Τρίτη 2 Μαρτίου 2010

Σπάνια επαγγέλματα: Μάθε Τέχνη - και μην την αφήσεις

Διανύοντας μια εποχή όπου το «έτοιμο» και το μοντέρνο τείνει να εκτοπίσει το χειροποίητο και το παραδοσιακό και βλέποντας οικογενειακές επιχειρήσεις και βιοτεχνίες να κλείνουν η μία μετά την άλλη, είναι τουλάχιστον παρήγορο να ανακαλύπτεις ότι έχουν επιβιώσει επαγγέλματα που πιθανότατα θεωρούσες ξεπερασμένα. Ίσως ακόμη και γραφικά. Κι όμως. Υπάρχουν ακόμα και ζουν χάρη στο μεράκι και το ταλέντο αυτών που τα εξασκούν, αποδεικνύοντας εμπράκτως ότι κανένα επάγγελμα δεν «πεθαίνει» αν το αγαπάς. Απόψεις, σκέψεις και αντιλήψεις τεσσάρων επαγγελματιών που την... είδαν αλλιώς – και ανταμείφθηκαν.

Νίκος Τρουλλινός, Υαλουργός: "...Εγώ δεν δημιουργώ για να πουλήσω".

Ο Νίκος Τρουλλινός, σπούδασε διακοσμητικές και εφαρμοσμένες τέχνες στην Ελλάδα και αφού έκανε αίτηση για υποτροφία – την οποία και πήρε- φοίτησε στη φημισμένη σχολή Orrefors Glass-School στη Σουηδία και αποφοίτησε από την Gerrit Rietvelt Academy στο Αmsterdam. Τον επισκεφτήκαμε στο... εύθραυστο εργαστήριό του στην Νέα Φιλαδέλφεια, το οποίο ήταν γεμάτο από κάθε λογής γυάλινα φωτιστικά.

«Από μικρός έφτιαχνα διάφορα πράγματα χρησιμοποιώντας σαν υλικό σπασμένα μπουκάλια διαφόρων χρωμάτων. Τα έλιωνα και αυτά γίνονταν πέτρες, τις οποίες χρησιμοποιούσα για να φτιάχνω κοσμήματα και χάντρες», μας λέει σχετικά με την πρώτη ενασχόλησή του με το γυαλί. «Το τι ήταν το γυαλί δεν το γνώριζα, το ανακάλυψα στην Σουηδία, όπου φτιάχνουν ό,τι μπορείς να φανταστείς από γυαλί: από ποτήρια μέχρι αγάλματα», συμπληρώνει.

Μετά από πέντε χρόνια εργασίας, καταστάλαξε στα φωτιστικά, γιατί όπως μας είπε «το γυαλί αναδεικνύεται με το φως». Συν τοις άλλοις, ήταν ο πρώτος στην Ελλάδα που δημιούργησε εργαστήριο γυαλιού. «Όταν ξεκίνησα, τα μόνα γυάλινα που υπήρχαν στην Ελλάδα, ήταν από εργοστάσια της Βενετίας, όπως τα Βενίνι και τα Μουράνο και οι τιμές τους ήταν εξωπραγματικές. Και η Yula έφτιαχνε φωτιστικά, αλλά ήταν κατά χιλιάδες τα ίδια. Τους περνούσαν μια μπογιά και τους κολλούσαν μερικές χαλκομανίες με λουλουδάκια. Μέχρι εκεί».

Του ζητήσαμε να μας περιγράψει σε γενικές γραμμές την διαδικασία κατασκευής ενός τέτοιου φωτιστικού. Χρησιμοποιώντας τα χέρια του σαν να το έφτιαχνε εκείνη την ώρα μας εξήγησε: «Η χημεία του γυαλιού είναι μια επιστήμη από μόνη της. Θέλει να την ψάξεις, θέλει μεράκι. Από το προηγούμενο βράδυ βάζεις το γυαλί στον φούρνο για να λιώσει μαζί με διάφορα χημικά και χρώματα και το επόμενο πρωί είναι έτοιμο για να το επεξεργαστείς. Βάζεις τον σωλήνα μέσα στον φούρνο, τυλίγεις μια μπάλα γυαλιού, την βγάζεις έξω, την κρυώνεις λιγάκι, την στρογγυλεύεις και στην συνέχεια φυσάς από το άλλο άκρο του σωλήνα», περιγράφει. «Ο αέρας κάνει μια κοιλότητα στο γυαλί, μια φούσκα. Αφού τελειώσεις, το βάζεις σε έναν φούρνο για να κρυώσει σιγά σιγά, γιατί αλλιώς θα σπάσει». Ιεροτελεστία που, όπως φαίνεται, του προσφέρει κάτι μοναδικό, γι' αυτό και συνεχίζει να την εκτελεί με επιτυχία ύστερα από σχεδόν σαράντα χρόνια.

«Είναι μια Τέχνη, κάτι ζωντανό, δεν είναι μια λαμαρίνα που την κόβεις. Είναι κάτι που δουλεύει, το οποίο επηρεάζεται από τις δυνάμεις της φύσης. Αν το κρατήσεις ακίνητο θα πέσει, αν το γυρίσεις γρήγορα θα ανοίξει σαν δίσκος», μας εξηγεί για την «ζωντανή» φύση του λιωμένου γυαλιού. «Το χρώμα δεν μπορείς να το καταλάβεις όσο το δουλεύεις, το βλέπεις αφού κρυώσει. Είναι απρόβλεπτο».

Ρωτώντας τον για τις δυσκολίες του επαγγέλματος, μάλλον του κόβουμε τον ειρμό και συνεχίζει κάπως απογοητευμένος: «Η κατάσταση γενικά οδεύει προς την βιομηχανοποίηση. Το κάθε μαγαζί θέλει να πουλήσει ένα αντικείμενο που θα μπορεί να αντικατασταθεί από ένα όμοιό του. Ο περισσότερος κόσμος αγοράζει κάτι, επειδή το έχει και κάποιος άλλος. Θέλει να αγοράσει αυτό που βλέπει στην τηλεόραση και τις διαφημίσεις. Δεν τους κατηγορώ. Απλώς εγώ δεν δημιουργώ για να πουλήσω, θέλω να πουλήσω αυτό που με ενδιαφέρει να φτιάξω. Έλα διάλεξε τι σου αρέσει, να το χαρείς και εσύ και εγώ», μας λέει με συγκρατημένη πικρία.

Ο ίδιος σκοπεύει να συνταξιοδοτηθεί σύντομα, αλλά δεν θα σταματήσει να εξασκεί το επάγγελμα που λάτρεψε, όπως λέει: «Θα το συνεχίσω μόνο από αγάπη. Θα κάνω αυτό που με ενδιαφέρει, αλλά όχι πλέον για βιοποριστικούς λόγους». Φεύγοντας, μας «ξεναγεί» στο εργαστήριο. Βλέπουμε τους δύο φούρνους, τα εργαλεία, το σύστημα εξαερισμού, τα εκατοντάδες πολύχρωμα φωτιστικά – όντως «αλλάζουν» όταν φωτίζονται – και τα κάθε λογής γυάλινα αντικείμενα κάθε είδους. Εικόνες από μια άλλη εποχή...

Χρήστος Κόκκαλας, Ράφτης: «Δεν την βλέπω την νεολαία ανήσυχη, δεν έχει όνειρα».

Τον κ. Χρήστο Κόκκαλα συναντήσαμε στον τόπο εργασίας του, στο ραφείο που διατηρεί στο Μοναστηράκι. Μας υποδέχτηκε γελαστός και με μπόλικη διάθεση για κουβέντα, όπως και φάνηκε από την μετέπειτα συζήτησή μας. Περιγραφικός, με χιούμορ και λίγη... τρέλα, μας μίλησε ανοικτά για το ιδιαίτερο επάγγελμά του.

Ξεκίνησε να ασχολείται με την ραπτική με το που τελείωσε το δημοτικό. «Δεν μαθαίνεται αυτή η δουλειά μετά το γυμνάσιο», μας λέει γελώντας και μπαίνοντας κατευθείαν στο... ζουμί. «Μετά από τον στρατό δεν μαθαίνεται η τέχνη, αυτή μαθαίνεται πριν, όταν είσαι μικρός και έχεις και το μικρόβιο», διαπιστώνει έπειτα από πολλά χρόνια σε μια δουλειά που όπως παραδέχεται και ο ίδιος «είναι μανίκι» και λανθασμένα συνδέεται με το επάγγελμα των διάσημων μόδιστρων.

«Οι περισσότεροι από αυτούς απλώς σχεδιάζουν, πλην του Αρμάνι, αυτός έραβε», μας λέει. «Όλοι οι μεγάλοι σχεδιαστές έχουν εργαστήρια και άλλους σχεδιαστές που τους βγάζουν την δουλειά, που είναι οι λεγόμενοι ήρωες. Το θέμα είναι πως θα κάνεις το όνομα».

Όντας από τους μικρότερους ηλικιακά σε ένα επάγγελμα που έχει μέσο όρο ηλικίας τα... εβδομήντα, δεν μπορούσαμε να μην τον ρωτήσουμε τι είναι αυτό που τον κρατάει τόσα χρόνια στην δουλειά. «Με την ραπτική δεν μένεις ποτέ σταθερός. Ανανεώνεσαι καθημερινά, έχεις να κάνεις με νέους, με μόδα, δεν ξεμπερδεύεις ποτέ. Με κάθε άνθρωπο θα κάνεις διαφορετικό σχέδιο, θα ανταλλάξεις άλλες απόψεις. Το επάγγελμά μου είναι ζωή, είναι φρεσκάδα», δηλώνει με περηφάνια.

Όσον αφορά την ανάπτυξη της τεχνολογίας και την πρόοδο της βιομηχανίας δεν δείχνει να ανησυχεί και πολύ. «Οι παλιοί ράφτες προσπαθούσαν να δουλέψουν με μια μηχανή. Το έτοιμο ρούχο έχει εξελιχθεί πολύ, σήμερα αν θες να είσαι μάστορες πρέπει να έχεις και τα κατάλληλα εργαλεία. Αυτά κάνουν τον μάστορα. Πρέπει να ακολουθήσεις την πρόοδο της βιομηχανίας», λέει.

Για ποιόν λόγο όμως, κάποιος να προτιμήσει ένα χειροποίητο ρούχο και να μην επιλέξει κάποιο έτοιμο από τα καταστήματα; Και πόση ζήτηση έχει το επάγγελμα του ράφτη; «Το ράψιμο είναι κουλτούρα. Είναι ψυχολογία του πελάτη. Τα έτοιμα ρούχα δεν έχουν ακριβά υφάσματα. Αυτό εδώ όπως το βλέπεις (δείχνει ένα τελειωμένο σακάκι), έτσι θα είναι για μια ζωή, είναι ραμμένο και σταθεροποιημένο στο χέρι». Σύμφωνοι, τι «παίζει» όμως με τα έτοιμα ρούχα;

«Το έτοιμο ρούχο έχει γίνει με θερμοκόλληση και η ‘επιτυχία’ του είναι στο σιδέρωμα, το οποίο μπορεί να σχηματίσει το ρούχο όπως το θέλει ο καθένας. Το χειροποίητο ρούχο δεν μπορείς να το ‘παίξεις’ έτσι. Το πέτο που θα σου κάνω εγώ να ‘σπάει’ κάπου, θα ‘σπάει’ εκεί για πάντα. Και το καθαριστήριο να θέλει να το χαλάσει δεν μπορεί», λέει με σιγουριά.

«Σε μια περίοδο είχε βγει μια μεγάλη γενιά ραφτάδων και υπήρξε κορεσμός, όπως και σε όλα τα επαγγέλματα. Τώρα πλέον δεν υπάρχει αυτό και επομένως υπάρχει μεγαλύτερη ζήτηση. Δεν υπάρχουν χέρια για να συνεχίσουν αυτήν την δουλειά», διαπιστώνει για την σύγχρονη εποχή. «Έχουν έρθει νεαρά άτομα σε μένα και η δεύτερή τους κουβέντα είναι πόσα λεφτά θα πάρουν, άρα δεν κάνουν για αυτήν την δουλειά. Πας σε μια σχολή για να μάθεις, δεν ρωτάς πόσο». Την αντίληψη αυτή την εντάσσει σε μια γενικότερη λανθασμένη για αυτόν νοοτροπία των νέων, για τους οποίους πιστεύει ότι λανθασμένα επιλέγουν μια δουλειά με κύριο στόχο τα έσοδα.

«Δεν έρχονται για να μάθουν, θέλουν να μπούνε όλοι στο δημόσιο, για να πληρώνονται χωρίς να δουλεύουν. Για μένα το δημόσιο πρέπει να καταργηθεί, αν θέλουμε να πάμε μπροστά. Βλέπεις μαθητές του 19 και του 20 να θέλουν να γίνουν αστυνομικοί ή να πάνε στον στρατό», λέει χαρακτηριστικά και παραδέχεται ότι και τα δύο του παιδιά εργάζονται στο δημόσιο. «Δεν την βλέπω την νεολαία ανήσυχη, δεν έχει όνειρα».

Τον ρωτήσαμε αν σκέφτεται να εξελίξει την δουλειά του στο μέλλον, να επεκτείνει την επιχείρησή του. «Δεν έχω ανθρώπους για να ακολουθήσουν την δουλειά. Πρέπει να το έχεις για να το ακολουθήσεις» λέει και προτείνει στους νέους να μάθουν αυτήν την δουλειά, αλλά να μην σκέφτονται τα χρήματα από την πρώτη στιγμή. «Αν δεν χαλάσεις χρήματα δεν μαθαίνεις. Πρέπει να ρισκάρεις, δεν μπορείς από την μία στιγμή στην άλλη να τα βρεις όλα έτοιμα».
Στάθης Μαρκόπουλος, Κουκλοπαίχτης: "Το κουκλοθέατρο είναι ένας ολόκληρος κόσμος.."

Ο κ. Στάθης Μαρκόπουλος είναι κουκλοπαίχτης και αυτήν την περίοδο παρουσιάζει στο Ίδρυμα Κακογιάννη την παράσταση "Πετροτσουλούφης, Ιστορίες για καλούς μεγάλους και κακά παιδιά". Η συζήτηση μαζί του μας έλυσε αρκετές απορίες σχετικά με την φύση του κουκλοθέατρου, αλλά και το κοινό στο οποίο αυτό απευθύνεται. Με το κουκλοθέατρο δεν είχε κάποια προηγούμενη σχέση, όπως παραδέχεται. Ούτε τον παρότρυνε κάποιος.

«Αποφάσισα να γίνω κουκλοπαίκτης στα δεκαεννέα μου, ελπίζοντας να συγκεντρώσω σε μία δραστηριότητα όλα όσα έκανα πριν, όπως ήταν η μουσική, το θέατρο, η ζωγραφική, η γλυπτική, οι κατασκευές..», μας εξομολογείται και νιώθει τυχερός καθώς όπως λέει «το κουκλοθέατρο είναι ένας ολόκληρος κόσμος με τεράστια ιστορία, εξέλιξη και ευρύτατο ορίζοντα». Και συνεχίζει: "Το να πιάνεις μια κούκλα και να την ταρακουνάς δεν σημαίνει ότι παίζεις κουκλοθέατρο. Είναι μια τεράστια διαδικασία η οποία δεν περιγράφεται εύκολα. Είναι από τα επαγγέλματα που απαιτούν μεράκι, αφοσίωση και σκληρή δουλειά. Είναι μια εργασία δηλαδή, σαν όλες τις άλλες".

Τον ρωτήσαμε, όπως και τους υπόλοιπους, για τα στοιχεία που τον «κρατάνε» στο συγκεκριμένο επάγγελμα. «Πέραν από την γενική ευτυχία να ανακαλύπτεις ένα εργαλείο ύπαρξης και συνδιαλλαγής με τον κόσμο τούτο, η τέχνη του κουκλοθέατρου απαιτεί χειρωνακτική εργασία, όλη η διαδικασία παραγωγής περνά από τα χέρια σου και έχεις την πλήρη ευθύνη και απόλαυση της κάθε φάσης από τον σχεδιασμό μέχρι την παράσταση, προϋποθέτει όνειρα, οράματα και φαντασιώσεις...», μας λέει.

Πολλοί, συμπεριλαμβανομένου και του γράφοντος, έχουν μεγαλώσει με την πεποίθηση ότι το κουκλοθέατρο και εν γένει οι κούκλες, απευθύνονται αποκλειστικά στα παιδιά. Λανθασμένη άποψη, μας λέει ο ίδιος. «Είναι μια τέχνη για όλους και το πώς την ασκεί ο καθένας μπορεί να την κάνει ενδιαφέρουσα σε οποιοδήποτε κοινό ή να την κατευθύνει σε κάποια επιμέρους κατηγορία. Προς το παρόν, υπάρχει ενήλικο κοινό το οποίο παρακολουθεί τα δρώμενα, αλλά είναι περιορισμένο»

Τι είναι όμως, αυτό που βρίσκει το κοινό –παιδικό και μη- ενδιαφέρον στο κουκλοθέατρο; Κατά την άποψη του κ. Μαρκόπουλου είναι «η απίστευτη ποιητική συμπύκνωση στην ύλη» καθώς και «η τρελή διακωμώδηση και σάτιρα του ανθρώπινου γένους και της φύσης μας και η δυνατότητα εναλλαγής ζωής και θανάτου μέσα σε κλίμα και κλίμακα οικεία». Σίγουρα για κάθε επαγγελματία η ηθική αμοιβή από την δουλειά του έχει την μεγαλύτερη αξία, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η σημασία των οικονομικών απολαβών παραμερίζεται. Στην περίπτωση του κ. Μαρκόπουλου το κουκλοθέατρο «τον ζει» εδώ και είκοσι χρόνια περίπου, όπως παραδέχεται. Αυτό φυσικά δεν τον αποτρέπει από το να ασχολείται και με άλλα πράγματα τα οποία κινούνται πάντα γύρω από την συγκεκριμένη τέχνη, όπως κατασκευές κουκλών για άλλους θιάσους.

Σχετικά με το μέλλον του επαγγελματία κουκλοπαίκτη, αυτό δεν φαίνεται να τον ανησυχεί και πολύ. «Το επάγγελμα του κουκλοπαίκτη έχει μείνει σχεδόν αναλλοίωτο, με ελάχιστες συγκριτικά αλλαγές κυρίως τεχνικής και κοινωνικής φύσης, εδώ και τουλάχιστον 5.000 χρόνια» διαπιστώνει και συνεχίζει με αισιοδοξία: «Θα μπορούμε να παίζουμε κουκλοθέατρο με τον παλιό καλό ανθρώπινο τρόπο για πολύ καιρό ακόμα».

Παναγιώτης Βάρλας, Κατασκευαστής μπουζουκιών: "Ο,τι κάνεις με το χέρι παίρνει ενέργεια από σένα"

Μεσημέρι στο μαγαζί – εργαστήριο του Παναγιώτη Βάρλα στα Εξάρχεια (Κωλλέτη 7 Εξάρχεια τηλ: 210-3822358) και η μυρωδιά του ξυσμένου ξύλου και της ψαρόκολας είναι διάχυτη στον χώρο. Όπως διάχυτη είναι και η «μυρωδιά» του ρεμπέτικου. Φωτογραφίες του με μεγάλους λαϊκούς συνθέτες όπως ο Ζαμπέτας και ο Νικολόπουλος, κρεμασμένα μπουζούκια στους τοίχους, μερικά μισοτελειωμένα, άλλα έτοιμα, άλλα ξεχαρβαλωμένα προς επισκευή.

Κάθεται στον ξύλινο πάγκο, δίπλα στα εργαλεία του και μας μιλάει για το πώς ξεκίνησε να ασχολείται με το επάγγελμα: «Κοντεύω τριάντα τέσσερα χρόνια στο επάγγελμα. Από πιτσιρικάς το πάλευα, ζωγράφιζα μόνος μου, σκάλιζα, ασχολιόμουν με την μουσική, όπως και ο πατέρας μου. Μια μέρα πήγα σε ένα μαγαζί ενός οικογενειακού φίλου που έφτιαχνε μπουζούκια και από εκεί ξεκίνησα την δουλειά». Εκείνη την εποχή υπήρχε μόνο ένα μαγαζί που έκανε μαζική παραγωγή μουσικών οργάνων. Τώρα, όπως μας πληροφορεί, είναι πολύ περισσότερα και από την στιγμή που άρχισαν να γίνονται εργοστάσια «χάλασε η μανέστρα». «Υπάρχουν εργοστάσια που κάνουν μαζική παραγωγή και τα όργανά τους είναι για το τζάκι», λέει χαρακτηριστικά και επιμένει στον παραδοσιακό χειροποίητο τρόπο κατασκευής του μπουζουκιού.

«Οτιδήποτε κάνεις με το χέρι παίρνει ενέργεια από σένα. Αν κάτι γίνει με μηχανή και δεν έρχεται σε άμεση επαφή με τον άνθρωπο, τότε δεν υπάρχει ενέργεια στο όργανο», μας λέει και παραδέχεται με ειλικρίνεια ότι τόσα χρόνια παλεύει για να πεθάνει μαθητής. «Είμαι ακόμα στο Βήτα της οργανοποιίας». Από την άλλη, θεωρεί ότι η κατασκευή μουσικών οργάνων είναι ένα λειτούργημα. Σε έντονο ύφος λέει: «Έχουμε υποχρέωση όταν φτιάχνουμε όργανα απέναντι στα παιδιά που θέλουν να μάθουν μουσική και παίρνουν ένα όργανο στα χέρια τους. Αν είναι σκληρό και δεν έχει ήχο θα το παρατήσουν. Πρόκειται για εγκληματική ενέργεια».
Μπορεί όμως κάποιος που ξεκινάει για πρώτη φορά την ενασχόλησή του με το μπουζούκι να αγοράσει ένα χειροποίητο όργανο, το οποίο ενδεχομένως θα είναι περισσότερο ακριβό από ένα της μαζικής παραγωγής; «Εγώ θα πρότεινα στον κόσμο να παίρνει όργανα χειροποίητα από μικρά εργαστήρια, εκεί υπάρχουν ένα δύο άτομα που φτιάχνουν αξιόλογα όργανα και να προτιμούν το αποτέλεσμα, όχι την τιμή. Αν φτιάχνεις διακόσια όργανα σε έναν μήνα, τι όργανα θα είναι αυτά;»

Μας λέει μάλιστα, πως όταν μπαίνει στο παιχνίδι η μαζική παραγωγή τότε πέφτει και η ποιότητα του οργάνου και εναντιώνεται σε όσους προσπαθούν να επέμβουν στην παραδοσιακό τρόπο κατασκευής: «Το μπουζούκι δεν είναι όργανο που θα του βάλεις βέργες (σίδερο). Βέργες βάζουν στις ηλεκτρικές κιθάρες και το μπάσο. Είναι ορισμένα πράγματα που δεν μπορούν να αλλάξουν. Την ψαρόκολα και την γομαλάκα δεν μπορεί να την ξεπεράσει τίποτα σημερινό. Γίνανε όλοι ξαφνικά επιστήμονες», λέει σε έντονο ύφος. «Εμείς θέλουμε γήινα υλικά, όχι από την Σελήνη». Η προσθήκη πλαστικών μερών και σίδερου, χαλάει τον ήχο του μπουζουκιού σύμφωνα με τον κ. Βάρλα. Αν το όργανο δεν έχει παλμό, τότε είναι για πέταμα.

Την δουλειά την κάνει όπως λέει γιατί την αγαπάει. Αλλά δεν τον νοιάζουν πρωταρχικά τα χρήματα. «Θέλω τα αναγκαία για να ζω καλά και ζω καλά με την δουλειά αυτή», αναφέρει λακωνικά.

Με την τεχνολογία δεν έχει και τις καλύτερες σχέσεις: «Εμείς που είμαστε μαστόροι του πάγκου, δεν τα πηγαίνουμε καλά με το Internet. Ο κόσμος όμως ακούει και μαθαίνει», λέει χαρακτηριστικά και αναφέρεται στο μέλλον του επαγγέλματός του: «Όσο υπάρχουν μερακλήδες και στην κατασκευή και στο παίξιμο, θα υπάρχει και το επάγγελμα αυτό. Θα έχουμε πιστούς πελάτες. Όσο και αν κοιτάμε πλέον το εύκολο κέρδος, το καλό πράγμα θα μείνει».

πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια: