«Τα είδα όλα στα Σεπτεμβριανά. Ντροπή, μεγάλη ντροπή»
Ο Αρά Γκιουλέρ, ένας από τους μεγαλύτερους φωτορεπόρτερ του κόσμου, κατέγραψε την ιστορία του τελευταίου μισού αιώνα με τη Λάικά του
Κυκλοφορεί το λεύκωμά του για την Πόλη των αντιθέσεων και τους ανθρώπους της
Το Πέραν, ο Γαλατάς, ο Κεράτιος. Κυρίως όμως η καθημερινή ζωή σε μια Κωνσταντινούπολη όπως δεν την έχουμε ξαναδεί, με το βλέμμα του διάσημου Τούρκου φωτογράφου Αρά Γκιουλέρ, παρουσιάζει το λεύκωμα «Στην Πόλη» με κείμενο (στα ελληνικά) του νομπελίστα συγγραφέα Ορχάν Παμούκ. Φωτογραφίες που θα δούμε τον Μάιο και στο Μουσείο Μπενάκη
Ο Ορχάν Παμούκ μπορεί και να οφείλει, ώς έναν βαθμό, το Νόμπελ Λογοτεχνίας που του απονεμήθηκε στον φωτογράφο Αρά Γκιουλέρ. Γιατί το Νόμπελ συνέπεσε με την έκδοση του βιβλίου του «Ιστανμπούλ». Και το βιβλίο αυτό δεν θα μπορούσε να έχει γραφεί, αν ο Παμούκ δεν είχε σκύψει και κοπιάσει πάνω από τα αρχεία του μεγάλου καλλιτέχνη. «Αυτή η κινητικότητα, αυτός ο πλούτος που αισθάνθηκα όταν εργαζόμουν στο αρχείο του Αρά Γκιουλέρ, αυτή η ατμόσφαιρα που μου φαινόταν τόσο κοντινή, λες και ήταν ένα κομμάτι του εαυτού μου, και κάποτε τόσο αλλόκοτη, αυτή η πολύ ξεχωριστή υφή, όλες αυτές οι εικόνες που συνδυάζουν τη δυναμικότητα της πόλης με τη μελαγχολία της είναι και οι δικές μου αναμνήσεις», γράφει στο κείμενο που συνοδεύει την πολυτελή έκδοση «Αρά Γκιουλέρ. Στην Πόλη» που κυκλοφόρησε ταυτόχρονα σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες- όχι όμως και στην Τουρκία.
Κάπου 150 ασπρόμαυρες φωτογραφίες με εικόνες από το Γαλατάσαραϊ, το Εμίνονου, το Μπέιογλου (Πέραν), το Ουσκούνταρ (Σκούταρι), το Κούμκαπι (Κοντοσκάλι), το Καράκιοϊ. Άνθρωποι που βγαίνουν από τρένα, που πηδούν σε βάρκες, μια μεγάλη γυναίκα στην αποβάθρα που δίνει ένα γράμμα σε ναυτικό που βγάζει το χέρι του μέσα από φινιστρίνι για να το πάρει, ρούχα απλωμένα στον δρόμο, μπροστά από ξύλινα οθωμανικά σπίτια, άνθρωποι του μόχθου με τη ζωή χαραγμένη στο πρόσωπο, τέσσερις δεκαετίες φωτογραφίες- από το 1940 μέχρι το 1980- κυρίως όμως των δεκαετιών του ΄50 και του ΄60, από μια Κωνσταντινούπολη που μένει μετέωρη ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση, ανάμεσα στην παράδοση και τον μοντέρνο κόσμο, μια Κωνσταντινούπολη που, σε μεγάλο βαθμό, δεν υπάρχει πια. «Είμαι δημοσιογράφος, όχι φωτογράφος», συνηθίζει να λέει σεμνά ο Αρά, αλλά οι εικόνες τον διαψεύδουν. Είναι και δημοσιογράφος, είναι όμως πρώτα απ΄ όλα ένας μεγάλος καλλιτέχνης.
«Οι φωτογραφίες του Αρά Γκιουλέρ είναι εξαιρετικά ποιητικά τεκμήρια που δείχνουν ότι οι άνθρωποι και το τοπίο, η δύναμη του παρελθόντος και το απρόοπτο της καθημερινότητας είναι κομμάτια του ίδιου ασπρόμαυρου ιστού και της ίδιας πολύπλοκης ενότητας», λέει ο Ορχάν Παμούκ. Ποιος να τον διαψεύσει;
«Είμαι οπτικός ιστορικός, στην πραγματικότητα εμείς οι φωτορεπόρτερ είμαστε οι πιο σημαντικοί ιστορικοί», μου λέει ο Αρά Γκιουλέρ, ζωντανός θρύλος για την Πόλη. Είναι ένας από τους μεγαλύτερους φωτορεπόρτερ του κόσμου και κατέγραψε την ιστορία του τελευταίου μισού αιώνα με τη Λάικά του.
Τον συνάντησα στο «Καφέ Αρά», την καφετέρια που διατηρεί στο κέντρο της Ιστικλάλ. Στα 82 του τώρα, αρχειοθετεί φωτογραφίες του για να τις παραδώσει στις επόμενες γενιές. «Είχα πάει για πρώτη φορά στην Ελλάδα τη δεκαετία του ΄50», μου λέει. Η τελευταία φορά ήταν πριν από έξι χρόνια στην Καβάλα, όταν Έλληνες φωτογράφοι επισκέφθηκαν την Τουρκία και Τούρκοι επισκέφθηκαν, αντίστοιχα, την Ελλάδα.
Ύστερα από μισό αιώνα δουλειά απολαμβάνει τώρα τα αποτελέσματά της. «Αυτήν τη στιγμή είναι σε εξέλιξη τρεις εκθέσεις μου. Στη Νυρεμβέργη, στο Αμβούργο και στη Λισαβώνα. Στη Λισαβώνα με κάλεσαν να πάω, αλλά δεν πάω. Πουθενά πλέον δεν πηγαίνω. Ακόμη κι αν με καλέσουν να πάω στην Αμερική να με κάνουν πρόεδρο, δεν πάω», μου λέει γελώντας.
Οι ιστορίες του είναι ατέλειωτες. Άρχισε φωτογραφίζοντας την Πόλη και τους ανθρώπους της. «Εγώ φωτογραφίζω μόνο ανθρώπους, ποτέ τοπία», μου εξηγεί. Φωτογράφισε τον Ναζίμ Χικμέτ μόλις αποφυλακίστηκε, αλλά λίγο αργότερα αναγκάστηκε να κάψει τις φωτογραφίες φοβούμενος μήπως τις ανακαλύψουν οι αρχές. Με τη Λάικά του κατέγραψε και τα γεγονότα της 6ης και 7ης Σεπτεμβρίου του 1955 όταν είχαν κάψει τα σπίτια και τα μαγαζιά των Ρωμιών. «Τα είδα όλα εκείνη τη μέρα. Ντροπή, μεγάλη ντροπή», μου λέει. Θυμάται το πιάνο που ετοιμάζονταν να ρίξουν από τον πρώτο όροφο. «Περιμένετε να ρυθμίσω τη μηχανή», τους είπε και μόλις ήταν έτοιμος τους έδωσε το σύνθημα. Τράβηξε τη φωτογραφία όταν το πιάνο ήταν στον αέρα. Φωτογράφισε ανθρώπους να αφήνουν τα δικά τους ρούχα στα μαγαζιά και να φεύγουν φορώντας καινούργια. Είδε κάποιον να φεύγει φορώντας έξι παλτά, το ένα πάνω στο άλλο. «Ήταν όλα δουλειά του Μεντερές», λέει ο Αρά Γκιουλέρ.
Η Στοά Χατζόπουλου ή Ρassage Ηazzopulo όπου φωτογράφισε τους άνδρες ο Αρά Γκιουλέρ το 1958 ενώνει τη Λεωφόρο Ιστικλάλ (του Πέραν) με την οδό Μεσρουτιγιέτ (την παλιά Οδό Μνηματακίων)- ενώ υπάρχει πέρασμα και προς τον ναό των Εισοδίων της Παναγίας. Εγκαινιάστηκε το 1871 και φιλοξενούσε ελληνικά εμπορικά καταστήματα ψιλικών, ειδών ραπτικής κ.λπ. Εκεί λειτουργεί ακόμη το εστιατόριο «Ηazzopulo»
Από τον Ωνάση και την Κάλλας στον Πικάσο
Το 1958 ο Αρά Γκιουλέρ έγινε ο πρώτος ανταποκριτής του αμερικανικού Τime Life στην Εγγύς Ανατολή. Ήταν παρών στα μεγαλύτερα πολιτιστικά και πολιτικά γεγονότα. «Φωτογράφισα τη Μελίνα Μερκούρη όταν ήρθε στην Πόλη για τα γυρίσματα του "Τop Κapi". Ήμουν στην παραγωγή της ταινίας και έκανα όλες τις εξωτερικές φωτογραφίσεις», λέει. «Ζήτησαν ειδικά εσάς γι΄ αυτήν την ταινία;», τον ρώτησα με θαυμασμό. «Τι νομίζεις; Ήμουνα πολύ γνωστός. Όλοι με ήξεραν!», μου απάντησε αμέσως, λέγοντάς μου ότι και ο Αριστοτέλης Ωνάσης ήταν φίλος του. Θυμάται τη δεκαετία του ΄50 όταν ο Ωνάσης είχε έρθει στην Πόλη με το σκάφος του και τον κυνηγούσε για φωτογράφηση. Κατάφερε να τραβήξει τη φωτογραφία της Μαρίας Κάλλας την ώρα που έβαζε το κραγιόν της στο σκάφος και τον πρωθυπουργό της Βρετανίας Ουίνστον Τσώρτσιλ με γυρισμένη την πλάτη. Τότε τον είδε ο Ωνάσης και του φώναξε από μακριά. «Έλα το βράδυ, θα είναι εδώ και ο Αντνάν Μεντερές». Το βράδυ τον περίμεναν πραγματικά όπως του υποσχέθηκε ο Ωνάσης. Έτσι τον γνώρισε.
Ακόμη και τον Τσάρλιν Τσάπλιν είχε κυνηγήσει. Περίμενε έξω από το σπίτι του στην Ελβετία μέρες πολλές μέσα στο κρύο και το χιόνι. Τελικά, η σύζυγος του Τσάπλιν τον κάλεσε στο σπίτι για τσάι και του εξήγησε πως ο μεγάλος σταρ του σινεμά δεν θέλει πια να βγάλει φωτογραφία για να μην τον θυμάται κανείς παράλυτο. Μετά τον Τσάπλιν, κυνήγησε τον Πικάσο. Φωτογράφισε την καθημερινότητα του μεγάλου ζωγράφου μέσα σε τέσσερις μέρες, το 1971. «Παντού πίνακες πεταμένοι», θυμάται ο Αρά Γκιουλέρ. Σαν να ήταν ασήμαντοι. Ζήτησε να τον φωτογραφίσει εκεί όπου ζωγραφίζει. Τότε ο Πικάσο τον οδήγησε σε ένα δωμάτιο μισοσκότεινο και από ΄κεί σε ένα πιο σκοτεινό. Εκεί ζωγράφιζε, στο σκοτάδι. Περνούσε μέσα από το δικό του φίλτρο αυτά που έβλεπε έξω και απομονωνόταν για να τα ζωγραφίσει. Την τελευταία μέρα ο Πικάσο άρχισε να ζωγραφίζει σε ένα λευκό χαρτί και τον ίδιο τον Αρά Γκιουλέρ. «Δεν το πίστευα ότι με ζωγράφιζε ο μεγαλύτερος ζωγράφος του κόσμου», λέει ο Γκιουλέρ. Τον γνώρισε από πολύ κοντά. Τον φώναζε «Τούρκο Τούρκο». Θυμάται ακόμη ότι ο Πικάσο προτιμούσε να κάνει τις μικρές πληρωμές του με επιταγές, επειδή ήξερε ότι οι περισσότεροι δεν τις εξαργύρω- ναν μόνο και μόνο για να έχουν την υπογραφή του μεγάλου ζωγρά- φου!
πηγη:νέα
Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου