Σάββατο 7 Αυγούστου 2010
O ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ...
Τα καλοκαίρια στις παρέες των παλαιότερων σε ηλικίες, που κάθονται συζητώντας ώρες ολόκληρες, για διάφορα θέματα, είναι αδύνατον στην κουβέντα, να μην θυμηθούν να πουν, δυο αράδες λέξεις, και να μην γελάσουν με τον παλιό καλό ελληνικό κινηματογράφο. Με αφορμή μια ανάλογη συζήτηση στην παρέα, που μας έκανε να κλαίμε από τα γέλια, μια φίλη με παρότρυνε, να γράψω δυο λέξεις – ελάχιστο φόρο τιμής – σε αυτούς που μας χάρισαν ανεπανάληπτες στιγμές, ηρεμίας, γέλιου και συγκίνησης και δεν υπάρχουν πια. Το πρώτο ερώτημα στα χείλη μας ένα.
Ήταν τελικά μεγάλος ο ελληνικός κινηματογράφος των δεκαετιών 50, 60, και 70?
Η απάντηση ερμηνευμένη από την λογική και μόνο είναι, σαφώς ναι. Απόδειξη ότι και σήμερα ακόμα βλέποντας ελληνική κωμική ταινία τα γέλια βγαίνουν από μέσα μας όπως τότε που τις πρωτοείδαμε. Αυτή η περίοδος των ελληνικών ταινιών, μοιάζει με το παλιό καλό κρασί, που όσο περνά ο καιρός γίνεται καλύτερο.
Γι αυτό παραδεχόμαστε πως και μεγάλος ήταν, και μεγάλοι αυτοδίδακτοι επί το πλείστον ηθοποιοί πέρασαν, και μεγάλοι καλλιτέχνες συναφείς με την 7η ελληνική τέχνη καταξιώθηκαν, στα ελληνικά πλατό.
Τεράστιος παραγωγός ο Φίνος, μετά ο Καραγιάννης, και άλλοι. Μεγάλοι σκηνοθέτες όπως ο Κακογιάννης, ο Δημόπουλος, ο Δαδήρας, ο Δαλιανίδης, ο Γεωργιάδης και άλλοι. Τιτάνες οι σύνθετες μουσικής ταινιών Χατζιδάκις, Θεοδωράκης, Μαρκόπουλος, Πλέσσας, Κλάβας, Κατσαρός, κλπ εμπιστεύτηκαν και έβαλαν τα θεμέλια των επιτυχιών τους, στο ξεκίνημα του κινηματογράφου. Ηθοποιοί γυναίκες σαν τις Μερκούρη, Λιβυκού, Τσαγανέα Βουγιουκλάκη, Καρέζη, Βασιλειάδη, Λάσκαρη, Βλαχοπούλου, Καραγιάννη, Αρώνη και άνδρες σαν τους Λογοθετίδη, Φωτόπουλο, Σταυρίδη, Γκιωνάκη, Χατζηχρήστο, Αυλωνίτη, Μακρή, Ρίζο, Βέγγο, Ηλιόπουλο, Κωνσταντάρα, Παπαγιανόπουλο, Αλεξανδράκη, Κούρκουλο, και τόσους άλλους που χρειάζονται σελίδες για να τους απαριθμήσεις.
Ο Έλληνας φτιαγμένος από δαιμόνια ράτσα, για ένα πράγμα φημιζότανε. Το καλαμπούρι του. Το πηγαίο του γέλιο.
Τις τρομερές και ανεπανάληπτες ατάκες. Ακόμα και τους μορφασμούς, που ήταν αδύνατο να μην σου φύγει παντελόνι η τίποτε άλλο, από τα πνιχτά γέλια που έκοβαν αναπνοή. Από τον Αριστοφάνη μέχρι το τέλος της 10ετίας του 1970, έχοντας περάσει τρομερές κακουχίες, πολέμων, στέρησης, πείνας, είχε πάντα μέσα του το αντίδοτο για να αντιμετωπίσει κάθε δύσκολο πρόβλημα.
Το καλαμπούρι και την ατάκα
. Το πείραγμα την φάρσα.
Το γέλιο ήταν το μόνο φάρμακο που τον κράτησε κυριολεκτικά ζωντανό.
Και αυτή την εμπειρία την μετέφερε και καλλιτεχνικά τόσο στον κινηματογράφο, όσο και στο θέατρο, με την επιθεώρηση, μια αμιγώς ελληνική πατέντα θεατρικής επινόησης και σάτιρας. Η κουβέντα αναφορά της παρέας ξεκίνησε βέβαια με την θρυλική Στέλλα με την Μερκούρη να ενσαρκώνει σαν θεά, την πραγματικά ελεύθερη γυναίκα, σε χρόνια σκληρής καταπίεσης και απαξίωσης του γυναικείου φύλλου.
Κατόπιν ήλθε η Βουγιουκλάκη στο καλύτερο της ρόλο στο έργο την Μανταλένα ηθογραφία του Ρούσσου και στο Ξύλο βγήκε από τον παράδεισο του Σακελάριου. Ειδικά η πρώτη νομίζω ότι έδειξε με σαφήνεια την ανάγλυφη ζωή της επαρχίας και ειδικά τον ρόλο εκκλησίας, κοινοτάρχη, χωροφυλακής. Αλησμόνητος ο Παντελής Ζερβός στον ρόλο του παπά. Επόμενη στάση η Χαρτοπαίκτρα της Βλαχοπούλου και η Παριζιάνα. Τι να πρωτοθυμηθείς και να μην πνιγείς στα γέλια. Φοβερή η κερκυραία. Ένα βλέμμα μια ατάκα πηγαία και πάρε κάτω όλη την αίθουσα. Καταπληκτικός ο συχωρεμένος Εξαρχάκος στην δεύτερη ταινία. Προχωρήσαμε στον Βέγγο με τον Παπατρέχα εκείνο τον άμοιρο θυρωρό που και τι δεν σκαρφιζότανε για να τα βγάλει πέρα έχοντας να παντρέψει επτά αδελφές. Αμίμητο το εσείς οι από πάνω κοιτάτε και τους από κάτω, όταν στο φωταγωγό οι από πάνω του άδειαζαν τα νερά στο κεφάλι.
Και συνεχίσαμε με την Ιταλίδα στην Κυψέλη την κωμωδία του Τσιφόρου που όταν πρωτοπαίχτηκε στο θέατρο Κεντρικό, (ήμουν μέσα) οι ηθοποιοί σταματούσαν το έργο στην μέση για να μπορέσει ο κόσμος να πάρει ανάσα από τα γέλια. Φοβεροί στους ρόλους ο Νικολαΐδης ο Βογιατζής η Γιουλάκη και ο τσιριμπιμ τσιριμπομ Αθηνόδωρος Προύσαλης. Επόμενη στάση η Θεια από το Σικάγο με τους Βασιλειάδου και Μακρή όπου όπως και στην Κυρά μας την μαμή τρωγόντουσαν σαν τα σκυλιά.
Ο Μακρής είχε το χαρακτηριστικό πως χωρίς μορφασμό και γέλιο μόνο με δυο κουβέντες κοφτές και οι αίθουσες προβολής ηχούσαν από γέλιο. Δεν σταματάμε χωρίς να πούμε δυο λόγια για τα Κίτρινα Γάντια όπου ειδικά οι Σταυρίδης και ο χαζός Γκιωνάκης με την σκηνή παραγγελίας της πορτοκαλάδας από πορτοκάλι ή από λεμόνι, άφησε πολλούς θεατές λιπόθυμους με αναπνευστικά προβλήματα στις αίθουσες προβολής.
Τελειώσαμε με τον Μαυρογυαλούρο Κωνσταντάρα στην ταινία Υπάρχει και φιλότιμο που μετά από 46 χρόνια η ταινία είναι τόσο επίκαιρη ώστε να προβάλλεται σήμερα παραμονές των εκλογών με αιχμηρές αναφορές στο πολιτικό σύστημα. Γιατί τίποτε δεν άλλαξε με τα όσα ακόμα πράττουν οι πολιτικοί μας. Κάπου εδώ ολοκληρώνεται το μικρό αφιέρωμα, χωρίς να θέλουμε να παραβλέψουμε καμιά άλλη ταινία
. Δεν θέλουμε και δεν πρέπει να ξεχάσουμε κανέναν. Δεν θέλουμε και δεν πρέπει να προσβάλουμε κανέναν. Γιατί όλοι οι πιο πάνω καλλιτέχνες πρόσφεραν απλότητα, ανθρωπιά, γέλιο, κοινωνικότητα, προβληματισμό, ευχαρίστηση, αισιοδοξία.
Τα λέμε γιατί σήμερα όλα αυτά τα χάσαμε.
Σκυθρώπιασε ο Έλληνας.
Το έριξε στην κατανάλωση και έχασε τον εαυτό του.
Τον αληθινό τον πραγματικό.
Για τι το σημερινό είδος – ναι είδος – ανθρώπου του Έλληνα κάθε άλλο παρά έχει σχέση με τον Έλληνα θεατή του παλιού κινηματογράφου της ελληνικής κωμωδίας.
Λες και ο ελληνικός κινηματογράφος του 60 και 70 πέθανε μαζί με τον τότε Έλληνα. Περιμένουμε απλά να ξανά αναστηθούν μαζί σε νέα δεδομένα.
Γιατί μπορούν, πρέπει και το απαιτούν οι μελαγχολικοί καιροί μας.
Νίκος Σάνσης
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου