Μια φορά κι έναν καιρό σε μία πολύ μακρινή χώρα υπήρχε ένα κοριτσάκι που του άρεσε πάρα πολύ να κοιτά το νυχτερινό ουρανό. Της άρεσε να κοιτά τα άστρα. Ήταν τόσο όμορφα! και είναι ακόμα. Μα πιο πολύ απ όλα της άρεσε να παρακολουθεί το φεγγάρι. Το φεγγάρι πάντα τη μάγευε, πάντα την έκανε να αισθάνεται καλύτερα. Μια ματιά στο φεγγάρι ήταν αρκετή για να την κάνει να ξεχάσει κάθε της έγνοια, κάθε της αγωνία.
Σίγουρα και σε σένα σου αρέσουν τα αστέρια και το φεγγάρι, αλλά δεν ξέρω κατά πόσο θα ήθελες και εσύ να ακουμπήσεις το φεγγάρι. Είναι αλήθεια πως το φεγγάρι πολλές φορές φαίνεται ότι είναι πολύ κοντά. Η μικρή Ακράμ συχνά τέντωνε το χέρι της για να το πιάσει. Τόσο κοντά της φαινόταν ότι ήταν, αλλά μόλις τέντωνε το χέρι της έβλεπε ότι χρειάζονταν να πάει ακόμα λίγο πιο ψηλά για να καταφέρει να το πιάσει. Έτσι ανέβαινε πάνω σε μία καρέκλα και παρατέντωνε το χέρι της, αλλά πάλι τίποτα. << Κατέβα από την καρέκλα>> της φώναξε η μαμά της. << Προσπαθώ να πιάσω το φεγγάρι>> απαντούσε η μικρή Ακράμ.
Κάποια μέρα η Ακράμ αποφάσισε να μην σταματήσει μέχρι να σφίξει στα χέρια της επιτέλους το φεγγάρι. Έτσι άρχισε να ανεβαίνει όλο και ψηλότερα, όλο και ψηλότερα, όλο και ψηλότερα μέχρι που κάποια στιγμή έφτασε στην ψηλότερη κορφή του ψηλότερου βουνού του κόσμου. Από εκεί μπόρεσε να δει ολόκληρο τον κόσμο. Μπορούσε να δει όλα τα σπίτια του κόσμου, όλους τους ανθρώπους του κόσμου, όλα τα πλάσματα του κόσμου, όμως δεν είδε κάτι που να της αρέσει πιο πολύ από το φεγγάρι. Έτσι αποφάσισε ότι εφόσον το φεγγάρι ακόμα φαινόταν (όπως και στην αρχή του ταξιδιού της ) ότι ήταν πολύ κοντά δεν μπορούσε να σταματήσει πριν να το βάλει μέσα στη γροθιά της… να λίγο ακόμα να τεντωνόταν και ήταν σίγουρη ότι θα το έφτανε. Τεντώθηκε, αλλά πάλι τίποτα. Τελικά αφού τεντώθηκε όσο πιο πολύ μπορούσε αποφάσισε να σκαρφαλώσει σε ένα σύννεφο και να ξαναδοκιμάσει. Σκαρφάλωσε στο πρώτο σύννεφο που είδε και μετά στο επόμενο και ανέβηκε και σε άλλο και σε άλλο και σε άλλο και όλο ανέβαινε και ανέβαινε και ανέβαινε και όλο είχε στο μυαλό της ένα πράγμα, να καταφέρει να βάλει μέσα στη χούφτα της το φεγγάρι.
Η μικρή Ακράμ έβλεπε ότι όσο ανέβαινε τόσο μικρότερα γινόταν τα σπιτάκια. Ακόμα προς μεγάλη της έκπληξη έβλεπε ότι το φεγγάρι γινόταν όλο και μεγαλύτερο, σε λίγο δε θα χωρούσε στην παλάμη της. Κάποια στιγμή, αφού είχε διασχίσει αμέτρητα αστέρια και είχε μαζέψει αρκετή αστερόσκονη για να τη βάλει στα μαλλιά της γύρισε να κοιτάξει τη γη. Τότε διαπίστωσε ότι η γη είχε μετατραπεί σε μία μικρή μπαλίτσα, που χωρούσε άνετα στη γροθιά της, αλλά…. το φεγγάρι είχε γίνει τόσο μεγάλο που όχι μόνο δεν χωρούσε στη χούφτα της, αλλά και στα μάτια της. Τώρα για να το δει ολόκληρο θα έπρεπε να περπατάει για μέρες. Η μικρή Ακράμ νόμισε ότι θα μπορούσε να το αγκαλιάσει όταν ξεκίνησε το ταξίδι της, αλλά αρκέστηκε απλά να κάνει μία βόλτα πάνω του, δηλαδή σε ένα μέρος του. Όταν ξαναγύρισε στη γη δε ξαναθέλησε να βάλει στη γροθιά της το φεγγάρι. Κατάλαβε ότι μερικά πράγματα δεν χωράνε σε μια ανθρώπινη αγκαλιά ή σε ένα ανθρώπινο μυαλό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου