της Ευαγγελίας Βαμβίνη
«Αποφύγετε, πρώτ’ απ’ όλα, τούτα τα πολύ τρεχούμενα και συνηθισμένα θέματα: είναι τα πιο δύσκολα, κι ο ποιητής πρέπει να φτάσει σ’ όλη την τρανή ωριμότητα της δύναμής του για να μπορέσει να δώσει κάτι δικό του, εκεί όπου, σίγουρη και λαμπερή –κάποιες φορές- η παράδοση παρουσίασε τόσην αφθονία».
Έτσι συμβουλεύει ο Rainer Maria Rilke στο πρώτο του γράμμα τον άγνωστο νέο ποιητή. Κι όσο κι αν εξαιρετικά πολύ απέχουμε από το να θεωρηθούμε ομότεχνοι του παραλήπτη, δε μπορούμε παρά να βρίσκουμε στα λόγια του παλαίμαχου των γραμμάτων μικρό άλλοθι για την ανεπάρκεια της έμπνευσής μας να πρωτοτυπήσει πάνω σε θέματα τρεχούμενα και συνηθισμένα, που έδωσαν και δίνουν τροφή σε πένες αξεπέραστες ή ώριμες απλά. Μα, στην αγωνία πως δεν έχουμε τίποτα καινούριο να πούμε και πως πιο κοντά στην ανούσια και κοινότοπη επανάληψη παρά οπουδήποτε αλλού κινούμαστε, ανακουφιστική έρχεται η σκέψη ότι, μετά από τόσους αιώνες θητείας του ανθρώπου πάνω στο χαρτί, παρθενογενέσεις δεν υπάρχουν. Εξάλλου το είπε και ο Σεφέρης… «Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας».
Έτσι κάπως πιάστηκα με λέξεις πολυχρησιμοποιημένες, με λέξεις που σε στιγμή απρόσμενη αποκαλύπτονται σε όσους αρέσκονται να παίζουν με το ταξίδι των σημαινομένων στο χρόνο. Νοστ-αλγία, του γυρισμού ο πόνος. Αυτός, που από τον ναυαγό Οδυσσέα ονομάστηκε αναθρώσκων καπνός και από κει και πέρα φαίνεται να έγινε σημαία καθενός που ρίχνει κλεφτές ματιές προς τα πίσω, σε τόπους, σε πρόσωπα, σε φάσεις και στιγμές ζωής, συνοδεύοντάς τα όλα με τον ίδιο επιθετικό προσδιορισμό… αγαπημένα· φτιάχνοντας τελικά σημεία αναφοράς, βάσει των οποίων ορίζεται κάθε φορά ξενιτεμένος.
…Κλεισμένος στο μονήρες του δωμάτιο, άρα ξενιτεμένος από μορφές και στιγμές του παρελθόντος του και νοσταλγός τους φαίνεται να γράφει τα ερωτικά του ποιήματα ο Καβάφης· και οι εμιγκρέδες της αντίπερα όχθης του Ατλαντικού εξαργυρώνουν τη μοναξιά τους σε όνειρα με λυμένους κάβους με προορισμό τη θαλπωρή της οικειότητας… γιατί αυτό μάλλον θα πει πατρίδα.
Πολλές οι εικόνες που θα μπορούσαν να παρατεθούν στο ίδιο μοτίβο κι οι στίχοι του τραγουδοποιού εύγλωττοι…
Αγία νοσταλγία, πέλαγο ανοιχτό,
πόσα σκαριά έχεις πάρει για πάντα στο βυθό;
Αγία νοσταλγία φιλώ την εικόνα σου
δεν έχω απόψε πού να πάω, δέξου με
στο δώμα σου.
Αγία νοσταλγία, τις αγάπες μου καλώ
μέσα από καθρέφτη παραμορφωτικό.
Αγία νοσταλγία, της μνήμης αδερφή,
είσαι αγκάθι, βάλσαμο, τραγούδι
και στριγκλιά μαζί.
Αγία νοσταλγία, ανίκητο θεριό,
έχεις κλείσει την καρδιά μου σε λαβύρινθο.
(Θανάση Παπακωνσταντίνου, Αγία Νοσταλγία)
Η κίνηση μοιάζει φυσική -σχεδόν αναγκαστική- κι οι αφορμές πολλές… Ήχοι, εικόνες, μυρωδιές, συναισθήματα, με παράγοντα κοινό τους την ανάμνηση. Ο συνειρμός λειτουργεί, χωρίς να περιμένει την άδεια του κυρίου του και το ταξίδι ξεκινάει… προς τα πίσω.
Καλό; Κακό; Ποιος το ορίζει; Αποκούμπι στη μοναξιά, μα και λαβύρινθος, λένε· αγκάθι και βάλσαμο.
....Έτσι παρακινημένη της μνήμης η αδερφή αρχίζει να καλεί τις αγάπες της έστω και μέσα από καθρέφτη παραμορφωτικό, κυνηγώντας το διαρκώς ποθητό, την αλήθεια που νιώθεται. Την αλήθεια στη σχέση με τα πράγματα, τα πρόσωπα, τις στιγμές. Κι αν στην αναζήτηση των αγαπημένων προσπαθήσουμε να βάλουμε μια τάξη ιεραρχική με κριτήριο την απουσία κορεσμού, ο δρόμος μάς οδηγεί αναγκαστικά στο διαρκώς εραστόν, προς το οποίο η κίνηση είναι αέναη και ακόρεστη
Ξενιτεμένοι όμως όλοι από την αλλοτινή μας «ευτυχία» και νοσταλγοί της, δεν μπορούμε παρά να μοιραστούμε την κοινή εμπειρία: πίσω από την παρηγοριά της μοναξιάς και τη θεραπεία της επίμονης ανάμνησης παραμονεύει η απώλεια της στιγμής, ίσως το τέλμα και τελικά μια αίσθηση ανικανοποίητου· γιατί οι μηχανές του χρόνου δεν φαίνεται να λειτούργησαν ποτέ και η ζωή στο όνειρο ή στη φαντασία δεν έχει αφή, δεν έχει όσφρηση, δεν έχει γεύση· αλλά και η ακοή και η όραση εκεί δεν είναι παρά αντίγραφα φτιαγμένα από αέρα.
Ποια διαχωριστική γραμμή όμως προστατεύει το τραγούδι από το να γίνει στριγκλιά; Ποικίλλουν οι ποιότητες, που συμμετέχουν από κοινού στο παιχνίδι. Ο χρόνος ή μάλλον η διάρκεια, η εμμονή ή το ανάλαφρο κοίταγμα, η αφορμή, ο βαθμός εξάρτησης από οτιδήποτε είναι πια παρελθόν…
Κι αν είναι να αποφύγουμε τους συναισθηματισμούς, ας αρκεστούμε μόνο να αναρωτηθούμε γιατί ακόμα και η γενιά που φανατικά παρακολούθησε την κινηματογραφική αποθέωση του carpe diem (seize the day επί το αγγλικότερον ή άδραξε τη μέρα ελληνιστί) -ενός μότο που, είτε εντελώς ανθρωποκεντρικά είτε υπό το πρίσμα μιας θεώρησης εξωανθρώπινης διαλέξει να το δει κανείς, ισχύει και φαίνεται να αγγίζει την ουσία των πραγμάτων- γιατί, λοιπόν, επιμένει να νιώθει ή να ζει δέσμια του «καλύτερου» παρελθόντος της, των στιγμών που πέρασαν, «των ιδανικών και αγαπημένων φωνών, των ανθρώπων που χάθηκαν ή που είναι για μας χαμένοι σαν τους πεθαμένους», των ευκαιριών που δεν άρπαξε ποτέ, αλλά και κείνων που ποτέ δε θα έρθουν… Μια μόνο λέξη ξεπηδάει στο μυαλό… Κενό. Και αγωνία μόνη και δίψα αχόρταγη το πώς αυτό θα γεμίσει.
Έτσι παρακινημένη της μνήμης η αδερφή αρχίζει να καλεί τις αγάπες της έστω και μέσα από καθρέφτη παραμορφωτικό, κυνηγώντας το διαρκώς ποθητό, την αλήθεια που νιώθεται. Την αλήθεια στη σχέση με τα πράγματα, τα πρόσωπα, τις στιγμές. Κι αν στην αναζήτηση των αγαπημένων προσπαθήσουμε να βάλουμε μια τάξη ιεραρχική με κριτήριο την απουσία κορεσμού, ο δρόμος μάς οδηγεί αναγκαστικά στο διαρκώς εραστόν, προς το οποίο η κίνηση είναι αέναη και ακόρεστη. Η αναζήτηση της Ζωής που δεν φυλακίζει σε συναισθηματισμούς και ψυχολογικά τέλματα, που δεν δεσμεύει την ενέργεια και που δεν εντοπίζεται σε λίγα μόνο χωρικά ή χρονικά τετραγωνικά μέτρα. Στην αναζήτηση του κατεξοχήν επί γης Ξένου, που γνωρίζεται ως Αλήθεια και όντως Ζωή.
Η πρόθεση των γραφομένων πολύ απέχει από το να είναι διδακτική ή κηρυγματική. Είναι κατάθεση εμπειρίας προσωπικής, αποτέλεσμα ξερής συλλογιστικής, αλλά και περισσότερο βιωματικής παραδοχής κάποτε, σε στιγμές ειλικρινείας, όπου το συμπέρασμα βγαίνει αβίαστο· η ποιότητα της νοσταλγίας -αν έτσι ονομάσουμε τις συνέπειές της πάνω μας- βρίσκεται σε απόλυτη συνάρτηση με την ποιότητα, την ουσία, τη σύσταση του αντικειμένου της. Αυτό είναι που τελικά είτε επιτείνει την μοναξιά είτε έρχεται αρωγός και έλκει προς τα πάνω, προς την μέθεξη και άρα προς την άρση της ξενιτιάς.
Με τέτοιες σκέψεις κατά νου, μοιάζει πια λειψός ο ορισμός της ζωής απλά ως μιας παύλας ανάμεσα σε δύο ημερομηνίες, όπως διάλεξε σε κάποιο ποίημά της η Κική Δημουλά. Πιο θελκτικό φαντάζει να την πούμε μικρές πατρίδες, χωρισμένες μεταξύ τους με διάφανες αυλαίες… Αυλαίες, γιατί πατρίδα είναι η σκηνή και τα πάνω σ’ αυτήν δρώμενα· διάφανες, για να τις τρυπά εύκολα στα ταξίδια της η παλίνδρομη
κίνηση του μυαλού. Κι αν θελήσουμε ν’ ακούσουμε τον ποιητή…
Σ. Νταγιούκλας: Διάφανες Αυλαίες
Είναι τα βλέφαρά μου διάφανες αυλαίες.
Όταν τ’ ανοίγω βλέπω εμπρός μου ό,τι κι αν τύχει.
Όταν τα κλείνω βλέπω εμπρός μου ό,τι ποθώ.
(Ανδρέας Εμπειρίκος, από τη συλλογή Πουλιά του Προύθου)
Το έργο που παίζεται από πίσω θα το ονομάσουμε ειδοποιό διαφορά. Συγγραφέας της πρόζας… ο ίδιος ο θεατής.
πηγή
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου