Μολονότι η ασθένεια δεν έχει φθάσει προς το παρόν στη χώρα μας, επιστήμονες εκφράζουν τον προβληματισμό τους και τονίζουν ότι θα πρέπει να εφαρμοστούν συγκεκριμένες μέθοδοι πρόληψης.
Κατά τη «διαταραχή ή σύνδρομο κατάρρευσης των μελισσιών», όπως ονομάζεται η συγκεκριμένη ασθένεια, οι εργάτριες μέλισσες αποπροσανατολίζονται και χάνουν τον δρόμο για το μελίσσι τους και στο τέλος πεθαίνουν.
Οπως εξηγεί ο Πασχάλης Χαριζάνης, καθηγητής Μελισσοκομίας - Σηροτροφίας στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, σε προχωρημένο στάδιο «κατάρρευσης» ένα μελίσσι παρουσιάζει παντελή απουσία ενήλικων εντόμων, ενώ παραμένουν μέσα ή γύρω από την κυψέλη λίγες ή καθόλου νεαρές μέλισσες και η βασίλισσα. Ωστόσο, υπάρχει σφραγισμένος γόνος και αποθηκευμένη τροφή που δεν έχει λεηλατηθεί από άλλες μέλισσες ή εχθρούς, αντίθετα με άλλες περιπτώσεις που όταν λείπουν οι μέλισσες της κυψέλης λεηλατείται από ξένες.
Επίσης αν ο μελισσοκόμος τοποθετήσει πάτωμα από νεκρή κυψέλη πάνω σε μελίσσι που δεν έχει προσβληθεί, τότε πεθαίνει και ο κάτω από αυτή υγιής πληθυσμός, δηλαδή η ασθένεια παρουσιάζει μεταδοτικότητα. Η πιθανή επέκταση του προβλήματος μπορεί να οδηγήσει σε πλήρη διαταραχή το σύνολο του οικοσυστήματος, αφού η μέλισσα είναι το κατεξοχήν έντομο που συμβάλλει στην αναπαραγωγή της χλωρίδας με τη διαδικασία της επικονίασης, δηλαδή τη μεταφορά της γύρης από φυτό σε φυτό.
«Η μεγάλη έλλειψη μελισσιών σε μια περιοχή μειώνει την επικονίαση και επομένως την παραγωγή διαφόρων καλλιεργειών όπως επίσης τη βιοποικιλότητα του περιβάλλοντος», τονίζει ο Π. Χαριζάνης.
Οπως διευκρινίζει ο ίδιος, η «εξαφάνιση» της μέλισσας δεν είναι καινούργιο πρόβλημα. Αντίστοιχα φαινόμενα έχουν καταγραφεί από τα μέσα του 1800. Ωστόσο η συγκεκριμένη ασθένεια διαφοροποιείται από τις παλιότερες, κυρίως επειδή στο παρελθόν ακόμη και χωρίς εξωτερική παρέμβαση τα μελίσσια ξανάβρισκαν την ισορροπία τους.
Στο σκοτάδι οι έρευνες
Μέχρι σήμερα, παρά τις έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί διεθνώς δεν έχει βρεθεί ένας κοινά αποδεκτός αιτιολογικός παράγοντας για το «σύνδρομο κατάρρευσης των μελισσιών».
Οι ερευνητές προβληματίζονται για τις αιτίες του φαινομένου. Ο Π. Χαριζάνης θεωρεί επικρατέστερες δύο: τη γενικευμένη κατάχρηση φυτοφαρμάκων και τη γενετική τροποποίηση των καλλιεργειών.
«Πρόκειται για συνδυασμό πολλών παραγόντων που έχουν οδηγήσει σε αυτό το πρόβλημα. Θεωρώ ωστόσο ότι η εντατικοποίηση της γεωργίας και οι γενετικώς τροποποιημένες καλλιέργειες έχουν μεγάλο μερίδιο ευθύνης. Αν και οι συνθήκες αυτές δεν μας έχουν δώσει προς το παρόν σοβαρές επιπτώσεις σε άλλους ζωικούς οργανισμούς, φαίνεται ότι στη μέλισσα που είναι ευαίσθητος βιοδείκτης για την οικολογική ισορροπία ήδη αρχίζουν να επιδρούν αρνητικά».
Μελισσοκόμοι
«Ενοχα τα φυτοφάρμακα»
Αν και το σύνδρομο κατάρρευσης των μελισσιών δεν έχει επεκταθεί ιδιαίτερα στην Ευρώπη, ενώ στην Ελλάδα δεν έχουν αναφερθεί συμπτώματα που να αποδεικνύουν την ύπαρξή του, οι μελισσοκόμοι δεν κρύβουν την αγωνία τους. Αυτό επιτείνεται από την εκδήλωση άλλων ασθενειών με παρεμφερή χαρακτηριστικά, όπως η μερική εξαφάνιση του πληθυσμού.
«Το ότι μας φοβίζει αυτή η ιστορία είναι γεγονός. Προσωπικά δεν είχα τέτοια προβλήματα, αλλά έχω ακούσει από άλλους μελισσοκόμους», λέει ο Βαγγέλης Τζεμπελίκος που διατηρεί μελίσσια στις Ερυθρές (Κριεκούκι).
Και αυτός ενοχοποιεί τα φυτοφάρμακα ως κύριο υπεύθυνο για την εξαφάνιση των μελισσών ακόμη και όταν αυτή δεν είναι πλήρης και μόνιμη, όπως στο σύνδρομο κατάρρευσης.
Ο ίδιος εκτιμά επίσης ότι οι μεταλλαγμένες καλλιέργειες επηρεάζουν σημαντικά την παραγωγή.
«Υπάρχουν κάποια χημικά που ρίχνουν κυρίως στο βαμβάκι και στο καλαμπόκι τα οποία εμποτίζουν το φυτό και μένουν μέσα του κατά τη διάρκεια όλης του της ζωής. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα όταν η μέλισσα πάει στο λουλούδι να χάνει τον προσανατολισμό της και να μην μπορεί να επιστρέψει στην κυψέλη. Τα τελευταία χρόνια δεν έχουμε σχεδόν καθόλου παραγωγή ειδικά από το βαμβάκι, που στο παρελθόν ήταν από τις καλύτερές μας και ποιοτικά και ποσοτικά. Πας τα μελίσσια στα βαμβάκια το καλοκαίρι και όχι μόνο δεν παίρνεις μέλι, αλλά βρίσκεις και τα κουτιά άδεια», λέει ο κ. Τζεμπελίκος και τονίζει ότι η μόνη λύση είναι να απαγορευτεί η χρήση των συγκεκριμένων χημικών ουσιών (νεονικοτινοειδή), όπως έχει γίνει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Σημειώνει ακόμη ότι την παραγωγή μελιού από το βαμβάκι επηρεάζει το γεγονός ότι είναι μεταλλαγμένο γιατί το λουλούδι του δεν παράγει ικανοποιητική ποσότητα νέκταρ.
«Δεν υπάρχει ασφαλές κριτήριο για να το ξεχωρίσει κανείς», λένε οι ειδικοί
Μύθοι και αλήθειες για την επιλογή του καλού μελιού
Αλυτο μυστήριο παραμένει για τον καταναλωτή η επιλογή του ποιοτικού μελιού. Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με όσα λένε οι ειδικοί, δεν υπάρχει ασφαλές κριτήριο για να ξεχωρίζει κανείς το καλό μέλι.
«Υπάρχουν πολλά είδη μελιού στην Ελλάδα ανάλογα με το φυτό από το οποίο προέρχονται. Σημασία έχει το μέλι να συσκευάζεται από τον μελισσοκόμο όπως το παίρνει από την κυψέλη χωρίς καμία άλλη επεξεργασία ή προσθήκη. Το μόνο που χρειάζεται είναι ένα καλό φιλτράρισμα. Δυστυχώς ο καταναλωτής δεν μπορεί να διακρίνει την ποιότητα από το ράφι του καταστήματος. Ο έλεγχος αυτός μπορεί να γίνει μόνο με ειδικές αναλύσεις που κάνουν εξειδικευμένα εργαστήρια», υπογραμμίζει ο Π. Χαριζάνης και εξηγεί ότι τα μόνα στοιχεία που μπορεί να αναζητά ο καταναλωτής στην ετικέτα του προϊόντος, προκειμένου να προστατευτεί, είναι το όνομα του παραγωγού ή η χώρα προέλευσης, το είδος του φυτού από το οποίο προέρχεται το μέλι και το καθαρό του βάρος.
Η γεύση και το άρωμα
Από την πλευρά του ο Β. Τζεμπελίκος εκτιμά ότι η μόνη εγγύηση για την ποιότητα του μελιού είναι να γνωρίζει κανείς προσωπικά τον παραγωγό από τον οποίο το προμηθεύεται και να εμπιστεύεται τον τρόπο που δουλεύει. «Το χρώμα δεν έχει καμία σημασία. Η γεύση και το άρωμα είναι υποκειμενικά στοιχεία. Για παράδειγμα το μέλι της καστανιάς δεν έχει ωραίο άρωμα, αλλά είναι πολύ καλό σε θρεπτικά συστατικά», σημειώνει ενώ διαλύει τον μύθο ότι η κρυστάλλωση (ζαχάρωμα) του μελιού είναι ένδειξη ποιότητας ή έλλειψης ποιότητας. Οπως λέει, το ζαχάρωμα εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από το φυτό από το οποίο παράγεται το μέλι, επομένως η συμπεριφορά του το μόνο που μπορεί να... προδώσει είναι το τι έφαγαν οι μέλισσες: «Τα μέλια από έλατο και πεύκο δεν ζαχαρώνουν, άρα αν ζαχαρώσει περιέχει και ανθόμελο. Υπάρχουν χιλιάδες ανθόμελα και όλα ζαχαρώνουν. Από το είδος του εξαρτάται το πόσο καιρό θα κάνει να ζαχαρώσει. Το μέλι από βαμβάκι θα κάνει μία βδομάδα, από θυμάρι ένα χρόνο ή παραπάνω. Πάντως, αν το μέλι περιέχει μεγάλο ποσοστό ανθόμελου κάποια στιγμή αργά ή γρήγορα θα ζαχαρώσει. Αν έχει μεγάλο ποσοστό μελιτώματος, δηλαδή όταν η πρώτη ύλη είναι πεύκο, έλατο ή άλλα δέντρα δεν ζαχαρώνει», εξηγεί ο Β. Τζεμπελίκος και υπογραμμίζει: «Βέβαιο είναι ότι το μέλι σε σκιερό μέρος, σε θερμοκρασία δωματίου πρέπει να σφίγγει και όχι να αραιώνει. Προσωπικά τα πολύ αραιά μέλια δεν τα εμπιστεύομαι. Μπορεί να περιέχουν γλυκόζη ή οτιδήποτε άλλο».
Αργυρώ Λύτρα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου