Δευτέρα 2 Αυγούστου 2010

Ηµουν κι εγώ εκεί Στη σφαγή των Ινδιάνων στο Σαντ Κρικ 1864 µ.Χ.

http://images.tanea.gr/assetservice/Image.ashx?c=15406454&r=0&p=0&t=0&q=100&v=1&s=1&w=800&h=Οι πόλεµοι κατά των αυτόχθονων Ινδιάνων στη Βόρεια Αµερική απλώνονται από το 1622 έως το 1890, (κατ’ άλλους ως το 1918) τόσο στην αποικιακή περίοδο δηλαδή, όσο και στην περίοδο της Ανεξαρτησίας των Ηνωµένων Πολιτειών, και λήγουν µε την κατάκτηση των εδαφών των ιθαγενών που είτε σφαγιάστηκαν, είτε αφοµοιώθηκαν είτε _ αν σώθηκαν_ ξεριζώθηκαν από τη γη τους. Οι γνωστότερες µάχες είναι στο Λιτλ Μπίγκχορν το 1876 όπου οι Σαϊέν νίκησαν κατά κράτος το ιππικό του στρατηγού Κάστερ ο οποίος και σκοτώθηκε, και στη θέση Πληγωµένο Γόνατο το 1890 _ η τελευταία µάχη _ όπου ο αµερικανικός στρατός έσφαξε τους Σιου. Η σφαγή στο Σαντ Κρικ είναι ένα επεισόδιο της άγριας και αιµατηρής αυτής σύγκρουσης και γίνεται στη διάρκεια του αµερικανικού εµφυλίου (1861-1865), όταν µονάδες πολιτοφυλακής του Κολοράντο επιτέθηκαν ξαφνικά σε ένα φιλικό χωριό των Σεγιέν και έσφαξαν 170 Ινδιάνους κυρίως γυναικόπαιδα. Η Σώτη Τριανταφύλλου µας µεταφέρει στην καρδιά του οικισµού των Ινδιάνων, εκείνη την ηµέρα.

Το 1860 ο Τζον Τσίβινγκτον ήρθε στην πόλη µας, στο Ντένβερ Σίτι του Κολοράντο, για να ιδρύσει εκκλησία Μεθοδιστών. Ήτονε πάστορας, άνθρωπος των συνόρων και του Νόµου. Επειδής µια φορά στο Μιζούρι, είχε ανεβεί στον άµβωνα ανεµίζοντας δυο περίστροφα είχε αποχτήσει φήµη πιστολά. Εγώ ήµανε παπαδοπαίδι τις Κυριακές, τις άλλες µέρες δούλευα στο µπακάλικο του κυρίου Πρόσνερ· σκληρός άνθρωπος ο µπαρµπα-Πόσνερ.

Εχτός απ’ τα τρόφιµα, τις ζωοτροφές και τα τόπια τα υφάσµατα, στο µαγαζί πουλούσαµε µπιστόλια, σφαίρες και καψούλια: εγώ από όπλα δε σκάµπαζα, κι έτσι, όταν ο πόλεµος έφτασε κοντά µας, στο Κάνζας, έτρεξα να κρυφτώ στον καταυλισµό των Σαϊέν· ο πόλεµος γινόντανε ανάµεσα στους Γιάνκηδες και τους άλλους, που τους λέγανε συνοµοσπονδιακούς, γιατί, ιδέα δεν έχω. Οι Σαϊέν –οι ερυθρόδερµοι της περιοχής µας- µένανε στο Σαντ Κρικ, στον Αµµοπόταµο· κι είχανε αρχηγό τον Μπλακ Κετλ, τον Μαυροτσούκαλο. Ο Μαυροτσούκαλος µε υποδέχτηκε φιλόξενα: µε κέρασε ψητό καλαµπόκι, φασόλια, κιτρινοκολόκυθο· αργότερα έµαθα ότι ήτονε απ’ το υστέρηµα της φυλής του· εµείς οι λευκοί είχαµε αρπάξει τη γη τους και καταστρέψει τις σοδειές τους· οι Σαϊέν λέγανε πως τα χλοµά πρόσωπα –εµείς- µοιάζαµε µε τ’ ακριδοκοπάδια· γιατί, ιδέα δεν έχω. Εγώ πάντως δεν πείραζα κανέναν· ήµανε παπαδοπαίδι, κι ύστερα, για να γλιτώσω απ’ τις µάχες, κρύφτηκα, όπως είπα, στο χωριό του Μαυροτσούκαλου: µάζευα αγριόµουρα, έφτιανα σανό για τ’ άλογα και ψάρευα στο χείµαρρο µαζί µ’ ένα άλλο παιδί, το Μακρινό Σύννεφο· πιάναµε σολοµούς µε το καµάκι. Περίεργα ονόµατα είχανε οι Ινδιάνοι· κι η γλώσσα τους ήτονε περίεργη αλλά είχανε µάθει κάµποσες δικές µας λέξεις –«ειρήνη», «φίλε», «κόπιασε», «ελάφι», «φωτιά», «ψάρι»- και, για να δείξουνε φιλία στους λευκούς, (φοβόντουσαν κι εκείνοι σαν εµένανε) πάνω απ’ τη σκηνή του Μαυροτσούκαλου είχανε κρεµάσει την αστερόεσσα µε τα τριάντα τρία αστέρια: η περιοχή µας δεν είναι «πολιτεία»· δεν έχει δικό της αστέρι· γιατί, ιδέα δεν έχω· όσοι έρχονται απ’ τ’ ανατολικά κι απ’ τα βόρεια µάς λένε «Άγρια Δύση». Δίπλα στην αστερόεσσα κυµάτιζε µια σηµαία άσπρη· σηµαία δίχως σχέδια και ζωγραφιές δεν είχα ξαναδεί· πού να δω; Μεγάλωσα στα Βραχοβούνια· ο πατέρας µου κι η µάνα µου ήρθαν το ‘50 απ’ το Μέριλαντ· ξεκίνησαν µε καραβάνι για την Καλιφόρνια, για να φτυαρίσουνε να βρούνε χρυσάφι· όµως δε φτάσανε· µείναν εδώ στο ανατολικό Κολοράντο κι ο πατέρας µου έγινε κολλήγος στα σταροχώραφα, η µάνα µου ράφτρα. Λίγοι χρυσοθήρες πλούτισαν στην Καλιφόρνια· οι περσότεροι σταµάτησαν στα µισά του δρόµου -στις πεδιάδες και στα οροπέδια- και φτιάξανε υποστατικά· καµπόσοι βρήκανε δουλειά στα ορυχεία και στο σιδερόδροµο· στο Ντένβερ Σίτι ανοίξανε καπηλειά, χαρτοπαιχτικές λέσχες και πορνεία. Όλα χρήσιµα ήτονε.

Κύλαγε ο καιρός στον καταυλισµό χωρίς να ξεµυτίζω: ακούγαµε για πολύνεκρες µάχες στο Βίκσµπεργκ και στην Τσατανούγκα, στο Κολντ Χάρµπορ και στην Ατλάντα· για την έρηµη, την καµµένη γη που αφήναν ξοπίσω τους οι στρατιώτες· όλα τα µαθαίναµε, αν κι αργοπορηµένα, από ιχνηλάτες κι από οδηγούς αγελαδοπροβάτων που αναζητούσαν στη Δύση καινούργια βοσκοτόπια. Αχ, θεούλη µου, προσευχόµουνα, ας σταµατήσει ο πόλεµος πριν απ’ τα Βραχοβούνια· κι εκείνος ο Τσίβινγκτον, που έλεγε πως θα ξεπαστρέψει όλους τους συνοµοσπονδιακούς κι όλους τους κόκκινους διαβόλους, ας κάτσει στ’ αβγά του· κι αφού το λαχταράει τόσο, ας γενεί βουλευτής, συγκλητικός, κυβερνήτης· οτιδήποτε παρεχτός στρατιωτικός. Τον Τσίβινγκτον τον έτρεµα· είχε κατατροπώσει τους συνοµοσπονδιακούς στο Πέρασµα Γκλοριέτα στο Νέο Μεξικό –την έπεσε µε τους δικούς του σ’ ένα τρένο µε προµήθειες- αλλά µερικοί πιστεύανε πως δεν ήτονε ήρωας, πως ήτονε χασάπης. Έπειτα, έγραψε ο ίδιος στην εφηµερίδα του Ντένβερ (πώς το ’γραψε; Ήξερε γράµµατα;) ότι τ’ «άγρια θηρία» οι Σαϊέν, εχτός που τρωγόντουσαν αναµεταξύ τους (ψέµα), εχτός που είχανε κατασκηνώσει παράνοµα στον Αµµοπόταµο (ψέµα), είχανε κλέψει κι ένα λευκό αγόρι, εµένανε: ψέµα! Μοναχός µου πήγα στο χωριό κι οι Σαϊέν µε ταΐσανε και µου βρήκανε νύφη.

Το φθινόπωρο του 1864, ενώ εγώ είχα γίνει ένα µε τους Ινδιάνους –µέχρι και το χορό του ήλιου έµαθα· ο Μαυροτσούκαλος, όπως είπα, µε προξένεψε µε µια κοπέλα κι αρραβωνιάστηκα- ακούσαµε ότι, σε σύναξη διακόνων στην εκκλησιά του Ντένβερ Σίτι, ο Τσίβινγκτον ορκίστηκε ν’ αφανίσει τους Σαϊέν. Για να δικιολογήσει το κήρυγµα του πολέµου µε τους Ινδιάνους, τους κατηγόρησε λεηλάτησαν το ράντσο του Ρίπλεϊ στην όχθη του Πλατ· ο κυρ-Ρίπλεϊ, είπε, ζήταγε εκδίκηση. Ποιος ήτονε αυτός ο Ρίπλεϊ ιδέα δεν έχω.

Τι έπαθα ο δόλιος! Ήρθα στο ινδιάνικο χωριό για να σωθώ απ’ τον πόλεµο των λευκών µε τους λευκούς, και να που οι λευκοί είχανε κι άλλο σχέδιο! Τι να κάµω; Άµα δεν ξέρεις τι να κάµεις, µένεις ακούνητος και περιµένεις. Οι Ινδιάνοι αρχηγοί – ο Μαυροτσούκαλος, ο Ασπροφτέρης, ο Μονόφθαλµος κι ο Αρκουδόταυρος- δε µείνανε ακούνητοι: ζητήσανε ειρηνικές διαπραγµατεύσεις µε τον κυβερνήτη του Κολοράντο, τον Τζον Έβανς, και τους στρατηγούς Γουάινκοοπ και Κέρτις (τούτος ήτονε ινδιανοφάγος, τον ήξερα ακόµα κι εγώ που δεν ξέρω τίποτις)· θέλαν να σιγουρέψουνε τη γη τους στον Αµµοπόταµο και ν’ αποτρέψουνε τις έχθρες και το αίµα. Αλλ’ ο Μαυροτσούκαλος επέστρεψε στο χωριό στεναχωρηµένος· είπε πως οι λευκοί τον είχανε περιφρονήσει· µερικοί δικοί του –οι «Σκυλοστρατιώτες» απ’ τις φυλές Σαϊέν και Λακότα- τον κατηγόρησαν κιόλας για προδοσία· οι Ινδιάνοι αρχηγοί είχανε κάµει υπερβολικές παραχωρήσεις· µέσα σε δέκα χρόνια οι λευκοί τούς είχανε αρπάξει εννιά στα δέκα λιβάδια.

Παρ’ όλ’ αυτά, η ζωή συνεχίστηκε στον Αµµοπόταµο όπου ήρθανε καµπόσοι Αραπάχος απ’ τη φυλή του Αριστερού Χεριού και στήσανε σκηνές· οι Σαϊέν τούς κουτσοµπόλευαν επειδής µαγείρευαν αλλιώτικα την κιτρινοκολοκύθα· εγώ όµως δεν έβλεπα διαφορά ούτε στο µαγείρεµα της κιτρινοκολοκύθας, ούτε σε τίποτις άλλο. Όλοι οι ερυθρόδερµοι µού φαινόντουσαν ίδιοι.

Στις 29 Νοεµβρίου, το ξηµέρωµα, έγινε το κακό: ο Τσίβινγκτον µπούκαρε στο χωριό από τρία σηµεία· µας την πέσανε εφτακόσοι, µπορεί κι οχτακόσοι, καβαλάρηδες· οι «εθελοντές του Κολοράντο». Τι ήσανε αυτοί, ιδέα δεν έχω. Και µολονότι ξέραµε ότι ο Τσίνβιγκτον ετοιµαζόταν να µας ξεκληρίσει, οι λευκοί µάς έπιασαν στον ύπνο· µερικοί –οι νεότεροι- είχανε βγει κιόλας για κυνήγι· άλλοι τήραγαν την ανατολή αγουροξυπνηµένοι. Οι άντρες του Τσίβινγκτον είχανε όψη αγριεµένη και ξεµαλλιασµένη· «Θα σας λιανίσουµε!», ούρλιαζαν, «θα σας πάρουµε το σκαλπ, θα σας παλουκώσουµε, κοκκινοσατανάδες!» Εγώ, µες στο ποδοβολητό και στο κοµφούζιο, έτρεξα πίσω απ’ τα βράχια, ξάπλωσα µπρούµυτα κι ανάσαινα αργά µέσα-έξω· ούτε την αρραβωνιαστικιά µου σκέφτηκα, ούτε το Μακρινό Σύννεφο που ήτονε και κάπως αλαφροΐσκιωτο· ψιθύριζα από µέσα µου «άµα γλιτώσω, θα γυρίσω στην παλιά πατρίδα... άµα...»· δε φοβόµουνα µονάχα τα τουφέκια και τα µαχαίρια, φοβόµουνα και τα φίδια έτσι που ’µουνα ξαπλωτός· τους κροταλίες, τους σκορπιούς... Αχ, οι παππούδες µου ήρθανε στην Αµερική για να βρούνε την τύχη τους, όχι για να τηνε χάσουνε: φύγαν απ’ την Ευρώπη µια χρονιά που ο χειµώνας εκεί ήτονε βαρύς και χαλάσαν τα χωράφια: θα µ’ άρεζε να γυρίσω εκεί πέρα και ν’ ανοίξω µπακάλικο, χωρίς οπλοπωλείο· µπακάλικο µε σακιά γεµάτα ωραία πράµατα και λιχουδιές. Και χωρίς τον µπαρµπα-Πόσνερ να µου ρίχνει σφαλιάρες. Λιγοθύµησα· απ’ το σαµατά των αλόγων κι απ’ τα βόλια που σφύριζαν· όταν συνήρθα, βρέθηκα καταµεσής στη µάχη:

σκοτωµένοι ολόγυρα, καταµατωµένοι, κι εγώ λουφαγµένος σα πτώµα µε τα χέρια στ’ αυτιά για να µην ακούω τις κραυγές –όχι τόσο τις πολεµικές -γιαχού-γιαχού και ιιιιι- αλλά περσότερο τα ουρλιαχτά, τις σκουξιές της αγωνίας και τους µισοτελειωµένους θρήνους των σφαγµένων. Δεν ξέρω πώς γλίτωσα· πώς δεν µε κάναν κοµµατάκια οι άντρες του Τσίβινγκτον: όταν σήκωσα το κεφάλι, είχε βραδιάσει και στο φεγγαρόφωτο λάµπαν τα ξεδαρµένα κουφάρια· στο χώµα κείτονταν πόδια χωρίς σώµα· κεφάλια χωρίς µάτια· κρα
Είδα τον αρχηγό Λευκή Αντιλόπη ακρωτηριασµένο δίπλα σ’ ένα σωρό –σα λόφο- ψιλοκοµµένα πτώµατα γυναικών και παιδιών · την αρραβωνιαστικιά µου δεν την είδα, ούτε ζωντανή, ούτε πεθαµένη · άρα, σκέφτοµαι µε το µυαλό µου, τη βιάσανε και τη σφάξανε όπως τις άλλες Ινδιάνες
νία χωρίς δέρµα και µαλλιά. Οι καβαλάρηδες του Κολοράντο είχανε αποχωρήσει στολίζοντας τα καπέλα και τις σέλες τους µ’ ανθρώπινα µέλη· µέλη απόκρυφα: πολύ φριχτή αυτή η πράξη, ευτυχώς που δεν την είδα µε τα µάτια µου· όπως είπα, είχα χώσει τη µούρη µου στο χώµα κι έκαµα τον ψόφιο.

Έτσι πέρασα ολάκερη τη µέρα και την κρύα νύχτα π’ ακολούθησε.

Τι είδα µε τα µάτια µου: είδα τον αρχηγό Λευκή Αντιλόπη ακρωτηριασµένο δίπλα σ’ ένα σωρό –σα λόφο- ψιλοκοµµένα πτώµατα γυναικών και παιδιών· την αρραβωνιαστικιά µου δεν την είδα, ούτε ζωντανή, ούτε πεθαµένη· άρα, σκέφτοµαι µε το µυαλό µου, τη βιάσανε και τη σφάξανε όπως τις άλλες Ινδιάνες. Μετρήσαµε 163 νεκρούς· καµιά σαρανταριά από δαύτους ήσανε γερόντια· όλοι οι Ινδιάνοι αρχηγοί που ’θελαν ειρήνη µε τους λευκούς εξολοθρεύτηκαν. Εχτός απ’ το Μαυροτσούκαλο: τονε βρήκαµε σκυµµένο πάνω απ’ τη γυναίκα του που έβγαινε η ψυχή της. Αν βγήκε τελικά, ή αν συνέφερε, δεν έχω ιδέα.

Τις πρώτες µέρες µετά το µακελειό στο Σαντ Κρικ, ο Τζον Τσίβινγκτον δοξάστηκε· αργότερα όµως, ένας λοχαγός, ο Σάιλας Σουλ, που ’χε αρνηθεί να υπακούσει στις διαταγές του, τονε κατάγγειλε στο στρατό: είπε ότι οι εθελοντές του Κολοράντο όχι µόνο είχανε σφάξει αµάχους αλλά είχανε βιάσει γυναίκες και παιδιά, είχανε κρεµάσει κοµµένα χέρια στα κοντάρια των σηµαιών κι είχανε κάνει επίδειξη ινδιάνικων σπλάχνων στα σαλούν. Περίµενα ότι θα τονε διώξουνε απ’ το στρατό, ή ότι θα του ξηλώσουνε τα γαλόνια του συνταγµατάρχη· αλλά τίποτις δεν έγινε: ο Τσίβινγκτον µετακόµισε στη Νεµπράσκα· αργότερα µάθαµε πως γύρισε στην πατρίδα του, το Οχάιο, για να γενεί αγρότης· τέλος, µας ξανακουβαλήθηκε στο Ντένβερ σα βοηθός σερίφη. Στο µεταξύ, εγώ έγινα δαχτυλοδειχτούµενος: επειδής «προσχώρησα», είπαν, «στους ιθαγενείς»· επειδής παντρεύτηκα ερυθρόδερµη (µα, δεν πρόλαβα!), κι άλλαξα τ’ όνοµά µου σε «Μακρινό Σύννεφο»· ψέµα! Μακρινό Σύννεφο λέγανε το φίλο µου που ψαρεύαµε µαζί στο ρυάκι.

Γυρίζοντας στο Ντένβερ Σίτι, ξανάπιασα δουλειά στο µπακάλικο: όµως δεν είµαι πια το µπακαλόπαιδο που δεν ξέρει τίποτις εχτός απ’ το να πουλάει φασόλια. Μετά απ’ όλον εκείνο τον καιρό στο χωριό των Σαϊέν, και µετά απ’ όσα γινήκανε, έµαθα ένα κάρο πράµατα· όχι µονάχα πώς να µαγειρεύω µε δυο τρόπους την κιτρινοκολοκύθα. Στην εκκλησιά δε µε ξαναδεχτήκαν γιατί, είπαν, είµ’ ειδωλολάτρης. Μαζεύω ακόµα λεφτά για να πάρω το καράβι για την Ευρώπη· ο κυρ-Πόσνερ µού δίνει έντεκα δολάρια τη βδοµάδα· βάζω στον κουµπαρά µου εξήντα µ’ εβδοµήντα σέντσια. Δε µε πειράζει πια ο σκληρός του χαραχτήρας· συµβαίνουνε χειρότερα απ’ τις αγριοφωνάρες και τις σφαλιάρες του µπαρµπα-Πόσνερ: στον πόλεµο σκοτώθηκαν εκατοντάδες χιλιάδες· οι Ινδιάνοι κάπνισαν την πίπα του πολέµου κι αρχίσανε αντίποινα· µονάχα ο Μαυροτσούκαλος επέµεινε στη συµφιλίωση· του κάκου όµως. Και σα να µη φτάναν όλα τούτα, εχτελεστές του Τσίβινγκτον πυροβολήσανε πισώπλατα το λογαγό Σουλ.

Πόσο µόνος νιώθω εδώ στην καινούργια πολιτεία του Κολοράντο! Σαν τις ψυχές των αβάφτιστων ανθρώπων που αιωρούνται στη απεραντοσύνη τ’ ουρανού.

Δεν υπάρχουν σχόλια: