Πολλές φορές, όταν ακούμε μία συμβουλή για την πνευματική μας ζωή, βιαζόμαστε να απαντήσουμε: «Σωστό αυτό, αλλά πολύ δύσκολο. Ποιός μπορεί να το κάνει;»
Κι αν τυχόν η τεμπελιά μας έχει ξεπεράσει τα όρια, τότε εύκολα φτάνουμε και στην αυθάδεια: «ΚΑΙ ΝΑ ΜΕ ΠΛΗΡΩΝΕΙΣ, ΑΥΤΟ ΔΕΝ ΤΟ ΚΑΝΩ»!
Αυτά τα λόγια δείχνουν ότι έχουμε υποδουλωθεί σε μια ανόητη προκατάληψη απέναντι σε κάποιο πνευματικό έργο. Και το χειρότερο είναι, ότι δεν θέλουμε ούτε να δοκιμάσουμε να βάλουμε αρχή. Έτσι διπλοκλειδώνουμε πόρτες, πίσω από τις οποίες συχνά κρύβονται θησαυροί, που ούτε καν τους φανταζόμαστε. Αποκλείουμε κάθε πιθανότητα να βρούμε χρυσάφι, ακόμη και σε περιπτώσεις, που το χρυσάφι «φωνάζει» μπροστά στα πόδια μας!
Ας δούμε κάποιον που… δέχθηκε να τον πληρώνουνε για να βρει χρυσάφι! Και τελικά βρήκε!
Υπήρχε κάποτε ένας νέος που ήθελε να αφοσιωθεί στην λατρεία του Θεού. Και αποφάσισε να μπει σε μοναστήρι, να γίνει καλόγερος. Ανάμεσα στα πολλά πράγματα που έμαθε εκεί, ήταν και το εξής. Του είπανε πως άμα λέει κανείς πολλές φορές το «Μέγας είσαι, Κύριε, και θαυμαστά τα έργα σου» θα πάει κατευθείαν στο Παράδεισο. Του άρεσε πολύ αυτή η συμβουλή.
Όμως ο νέος σκέφτηκε αμέσως, πως μ’ αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να σώσει και τον πατέρα του, ο οποίος απεχθανότανε τα θεία. Πάει στο χωριό, βρίσκει τον πατέρα του και του λέει τα καθέκαστα. Αλλά ο πατέρας του δεν ενθουσιάστηκε καθόλου με τα νέα του γιού του. Και του απαντάει πως αυτός κοιτάει το εμπόριο του, και δεν χάνει τον καιρό του με τέτοιες ανοησίες. Η χειροπιαστή σωτηρία γι’ αυτόν ήταν το χρήμα.
Ο νέος γύρισε στο μοναστήρι απογοητευμένος. Ο ηγούμενος παρατήρησε την κατήφεια του νέου καλόγερου και τον ρώτησε τί συμβαίνει μ’ αυτόν. Και ο νέος του διηγήθηκε το περιστατικό με τον πατέρα του: «Η υπόθεση είναι χαμένη, αφού ο πατέρας μου αγαπά πολύ το χρήμα», είπε ο νέος.
-Α! αναφωνεί ο ηγούμενος. Τότε υπάρχει ακόμη ελπίδα.
-Τί ελπίδα, μ’ ένα τέτοιον άνθρωπο! λέει ο απογοητευμένος γιός.
-Άκου, του λέει ο ηγούμενος. Πήγαινε στον πατέρα σου και πες του, να λέει κάθε μέρα πολλές φορές το «Μέγας είσαι, Κύριε, και θαυμαστά τα έργα σου». Και το βράδυ να έρχεται στο μοναστήρι να τον πληρώνουμε τόσες δραχμές, όσες φορές θα το έχει επαναλάβει!
Αναπτερώθηκε το ηθικό του καλόγερου. Και τρέχει στον πατέρα του, να του πει τα νέα. Και ο πατέρας του, με αυτούς τους όρους, δέχθηκε. Και ανέβαινε κάθε βράδυ στο μοναστήρι και εισέπραττε! Κάποια βραδιά όμως, ο πατέρας δεν φάνηκε. Δεν φάνηκε ούτε και τις επόμενες βραδιές. Ο ηγούμενος ανησύχησε. Και έστειλε τον νεαρό καλόγερο στο χωριό να δει τί συνέβηκε.
Πάει ο νέος και βρίσκει τον πατέρα του, να λέει συνέχεια το «Μέγας είσαι. Κύριε,…» αλλά με τέτοια κατάνυξη, που ούτε καν του πέρασε από τον νου του, ότι έπρεπε να πάει στο μοναστήρι να πληρωθεί για την προσευχή του.
Η μεγάλη ευλογία που του συνέβη, καθώς πρόφερε τα θεία αυτά λόγια, ήταν μια αμοιβή άπειρα πλουσιότερη από τα κέρματα.
Πέμπτη 9 Σεπτεμβρίου 2010
Και να με πληρώνεις…!
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου