Σάββατο 31 Ιουλίου 2010

12 διηγήματα

Ταξίδι στον χρόνο μέσα από αφηγήματα με εκλεκτές υπογραφές

Δώδεκα ιστορικές στιγμές με ειδικό βάρος. Δώδεκα γεγονότα που έμειναν ανεξίτηλα χαραγμένα στη μικρή ή στη μεγάλη ιστορία της ανθρωπότητας. Δώδεκα έλληνες συγγραφείς που λειτουργούν όπως οι αοιδοί της αρχαιότητας ή οι λαϊκοί παραμυθάδες. Είναι ο Βασίλης Γκουρογιάννης, ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης, η Αλκη Ζέη, ο Τάκης Θεοδωρόπουλος, ο Δημοσθένης Κούρτοβικ, ο Τηλέμαχος Κώτσιας, ο Γιάννης Μακριδάκης, ο Πέτρος Μάρκαρης, ο Μιχάλης Μιχαηλίδης, ο Αλέξης Πανσέληνος, η Σώτη Τριανταφύλλου και ο Χρήστος Χρυσόπουλος, που θα μας μεταφέρουν στο απώτερο ή στο πρόσφατο παρελθόν για να παρακολουθήσουμε σαν αυτόπτες μάρτυρες τον κόσμο να αλλάζει. Ολα αυτά στη σειρά «Ημουν κι εγώ εκεί» που εγκαινιάζουν από σήμερα «ΤΑ ΝΕΑ», με καθημερινά αφηγήματα τα οποία αποδεικνύουν ότι καμιά φορά η φαντασία ενός λογοτέχνη μπορεί να συλλάβει πτυχές της πραγματικότητας που ξεφεύγουν από την επίσημη ιστορία.

Στη διάρκεια λοιπόν αυτού του δωδεκαήμερου ταξιδιού στον χρόνο, ο αναγνώστης θα βρεθεί στη Σκάλα του Μιλάνου την ώρα που παθαίνει έμφραγμα ο κορυφαίος μαέστρος Δημήτρης Μητρόπουλος, αλλά και στη Σουηδία, την ώρα που αναζητάται απεγνωσμένα ο δράστης της δολοφονίας του σοσιαλιστή πρωθυπουργού Ούλοφ Πάλμε. Θα παρακολουθήσει να κατεδαφίζεται πανηγυρικά στο Βερολίνο το Τείχος που διχοτόμησε τη Γερμανία, και στα Τίρανα το άγαλμα του άλλοτε πανίσχυρου ηγέτη Ενβέρ Χότζα. Θα δει τη Μελίνα Μερκούρη μαθήτρια να εμφανίζεται για πρώτη φορά στο θέατρο, και τον Σωκράτη, 70άρη, να τσιγκλάει σαν αλογόμυγα τους δικαστές του και να ειρωνεύεται για την ποινή του προστίμου που πήγαν αρχικά να του επιβάλουν. Θα μπει ο αναγνώστης και στο πετσί της κοινής γνώμης όταν θα αποτύχει η απόπειρα δολοφονίας του Χίτλερ, ένα μόλις δεκάμηνο πριν από την πτώση του Τρίτου Ράιχ, αλλά και όταν θα καούν στην οδό Σταδίου οι τρεις υπάλληλοι της Μarfin στη διάρκεια των διαδηλώσεων της περασμένης άνοιξης· διαδηλώσεων που αφήνουν πίσω τους μια απόκοσμη ερημία όπως ο λοιμός που ακολούθησε τη λήξη του Πελοποννησιακού Πολέμου στην Αθήνα όταν έκλεινε ο Χρυσός Αιώνας. Θα παρακολουθήσει ακόμα την, από μίσος και προκατάληψη, σφαγή των Ινδιάνων Σαϊέν στο Σαντ Κρικ που τη διέταξε ένας μεθοδιστής πάστορας το 1864, όπως θα παρακολουθήσει και το ανελέητο κυνήγι των αριστερών από τις βρετανικές και τις κυβερνητικές δυνάμεις τον Δεκέμβρη του 1944, μετά το συλλαλητήριο του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ στο κέντρο της Αθήνας. Τέλος, θα δει πώς ένιωθαν οι κομπάρσοι της Ιστορίας όταν κηρύχθηκε η γενική επιστράτευση μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο τον Ιούλιο του 1974 αλλά και όταν ο Γιώργος Παπανδρέου κατέβηκε στο Καστελλόριζο για να αναγγείλει στις 23 Απριλίου 2010 την προσφυγή της Ελλάδας στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.

Οι συγγραφείς που συμμετέχουν στο εγχείρημα ανήκουν σε διαφορετικές γενιές και λογοτεχνικές σχολές, όλοι όμως έχουν εμβαθύνει συστηματικά σε ιστορικά γεγονότα και έχουν καταδείξει πώς η Ιστορία εισβάλλει και επηρεάζει τις ζωές των ανθρώπων. Αυτό μάς λένε και τα δώδεκα αυτά αφηγήματα.


Η δίκη του Σωκράτη
ΤΑΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ

Η σκέψη του Σωκράτη αποτέλεσε έναν από τους κινητήριους άξονες του ευρωπαϊκού στοχασμού. Ο ίδιος όμως δικάστηκε και καταδικάστηκε από τους συμπολίτες του να πιει το κώνειο με ψήφους 280 προς 221. Ο θάνατός του το 399 π.Χ. συμβαίνει σε μια εποχή που η Αθήνα επουλώνει τις πληγές της τόσο από την ήττα της στον Πελοποννησιακό Πόλεμο όσο και από τη δεσποτική διακυβέρνηση των Τριάκοντα Τυράννων.
Στο πλαίσιο της εποχής, ο φιλόσοφος που δίδαξε τη σωκρατική ειρωνεία, τη μαιευτική και τη διαλεκτική, είχε προκαλέσει τη δυσφορία της δημοκρατικής κυρίως παράταξης που είχε πληρώσει με πολύ αίμα τις φιλοδοξίες των μαθητών του Αλκιβιάδη και του Κριτία και αντιμετωπίστηκε όπως ένας σημερινός αντιφρονών. Πώς όμως έφτασαν οι Αθηναίοι σε αυτήν την καταδίκη; Ο Τάκης Θεοδωρόπουλος ζωντανεύει τις κρίσιμες ώρες πριν από τον θάνατο του Σωκράτη.

Το σκηνικό: πρωινό της προχωρημένης άνοιξης, πρώτο καλοκαιράκι, με την υγρασία της νύχτας να βγαίνει από τους πόρους της πέτρας, τη βλάστηση σε πλήρη άνθηση. Το δικαστήριο είναι στην αγορά, κοντά στη Θόλο, απέναντι από τη Βασίλειο Στοά, λίγο πιο κάτω από τον ναό του Ηφαίστου. Τέτοια ώρα σε όλη την περιοχή πέφτει ακόμη η σκιά του λόφου της Ακρόπολης, βαριά, σπαρμένη από μικρές εκρήξεις φωτός, λάμψεις, λάμες, καθώς οι ακτίνες πέφτουν πάνω στα χρυσά του αρχιτεκτονικού διάκοσμου του Μεγάλου Ναού- αυτόν που σήμερα ονομάζουμε Παρθενώνα και τον παραλάβαμε γυμνό από χρώματα.

Ο χρόνος: το 399 π.Χ. με τη δική μας χρονολόγηση, πέντε χρόνια μετά την ήττα της Αθήνας στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, τέσσερα μετά την κατάρρευση της τυραννίας των Τριάκοντα που η Σπάρτη εγκατέστησε ως τοποτηρητές της ηγεμονίας της. Η δημοκρατία έχει αποκατασταθεί, τραυματισμένη, πλην όμως διατηρώντας ακόμη αρκετά στοιχεία από τη γενναιοδωρία της πρώτης της ορμής. Ισχύει ακόμη το διάταγμα που φέρει τον τίτλο «Περί του μη μνησικακείν», το οποίο παρείχε αμνηστία σε όσους Αθηναίους είχαν συνεργαστεί με τους τυράννους, όσους, εννοείται, δεν ήταν φυσικοί αυτουργοί εγκλημάτων.

Οι πρωταγωνιστές: ο Ανυτος, βυρσοδέψης το επάγγελμα, προβεβλημένος πολιτικός τα χρόνια εκείνα αφού διετέλεσε υπαρχηγός της ομάδας των Αθηναίων που αποκατέστησαν τη δημοκρατία- μπορείς να τον φανταστείς σοβαρό όσο δεν πάει άλλο, με βλέμμα σκοτεινό και λιγομίλητο. Ο Μέλητος, ποιητής αγνώστου έργου, με πυκνά λαδωμένα μαλλιά, γαμψή μύτη και νεανική έπαρση. Κάποιος Λύκων, ρήτορας υποτίθεται του οποίου το όνομα θα είχε παραγράψει η Ιστορία, ως μη γεγονός, αν δεν είχε συνυπογράψει μαζί με τους άλλους δύο τη μήνυση κατά του Σωκράτη. Οι δικαστές, εκλεγμένοι με κλήρο από όλες τις φυλές της δημοκρατίας, κάτι σαν τους ενόρκους στα σημερινά μεικτά ορκωτά.

Είναι 502 και συμπεριφέρονται ως πλήθος, ήτοι φωνάζουν, τσακώνονται για τη θέση που θα πάρουν, γκρινιάζουν καθότι η πόλη τους ανάγκασε να σηκωθούν αξημέρωτα για να αποδώσουν δικαιοσύνη. Μπορείς να υποθέσεις πως όλους μαζί τους περιβάλλει μία αύρα βαριάς ανθρωπίλας με όλες τις δυνατές σωματικές οσμές, χνώτα που μυρίζουν νηστικίλα, άλλα κρεμμυδίλα, χιτώνες με ξεραμένο ιδρώτα. Σε γενικές γραμμές είναι άπλυτοι και εκνευρισμένοι. Εύλογα υποθέτεις πως θέλουν να τελειώνουν μία ώρα αρχύτερα μ΄ αυτήν την υπόθεση που ελάχιστα τους αφορά. Ο κατηγορούμενος, εις εκ των πρωταγωνιστών, απαιτεί ειδική μεταχείριση στην περιγραφή της ημέρας εκείνης:

Πρόκειται για τον Σωκράτη, γιο του γλύπτη Σωφρονίσκου και της μαίας Φαιναρέτης, εβδομηντάχρονο και πάντα αλλόκοτο. Είναι ως συνήθως ξυπόλητος, φοράει ως συνήθως τον ίδιο χιτώνα απροσδιορίστου χρώματος και η φυσιογνωμία του θυμίζει περισσότερο κωμικό ήρωα παρά φιλόσοφο. Αλλήθωρος, με κάτι ρουθούνια ανοιχτά σαν μουσούδα ζώου, κοιλαράς, με άγαρμπες κινήσεις.

Τη δημόσια σταδιοδρομία του στην Αθήνα την άρχισε εξάλλου ως κωμικός ήρωας όταν πρωταγωνίστησε ως χαρακτήρας στην κωμωδία του Αριστοφάνη Νεφέλες. Εχουν περάσει είκοσι πέντε χρόνια από τότε και δεν έχει αλλάξει. Δεν δείχνει να έχει συνείδηση ούτε της κωμικής του παρουσίας ούτε της τραγικότητας της κατάστασής του. Το ύφος του προδίδει αυτοπεποίθηση στα όρια του θράσους, αυτοπεποίθηση η οποία σίγουρα δεν οφείλεται σε κάποια προφητική ενόραση της υστεροφημίας του. Δεν ξέρει ότι οι μεταγενέστεροι αιώνες θα τον αντιμετώπιζαν ως έναν από τους μεγαλύτερους φιλοσόφους όλων των εποχών, δεν μπορούσε να ξέρει πως η τομή που κατάφερε στη σκέψη ήταν τόσο βαθιά ώστε η φιλοσοφία να χωριστεί σε προσωκρατική και σωκρατική. Δεν ήταν δυνατόν να ξέρει πως ο Πλάτων, είκοσι εννέα χρονών τότε, θα τον αναγόρευε σε πρωταγωνιστή ενός έργου που, λίγο ώς πολύ, κατέχει τη θέση του καθεδρικού ναού πάσης φιλοσοφίας.

Η απόσταση που μας χωρίζει από την ημέρα εκείνη κάνει τα μεγέθη της να μοιάζουν τεράστια, υπέρογκα, μόνον και μόνον από το γεγονός ότι άντεξαν να διανύσουν όλους αυτούς τους αιώνες για να φτάσουν ώς εμάς. Ομως το παρόν είναι παρόν, το πνίγουν οι λεπτομέρειες, τα αντιφατικά αισθήματα, ο φθόνος, οι απαραίτητοι ανταγωνισμοί για την επιβίωση και οι αντιπαλότητες, εξίσου απαραίτητες για την κοινωνική καταξίωση. Κυρίως όμως, καθότι βρισκόμαστε σε ελληνικό περιβάλλον, το παρόν είναι θορυβώδες, φωνακλάδικο, πολυλογάδικο και ανυπόμονο.

Ο κατηγορούμενος στέκει στη μέση όλου αυτού του πλήθους, των δικαστών του, και το πρώτο πράγμα που κάνει είναι να αναζητήσει ανάμεσά του τους φίλους του, τους συνομιλητές του, αυτούς που μπορούν να τον καταλάβουν. Ο Σωκράτης, ο λαλίστατος, είναι η πρώτη, και τελευταία, φορά στη ζωή του που μιλάει δημόσια, κι αν ψάχνει με το βλέμμα του τον Κρίτωνα, τον συνομήλικό του, τον Πλάτωνα, τον Αντιφώντα ή τον Αισχίνη είναι για να αποκαταστήσει τη συνθήκη της κατ΄ ιδίαν συνομιλίας, τη μόνη που του επιτρέπει να οργανώσει τη σκέψη του, τη μόνη που μπορεί να τον οδηγήσει εκεί όπου θέλει να πάει, στην αλήθεια του.

Αλλόκοτος, αλλά και ιδιότροπος, πεισματάρης γέροντας. Θα μπορούσε να έχει παραγγείλει σε κάποιον από τους ρήτορες της αγοράς να συντάξουν την απολογία του, με τους κανόνες της ρητορείας και της δικανικής αγόρευσης. Δυστυχώς για εκείνον, αλλά ευτυχώς για εμάς δεν το έκανε. Δυστυχώς για εκείνον γιατί καταδικάστηκε. Ευτυχώς για εμάς γιατί έδωσε την ευκαιρία στον Πλάτωνα να γρά ψει ένα από τα ωραιότερα κείμενα της ιστορίας της λογοτεχνίας.

Ως γνωστόν δύο κατηγορίες του απαγγέλθηκαν. Η πρώτη είναι ότι με τη διδασκαλία του διαφθείρει τη νεολαία. Η δεύτερη, ότι εισάγει καινά δαιμόνια στην πόλη, κοινώς ότι δεν πιστεύει στους θεούς της πόλης, ακόμη κι αν δεν είναι άθεος δεν είναι ευσεβής όπως οφείλει να είναι κάθε αθηναίος πολίτης. Αν το καλοσκεφτεί κανείς καμία από τις δύο κατηγορίες δεν είναι ανυπόστατη.

Οι περισσότεροι δικαστές του, κυρίως όμως ο κατήγορός του Ανυτος, ξέρουν πως ο Σωκράτης θα μπορούσε να θεωρηθεί υπεύθυνος για τις πολιτικές τερατογενέσεις που οδήγησαν την Αθήνα στην καταστροφή. Ο Αλκιβιάδης, ο πολιτικός υπαίτιος της σικελικής εκστρατείας, ο Κριτίας, ο επικεφαλής των Τριάκοντα Τυράννων, ο Χαρμίδης, ο τοποτηρητής της τυραννίας στον Πειραιά και ο καιροσκόπος Θηραμένης ήταν όλοι επίλεκτα μέλη της σωκρατικής ομήγυρης, ως νέοι είχαν γαλουχηθεί από τον Σωκράτη. Χάρη στην αμνηστία που έχει δοθεί, τα ονόματά τους δεν αναφέρονται ούτε στο κατηγορητήριο ούτε στην απολογία του κατηγορουμένου.

Είναι όμως βέβαιο πως την ημέρα εκείνη αυτά τα ονόματα κυκλοφορούν από στόμα σε στόμα, κι αν δεν ψιθυρίζονται, πάντως εννοούνται.

Η δίκη του Σωκράτη ήταν πολιτική; Σίγουρα ναι, ώς ένα σημείο τουλάχιστον. Ομως, όσο ισχυρά κι αν υπήρξαν τα πολιτικά κίνητρα, δεν φτάνουν για να εξηγήσουν την καταδίκη του και επίσης σίγουρα δεν είναι ικανά για να παραμερίσουν και την κατηγορία περί ασεβείας. Ας θυμηθούμε την εξορία του Αναξαγόρα και την καταδίκη του Φειδία. Και ο ένας και ο άλλος διέθεταν την ισχυρή προστασία του Περικλή, όμως αυτό δεν εμπόδισε τους Αθηναίους να τους κατηγορήσουν και να τους καταδικάσουν για ασέβεια.

Στα θέματα των θεών η Αθήνα, η Ελλάδα της πεφωτισμένης εκείνης εποχής, δεν αστειευόταν. Η θρησκοληψία συνυπήρχε, όχι πάντα αρμονικά, με τα επιτεύγματα και τη διαύγεια του νου.

Η επίκληση ενός «Δαίμονα», αγνώστων λοιπών στοιχείων, ανώνυμου και απρόσωπου, ήταν σίγουρα σκανδαλώδης για μία κοινωνία η οποία μπορεί να μη διέθετε οργανωμένο ιερατείο, αντιλαμβανόταν όμως τη θρησκευτική πίστη καθαρά μέσα από την κοινωνική της διάσταση. Οι θεοί, εκτός του ότι είναι πλασμένοι κατ΄ εικόνα και ομοίωση των θνητών τους υπηκόων, είναι για όλους και κανείς δεν δικαιούται να υποστηρίζει, όπως ο Σωκράτης, πως διαθέτει έναν ιδιωτικό θεό με τον οποίον μπορεί να συνομιλεί μόνος του και ο οποίος φροντίζει μόνον τις υποθέσεις του.

Η θέση του δεν είναι τόσο εύκολη όσο μπορεί να πιστέψει ο αναγνώστης της απολογίας που κατέγραψε, ή συνέγραψε, ο Πλάτων. Για να ανασκευάσει τις βαρύτατες κατηγορίες έχει δύο επιλογές. Ή να αποδεχθεί τους κανόνες του παιχνιδιού, τη δικανική ρητορεία, να κολακεύσει τους δικαστές του, ή να ακολουθήσει τον δρόμο που ακολουθούσε μια ζωή και ο οποίος τον οδήγησε την ημέρα εκείνη στο δικαστήριο: να απαντήσει στις κατηγορίες αποδεικνύοντας πως υπερασπίζεται μια αλήθεια η οποία δεν είναι της αρμοδιότητας του δικαστηρίου, υπερβαίνει τα όρια της πλειοψηφίας, άρα και την ισχύ των θεσμών της πόλης.

Επικαλείται τον χρησμό των Δελφών που τον είχαν κάποτε ανακηρύξει σε σοφότερο όλων. Και εξηγεί τη στάση του λέγοντας πως ήταν υποχρεωμένος να ζήσει ελέγχοντας την αλήθεια του χρησμού για να ανακαλύψει πως η Αθήνα είναι γεμάτη από ανθρώπους που νομίζουν ότι γνωρίζουν ενώ στην πραγματικότητα δεν γνωρίζουν. Τουλάχιστον ο ίδιος γνωρίζει ότι δεν γνωρίζει.

Επιμένει πως δεν δίδαξε ποτέ. Συνομιλούσε πάντα με τους νέους για να τους οδηγήσει εκεί όπου ο ίδιος είχε φτάσει, στη γνώση της άγνοιας, άρα στην αρχή της σοφίας. Τους υπενθυμίζει τη φτώχεια του για να αποδείξει πως ποτέ δεν ασχολήθηκε με τις υποθέσεις του γιατί ήταν απορροφημένος από την έρευνα που χρωστούσε στον θεό. Εννοείται πως δεν λέει κουβέντα για τον Αλκιβιάδη, τον Κριτία, τον Χαρμίδη και τα λοιπά «κακά παιδιά». Ο,τι έκανε το έκανε για το καλό όλων με τον τρόπο που αυτός ήξερε. Οταν τελειώνει η καταμέτρηση ο Σωκράτης έχει καταδικαστεί με εξήντα ψήφους διαφορά. Η πλειοψηφία δεν είναι τόσο μεγάλη και η υπόθεση μοιάζει να οδηγείται σε ένα μάλλον ανώδυνο τέλος. Θα μπορούσε να ξεφύγει με ένα πρόστιμο το οποίο το εγγυώνται οι εύποροι φίλοι του, ο Κριτίας και ο Πλάτων. Ομως στο σημείο αυτό η στάση του αλλάζει άρδην. Λες και απηύδησε από την Αθήνα του, από τους δικαστές του και από τον ίδιο του τον εαυτό, λες και κουράστηκε να ζει και να επιχειρηματολογεί, κάνει αυτό ακριβώς που δεν έπρεπε να κάνει, ό,τι όμως ο ίδιος ήξερε να κάνει καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον: ειρωνεύεται την ποινή του. Τους λέει ότι, αντί να του επιβάλουν πρόστιμο, θα έπρεπε να τον σιτίζουν στο πρυτανείο, όπως κάνουν με τους ολυμπιονίκες και τους ευεργέτες της πόλης. Οι δικαστές του αποδέχονται την πρόκληση και τον καταδικάζουν σε θάνατο.

Η δίκη έχει τελειώσει. Οι δικαστές σηκώνονται και ο μελλοθάνατος περιμένει να τον οδηγήσουν ώς το κρατητήριο, όπου ο δήμιος θα του δώσει να πιει το κώνειο. Οι δικαστές ετοιμάζονται να φύγουν, οι τρεις μηνυτές δέχονται τα συγχαρητήρια των φίλων τους, όμως ο Σωκράτης δεν έχει πει την τελευταία λέξη του. Θυμωμένος που έκανε τόσον κόπο για να πείσει ανθρώπους που, εκ των προτέρων, ήξερε πως δεν επρόκειτο να τον καταλάβουν, τους απειλεί. Για να ακουστεί είναι αναγκασμένος να φωνάξει.

Νομίζουν ότι του έκαναν κακό, όμως ο ίδιος δεν είναι διόλου σίγουρος ότι ο θάνατος είναι το κακό. Αν αληθεύει πως υπάρχει ζωή εκεί πέρα θα περάσει ωραία γιατί εκεί θα συναντήσει άξιους ανθρώπους όπως ο Ομηρος και ο Μουσαίος, ήρωες που τους αδίκησαν οι δικοί τους, όπως ο Αίας και ο Παλαμήδης. Νομίζουν ότι ξεμπέρδεψαν μαζί του γιατί προτιμούν να αφήσουν την πόλη τους να κοιμάται ήσυχη, όμως ας ξέρουν πως θα ακολουθήσουν κι άλλες «αλογόμυγες» που θα τσιγκλάνε τον ύπνο της συνείδησής τους. Δικαιώθηκε; Από μιαν άποψη ναι. Με τον θάνατό του ο Σωκράτης απέδειξε πως υπάρχει ένας πνευματικός ηρωισμός, γιατί υπάρχει μια αλήθεια τόσο πολύτιμη ώστε να αξίζει να δώσεις ακόμη και τη ζωή σου γι΄ αυτήν. Εγκαινίασε μια στάση ζωής που έκτοτε παρακολούθησε την Ιστορία σαν τη σκιά της και πρόσθεσε στην ύπαρξη τη διάσταση της ατομικής ευθύνης που δίνει το μέτρο της αξίας της. Από μιαν άλλη άποψη δεν δικαιώθηκε. Η ζωή του, αλλά και ο ηρωικός του θάνατος, δεν μπόρεσαν να βελτιώσουν την ανθρώπινη φύση. Ο «ανεξέταστος βίος», η ζωή που τραβάει τον δρόμο της στα τυφλά, εξακολουθεί να παραμένει το πιο δημοκρατικά μοιρασμένο αγαθό και το ζητούμενο της ημέρας εκείνης του 399 π.Χ. εξακολουθεί να παραμένει ζητούμενο αφού το δικαστήριο της Ιστορίας, ακόμη και σήμερα, εξακολουθεί να αποφαίνεται ότι το τίμημα που αξίζει στον Σωκράτη είναι ο θάνατος, συμβολικός ή πραγματικός.

Νομίζουν ότι του έκαναν κακό, όμως ο ίδιος δεν είναι διόλου σίγουρος ότι ο θάνατος είναι το κακό. Αν αληθεύει πως υπάρχει ζωή εκεί πέρα θα περάσει ωραία γιατί εκεί θα συναντήσει άξιους ανθρώπους όπως ο Ομηρος και ο Μουσαίος

πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια: