Μια λεπτομερής περιγραφή της Ελλάδας, δόθηκε στη δημοσιότητα σε μια σειρά άρθρων στην εφημερίδα Al-Ahram το 1931. Ο καθηγητής Yunan Labib Rizk*, γράφει ότι ο ανταποκριτής της εφημερίδας Mahmoud Abul-Fath, επιθεώρησε τις επιχειρήσεις της χώρας, τη γεωργία και τη βιομηχανία και πως αυτά συγκρίνονται με την Αίγυπτο.
Με τα άρθρα "Η Al-Ahram στην Ελλάδα" το 1931 η εφημερίδα παρουσιάζει μια νέα σειρά από τον ανταποκριτή της Mahmoud Abul-Fath, ο οποίος αναλαμβάνει δύσκολες αποστολές. Αρχίζοντας στις 5 Οκτωβρίου 1931, ξεκινά το άρθρο του ως εξής: "η Ελλάδα μ' έχει απογοητεύσει! Αυτή είναι η πρώτη μου επίσκεψη. Έφτασα με μια εικόνα που σχημάτισα από απλή εικασία αλλά η πραγματικότητα δεν την επιβεβαίωσε. Η Ελλάδα θα απογοητεύσει κάθε Αιγύπτιο που την επισκέπτεται για πρώτη φορά".
Αναμφίβολα δεν ήταν απολύτως από "καθαρή εικασία" που πήγε στην Ελλάδα. Οι Αιγύπτιοι είχαν μια συλλογική προκατάληψη για τους Έλληνες. Στο βιβλίο του, "Οι Έλληνες της Αιγύπτου: Μια Ιστορική Μελέτη του Πολιτικο-Οικονομικού τους ρόλου από το 1805 μέχρι το 1956, ο Sayed Ashmawi γράφει: "Ο Έλληνας για τον μέσο Αιγύπτιο ήταν κάποιος Δημήτρης ή Αποστόλης που έφτασε στο (Αιγυπτιακό) χωριό ένας φτωχός άνθρωπος, άνοιξε ένα μικρό παντοπωλείο και μέσα σε λίγα χρόνια έγινε ο ιδιοκτήτης μιας μεγάλης εμπορικής επιχείρησης με εκτεταμένες ιδιότητες.
"Είναι ενδιαφέρον ότι οι Αιγύπτιοι αναφέρονται στους Έλληνες ως "Ρούμοι (Ρωμιοί)", ένα όνομα που προέρχεται από τη συμμετοχή της Ελλάδας στην Βυζαντινή - ή Ανατολική Ρωμαϊκή - Αυτοκρατορία. Ένα έγγραφο που χρονολογείται από το 1837 αναφέρεται στον Έλληνα αντιπρόσωπο στην Αλεξάνδρεια ως πρόξενο των "Ρουμ". Στο βιβλίο "Khitat Al-Al-Tawfiqiya (Νέα σχέδια για την Αίγυπτο κάτω από τον Tawfiq, 1886-89), ο Ali Mubarak έγραψε ότι το 1840 υπήρχαν 5.000 "Ρούμοι" στην Αίγυπτο, εκ των οποίων 3.000 είχαν γεννηθεί στη χώρα και 2.000 ήταν νεοαφιχθέντες για την άσκηση του εμπορίου. Ο διάσημος αυτός κυβερνητικός επίσημος του 19 ου αιώνα, προσθέτει ότι η περιοχή του Καΐρου, στην οποία πολλοί από αυτούς ζούσαν ήταν γνωστή ως Rum Alley (Συνοικία των Ρωμιών). Υπάρχουν ενδείξεις ότι αυτή η συνοικία ήταν κατά κύριο λόγο ελληνική τουλάχιστον από την εποχή των Φατιμίδων. Στην περιγραφή του για αυτή τη συνοικία, ο μεσαιωνικός ιστορικός, Al-Maqrizi, έγγραψε για την ύπαρξη γυναικείου μοναστηριού "που εξακολουθεί να υφίσταται και που το επισκέπτονται συχνά μουσουλμάνες γυναίκες, διότι λέγεται ότι περιέχει πηγάδι του οποίου τα νερά πιστεύεται ότι θεραπεύουν τις ασθένειες". Τέλος, για μια πηγή του 20 ου αιώνα, στρεφόμαστε στα απομνημονεύματα του πρίγκηπα Omar Touson, που θυμάται τον παππού του, τον Mohamed Ali, ν΄αναφέρεται στην ήττα των Οθωμανών από ελληνικές δυνάμεις στη μάχη της Αλ-Mura. "Τους προειδοποίησα [τις Αρχές των Οθωμανών] ότι αυτό θα ήταν το αποτέλεσμα, γιατί ξέρω καλύτερα από τον καθένα το χαρακτήρα των Ρωμιών," ο Omar θυμάται να του λέγει ο παππούς του.
Επιστρέφοντας στον Ashmawi, βρίσκουμε στο βιβλίο του μια εξέσια αναφορά από έναν ξένο συγγραφέα για τη βήμα προς βήμα άνοδο του Έλληνα μπακάλη: "Τη νύχτα, κοιμάται πίσω από τον πάγκο. Φορά μια ακάθαρτη ποδιά. Χρησιμοποιεί τα πενιχρά κέρδη του για να αγοράσει άλλα εμπορεύματα. Ζει σχεδόν χωρίς να ξωδεύει τίποτα. Δανείζει χρήματα στους αγρότες με υπερβολικούς τόκους. Αγοράζει γη για το εμπόριο βαμβακιού. Συσσωρεύει ένα εκπληκτικό πλούτο όταν μόλις χθες, όταν ήρθε για πρώτη φορά στην Αίγυπτο, μετά βίας μπορούσε να προμηθευτεί το καθημερινό του ψωμί.
Σύμφωνα με τον Ashmawi, πολλοί Έλληνες επένδυσαν τις οικονομίες που συσσωρεύσαν μέσω του εμπορίου, στην ανάκτηση γης που είχαν τη δυνατότητα να πάρουν κάτω από το πλαίσιο ενός συστήματος, το οποίο εισήχθη από τον Mohamed Ali, των επιχορηγήσεων για ακαλλιέργητη γη. Επάνω σε αυτά τα εδάφη εισήγαγαν πολλές νέες καλλιέργειες ή είδη καλλιεργειών, ένα εκ των οποίων ήταν και το περιζήτητο μακρόβιο είδος βαμβακού που είναι γνωστό με το ελληνικό του όνομα: Σακκελαρίδη.
Η άλλη όψη αυτού του επιχειρηματικού πνεύματος, όμως, ήταν η κακή φήμη που ο Έλληνας είχε αποκτήσει στην ύπαιθρο για τις πρακτικές που χρησιμοποιούσε όταν δάνειζε χρήματα. Η αναφορά που παρατίθενται από τον Ashmawi συνεχίζει: "Αρχίζει να συγκεντρώνει χρήματα μέσω της τοκογλυφίας. Όταν η επιχείρησή του είναι σε σταθερή βάση, δανείζεται χρήματα από τους εμπόρους της Αλεξάνδρειας. Ξαφνικά, από τη μια μέρα στην άλλη γίνεται τραπεζίτης παίζοντας σε χρυσό. Τότε, ο άνθρωπος που ήρθε στο (Αιγυπτιακό) χωριό ξυπόλυτος και μόνο με τα ρούχα που είχε στην πλάτη του, χτίζει ένα παλάτι, το οποίο χρησιμεύει ως έδρα για να διευθύνει τις επιχειρήσεις του και όπου οι αγρότες έρχονται για να του σκύψουν το κεφάλι, στον khawaga [αφέντη]. Και μόνο το θέαμα αυτών των εκμεταλλευτών σε κάνει ν΄ανατριχιάζεις. Πλήρως αγράμματοι, οι ψυχές τους είναι γεμάτες με ακόρεστη απληστία, οι καρδιές τους δεν γνωρίζουν έλεος και το αίμα τους δεν περιέχει ούτε μια σταγόνα συμπόνιας. "
Η αστική εκδοχή του Έλληνα τα πήγε κάπως καλύτερα στο αιγυπτιακό μυαλό. Ενώ ακόμα μπακάλης, το κατάστημα του ήταν το πιο αξιοσέβαστο και βρισκόταν στις πιο αξιοσέβαστες αστικές συνοικίες. Πολύ καθαρότερο και εφοδιασμένο πολύ καλύτερα από εκείνο του ομόλογού του στην ύπαιθρο, εδώ θα μπορούσε κανείς τακτικά να βρει εμπορεύματα που δεν ήταν διαθέσιμα αλλού, αν μη τι άλλο ένα εκ των οποίων ήταν το ειδικό τυρί που απέκτησε το όνομα "gibna roumi" (ελληνικό τυρί, δηλαδή η φέτα).
Οι Έλληνες στις πόλεις είχαν διακλαδωθεί σε άλλες δραστηριότητες, ιδίως στον τομέα των ξενοδοχείων και καφετέριες. Τα Ευρωπαϊκού στυλ καφέ που άνοιξαν έγιναν εξαιρετικά δημοφιλής και πολλές από τις άλλες επιχειρήσεις τους ήταν εξίσου επιτυχή. Πολλά εξακολουθούν να φέρουν τα ονόματα των αρχικών ιδιοκτητών τους: το κατάστημα ρούχων Avirino, το ξενοδοχείο Antoniades και το θέατρο Zizinya, για να αναφέρουμε μερικά.
Διαβάζοντας τον Ashmawi, κάποιος σχηματίζει την εντύπωση ότι οι Έλληνες της Αιγύπτου έκαναν ελάχιστα για να βελτιώσουν την εικόνα τους κατά τη διάρκεια της βρετανικής εισβολής της Αλεξάνδρειας το 1882. "Πολλοί σύγχρονοι συγγραφείς", γράφει, "έκαναν λόγο για την προθυμία του ελληνικού όχλου και τη φρενίτιδα των Ιταλών να αγοράσουν όπλα και τουφέκια". Μια άλλη πηγή κατηγορεί τους αλλοδαπούς για τα γεγονότα της 11ης Ιουνίου, "ειδικά οι Έλληνες είναι γνωστοί για την κλίση τους να δημιουργούν προβλήματα και φασαρία".
Αυτή είναι η εικόνα που ο Mahmoud Abul-Fath έφερε μαζί του στο ταξίδι του στη «Γη των Αl-Arwam» (ο πληθυντικός για τους Ρωμιούς), το φθινόπωρο του 1931. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι υπήρχε μια τεράστια διαφορά ανάμεσα σε αυτό που ανέμενε και σε αυτό που είδε. Πράγματι, αυτό γράφει στο εναρκτήριο άρθρο της σειράς του. Αυτή η χώρα "διαφέρει ριζικά από την εικόνα που είχα στο μυαλό μου", γράφει. "Ναι, η Ελλάδα ήταν οπισθοδρομική πριν από λίγα χρόνια και οι Έλληνες κοιμόντουσαν βαθιά. Όπως και εμείς, εμπαίζονταν γύρω από τις πολιτικές διαμάχες των κομμάτων. Ζούσαν από την πολιτική, για την πολιτική και μέσω της πολιτικής. Αλλά έχουν μάθει κάτι που μέχρι τώρα εμείς έχουμε αποτύχει να κάνουμε αντιληπτό, αυτό είναι ότι το έθνος αντικαθιστά όλα τα άλλα θέματα και ότι τα προσωπικά και κομματικά συμφέροντα, όσο μεγάλα κι αν είναι, έχουν δευτερεύοντα λόγο προστά στην ευημερία του έθνους."
Στη συνέχεια κάνει παρατηρήσεις σχετικά με τις εκδηλώσεις προόδου όσον αφορά τη «Γη των Αl-Arwam (Ρωμιών)." Οι πόλεις είχαν αναβιωθεί και αναζωογονηθεί με καινούργιους και πλατιούς δρόμους και μεγάλους χώρους που μετατράπηκαν σε δημόσια πάρκα και κήπους. Υπήρχαν κουνούργια νοσοκομεία που είχαν κατασκευαστεί και εξοπλιστεί με τα πλέον πρόσφατα σχέδια και καινούργια σχολεία του κάθε είδους - για την ακαδημαϊκή, τεχνική, τη γεωργική και την εμπορική - είχαν φυρτώσει παντού και παρείχαν τα τελευταία προγράμματα σπουδών. Τεράστιες επενδύσεις είχαν τοποθετηθεί στή ξενοδοχειακή βιομηχανία, σε κέντρα ιαματικών πηγών, στις παραθαλάσσιες και ορεινές περιοχές, με στόχο την προσέλκυση διάφορων τύπων τουριστών. Ήταν, επίσης, εντυπωσιασμένος από την άνθηση της βιομηχανίας και της γεωργίας και από τα "εμπορικά πλοία που διασχίζουν την ανοικτή θάλασσα, από τα λιμάνια της Μεσογείου πέρα από τον Ατλαντικό προς τις ακτές της Αμερικής. Όλο αυτό συνεπάγεται στην επέκταση της διακίνησης του εμπορίου".
Σε ένα δεύτερο του άρθρο, ο Abul-Fath συγκρίνει την ελληνική και την αιγυπτιακή ανώτερη τάξη, κατηγορώντας την τελευταία για την αποτυχία της να συμβάλει στην πρόοδο του έθνους. "Δεν υπάρχει ούτε ένας πλούσιος Έλληνας στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό που δεν έχει μοιραστεί τον πλούτο του με το έθνους του και που δεν έχει κληροδοτήσει τη χώρα του με ένα ή περισσότερα ιδρύματα που θα τιμούν τ' όνομά του για όλη την αιωνιότητα για την ισχυρή υποστήριξη που έδωσε στο κτίσημο της αναβίωσης του ελληνικού έθνους .
Μεταξύ αυτών των μεγαλόψυχων ευεργετών ήταν ο χρηματοδότης Ανδρέας Συγγρός που "πριν από αρκετά χρόνια αφιέρωσε 60 εκατομμύρια χρυσές δραχμές, ή περίπου 2,5 εκατομμύρια Αιγυπτιακές λίρες, για να φέρει πόσιμο νερό την Αθήνα" και ο οποίος "έδωσε στο κράτος ένα πλούσιο κήπο και ένα τεράστιο αγρόκτημα κοντά στην πρωτεύουσα για πειραματικούς σκοπούς της γεωργικής πρακτικής εκπαίδευσης". Ένας άλλος, ο Γεώργιος Αβέρωφ, δώρισε ένα θωρακισμένο καταδρομικό στον ελληνικό στόλο και κατασκεύασε ένα τεράστιο γήπεδο (το Καλλιμάρμαρο) με 40.000 θέσεις θεατών. Μετά υπάρχει ο Ηρακλής Βόλτος, ο έμπορος βαμβακιού από την Αλεξάνδρεια που κληροδότησε 100, 000 Αιγυπτιακές λίρες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ο Pasikha, ένας έμπορος βαμβακιού από το Καφρ Ελ–Ζαγιάτ που κληροδότησε 150, 000 Αιγυπτιακές λίρες για την αναβίωση της μουσικής στην Ελλάδα. Ένας άλλος, ο Ιωάννης Δημητρίου, ο οποίος έζησε στην Αλεξάνδρεια για ένα σημαντικό μέρος της ζωής του, δώρισε τη συλλογή των πολύτιμων αιγυπτιακών αρχαιοτήτων που είχε στο Μουσείο Αθηνών. Τέλος, υπήρχαν οι αδελφοί Βαλλιάνου, Ρωμιοί κάτοικοι Λονδίνου, οι οποίοι έχτισαν την Εθνική Βιβλιοθήκη της Αθήνας, και η οικογένεια Satanato, Ρωμιοί από τη Ρουμανία, που κατασκευάσαν στην Ελλάδα Εθνική Ναυτική Ακαδημία.
Ο Abul-Fath συνεχίζει: "Πόσα αιγυπτιακά ονόματα μπορούμε να καταγράψουμε μαζί με αυτά τα ελληνικά ονόματα; Δυστυχώς, φαίνεται ότι εμείς (οι Αιγύπτιοι) είμαστε πολύ φτωχοί σε ευεργέτες. Πολύ λίγοι από τους πλουσίους μας έχουν χωριστεί ακόμη και με ένα μικρό μέρος του πλούτου τους, για να το δωρίσουν στο έθνος . Οι περισσότεροι άλλοι δεν αισθάνονται την παραμικρή έγνοια για την ευημερία του έθνους και κάθε ανησυχία που έχουν γι αυτή την ευημερία, προέρχεται από το πώς θα μπορούσε να χρησιμεύσει στην προσωπική τους εξυπηρέτηση. Έτσι, εάν συμμετέχουν στο εθνικό κίνημα, η συμμετοχή τους περιορίζεται σε λόγια και, αυτό, μόνο για την εμφάνιση και τη φθηνή φήμη. Υπάρχουν ονόματα που αντηχούν στον Τύπο από καιρό σε καιρό. Τα στοιχεία ακινήτων αποκαλύπτουν ότι τους ανήκουν χιλιάδες feddans (εκτάρια γης) και δεκάδες κτίρια, και εκατοντάδες χιλιάδες λίρες, σε τραπεζικές καταθέσεις. Ωστόσο, στο δημόσιο μητρώο φιλανθρωπίας είναι σπάνιο να βρεθεί ένα γρόσι να καταγράφεται δίπλα στα ονόματά τους." Ο Abul-Fath καταλήγει την επίπληξη του με μια έκκληση προς τους πλούσιους αιγυπτίους ν' ανοίξουν πορτοφόλι τους και να αφυπνίσουν το αίσθημα πατριωτισμού τους.
Στο τρίτο άρθρο του, ο ανταποκριτής της Al-Ahram συζητά για τις πολιτικές και εμπορικές σχέσεις μεταξύ της Αιγύπτου και της Ελλάδας. Η ιστορία των δύο χωρών χρονολογείται χιλιάδες χρόνια. "Οι ιστορίες των δύο εθνών είναι σε μεγάλο βαθμό αλληλένδετες", γράφει. "Για γενεές και αιώνες, κάθε φορά που μια θύελλα τους έπληξε, η φιλία τους ξανάρχιζε και πάλι σε μια στενότερη και πιο σταθερή βάση από ό, τι πριν." Η καλύτερη μαρτυρία για τη σχέση αυτή, κατά τη γνώμη του, ήταν η μεγάλη ελληνική κοινότητα στην Αίγυπτο. "Η πίστη αυτής της κοινότητας για την δεύτερη πατρίδα τους ήταν τόσο μεγάλη, ώστε πολλοί από αυτούς έχουν πλήρως αφομοιωθεί στην αιγυπτιακή ζωή. Στην αιγυπτιακή ύπαιθρο, εκατοντάδες, αν όχι χιλιάδες Arwam (Ρωμιοί) δεν έχουν δει ποτέ τη χώρα καταγωγής τους και πιθανότατα θα ζήσουν το υπόλοιπο της ζωής τους εδώ στην Αίγυπτο. Άλλοι έφεραν μαζί τους την Αίγυπτο με την επιστροφή τους στην Ελλάδα. Έξω από την Αθήνα βρίσκεται ένα αρχοντικό με εκπληκτική ομορφιά. Ανήκει σε έναν πλούσιο Ρωμιό που έχει αιγυπτιακή υπηκοότητα και που την διατήρησε ακόμη και μετά την επιστροφή του στην μητρική του γη. Μπορείτε να δείτε το αγωνιστικό αυτοκίνητο του μέσα στους δρόμους της Αθήνας με την αιγυπτιακή σημαία να κυματίζει πάνω του."
Η Αίγυπτος είχε πάντοτε ισχυρές εμπορικές σχέσεις με την Ελλάδα, συνεχίζει ο Abul-Fath . Πριν από τη σημερινή οικονομική κρίση ο όγκος των διμερών εμπορικών συναλλαγών υπερέβη το 1.5 εκατ. λίρες Αιγύπτου "Εμείς εξάγουμαι στην Ελλάδα μεγάλες ποσότητες ρυζιού, λαχανικών, ακατέργαστων δερμάτων και άσφαλτο. Η Ελλάδα ήταν ο όγδοος μεγαλύτερος εισαγωγέας αιγυπτιακού ρυζιού και ο τρίτος μεγαλύτερος εισαγωγέας αιγυπτιακών δερμάτων, με το σύνολο των αγορών του εν λόγω προϊόντος να υπερβαίνει τις 550, 000. Αιγυπτιακές λίρες". Εκτός από τα τυριά και τα αλκοολούχα ποτά, οι εισαγωγές της Αιγύπτου από την Ελλάδα περιλαμβάνονται από καπνό, σταφύλια, σταφίδες, σύκα, αμύγδαλα, σαπούνι και χρυσό. Οι ετήσιες εισαγωγές της ανήλθαν πάνω από ένα εκατομμύριο λίρες.
Ο Abul-Fath κάνει μια ενδιαφέρουσα παρατήρηση. Αν και η παγκόσμια ύφεση έφερε τη δραστική μείωση των εισαγωγών της Ελλάδα από την Αίγυπτο το αντίστροφο δεν ισχύει. Ενώ ο όγκος των αιγυπτιακών εξαγωγών προς την Ελλάδα κατρακύλησε σε 265, 000 Αιγυπτιακές λίρες, οι εισαγωγές της Αιγύπτου από την Ελλάδα έπεσαν μόνο κατά 912, 000 Αιγυπτιακές λίρες. "Εάν η Ελλάδα μείωσε τις αγορές της από εμάς πάνω από το ήμισυ, ενώ οι αγορές μας από την Ελλάδα παραμένουν σχεδόν στα ίδια επίπεδα, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι Έλληνες είναι οι σοφότεροι και πιο αποφασιστικοί. Όταν η κρίση εντάθηκε, έσφιξαν τα ζωνάρια τους. Μείωσαν τις ανάγκες τους από την εξωτερικό, περνώντας με αυτά που παράγει η χώρα τους, φθάνοντας έτσι σε μια ισορροπία των εμπορικών συναλλαγών τους που εξασφαλίζει ότι τα χρήματα τους δεν θα διαρρεύσουν έξω από τα ταμεία τους για να πάνε σε ξένες χώρες. " Ένα μάθημα που φαίνεται ότι έχουμε ακόμη να μάθουμε.
Μια πιο σκοτεινή πλευρά των ελληνοαιγυπτιακών σχέσεων εμφανίζεται σε ένα τέταρτο άρθρο αφιερωμένο στο λαθρεμπόριο ναρκωτικών. "Ο Πειραιάς", γράφει ο Abul-Fath, "είχε γίνει σημείο διέλευσης μεταφοράς παράνομων ναρκωτικών στην Αίγυπτο. Ένας Έλληνας υπάλληλος που εμπλέκεται στην καταπολέμηση του λαθρεμπορίου ναρκωτικών του είπε τα εξής για μια συνομιλία που είχε με έναν διαβόητο βαρόνο ναρκωτικών στον Πειραιά. Ο επίσημος είπε, "Είσαι ένας πλούσιος άνθρωπος. Γιατί πρέπει να εργάζεσε στο λαθρεμπόριο, το οποίο γνωρίζεις ότι είναι πολύ υποτιμητικό και ένα επικίνδυνο εμπόριο;" Ο έμπορος ναρκωτικών απάντησε, "Βρίσκω μια διέγερση που δεν μπορώ να βρω σε οποιαδήποτε άλλου ήδους δουλειά."
Ευτυχώς, η ελληνική κυβέρνηση καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την προστασία των Αιγυπτίων από τα επιβλαβεί ναρκωτικά. "'Εχει απαγορεύσει την καλλιέργεια του χασίς, σύμφωνα με μια συμφωνία που υπέγραψε με την Αίγυπτο. Αλλά περισσότερο, έχει κάνει αυστηρότερη επιτήρηση και κάθε φορά που ανακαλύπτει μια παράνομη φυτεία από χασίς σ' ένα χωράφι, την καταστρέφει αμέσως." Ωστόσο, απαιτούνται περαιτέρω αντίδοτα και ο Abul-Fath συνέστησε δύο. Πρώτον, η αιγυπτιακή κυβέρνηση θα πρέπει να θεσπίσει θέσεις επιτήρησης στα μεγάλα ελληνικά λιμάνια. "Γνωρίζουμε ότι οι αιγυπτιακές αρχές επί του παρόντος κάνουν ελάχιστα για να ελέγξουν αυτό το διαβολικό εμπόριο. Επιπλέον, τα Αιγυπτιακά προξενεία δεν διαθέτουν επαρκή μέσα στη διάθεσή τους, αλλά πρέπει να βασίζονται στις αναφορές που έρχονται σ 'αυτά από άτομα τα οποία είτε ποθούν μια ανταμοιβή είτε επειδή διψούν για εκδίκηση εναντίον συναδέλφων τους στην επιχείρηση του λαθρεμπορίου. " Δεύτερον, προτρέπει την αιγυπτιακή ακτοφυλακή να εντείνει τις περιπολίες της και να τις επεκτείνει πέρα από τα λιμάνια που οι λαθρέμποροι τείνουν να αποφεύγουν έτσι κι αλλιώς.
Ο Abul-Fath αφιέρωσε τα τελευταία τρια άρθρα του στην μεγάλη πρόοδο που είχε επιτευχθεί στην Ελλάδα για την οικονομική της ανάπτυξη . Το ότι ένιωθε ότι η Αίγυπτος σημείωσε σημαντική καθυστέρηση ήταν εμφανής από τις συχνές εκκλήσεις του προς τους συμπατριώτες του να μιμηθούν το παράδειγμα των "Arwam" (Ρωμιών).
Στρέφεται πρώτα στη γεωργία και αρχίζει με μια σύντομη περιγραφή της γεωγραφικής και δημογραφικής διάταξης της Ελλάδα. "Η Ελλάδα", γράφει, "είναι μια μεγάλη χερσόνησος που περιτριγυρίζεται από τα νερά της Μεσογείου και διαχωρείζεται σε τρεις μεγάλες ενότητες. Η πρώτη περιλαμβάνει τη Μακεδονία, την Ηπείρο και τη Θεσσαλία. Η δεύτερη παρατείνεται από τα νότια σύνορα των επαρχιών αυτών προς τον Κορινθιακό Κόλπο και η τρίτη αποτελείται από την Πελοπόννησο. Επιπλέον, η Ελλάδα κατείχε πολλά νησιά. Η συνολική της έκταση ήταν 127 τετραγωνικά χιλιόμετρα, σε αντίθεση με περίπου ένα εκατομμύριο τετραγωνικά χιλιόμετρα της Αιγύπτου.
Μετά το Α' Παγκοσμίο Πολέμο, ο πληθυσμός στην Ελλάδα ανερχόνταν σε πέντε εκατομμύρια, αν και αυξήθηκε κατά ένα εκατομμύριο και ένα τέταρτο μετά την εκδίωξη των Ελλήνων από την Τουρκία. Οι Έλληνες οι ίδιοι είναι ένας "ομοιογενής λαός, σε αντίθεση με τους λαούς των Βαλκανίων. Η χώρα δεν έχει σημαντικές θρησκευτικές, γλωσσικές ή εθνοτικές μειονότητες, και ότι υπάρχει από αυτές αντιστοιχούν σε λιγότερο από πέντε ή έξι τοις εκατό του πληθυσμού. Αυτές οι μειονότητες, εξάλλου, έχουν βαθμιαία συρρικνωθη δυνάμει του δικαίου της αντικατάστασης πληθυσμού ή λόγω της εξομοίωσης."
Η γεωργία ήταν ο πρωτογενής τομέας της Ελλάδα, με τις εξαγωγές στον τομέα αυτό να αποτελούν τα τρία τέταρτα του εμπορίου της. "Ήταν επομένως φυσικό ότι η κυβέρνηση θα εστίαζε ιδιαίτερη προσοχή στην ανάπτυξη της γεωργίας μέσω της διευκόλυνσης από διάφορα κανάλια για επενδύσεις, την προώθηση σύγχρονων μεθόδων καλλιέργειας και αποκατάστασης εδαφών."
Επιπλέον, το 1918, η κυβέρνηση ψηφίσε ένα νέο νόμο για την αγροτική ιδιοκτησία γης. Ως μέλος της αιγυπτιακής μεσαίας τάξης, αντί της τάξης των γαιοκτημόνων αριστοκρατών, υπήρχαν λόγοι για τους οποίους ο Abul-Fath θα έδειχε ενδιαφέρον γι' αυτό το νόμο. Στο πλαίσιο αυτό, η κυβέρνηση ιδιοποιείται μεγάλα κομμάτια γης από μεγάλους γαιοκτήμονες, τους πληρώνει για αυτά τα οικόπεδα σε τιμή που βασίζεται στη προπολεμική αξία τους, και την κάνει αναδιανομή μεταξύ των μικρών αγροτών. Θα μπορούσε να ανακτήσει στη συνέχεια την αρχική δαπάνη τους από τις δόσεις που καταβάλλονται από τους νέους μικρό γαιοκτήμονες κατά τη διάρκεια μιας περιόδου 30 ετών. Ο Abul-Fath προσθέτει, "εξακολουθούν να υπάρχουν σήμερα μόνο λίγα από τα πολύ μεγάλα κτήματα που έχουν παραμείνει άθικτα για συγκεκριμένους σκοπούς, όπως η πειραματική καλλιέργεια και η μαζική παραγωγή ορισμένων καλλιεργειών."
Ο ανταποκριτής της Al-Ahram ραδιουργήθηκε επίσης και από άλλες αγροτικές μεταρρυθμίσεις. Οι γεωργικοί συνεταιρισμοί είχαν αυξηθεί σε πάνω από 5.000, έξι φορές τον αριθμό που υπήρχαν το 1915. "Ο σκοπός αυτών των οργανώσεων είναι να επεκτείνουν τα δάνεια προς τους αγρότες ως ανταλλακτικό από τα συμπλέγματα των τοκογλύφων. Επιπλέον, αγοράζουν όλα τα γεωργικά εφόδια που χρειάζεται ένας γεωργός και τα πωλούν σε αυτόν σε πολύ λογικές τιμές. Τον βοηθούν να διαθέτει την παραγωγή του και εκτελούν όλες τις άλλες υπηρεσίες τους προς όφελος του αγρότη.
"Σε ένα ακόμη βήμα προς την κατεύθυνση αυτή, το 1928, η κυβέρνηση προέβη, μέσω μιας συμφωνίας με την Ελληνική Εθνική Τράπεζα, στη δημιουργία μιας αγροτικής τράπεζας, η λειτουργία της οποίας ήταν να επεκτείνει τα δάνεια προς τους γεωργικούς συνεταιρισμούς και να βοηθήσει τους μετανάστες για την εγκατάσταση τους και ανάληψη της γεωργίας. Από τότε, η τράπεζα "αύξησε τα επιπέδα της πιστοληπτικής ικανότητας των γεωργικών επενδύσεων, μείωσε τα επιτόκια και απλουστεύθηκαν οι όροι πληρωμής των δανείων προς τους αγρότες, και έγινε αναδιάρθρωση του φορολογικού συστήματος, έτσι ώστε οι φόροι να μην εκτιμούνται από την παραγωγή, αλλά από την παραγωγικότητα της γης".
Τέλος, η κυβέρνηση προώθησε ενεργά γεωργική εκπαίδευση στην ύπαιθρο. Εκτός από την κατασκευή σχολείων, ιδρύσε πειραματικές φάρμες, ίδρυσε κέντρα γεωργικής συμβουλής και δημιουργήθηκαν ειδικές υπηρεσίες για τη διαφύλαξη μεγάλων καλλιεργειών όπως ο καπνός, οι ελιές, το ελαιόλαδο και συναφείς μεταποιητικές βιομηχανίες.
Είκοσι χρόνια νωρίτερα ο βιομηχανικός τομέας στην Ελλάδα ήταν αμελητέος, γράφει ο Abul-Fath. Ωστόσο, μετά τους πολέμους στα Βαλκάνια, τo Μεγάλο Πολέμο και μετά τα γεγονότα στην Τουρκία, "η αξία του ελληνικού νομίσματος μειώθηκε τόσο δραστικά ώστε τα ξένα προϊοντα να καθιστούν δυσβάσταχτα." Αυτό υποχρέωσε τους Έλληνες να στρέψουν την προσοχή τους στη βιομηχανία και την «ανάπτυξη εθνικών βιομηχανιών για την κάλυψη των πρωτογενών τους αναγκών". Και συνεχίζει, "Από το 1920 και μετά, η Ελλάδα μπορεί να θεωρηθεί ότι κατέχει έναν βιομηχανικό κλάδο άξιο του ονόματός του. Ο τομέας αυτός, με τη σειρά του, δημιουργεί νέες βιομηχανίες, όπως τη παραγωγή δίσκων φωνογράφου, κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα, ελαστικά, εξαρτήματα σωληνώσεων, μεταλλικά χρώματα, ταρταρούγα μέρη , ηλεκτρικούς λαμπτήρες και κλειδαριές.
"Ο λόγος που η ελληνική βιομηχανία αναπτύχθηκε τόσο αργά, σύμφωνα με τον Abul-Fath, ήταν η έλλειψη των πρώτων υλών και των επενδυτικών κεφαλαίων σε συνδυασμό με τα κακά μέσα μεταφοράς, τα υψηλά έξοδα μεταφοράς και τον ανεπαρκή αριθμό καταρτισμένων εργαζομένων και τεχνικών. Αυτά ήταν ακριβώς τα προβλήματα που η κυβέρνηση προσπάθησε να διορθώσει "με τη βοήθεια των μεγάλων τραπεζών, οι οποίες επέκτηναν χιλιάδες εκατομμύρια δραχμές σε διάφορες βιομηχανικές επιχειρήσεις". Επιπλέον, η κυβέρνηση βελτίωσε την υποδομή μεταφοράς και αύξησε τον αριθμό σχολείων βιομηχανικής κατάρτισης και εργαστηρίων προκειμένου να διαδοθεί η βιομηχανική εκπαίδευση και να προσφέρει καθοδήγηση στους κατασκευαστές".
Προς το συμφέρον της προώθησης της βιομηχανίας το Υπουργείο Οικονομίας θεσπίσε νομοθεσία για την προστασία της εκκολαπτόμενης εγχώριας παραγωγής. Οι νόμοι επηρέασαν τα πάντα από το ιδιοκτησιακό καθεστώς ιδιοκτησίας στον βιομηχανικό τομέα, μέχρι τη φορολογία. Όσον αφορά το τελευταίο, φαίνεται ότι η κυβέρνηση προώθησε μια σκληρή τελωνειακή πολιτική, "με την αύξηση των φόρων κατά την εισαγωγή προϊόντων που θα μπορούσαν να ανταγωνιστούν με τις εγχώριες βιομηχανίες και μειώνοντας τους στα μηχανήματα και τον εξοπλισμό που απαιτούνται για την παραγωγή και για επενδύσεις σε νέες βιομηχανίες". Επιπλέον, η κυβέρνηση προσφέρει πολλές υπηρεσίες σε μεγάλες επιχειρήσεις", μεταξύ των οποίων τη άδεια εκμετάλευσης της κατάλληλης ιδιωτικής ή κρατικής ιδιοκτησίας που κρίνεται απαραίτητη για την κατασκευή ενός εργοστασίου". Ο Abul-Fath χωρίζει σε τρεις κατηγορίες τις βιομηχανίες της Ελλάδας: εκείνες που έχουν προχωρήσει αρκετά για να υποκαταστήσουν τις ανάγκες της χώρας για εισαγωγές μιας σειράς προϊόντων, αυτές οι οποίες δεν έχουν ακόμη φθάσει στο ανάλογο επίπεδο, και αυτές που πρέπει να συνεχίσουν να αναπτύσσονται με στόχο τη μείωση της εξάρτησης της Ελλάδα τις εισαγωγές. Η παραγωγή βιομηχανικών μηχανημάτων, για παράδειγμα, έπεσε στην δεύτερη κατηγορία.
Ο Abul-Fath δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να σταθεί στο ελληνικό εμπόριο, αναμφίβολα, επειδή ήξερε ότι οι αναγνώστες του είχαν επίγνωση της ιστορίας της Ελλάδας και τη φήμη της ως εμπορικής χώρας. Κατά την περίοδο που έγραφε, η Ελλάδα είχε ένα εμπορικό στόλο με συνολική χωρητικότητα του ενός εκατομμυρίου τόνων και μισό. Ωστόσο, πήρε την ευκαιρία να επαινέσει τις προσπάθειες της ελληνικής κυβέρνησης για την προώθηση του εμπορίου, παρατηρώντας ειδικότερα την πλευρά των εμπορικών επιμελητηρίων που έπαιξαν μαγάλο ρόλο συμβάλλοντας στο άνοιγμα νέων αγορών για τα ελληνικά προϊόντα και ανοίγοντας το δρόμο για διμερή συναλλαγές ως η πλέον ευνοουμένη χώρα.
Κάποιος μπορεί να φανταστεί ότι η σειρά άρθρων του Abul-Fath θα βοηθούσε τους αναγνώστες της Al-Ahram να καταλάβουν γιατί η μετανάστευση των "Arwam (Ρωμιών)" στην Αίγυπτο είχε βαθμιαία μειωθεί. Η Ελλάδα κατάφερε ν' ασκεί μια κεντρομόλο, παρά φυγόκεντρη, δύναμη πάνω στο λαό της.
* Ο συγγραφέας είναι καθηγητής της ιστορίας και ο επί κεφαλής του Ιστορικού Κέντρου Μελετών της Al-Ahram.
Από την εφημερίδα Al- Ahram
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου