Tο μικρό δικινητήριο Raytheon έκανε περίπου δύο ώρες για να πετάξει πάνω από το κομμάτι του Ατλαντικού που χωρίζει τα Κανάρια νησιά από τις ακτές της Μαυριτανίας. Κάτω, τα κύματα του Ατλαντικού δημιουργούν μια ζώνη με κατάλευκους αφρούς, καθώς χτυπάνε με ορμή στις απόκρημνες ακτές όπου σχηματίζονται πολυάριθμες θαλασσινές σπηλιές. Προς την ενδοχώρα απλώνεται εκτυφλωτική κάτω από το μεσημεριανό Ηλιο η επιβλητική Σαχάρα. Ο πιλότος έχει ήδη αρχίσει τη διαδικασία προσέγγισης στο αεροδρόμιο του Νουαντιμπού και το αεροπλάνο πλησιάζει όλο και περισσότερο προς το έδαφος. Από το παράθυρο προσπαθώ να διακρίνω την πόλη. Τη βλέπω, χαμηλά, πέρα από το δεξιό κινητήρα του αεροσκάφους και σίγουρα σε τίποτα δεν μοιάζει με αυτό που οι κάτοικοι του αναπτυγμένου κόσμου έχουν στο μυαλό τους όταν λένε «πόλη». Μια μεγάλη συστάδα από παράγκες και παραπήγματα παραταγμένα πάνω στην άμμο κάτω από τον καυτό αφρικανικό Ηλιο είναι η πρώτη εικόνα που έχω για το Νουαντιμπού. Σίγουρα δεν είναι η εικόνα που περιμένει κανείς για τη δεύτερη σε μέγεθος πόλη μιας χώρας. Η Μαυριτανία όμως δεν είναι μια χώρα του αναπτυγμένου κόσμου. Στην πραγματικότητα αυτή η εκτεταμένη αφρικανική χώρα (εικοστή ένατη κατά σειρά μεγέθους αμέσως μετά τη Βολιβία), έκτασης ενός εκατομμυρίου τετραγωνικών χιλιομέτρων και πληθυσμού περίπου τριάμισι εκατομμυρίων κατοίκων, είναι μια από τις φτωχότερες του πλανήτη, αν και διαθέτει σημαντικές πλουτοπαραγωγικές πηγές, όπως τα μεταλλεύματα στο υπέδαφός της και τα αλιευτικά της αποθέματα που θεωρούνται από τα πλουσιότερα όλων των θαλασσών. Παρ' όλα αυτά, υπολογίζεται ότι σχεδόν το 20% του πληθυσμού ζει με λιγότερο από ένα ευρώ την ημέρα. Μεγάλο μέρος του πληθυσμού βασίζει ακόμα την επιβίωσή του στη γεωργία και την κτηνοτροφία. Ωστόσο μεγάλο ποσοστό των νομάδων και των μικροκαλλιεργητών οδηγήθηκε αναγκαστικά στις πόλεις κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1970 και του 1980 μετά από επαναλαμβανόμενες περιόδους παρατεταμένης ανομβρίας και έντονης ξηρασίας. Ετσι δημιουργήθηκαν οι μεγαλύτερες συγκεντρώσεις πληθυσμού, όπως στην πόλη Νουακτσότ (πρωτεύουσα και με διαφορά η μεγαλύτερη πόλη της χώρας), στην πόλη Ζουεράτ στο βορρά και στο Νουαντιμπού.
Οι ρόδες του δικινητήριου πάτησαν επιτέλους στο διάδρομο, που μου θύμισε περισσότερο ένα τεράστιο μακρόστενο οικόπεδο ανάμεσα στα πλίνθινα χαμόσπιτα της πόλης. Οι γραφειοκρατικές διατυπώσεις για την είσοδο στη χώρα ήταν αρκετά σύντομες αν αναλογιστεί κανείς ότι μπαίνει σε μια στρατοκρατούμενη χώρα. Βγαίνοντας από το αεροδρόμιο αντίκρισα το χαμογελαστό πρόσωπο του Πάμπλο που με καλωσόριζε. Ο Πάμπλο είναι βιολόγος και ο συντονιστής του προγράμματος προστασίας του πληθυσμού μεσογειακής φώκιας, το οποίο πραγματοποιεί η ισπανική οργάνωση CBD-Habitat στη Μαυριτανία, σε συνεργασία με ντόπιους βιολόγους και τοπικές περιβαλλοντικές οργανώσεις. Αλλά αλήθεια, τι δουλειά έχει ένας πληθυσμός της φώκιας της Μεσογείου στις ακτές της Μαυριτανίας; Η μεσογειακή φώκια (monachus monachus) είναι ένα από τα σπανιότερα θαλάσσια θηλαστικά του πλανήτη, με παγκόσμιο πληθυσμό που δεν ξεπερνά τα 600 άτομα και -όπως φανερώνει και το όνομά της- το μοναδικό είδος φώκιας που ζει στη Μεσόγειο. Σε παλαιότερες εποχές, το είδος, εκτός από τα νερά της Μεσογείου, εξαπλωνόταν στη Μαύρη Θάλασσα, στις ακτές της βορειοδυτικής Αφρικής από το Μαρόκο μέχρι τη Σενεγάλη, καθώς και στα νησιωτικά συμπλέγματα των Καναρίων νήσων, της Μαδέρας και των Αζορών στον Ατλαντικό. Σήμερα η εξάπλωσή της έχει περιοριστεί σε διάσπαρτους απομονωμένους πληθυσμούς, από τους οποίους ο πιο σημαντικός βρίσκεται στην Ελλάδα. Ο δεύτερος πιο σημαντικός πληθυσμός αυτού του τόσο σπάνιου είδους επιβιώνει στις ακτές της Μαυριτανίας και της Δυτικής Σαχάρας, μόλις δεκαπέντε χιλιόμετρα από το αεροδρόμιο του Νουαντιμπού όπου μόλις έχω φτάσει. Εδώ σήμερα ζει και αναπαράγεται ένας πληθυσμός περίπου 150 μεσογειακών φωκών. Μπορεί τα χιλιόμετρα από την πόλη προς την ακτή να ακούγονται πολύ λίγα, αλλά η διαδρομή δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Οχι μόνο πρέπει να οδηγήσει κανείς ανάμεσα στους αμμόλοφους ακολουθώντας ανύπαρκτους δρόμους, αλλά πρέπει και να είναι πολύ προσεκτικός ώστε να μη βρεθεί σε λάθος περιοχή όπου λίγα εκατοστά κάτω από την επιφάνεια του εδάφους παραμονεύει ο θάνατος. Πράγματι η περιοχή παραμένει διάσπαρτη με νάρκες, απομεινάρια του απελευθερωτικού αγώνα που έκανε εδώ το μέτωπο POLISARIO για την απεξάρτηση των εδαφών της Δυτικής Σαχάρας από την επιρροή του Μαρόκου. Πού και πού ανάμεσα στους αμμόλοφους στέκουν σκουριασμένα κουφάρια αρμάτων μάχης και πυροβόλων, σιωπηλά υπολείμματα των σφοδρών εχθροπραξιών. Σε αυτή την περιοχή βρήκε τραγικό θάνατο ο Γάλλος βιολόγος Ντιντιέ Μαρσεσό τη δεκαετία του 1980, πρωτοπόρος ερευνητής των φωκών στην περιοχή, όταν το τζιπ που οδηγούσε πάτησε πάνω σε μια νάρκη. Ευτυχώς, το δικό μας τζιπ οδηγεί με σιγουριά προς την ακτή ο Μαυριτανός οδηγός μας μέσα από περιοχές «καθαρισμένες» από τις νάρκες.
Επιτέλους φτάνουμε στην ακτή. Στέκομαι στην άκρη του γκρεμού, περίπου είκοσι μέτρα πάνω από τη θάλασσα και αγναντεύω τον ανοιχτό ωκεανό. Πίσω μου απλώνεται η Σαχάρα. Κάτω στη θάλασσα μερικές ενήλικες θηλυκές φώκιες παίζουν με τη φουσκοθαλασσιά. Αυτή είναι λοιπόν η Ακτή των Φωκών. Τώρα καταλαβαίνω πραγματικά γιατί εδώ όπου η Σαχάρα συναντά τον Ατλαντικό θεωρείται ένα από τα ομορφότερα μέρη του πλανήτη. Στην πραγματικότητα βρισκόμαστε στην εξωτερική πλευρά της χερσονήσου του Γκεργκεράτ, μιας χερσονήσου που ξεκινά βόρεια από τα εδάφη της Δυτικής Σαχάρας και αναπτύσσεται προς Νότο καταλήγοντας στο Λευκό Ακρωτήριο. Προς τα ανατολικά της η χερσόνησος περικλείει τον κόλπο του Νουαντιμπού, με το λιμάνι της πόλης να βρίσκεται στο εσωτερικό του, προστατευμένο από τα άγρια κύματα του Ατλαντικού όταν ο ωκεανός θυμώνει. Το λιμάνι του Νουαντιμπού αποτελεί ορμητήριο και τόπο εκφόρτωσης των αλιευτικών στόλων των δυτικών κρατών, που με τις τεράστιες τράτες τους εκμεταλλεύονται τα πλούσια αλιευτικά πεδία της Μαυριτανίας πληρώνοντας το σχετικό αντίτιμο στην κυβέρνηση της χώρας. Ο τζίρος από την εντατική αλιεία είναι τεράστιος (όπως αντίστοιχα μεγάλα είναι και τα διεθνή πολιτικά παιχνίδια στην περιοχή), αλλά από αυτά τα χρήματα σχεδόν τίποτα δεν φτάνει στους ντόπιους κατοίκους. Αντίθετα, η υπερεκμετάλλευση των ιχθυαποθεμάτων της περιοχής είναι σε βάρος των ντόπιων παράκτιων ψαράδων, που με μικρές βάρκες διακινδυνεύουν τη ζωή τους καθημερινά στα κύματα του Ατλαντικού για να εξασφαλίσουν τα προς το ζην.
Παρατηρούμε με τον Πάμπλο τις φώκιες που κολυμπούν ανέμελα μπαινοβγαίνοντας στην τεράστια θαλασσινή σπηλιά που βρίσκεται κάτω από τα πόδια μας. Συζητάμε πόσο διαφορετική είναι η κατάσταση της μεσογειακής φώκιας εδώ, αφού ένας πληθυσμός 150 ζώων χρησιμοποιεί 2-3 τεράστιες θαλασσινές σπηλιές που βρίσκονται σε ένα μικρό τμήμα της ακτής, μήκους λίγων δεκάδων χιλιομέτρων. Αντίθετα στην Ελλάδα, οι περίπου 350 μεσογειακές φώκιες χρησιμοποιούν πολυάριθμες μικρές θαλασσινές σπηλιές διάσπαρτες σε 15.000 χιλιόμετρα ακτών και σε 4.000 νησιά. Παρ' όλα αυτά, κάποια βασικά προβλήματα είναι κοινά, όπως η διαχείριση των ιχθυαποθεμάτων. Ο Πάμπλο μού εξηγεί πως η υπερεκμετάλλευση των ιχθυαποθεμάτων της Μαυριτανίας από τους στόλους που δουλεύουν εδώ είναι μια ωρολογιακή βόμβα τόσο για το μέλλον των ντόπιων παράκτιων ψαράδων όσο και για τη διατήρηση του πληθυσμού των φωκών. Το συμφέρον των Μαυριτανών ψαράδων και των φωκών είναι λοιπόν κοινό.
Μια μέρα πριν φύγω, κάνω μια βόλτα στην ακτή λίγο νοτιότερα από το Νουαντιμπού. Βλέπω δεκάδες παροπλισμένες τράτες σκαλωμένες στα ρηχά να σκουριάζουν η μια δίπλα στην άλλη. Ενας νεκρός στόλος από πλοία που για χρόνια όργωσαν τα νερά της χώρας και τώρα αφήνουν τη σκουριά τους στα ρηχά του κόλπου του Νουαντιμπού.
Φαίνεται λοιπόν πως και η Μαυριτανία δεν είναι παρά ένα ακόμη παράδειγμα εκμετάλλευσης του πλούτου της Αφρικής από συμφέροντα εντελώς ξένα από αυτά των κατοίκων της.
Γεωπολιτική
3,3 εκατ. κάτοικοι σε μια χώρα διπλάσια από την Ισπανία
Η Μαυριτανία είναι μια χώρα της δυτικής Αφρικής. Καταλαμβάνει πολύ μεγάλη έκταση, καθώς απλώνεται σε επιφάνεια λίγο μεγαλύτερη του ενός εκατομμυρίου τετραγωνικών χιλιομέτρων, μέγεθος αντίστοιχο με αυτό που καταλαμβάνει δύο φορές η Ισπανία. Σε αυτή την αχανή έκταση ζουν μόλις 3.300.000 κάτοικοι.
Οι εχθρικές κλιματικές συνθήκες δεν επιτρέπουν την υποστήριξη μεγαλύτερου πληθυσμού, καθώς η Μαυριτανία, της οποίας τα εδάφη αποτελούν η έρημος και οι ημι-ερημικές εκτάσεις, υποφέρει επιπλέον από την επέκταση της ερημοποίησης, ένα φαινόμενο που οφείλεται στις τοπικές κλιματικές συνθήκες αλλά συνδέεται και με την κλιματική αλλαγή.
Οι Φοίνικες και αργότερα οι Ρωμαίοι αντιλήφθηκαν τη στρατηγική σημασία της περιοχής και εγκατέστησαν πρώτοι στα μαυριτανικά εδάφη αποικίες. Η Μαυριτανία ελέγχει μια πλατιά εδαφική ζώνη που αποτελεί τον κεντρικό διάδρομο που συνδέει τον Ατλαντικό απευθείας με τη Σαχάρα. Σε αυτόν το διάδρομο διεξαγόταν το μεγαλύτερο μέρος των μετακινήσεων στην προβιομηχανική εποχή, όταν τα καραβάνια με τις καμήλες διέσχιζαν τη μεγάλη έρημο πραγματοποιώντας το μεταφορικό έργο σχεδόν κατ' αποκλειστικότητα σε ολόκληρη τη βόρεια Αφρική. Η διέλευση από τη Σαχάρα ήταν δύσκολη αλλά όχι αδύνατη για όποιον διέθετε την απαιτούμενη τεχνογνωσία, δηλαδή για όποιον είχε γνώση των διαδρομών, των στάσεων και των σταθμών ανεφοδιασμού που υπήρχαν, κυρίως σε οάσεις, και επιπλέον διέθετε άρτιο και πλήρη εξοπλισμό, γερά ζώα και ικανές προμήθειες. Οποιος έλεγχε το χώρο που καταλαμβάνει η Μαυριτανία μπορούσε να ελέγχει τη διακίνηση αγαθών και ανθρώπων μεταξύ δυτικής και κεντροδυτικής Αφρικής και της παραλιακής ζώνης της μεσογειακής Αφρικής, δηλαδή της ιστορικά περισσότερο ανεπτυγμένης ζώνης της αφρικανικής ηπείρου.
Γιάννης Σακιώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου