Ο ήλιος έγειρε στον Καλόγερο (κορυφή νοτιοδυτικά των Αγράφων). Οι άνδρες του χωριού γυρνώντας κατάκοποι από τις εργασίες της μέρας, δεν το βάζουν κάτω. Άλλος από το χωράφι, άλλος από τη βοσκή κι άλλος από το δάσος, φτάνει στο σπιτικό του. Θα κάτσει λίγο στο πεζούλι της αυλής να ξανασάνει και να μάθει τα νέα της ημέρας.
Αφού φρεσκαριστεί θα τραβήξει κατά τα καφενεία του χωριού, να συναντήσει τους πατριώτες φίλους. Κάθεται στο τραπεζάκι του καφενείου, στρίβει κανένα τσιγάρο λαθραίο και παραγγέλνει το τσιπράκι (τσιπουράκι) να ξεκουραστεί και να φύγει από το ταλαίπωρο κορμί του ο κάματος της μέρας.
Σιγά σιγά το καφενείο γεμίζει κι αρχίζουν οι κουβέντες και τα πηγαδάκια. Δεν αργεί να ‘ρθει η χαλάρωση και για να περάσει η ώρα, κάποιος θα ρίξει την ιδέα. «Τι θα παίξουμε ουρέ πιδιά; Κουλτσίνα, Ξιρή ή Δηλωτή;» Επικρατέστερη πάντα, η Δηλωτή. Το στήσιμο του παιχνιδιού γρήγορο και πρακτικό. Ένα χασαπόχαρτο ανάποδα πάνω στο τραπέζι, έκανε χρέη τσόχας και χαρτιού να γράφουν τους πόντους κι ένα μολύβι συμπλήρωνε τα απαραίτητα. Συνήθως ο καθένας είχε το ζευγάρι του.
Αν δεν έχει έρθει ακόμη το ταίρι του, βρίσκει κάποιες δικαιολογίες να δοθεί χρόνος. Στρώνονται λοιπόν στο παιχνίδι. Τα πειράγματα πάνε κι έρχονται. Αν πέσει και καμιά ξερή, τότε φουντώνει η ένταση, τα χέρια χτυπάνε βαριά στο τραπέζι σε κάθε ριξιά και οι ατάκες είναι ανεπανάληπτες. «Φέρτν φέρτν» (φέρτην)
Προσπαθούν με διάφορα νοήματα να δώσουν μήνυμα στο ταίρι τους για ποιό χαρτί κρατάνε, κυρίως για το δέκα «το καλό».
Τους αντιλαμβάνονται οι άλλοι αλλά δεν μπορούν να μαντέψουν τι θέλουν να πουν. Πότε πότε ακούγεται το άλλο ζευγάρι να λέει «απαγουρεύονται τα νουήματα». Γύρω από το τραπέζι των παικτών υπάρχουν σιωπηλοί παρατηρητές που διασκεδάζουν το ίδιο μαζί τους. Που να τολμήσουν να πουν κάτι όταν υπάρχει ένταση.
Χρήματα δεν υπήρχαν για μεγάλα έπαθλα. Το τσίπουρο με στραγάλια ή το λουκούμι το δραχμάρικο (αξίας μίας δραχμής), ήταν τα καλύτερα. Διαφορετικά λουκούμι μικρό και τσίπουρο σκέτο.
πηγή
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου