Ανέβηκα στην πλειο ψηλή κορφή του Άθωνα. Ψηλά στη μύτη. Ο κοπιαστικώτερος δρόμος που έχω κάνει στη ζωή μου. Ανήφορος μαχαίρι. Στην κορφή, στο κατάκορφο, έχτισε ο Ιωακείμ ο Γ΄ μια κομψή εκκλησούλα της “Ανάληψης” του Ιησού Χριστού. Η πρώτη λειτουργιά, τα εγκαίνια, θα γείνουν ύστερα από δυο-τρεις βδομάδες, την Πέμπτη της Ανάληψης. Θα λειτουργήση ο ίδιος ο Πατριάρχης και θα πάη ως εκεί ψηλά, δέκα ώρες κακόδρομο, από το Μοναστήρι της Λαύρας, πεζός! Τι έξοχο μυαλό ! Τι σιδηρένιο κορμί!
Τι δεν βλέπει κανείς από κει ψηλά ! Δυο ηπείρους: Ασία και Ευρώπη, ένα βασίλειο: την Ελλάδα, μια ηγεμονία: την Βουλγαρία, και μια αυτοκρατορία: την Τουρκία ! Όλη την ανατολική και μεσημβρινή Μακεδονία, όλα τα νησιά που φτάνουν από τη Χαλκίδα γραμμή ως τη Μυτιλήνη κι’ ως τα στενά των Δαρδανελλίων, κι’ όλες τες θεσσαλικές αχτές, τον Όλυμπο, τον Κίσσαβο και το Πήλιο.
Είνε τόσο ψηλή κι’ απότομη η κορφή του Άθωνα, που λησμονάει κανείς ότι είνε άφτερο δίποδο και του φαίνεται ότι έχει φτερά και βρίσκεται μετέωρος, ανάμεσα γης και ουρανού!
Μια βραδυά νύχτωσα στην έρημο. Είχα τους τρεις μεγάλους οχτρούς ψηλά μου. Πείνα, Κρύο, Κούραση. Κατέφυγα σ’ ένα σπήλιο που έβλεπα να βγαίνη λίγος καπνός. Είταν το κατοικειό ενός ασκητού. Με δέχτηκε με σοβαρότητα και μ’ αγαθωσύνη. Έτσι είνε όλοι οι ασκητάδες. Δεν γελάει το πρόσωπό τους ποτές. Δεν θέλησε να με ρωτήση τίποτε. Ούτε ποιος είμαι, ούτε πούθε είμαι, ούτε τι θέλω. Άμα κάθησα κοντά στη φωτιά, μου είπε να ησυχάσω, όπως μώρχονταν καλείτερα, κι’ αυτός θα βγη να φροντίση για θροφή. Σε μισή ώρα γύρισε πίσω. Είχε το σακκούλι του γεμάτο χόρτα. Τάβαλε μέσα σ’ ένα πήλινο αγγειό, χωρίς νερό, με λίγο αλάτι μοναχά, κι’ αναδεύοντάς τα ψηλά στη φωτιά, σ’ ένα κομμάτι ώρας τάκανε έτοιμα για φαγί. Ψωμί, παξιμάδι του ρούσσικου Μαναστηριού και φαγί λογής-λογιών χόρτα. Νερό, στη ρεματιά. Τι νοστιμάδα ! Τι γλυκάδα ! Θα τη θυμούμαι σ’ όλη μου τη ζωή.
Ύστερα `πο το φαγητό, που άρχισε και τέλειωσε με μια έξοχη και αυτοσχέδια προσευχή προς τον Πλάστην, ξαπλωθήκαμε παραστιάς. Λίγα φύλλα έλατο είταν το στρώμα μας. Σκέπασμα τίποτε. Η ζωηρή φωτιά το αναπλήρωνε. Τον έστρωσα στη στιγμή στο δημοσιογραφικό σκαμνί. Ακούστε την ιστορία του με τα πλειο λίγα λόγια που θα μπορούσα να μεταχειριστώ σ’ αυτήν την περίσταση:
Είνε ενενήντα χρονών. Πατρίδα του είνε τα Γιαννόχωρα. Λέγεται Ανατόλιος. Δέκα πέντε χρονών ήρθε στ’ Άγιο Όρος, κι’ από τότες δεν ξεμάκρυνε διακόσια μέτρα από τη σπηλιά του. Εβδομήντα πέντε χρόνια ασκηταριό. Ζη με χόρτα και με παξιμάδια που του στέλλουν ξεκοπή από το ρούσσικο το Μαναστήρι, 3-4 οκάδες την εβδομάδα. Ως μόνο εργόχειρο κάνει χουλιάρια και τα στέλλει στο ρούσσικο για να πουλιούνται. Λάδι δεν τρώει ποτέ, ούτε κρασί πίνει. Κρέας, γάλα, αυγά κλπ. αρτύματα δεν τρώει που δεν τρώει. Όλα αυτά τα κάνει για να σώσει την ψυχή του !!! Δεν ξέρει τα ατμόπλοια τι πράμα είνε, και μόνο τα βλέπει από μακρυά που σκίζουν τη θάλασσα καπνίζοντας. Δεν ξέρει τον τηλέγραφο, ούτε το σιδηρόδρομο, και το σπουδαιότερο έχει ξεχάσει τη μορφή της γυναικός ! Είνε είδος αγριάνθρωπου, είδος τρωγλοδύτη λογικού, είδος …. Ξέρω κι’ εγώ τι άλλο να ειπώ!
Το πρωΐ ξύπνησα ελαφρότατα. Το κρύο κι’ η κούραση μ’ είχαν αφήσει. Τον ευχαρίστησα, τον αποχαιρέτησα, ξεκίνησα κι’ έφυγα. Γιωμάτισα σ’ ένα καλογεροχώρι, την Αγία Άννα, το πλειο παράξενο χωριό, που μπορούσα να φανταστώ, και το βράδυ κατάντησα στο Μοναστήρι του Γρηγορίου, πούχει γούμενο έναν Τριπολιτσιώτη, Συμεών λεγόμενο, όπου πέρασα, σαν στο ξενοδοχείο της Μεγάλης Βρεταννίας. Από την τρώγλη στο παλάτι! Αυτός ο γούμενος Συμεών, μπορούσε να δώση τα καλλίτερα οικονομολογικά και διοικητικά μαθήματα σ’ όλους τους υπουργούς και πρωθυπουργούς της Ελλάδας, από Κωλέττη και δώθε!
Χ. Χρηστοβασίλης
Δημοσιεύτηκε στην ΑΚΡΟΠΟΛΗ 15 Μαΐου 1895
ΑΠΟ ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΛΑΜΠΡΑΙ ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ
ΜΟΝΑΧΟΙ ΚΑΙ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου