«Η τέχνη είναι ένα ψέμα» έλεγε ο Πικάσο. «Που μας κάνει να καταλάβουμε την αλήθεια» θα συμπλήρωνε ο Ορσον Γουέλς. Αν η τέχνη είναι ένα διαρκές παιχνίδι ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα, ανάμεσα στο ωραίο και το κιτς, κι αν μεγάλος καλλιτέχνης είναι αυτός που έχει το ταλέντο να πείσει ότι λέει την αλήθεια, τότε η αληθινή τέχνη είναι ανοιχτή σε κάθε είδους παρωδία, ίντριγκα, ανατροπή. Δύο έλληνες εικαστικοί της... φάρσας μάς μυούν στον κόσμο της fake art. Μας λένε, όμως, την αλήθεια;
Στα αγγλικά ονομάζεται fake art, στα γαλλικά pastiche και στα ιταλικά pasticcio - όπως το γνωστό φαγητό. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, αναφέρεται σε ένα απροσδόκητο είδος τέχνης που... προσποιείται ότι είναι κάτι προγενέστερο και διασημότερο από αυτό που πραγματικά είναι. Μπερδευτήκατε; Οι φιλότεχνοι να δείτε! Αφήστε πια τους τεχνο- κριτικούς, που σκίζουν τα διπλώματά τους όταν αντιλαμβάνονται την (ευφυή) παγίδα που τους στήνει αυτή η παιγνιώδης τέχνη.
Για να κάνουμε τα πράγματα πιο καθαρά, ας επιστρέψουμε στον ορισμό. «Φέικ αρτ», «παστίς» ή «παστίτσιο» σημαίνουν ένα πράγμα: τη μίμηση του στυλ κάποιου γνωστού δημιουργού, που δεν στοχεύει στην υποκλοπή ή την παρωδία ενός πρωτοτύπου. Αποτελεί, αντίθετα, πρωτότυπο (συχνά και χιουμοριστικό) φόρο τιμής νεότερων καλλιτεχνών προς τους «δασκάλους» που προηγήθηκαν. Η «ψεύτικη» τέχνη δεν πρέπει να συγχέεται με την πλαστογραφία. Η πρώτη έχει ευγενείς και δημιουργικούς σκοπούς. Η δεύτερη βασίζεται στην εξαπάτηση για προσπορισμό παράνομου κέρδους. Στην πρώτη περίπτωση ο καλλιτέχνης θέτει υπό αίρεση τη γνησιότητα, την αισθητική απόλαυση και το αδιαμφισβήτητο κύρος που συνοδεύουν τα κλασικά έργα τέχνης. Στη δεύτερη περίπτωση ο «καλλιτέχνης» θέτει υπό αίρεση την ίδια την ελευθερία του, καθώς, αν τον πιάσουν, έχει... εξασφαλισμένη θέση στη φυλακή!
Πολύ πριν από το σύγχρονο εμπόριο της τέχνης, το να αντιγράφεις το έργο ενός μαέστρου θεωρούνταν τιμή, όχι απάτη. Στους παλαιότερους εικαστικούς χρόνους, ζωγράφοι όπως ο Ρέμπραντ διεύθυναν εργαστήρια όπου οι σπουδαστές διδάσκονταν τεχνικές αντιγραφής των έργων του δασκάλου τους. Τα δίδακτρα, μάλιστα, μεταφράζονταν σε... είδος, καθώς ο δάσκαλος είχε το δικαίωμα να πουλήσει τα έργα τους προς ίδιον όφελος! Στον 20ό αιώνα, η εξάπλωση της αγοράς και οι υψηλές τιμές που διαμορφώνονταν στο χρηματιστήριο της τέχνης ευνόησαν τη «σκοτεινή» πλευρά της αναδημιουργίας, με αποτέλεσμα τη ραγδαία αύξηση των κρουσμάτων πλαστογραφίας. Κάποιοι ειδικοί εκτιμούν ότι σχεδόν το ήμισυ των έργων που διακινούνται στην αγορά μπορεί να είναι πλαστά, με θύματα κυρίως τα «αρχαία», τη ρωσική πρωτοπορία και έργα των Νταλί, Πικάσο, Κλέε, Ματίς, Ντε Κίρικο, Κορό κ.ά. Υπάρχει, μάλιστα, ένα σατιρικό ευφυολόγημα στη Γαλλία που λέει ότι ο Κορό ζωγράφισε συνολικά 2.000 πίνακες, εκ των οποίων οι 5.000 βρίσκονται στην Αμερική! Το ένδοξο παρελθόν της ζωγραφικής αποτελεί πεδίο δράσης (κάθε άλλο παρά λαμπρό) για τους παράνομους «χαμαιλέοντες» του χρωστήρα. Η εικαστική τους προσποίηση ήταν (και παραμένει) τόσο καλή, ώστε σε ορισμένες περιπτώσεις να ξεγελά τα έμπειρα μάτια των τεχνοκριτικών, ακόμα και διευθυντών μουσείων!
Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα του Μουσείου Τεχνών στο Κλίβελαντ, όπου... ακόμα το φυσάνε και δεν κρυώνει μ' αυτό που έπαθαν. Το 1974 απέκτησαν (έναντι υψηλού τιμήματος) έναν πίνακα του 16ου αιώνα, που τον υπέγραφε ο γερμανός ζωγράφος Ματίας Γκρούνεβαλντ. Επειδή δεν υπήρχε άλλος πίνακας αυτού του ζωγράφου στις ΗΠΑ, η τιμή αγοράς του είχε φτάσει το 1 εκατ. δολάρια, που εκταμίευσε το μουσείο για να αποκτήσει αυτήν τη ζηλευτή πρωτιά. Οταν, όμως, ένας ιστορικός τέχνης άρχισε να διατυπώνει τις αμφιβολίες του για τη γνησιότητα του έργου, οι υπεύθυνοι του μουσείου απευθύνθηκαν σε έναν ειδικό στα έργα του κλασικού ζωγράφου: τον (επίσης Γερμανό) Χούμπερτ φον Σόνενμπουργκ. Χρησιμοποιώντας ειδικά μηχανήματα ακτίνων Χ, ηλεκτρονικό μικροσκόπιο, χημικές αναλύσεις ξυσμάτων του χρώματος και την επιστημονική εμπειρία του, ο... ντετέκτιβ της γνησιότητας αποκάλυψε την απάτη. Βρήκε ότι η βάση των χρωμάτων περιείχε ψήγματα επεξεργασμένης κιμωλίας, που δεν χρησιμοποιούνταν τέσσερεις αιώνες πριν. Ανακάλυψε επίσης ότι ο πίνακας δεν περιείχε ίχνος από ασήμι, που χρησιμοποιούσαν στα μείγματα του λευκού μέχρι τα μισά του 18ου αιώνα.
«Πρέπει να διαχωρίσουμε εντελώς το ποινικά κολάσιμο ψέμα της τέχνης από το ψέμα που οδηγεί στη βαθύτερη αλήθεια της τέχνης» επισημαίνει ο εικαστικός και καθηγητής της ΑΣΚΤ, Μάριος Σπηλιόπουλος. «Η λεγόμενη fake art έχει να κάνει κυρίως με το χιούμορ. Πρέπει να γίνεται με ευφρόσυνη διάθεση και να υπάρχει το κέφι της ανατροπής. Οταν γίνεται με σοβαροφάνεια, τότε fake είναι ο ίδιος ο καλ- λιτέχνης. Θεωρώ ότι το χιούμορ θα μας σώσει. Γιατί έχει και ήθος και αυτοσαρκασμό. Το ότι μπορείς να αυτοσαρκάζεσαι και να εκθέτεις εαυτόν, είναι άκρως δημιουργικό». Ο ίδιος έχει φροντίσει να το αποδείξει ποικιλοτρόπως, μέσα από αρκετά έργα του, με χαρακτηριστικότερο την... ομαδική έκθεση του εαυτού του στην Art Athina, το 2004. Εκεί εγκατέστησε 12 έργα του, από πρωτόλεια σχέδια μέχρι δείγματα video art που δημιούργησε ειδικά για την έκθεση. Με τη βοήθεια του συγγραφέα-σεναριογράφου Δημήτρη Βανέλλη, σε ρόλο υποτιθέμενου επιμελητή, παρουσίασε διάφορους καλλιτέχνες-ρέπλικες με «πειραγμένο» το ονοματεπώνυμό του: τον αυστραλό Marios Spiliopool, τον ιάπωνα Mariaki Spilioyama, τον δανό Mars Spiliopsen κ.ο.κ. Το αστείο της υπόθεσης ήταν ότι στον κατάλογο της έκθεσης σημειωνόταν η άρνηση του ίδιου του Σπηλιόπουλου να συμμετάσχει με τους... σχεδόν συνονόματούς του, επειδή «δεν θεωρεί το όλο concept σοβαρό και σχετικό με τη δουλειά του. Σε ένα κρεσέντο κακοπιστίας, μάλιστα, έφτασε να θεωρήσει την έκθεση σαν συνωμοσία εναντίον του έργου και της προσωπικότητάς του»!
«Εχει πολλή δουλειά πίσω της η fake art» υπογραμμίζει ο Μάριος Σπηλιόπουλος. «Πρέπει να κάνεις όλο αυτό το πράγμα τόσο οργανωμένα, ώστε να κρυφτεί το ψέμα της πίσω από μια αληθοφανή εικόνα. Ιδεολογικά, θεωρώ ότι είναι ό,τι πιο επαναστατικό. Υπάρχουν παραδείγματα, όπως αυτό του ιταλού "καταστασιακού" καλλιτέχνη Τζανφράνκο Σανγκουινέτι, που δείχνουν πόσο ανατρεπτικό μπορεί να είναι ένα αληθοφανές ψέμα. Εκατσε και έγραψε ένα ολόκληρο κείμενο, με απόλυτα σοβαροφανές ύφος, που το υπέγραψε προσποιούμενος ότι είναι απλό μέλος του δεξιού Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος. Σ' αυτό ανέλυε το πώς η αστική τάξη θα κατανικούσε τον κομμουνισμό, παραχωρώντας δικαιώματα στην εργατική τάξη. Το κείμενο δημοσιεύτηκε στον ιταλικό Τύπο και αργότερα κυκλοφόρησε σε βιβλίο, προκαλώντας πάταγο, αφού κανείς δεν είχε αντιληφθεί την απάτη. Μίλησαν για την εμφάνιση του θεωρητικού της Χριστιανοδημοκρατίας και το κείμενό του έγινε το "ευαγγέλιο" της Λίγκας του Βορρά. Μετά, βέβαια, βγήκε ο ίδιος και αποκάλυψε το ψέμα που σκάρωσε, διεμβολίζοντας -δημιουργικά-την κυρίαρχη ιδεολογία».
Επιστρέφοντας στα «χωρικά ύδατα» της Σχολής Καλών Τεχνών όπου διδάσκει, διαπιστώνει με ευχαρίστηση ότι αρκετοί φοιτητές εκτιμούν αυτήν τη χαρισματική, απελευθερωτική διαδικασία του χιούμορ. Κάποιοι, μάλιστα, φροντίζουν να το μεταγγίσουν στα έργα τους. Η Χαρά Κολαΐτη, απόφοιτη του 2007, έχει γίνει ευρύτερα γνωστή με τη διαδικτυακή (και όχι μόνο) περσόνα της λαϊκής «σκυλοπόπ» τραγουδίστριας «Αννα Γούλα», την οποία υποδύεται πειστικότατα. Παρά τη... σημειολογική χλεύη του ονοματεπώνυμου, έχει ξεγελάσει εκατοντάδες επισκέπτες του YouTube, που νομίζουν ότι βλέπουν κάποιο βιντεοκλίπ της (υποτιθέμενης) λαϊκής βεντέτας χάρη στην αποτελεσματική της προσποίηση! Οι περφόρμανς της Χαράς Κολαΐτη/«Αννας Γούλα», που μετατρέπεται επί σκηνής η ίδια σε έργο, έχουν δοθεί και live στη σκηνή του «Κύτταρου», του «Gagarin», στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου Αθηνών κ.α., δρέποντας τις ίδιες... κίβδηλες εντυπώσεις.
Πτυχιούχος εφέτος της ΑΣΚΤ, η Δήμητρα Σκιαδοπούλου «ομνύει» επίσης στη fake art με καθαρά εικαστικό τρόπο. Είκοσι πίνακές της, που πρόκειται να εκτεθούν τον προσεχή Οκτώβριο στον πάνω όροφο του εκθεσιακού χώρου «Εργοστάσιο», αποτελούν παραλλαγές του προσώπου της που «χωνεύεται» στις αυτοπροσωπογραφίες διάσημων ζωγράφων. «Από μικρή μού άρεσε να πειράζω πράγματα και εικόνες» λέει η ίδια. «Συνήθως με χιουμοριστική διάθεση, φαντάζομαι τη διαστρέβλωση μιας εικόνας ή μιας κατάστασης και αναρωτιέμαι: Πλάκα δεν θα 'χε; Χρειάστηκαν κάποιες "επεμβάσεις" στο πρόσωπό μου πριν μερικά χρόνια, με τις οποίες άλλαξα πολλές ταυτότητες, για να καταλήξω τελικά να αναζητώ μία ανάμεσα στους πιο διάσημους ζωγράφους όλων των εποχών, "ζητιανεύοντας" τη δόξα τους».
Αναζητώντας την ταυτότητά της στον καμβά, η Δήμητρα Σκιαδοπούλου δημιούργησε ένα «ψεύτικο μουσείο», όπως το τιτλοφόρησε. Πρόκειται για ένα μουσείο χωρίς... πιστοποιητικά γνησιότητας, που αποτελεί το σχόλιό της στην «κλεπτομανία» πολλών μεταγενέστερων και σύγχρονων καλλιτεχνών, συμπεριλαμβάνοντας σ' αυτό και τους επαγγελματίες αντιγραφείς-πλαστογράφους. Από τον Γκρέκο μέχρι τον Γουόρχολ και από τον Μαγκρίτ μέχρι τη Φρίντα Κάλο, η... συνοπτική ιστορία της ζωγραφικής αποτυπώνεται (κυριολεκτικά) στο πρόσωπο της ζωγράφου. «Υιοθετώντας την τεχνική και την κίνηση της πινελιάς τού κάθε καλλιτέχνη, προσπάθησα να ζωγραφίσω εμένα. Σαν να ήμουν ηθοποιός, άλλαζα χαρακτήρα κάθε φορά και έμπαινα στο ρόλο ενός "αληθινού" ζωγράφου. Με τη βοήθεια μιας φωτογραφίας δικής μου και μιας του αυθεντικού πίνακα, έφτιαξα τα πορτρέτα μου, στις αντίστοιχες διαστάσεις των αληθινών, προσαρμόζοντάς τα σαν να είναι δικά μου. Του Νταλί ήταν αυτό που με δυσκόλεψε περισσότερο, ίσως λόγω της σουρεαλιστικής προσέγγισής του και της πλακάτης πινελιάς».
Εργα τους, όμως, δεν εκθέτουν μόνο οι... καλών προθέσεων ζωγράφοι. Το ίδιο συμβαίνει και με τους απατεώνες του χρωστήρα που βρίσκονται στη φυλακή! Εστω και αν οι δικοί τους πίνακες παρουσιάζονται για λόγους προειδοποίησης και... αποφυγής. Τον περασμένο Φεβρουάριο το διάσημο λονδρέζικο μουσείο Victoria & Albert φιλοξένησε μια εντελώς ασυνήθιστη έκθεση: όλα τα έργα ήταν πλαστά και εκείνοι που τα υπέγραφαν είχαν εκτίσει την ποινή τους στη φυλακή. Οσο για τον επιμελητή της συγκεκριμένης έκθεσης, δεν ήταν άλλος από τη Μητροπολιτική Αστυνομία! Εκτός από τους κίβδηλους πίνακες, για τους οποίους κάποιοι συλλέκτες (ή και μουσεία) είχαν ξοδέψει περιουσίες, παρουσιάστηκαν επίσης όλα τα σύνεργα της παράνομης δουλειάς, καθώς και τα τρικ που χρησιμοποιούν για να προσδώσουν «ιστορικό κύρος» στα έργα τους. Σύμφωνα με την αστυνομία, σκοπός της έκθεσης ήταν να προειδοποιήσει τους φιλότεχνους (και μανιώδεις συλλέκτες) για τους κινδύνους που ενέχει το κυνήγι της τέχνης.
Αιώνες πριν, ο Λουκιανός είχε γράψει ότι «καλός καλλιτέχνης είναι αυτός που καταφέρνει και εξαπατά το θεατή και καλύτερος θεατής αυτός που αφήνεται να εξαπατηθεί». Το ερώτημα που μπαίνει είναι γιατί πρέπει να νοιάζεται ένας φιλότεχνος αν το έργο που του προσφέρει αισθητική απόλαυση είναι γνήσιος ή πλαστός Πικάσο, Νταλί, Ματίς κ.λπ.; Με άλλα λόγια, γιατί η ομορφιά ενός έργου πρέπει να βασίζεται στην «ευγενή» καταγωγή του; «Αυτό είναι ένα μεγάλο θέμα» λέει ο Μάριος Σπηλιόπουλος. «Κάποτε βρέθηκα στο κρουαζιερόπλοιο ενός πλούσιου συλλέκτη, δεν μπορώ να πω το όνομά του, και είδα στη συλλογή του έναν υπέροχο πίνακα του Βαν Γκογκ. Τόσο ωραίο έργο και να μην το ξέρω, σκέφτηκα. Ενιωσα πραγματική απόλαυση και ήθελα να μπορούσα να το έχω στο σπίτι μου. Αργότερα, στο Καπ Φερά της Κυανής Ακτής, γνώρισα τον άνθρωπο που ζωγράφιζε, επ' αμοιβή και εν γνώσει του πελάτη, βέβαια, πιστά αντίγραφα και άλλα θέματα με τον τρόπο του Βαν Γκογκ. Επομένως, στο ζήτημα της αισθητικής απόλαυσης δεν μπαίνει για μένα θέμα γνησιότητας του πίνακα. Θεωρώ ότι η αισθητική απόλαυση μιας εικόνας λειτουργεί "αφ' εαυτής", χωρίς να χρειάζεται ιστορικά ή αισθητικά τεκμήρια. Ο Πικάσο είχε πει ότι η τέχνη είναι ένα ψέμα που μας βοηθά να ανακαλύψουμε την αλήθεια. Την αλήθεια αυτήν εγώ τη φοβάμαι. Λέω συχνά στους φοιτητές μου ότι δεν υπάρχει "αληθειόμετρο". Θεωρώ ανόητη την έκφραση: "αυτό το έργο έχει αλήθεια". Είναι τόσο ευρεία η έννοια της αλήθειας -και τόσο υποκειμενική, τουλάχιστον στον τομέα της τέχνης-, ώστε αποδεικνύεται κενή περιεχομένου. Το να μπορούμε, αντίθετα, να μεταφέρουμε το ψέμα σαν αλήθεια, δηλαδή να κάνουμε χιούμορ, είναι εντελώς απελευθερωτικό».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου