέπαφα από τα παραγγέλματα και τις διαμαρτυρίες του έξω κόσμου, ίσως και να δει κάποτε τον εαυτό του να ροβολά μισογιομάτος από ολοκλήρωση στο σοκάκι που οδηγεί στον εξαίσιο αιφνιδιασμό της ζωής του.
Γιάννης Βαρελλάς
Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου