Ένα βράδυ, σε ένα μοναστήρι πέρασε ο ηγούμενος από το κελλί ενός μοναχού και τον ρώτησε πώς πέρασε την ημέρα του.
-Ε, όπως όλες, δι’ ευχών σας, άγιε καθηγούμενε. Είχα πάρα πολλή δουλειά, μα πάρα πολλή δουλειά, γιατί πρέπει να φροντίζω ένα σωρό ζωντανά.
-Τί να κάνεις; ρώτησε ξαφνιασμένος ο ηγούμενος, γιατί ήξερε τί διακόνημα έκανε ο μοναχός και ότι δεν είχε καμιά σχέση με ζώα.
-Κάθε μέρα, απάντησε ο μοναχός, πρέπει να φυλάω δύο γεράκια, να συγκρατώ δύο ζαρκάδια, να γυμνάζω δύο κυνηγετικούς σκύλους, να κυνηγάω ένα φίδι, να δαμάζω μια αρκούδα και να περιποιούμαι έναν άρρωστο. Δεν θα κατάφερνα τίποτα απ’ όλα αυτά, αν δεν με βοηθούσε τόσο αποτελεσματικά ένας Δεσπότης.
-Τί είναι αυτά, που λες τώρα; Για ποιά ζώα μιλάς; Ζουρλάθηκες; Τέτοια πράγματα έχουμε εδώ; Και τον δεσπότη πού τον βρήκες;
-Κι όμως! Όλα αυτά έγιναν και γίνονται κάθε μέρα, άγιε Γέροντα!
-Τα δύο γεράκια είναι τα μάτια μου, που πρέπει αδιάκοπα να τα προσέχω, γιατί μύρια δυο κακά ξεκινάνε απ’ αυτά.
-Τα δύο ζαρκάδια είναι τα πόδια μου, που το βάδισμά τους πρέπει να το κανονίζω κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να με διακρίνει σύνεση, αν δεν θέλω να με οδηγούν στο δρόμο της αμαρτίας.
-Τα δύο κυνηγετικά σκυλιά είναι τα χέρια μου, που οφείλω να τα υποχρεώνω να εργάζονται τις διακονίες που μου αναθέτετε εδώ, για το καλό μου και χάριν των αδελφών μου.
-Το φίδι είναι η γλώσσα μου, που πρέπει να χαλιναγωγείται, να μη μιλά άσκοπα, να μη χύνει δηλητήριο εναντίον των άλλων, να μη κουτσομπολεύει, να μη κατακρίνει, να μη γογγύζει…
-Αρκούδα είναι η καρδιά μου, που πρέπει να της δαμάζω τον εγωισμό και την κενοδοξία.
-Άρρωστος είναι το σώμα μου κι έχω υποχρέωση διαρκώς να για το προσέχω, για να μη προσβληθεί από τη διαστροφή της επιθυμίας και γίνει έτσι ασθενές και φιλήδονο.
- Καλά όλα αυτά, αλλά ο δεσπότης ποιός είναι;
-Δεσπότης είναι ο Αρχιερέας Χριστός, που με το πανάγιο Αίμα Του κάθε μέρα με δυναμώνει, για να μπορώ να δαμάζω όλα αυτά τα άγρια θηρία, που έχω μέσα μου.
Ο βοσκός και τα σαμάρια.
Από μικρός ζούσε στο βουνό ένας βοσκός. Ένα πρωί χτυπούσαν οι καμπάνες κάτω στο χωριό. Κατεβαίνει κι’ εκείνος. Τρέχει για να προλάβει. Μπαίνει στην Εκκλησία και βλέπει όλους να φορούν σαμάρια. Ντράπηκε που δεν φορούσε κι εκείνος. Πηγαίνει στον σαμαρτζή, αγοράζει το σαμάρι του, το φορεί και γυρίζει ξανά στην Εκκλησία.
Βλέπει, κάποια στιγμή, έναν χριστιανό και έσπερνε σπόρο, έναν άλλο που ζευγάριζε και τον παπά να τρώει ψάρι την ώρα που σήκωνε τα Άγια. Καθένας έκανε και τη δουλειά του.
Βγάζει κι αυτός τη φλογέρα του κι άρχισε να παίζει. Τον πήραν για τρελό. Με σαμάρι στην Εκκλησία και να παίζει και φλογέρα!
Τον πλησιάζουν οι χωρικοί και του ζητούν να τους εξηγήσει. Κι’ εκείνος τους λέει:
-Ήρθα στην Εκκλησία. Σας είδα όλους να φοράτε σαμάρια. Πήγα, έδωσα τόσα λεφτά, για να ‘ρθω κι εγώ με σαμάρι, σαν και σας. Είδα πάλι εκείνον που ζευγάριζε. Εκείνον που έσπερνε. Τον παπά κι έτρωγε ψάρι. Καθένας έκανε τη δουλειά του. Έβγαλα κι εγώ τη φλογέρα μου κι’ άρχισα να παίζω…
Ρωτούν μετά και τον παπά για τα λόγια του βοσκού. Κι ο παπάς τους είπε:
- Την ώρα που έβγαζα τα Άγια, σκέφθηκα πόσο νόστιμα θα ήσαν, ζεστά – ζεστά, τα φρέσκα ψάρια που αγόρασα. Με πόση όρεξη θα τα έτρωγα.
Ρωτούν εκείνον που έσπερνε.
-Σκέφθηκα, είπε, να πάω να αποτελειώσω ένα κομμάτι, που μου είχε μείνει στο χωράφι.
Το ίδιο είπε κι αυτός που ζευγάριζε.
Κατάλαβαν τότε πως ο βοσκός ήταν άγιος και αυτοί όλοι αμαρτωλοί και τα σαμάρια που είδε ο βοσκός στις ράχες τους, ήσαν οι αμαρτίες τους.
(από τον Ευεργετινό)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου