Δευτέρα 19 Απριλίου 2010

Κυριάκος ο Τεθλιμμένος

Εν τω επικαλείσθαι με εισήκουσας μου, ο Θεός
της δικαιοσύνης μου, εν θλίψει επλάτυνας με·
«Άνθρωπος ένι ο τόπος κι ο τόπος έρημος».
Έρημος κι ο άνθρωπος μέσα στον πόνο του.
Έφυγε κι ο δούλος του Θεού Κυριάκος, ο βοσκός.
Επήρε μαζί του, τον πόνο του κι άφησε πίσω τον τόπο του, το μικρό χωριό του, την Αγία Μαρινούδα.
Έφυγε για εκεί «ένθα ουκ έστι πόνος, ου λύπη, ου στεναγμός» κι άφησε «γεια στα πεύκα, στα πλατάνια, στα μερσίνια τα ζηλευτά, όπου δεν ξέρουνε τον Χάρο μήτε τ' άσπρα γηρατιά».

Άφησε την άπλα των γυμνών λόφων, τις ράχες με τα βοσκοτόπια και τις βαθύσκιωτες νάπες με τα πηγάδια, με τες γούρνες όπου ξαπόστανε αυτός και το κοπάδι του.

Στην πραγματικότητα, έφυγε προ καιρού απ' όλα αυτά. Κι αποσύρθηκε στον παλαιόν του οικίσκον, με την για περισσότερο από μισόν αιώνα ομόζυγόν του, Ευδοκία. Σύντροφός του αυτή και τώρα στην απραξία, στην αναμονή, τώρα που κατέπαυσε από πάντων των έργων αυτού.
Πραγματικά, δεν είχε πια ούτε ένα πρόβατο, ούτε αίγα για γάλα. Ούτε καν ένα εργόχειρο. Κατέπαυσε από πάντων... Κατέπαυσε του να τραγουδεί τα ποιμενικά άσματα, τους αργούς αμανέδες με την εκ πλάτους και βάθους των στέρνων τρέμουσαν εξερχομένη, και ηχοποιούσαν το πάθος παφίτικη φωνή. Κατέπαυσε το έντεχο και περιπαθές παίξιμο του αυλού, που με τον οξύ στη μοναξιά ήχο, έτρύπα τη σιωπή των ηλιοψημένων ερημικών λόφων. Κατέπαυσε του να χορεύει τους έντεχνους καρτσιλαμάδες, δηλαδή αντικριστούς χορούς, άμα δε και τον της τατσιάς επιδεικτικό και του δρεπανιού που εχόρευε εις γάμους, πανηγύρια και άλλην λαού σύναξη. Κατέπαυσε του παριάγειν και περιέρχεσθαι τις ράχες, τις νάπες, τα λαγόνια, κρημνούς και μονοπάτια και όλην την αγαπημένην του γην που την επάτησε βήμα προς βήμα αναρίθμητες φορές και την επότισε με ιδρώτα, αίμα και δάκρυ και που κοιμήθηκε πολλάκις στες αγκάλες της αυτός και τα ζωντανά του και η καλή του.
Κατέπαυσε, τέλος, του να περπατεί απλώς στες στράτες, τα στενά και τις ρήμες του μικρού χωριού του συνομιλώντας με τους ανθρώπους και με τα σοκάκια. Κατέπαυσε από πάντων των έργων αυτού και περιορίσθηκε εκών ή άκων - πιος ξέρει;- στο μικρό του σπίτι, όλο κι όλο ένα δωμάτιο με την κυρά του, με την σιωπή του και με τον πόνο του.
Έρημος και μόνος είναι ο άνθρωπος μέσα στον πόνο του. Διότι περί αυτού πρόκειται' περιέπεσεν ο γέρο-Κυριάκος σε θλίψη και μαρασμό μετά το θάνατο του υιού του. Και δεν ήταν τόσο γέρος όσο φαινόταν ούτε τόσο απεγνωσμένος, όπως έδειχνε. Πάντως από τότε, από τον ξαφνικό θάνατο είχε μαραζώσει, είχεν ασθενήσει, είχεν αδυνατίσει και άρχισε να πάσχει από δυνατούς συνεχείς ιλίγγους. Το πρόσωπόν του το μελαμψό είχε γεμίσει με ρυτίδες πόνου. Και οι ρυτίδες βάθαιναν όσο οι σκέψεις του κι οι στοχασμοί του.

Ήταν όμορφος άνθρωπος και σεμνός στην όψη. Είχε το μουστάκι τεράστιο και τα φρύδια μεγάλα, κοντά τα μαλλιά, μεγάλο το μέτωπο, όλο γραμμές, μάτια μικρά, βαθουλωτά, με κόρες μελισσιές που χόρευαν ήμερα, που ιστορούσαν τη θλίψη του, τη λύπη του, τον πόνο του, τον πόνο για τον αιφνίδιο θάνατο του ανθρώπου, για κάθε τι αιφνίδιο, για κάθε θάνατο, για κάθε άνθρωπο... για την περιπέτεια του ανθρώπου, για τη ρευστότητα του βίου.

... Από την σκέψη ρυτίδωσε βαθιά το μεσόφρυδό του, κύρτωσε κι έγυρε ελαφρώς στο πλάι η καφαλή του. Εσταύρωσε τα χέρια του σφίγγοντάς τα στο στήθος του.
Συρρικνώθηκε όλος. Κι απ' αυτή τη στάση κι αυτή τη θέση διαλεγόταν αργά και σοβαρά, πλην μειλίχια, με τόνο γλυκύ, ταπεινό. Εθρηνούσε κι αφιλοσοφούσε, έκλαιγε και παρηγοριότανε και παρηγορούσε.

Δεν σε φόρτωνε το πένθος του' ένιωθες άνετα να κάθεσαι κοντά του. Δεν υπήρχε στην κατάστασή του καθόλου απελπισία μήτε απόγνωση μήτε κατάθλιψη ή κάτι άλλο από τα σχετικά. Τον κατείχε μια ιερή θλίψη, που γεννούσε την κατάνυξη, που άγιαζε το πρόσωπό του και το κορμί του, την κάθε του κίνηση και δράση.

Αυτή η θλίψη τον έκαψε, τον επύρωσε «ως πυρούται το αργύριον», τον εδοκίμασε «ως χρυσόν εν χωνευτηρίω», σαν φωτιά, που πέρασε κι έκαψε τα φρύγανα όλα του κόσμου τούτου, τες πονηριές και τες μικρότητες, τες ανοησίες και τες αστοχίες, τες αμαρτίες κι όλα τα πρόχειρα κι ευτελή και μάταια του βίου δήθεν κατορθώματα.

Αυτή η θλίψη εργάστηκε την όψη του Κυριάκου και την εσμίλεψε σεμνά. Την ιστόρησε με τα χρώματα των ταπεινών ζωγράφων της Τουρκοκρατίας. Έμοιαζε πια με εικόνισμα, «εγίνην εικόνα» κατά την φράση των παλαιών.

Η στάση του θύμιζε την εικόνα του Χριστού της Άκρας Ταπείνωσης. Η φάτσα του θύμιζε την όψη του Αγίου Θεοδώρου του Στρατηλάτου, που ιστόρησε ο κυρ- Αυξέντιος στη Μητρόπολη της Πάφου περί το 1750. '

Εμοιαζε πάλι με τη μορφή του Αποστόλου Λουκά, που ιστόρησε ο ιεροδιάκονος Λαυρέντιος λίγο αργότερα. Κι έτσι πια, έφτασε κάποια στιγμή, που ωρίμασε τρόπον τινά σαν τον καρπό, που δεν χρειαζόταν άλλο να μένει στο δέντρο.

Κι έφυγε ήσυχα, αθόρυβα κι ατάραχος, σαν έτοιμος από καιρό για να συναντήσει τον υιό του, που γι' αυτόν κι ένεκ' αυτού έκλαψε και πόνεσε πολύ. Να συναντήσει, μάλλον να παρασταθεί έμπροσθεν του Υιού του Ανθρώπου, «λελαμπρυσμένος καλλοναίς των καλλοποιών του βίου παθημάτων».



πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια: