Τα στοιχεία είναι όντως συνταρακτικά: οι αυτοκτονίες των νέων τριπλασιάστηκαν τα τελευταία χρόνια, οι εκτρώσεις ξεπέρασαν το ενάμιση εκατομμύριο κάθε χρόνο, δύο εκατομμύρια άνθρωποι βρίσκονται στις φυλακές και άλλα έξι εκατομμύρια σε κατ’ οίκον κράτηση διότι δεν επαρκούν τα κελλιά για όλους. Μεγάλο μέρος του πληθυσμού προσπαθεί να βρη τη λύση στους ψυχιάτρους, ενώ στα σχολεία κάθε τόσο δολοφονούνται μαθητές από συμμαθητές τους. Κάτι πήγε πολύ στραβά με το “αμερικάνικο όνειρο”, όπου “μορφωμένοι, καλοθρεμμένοι και δημοκρατικά αντιπροσωπευόμενοι πολίτες” θα ζούσαν ευτυχισμένοι και ειρηνικοί.
Ξεκινώντας από παρόμοιες διαπιστώσεις, ο Frank Schaeffer αμερικανός σκηνοθέτης και συγγραφέας, άρχισε την προσωπική του αναζήτηση, την οποία αφηγείται σ’ αυτό το πανοραμικό έργο.
Το βιβλίο αρχίζει με την καταγραφή της κοινωνικής κατάρρευσης της Αμερικής τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, και των απελπισμένων, αλλά μάταιων, προσπαθειών πολλών διανοούμενων για την εξεύρεση λύσης. Το πρώτο μέρος του βιβλίου είναι γεμάτο από αποσπάσματα άρθρων και μελετών, που όλα διαπιστώνουν το μέγεθος της καταστροφής και επιχειρούν να προτείνουν διεξόδους. Διαβάζοντάς τα συναισθάνεται ο καθένας την αγωνία των ευαίσθητων ανθρώπων αυτής της χώρας αλλά και την αδυναμία τους να αντιμετωπίσουν την κατάρρευση. Όπως επισημαίνει πειστικά ο συγγραφέας, ακόμη και οι επικλήσεις για επιστροφή στις παραδοσιακές αξίες είτε καταλήγουν σε συντηρητικές ιδεολογίες είτε δεν έχουν καμία απήχηση σε μία κοινωνία που έχει γαλουχηθεί στον αποκεντρισμό.
Η κριτική του συγγραφέα διαπερνάει όλα τα ιδεολογικά ρεύματα των ΗΠΑ, με έμφαση στους φιλελεύθερους, χωρίς να αφήνη στο απυρόβλητο τους νεοσυντηρητικούς της δεκαετίας του ’80 που κήρυξαν την επιστροφή στην οικογένεια και στις παραδοσιακές αξίες: “οι συντηρητικοί, δεν πιστεύουν οι ίδιοι, αλλά αναγνωρίζουν τη σπουδαιότητα της θρησκείας σαν ένα χρήσιμο ψεύδος, απαραίτητο για την διαφύλαξη της δημόσιας τάξης”. Ο συγγραφέας πιστεύει ότι οι πολιτικές προσπάθειες για βελτίωση της κοινωνίας είναι καταδικασμένες σε αποτυχία, όσο δεν γίνεται αντιληπτό ότι η ρίζα του κακού είναι η αμαρτία, η οποία θεραπεύεται μόνο μέσω της πίστης και όχι μέσω κοινωνικών προγραμμάτων.
Προσπαθώντας να ανιχνεύση τις ιστορικές αιτίες που οδήγησαν στην σημερινή εκκοσμικευμένη κοινωνία, ο Schaeffer διακρίνει τρία μεγάλα στάδια: το Σχίσμα, τη Μεταρρύθμιση και το Διαφωτισμό. Εντοπίζει την αρχική πηγή του προβλήματος στην ιδέα του απόλυτου προορισμού, την οποία υιοθέτησε η δύση από τον ιερό Αυγουστίνο, και στην αξίωση του παπικού “αλάθητου”, ως αντίδραση προς την οποία εμφανίστηκε ο Προτεσταντισμός.
Ακολουθεί μια ζοφερή περιγραφή της εξέλιξης του προτεσταντισμού, ξεκινώντας από τον καλβινισμό. Ο “Θεός”, όπως τον αντιλήφθηκαν οι καλβινιστές, έγινε σύντομα ένα αδύναμο όν, επειδή ακριβώς απεικονίστηκε σαν ένα παντοδύναμο τέρας. Στην καλβινική κοσμοθεωρία του απολύτου προορισμού, δεν υπήρχε χώρος για την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου: ο Θεός, για άγνωστους σε μας λόγους, έχει προορίσει ορισμένους εκλεκτούς για την σωτηρία και όλους τους υπόλοιπους για την κόλαση. Οι άνθρωποι δεν έχουν την δυνατότητα να αντιδράσουν στο “θέλημα του Θεού”. Στους εκλεκτούς θα δοθή η πίστη (ότι κι αν κάνουν για να την αποκρούσουν) και οι υπόλοιποι θα ματαιοπονούν (ότι κι αν κάνουν για να πλησιάσουν το Θεό).
Όπως σωστά συλλαμβάνει ο συγγραφέας, ήταν απλώς θέμα χρόνου αυτή η αντίληψη να οδηγήση στην υπονόμευση κάθε ηθικής. Αν εγώ πρόκειται έτσι κι αλλιώς να σωθώ, επειδή με διάλεξε ο Θεός, γιατί να τηρώ κάποιες εντολές και γιατί να ανήκω στην Εκκλησία; Μετά από όσα απέμειναν να πιστεύουν πέρασαν τη ζωή τους αναμένοντας το σημάδι ότι ανήκαν στους “εκλεγμένους”, γεμάτοι από αγωνία για την παρατεινόμενη “σιωπή του Θεού”. Οι υπόλοιποι απλώς αποφάνθηκαν ότι ο Θεός και οι “εντολές Του” δεν παίζουν κανένα ρόλο στην ανθρώπινη ζωή και εφεύραν τρόπους να την οργανώσουν ορθολογιστικά. Γεννήθηκε λοιπόν ο Διαφωτισμός, ο οποίος μπορεί να θεωρηθεί, λέει ο Schaeffer, ως η εκκοσμικευμένη εκδοχή του προτεσταντισμού, όπως αργότερα η μαρξιστική θεωρία του ιστορικού ντετερμινισμού αποτελούσε την εκκοσμικευμένη εκδοχή του απόλυτου προορισμού.
Ο Προτεσταντισμός είχε μέσα του σπέρματα της διάσπασης: εφόσον ο κάθε άνθρωπος είχε το δικαίωμα να ερμηνεύση υποκειμένικα την Βίβλο, χωρίς να λαμβάνει υπόψη την πατερική σοφία αιώνων, κι εφόσον ο ίδιος έκρινε (μέ κάποια “εσωτερική φωνή”) ότι βρίσκεται στο σωστό δρόμο, χωρίς να υπακούει σε κάποια εκκλησιαστική αυθεντία, ήταν επόμενο να εμφανίζεται κάθε λίγα χρόνια και μια νέα προτεσταντική “Εκκλησία” (έχουν φτάσει τις 23.000 σήμερα, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΗΕ).
Για τον Έλληνα αναγνώστη, φορέα μιας διαφορετικής παράδοσης, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η σύνδεση μετανεωτερικότητας και προτεσταντισμού, την οποία αναλύει διεξοδικά ο συγγραφέας. Κύριο γνώρισμα της μετανεωτερικής εποχής αποτελεί ο απόλυτος σχετικισμός. Όχι μόνον δεν υπάρχουν αδιαμφισβήτητες αλήθειες, με την θεολογική η φιλοσοφική έννοια του όρου, αλλά ούτε καν αντικειμενικά ιστορικά γεγονότα. Υπάρχουν μόνο τα κείμενα των ιστορικών, με τα οποία βρίσκεται σε έναν υποκειμενικό διάλογο ο κάθε αναγνώστης. Ευνόητο είναι ότι και κάθε ηθική έχει σχετική μόνον αξία. Αυτός ο σχετικισμός έχει τις ρίζες του στην εξέλιξη του προτεσταντισμού στη Δύση. Αρνούμενες την Ιερά Παράδοση, τα μυστήρια και την λατρεία της Εκκλησίας, οι διάφορες προτεσταντικές ομολογίες δεν ήταν σε θέση να υπερασπιστούν τη δική τους αλήθεια ως μόνη αλήθεια. Έτσι, σταδιακά, υποχρεώθηκαν να δεχτούν την ισότιμη θέση των λοιπών ομολογιών.
Γι’ αυτό το λόγο, άλλωστε, διάφορες εκθέσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Ελλάδα επαναλαμβάνουν μονότονα τις κατηγορίες για θρησκευτική καταπίεση. Στην Αμερική, μας εξηγεί ο Schaeffer, ακόμη και το να υποστηρίξη κάποιος ότι η δική του πίστη είναι αληθινή θεωρείται αντιδημοκρατικό. Γι’ αυτό και οι συζητήσεις περί θρησκείας έχουν αποκλειστεί από το δημόσιο διάλογο. “Κάθε εκκλησία είναι τόσο καλή όσο και μία άλλη”.
Η θλιβερή περιγραφή της ιστορικής εξέλιξης και της σημερινής κατάληξης της Δυτικής (ιδιαίτερα της αμερικανικής) κοινωνίας καταλαμβάνει όλο το πρώτο μέρος του βιβλίου. Ο τόνος απελπισίας που διαπερνάει αυτή την περιγραφή διαλύεται αμέσως μετά στο δεύτερο μέρος, καθώς ο συγγραφέας μετά από πολύχρονη προσωπική αναζήτηση ανακαλύπτει την “ιστορική χριστιανική Εκκλησία”, δηλαδή την Ορθόδοξη.
Για τον Έλληνα αναγνώστη ίσως δεν έχει τόσο ενδιαφέρον η εκτενής Ορθόδοξη αντίκρουση του Προτεσταντισμού, την οποία παραθέτει ο Schaeffer. Η απειλή για τον χώρο μας προέρχεται περισσότερο από την εκκοσμίκευση και όχι από τον ανταγωνισμό αλλων ομολογιών. Για τους αμερικανούς, ωστόσο, που στην συντριπτική πλειοψηφία τους δηλώνουν θρήσκοι (καί από αυτούς το 60% ισχυρίζεται ότι είχε μια “αναγεννητική εμπειρία”), η επιχειρηματολογία του συγγραφέα αποσκοπεί στο να απαντήση στα αναπάντητα ερωτήματά τους. Το πιο θεμελιώδες αφορά την αυθεντία στην Εκκλησία, ποιός δηλαδή κρίνει τί είναι σωστό και τί όχι. Για να βρη την απάντηση, ο Schaeffer, ερευνά τη διδασκαλία του Ευαγγελίου και των πρώτων δύο αιώνων, του αγίου Κλήμη Ρώμης, του αγίου Ιγνατίου Αντιοχείας, του αγίου Ειρηναίου Λυώνος κ.ά. και ανακαλύπτει ότι αυτή διασώζεται στην Ορθόδοξη Εκκλησία, μέσω της αποστολικής διαδοχής και της προσήλωσης στην Ιερά Παράδοση.
Η έλλειψη χώρου δεν μας επιτρέπει να παρουσιάσουμε όλες τις σημαντικές παρατηρήσεις του συγγραφέα για την σημερινή θέση της Ορθοδοξίας στον κόσμο και την απάντηση που βρήκε στα δικά του υπαρξιακά ερωτήματα. Τελειώνοντας, ωστόσο, το βιβλίο ο αναγνώστης καταλήγει να συμμερίζεται τα αισθήματα του Schaeffer ο οποίος μετά από αυτό το πολύχρονο ταξίδι βαπτίστηκε Ορθόδοξος: αισθήματα δοξολογίας για το πόσο απροσδόκητα ενεργεί η Χάρη του Θεού σε έναν τόπο, την Αμερική, με τόσο αντίξοες συνθήκες.
Ξεκινώντας από παρόμοιες διαπιστώσεις, ο Frank Schaeffer αμερικανός σκηνοθέτης και συγγραφέας, άρχισε την προσωπική του αναζήτηση, την οποία αφηγείται σ’ αυτό το πανοραμικό έργο.
Το βιβλίο αρχίζει με την καταγραφή της κοινωνικής κατάρρευσης της Αμερικής τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, και των απελπισμένων, αλλά μάταιων, προσπαθειών πολλών διανοούμενων για την εξεύρεση λύσης. Το πρώτο μέρος του βιβλίου είναι γεμάτο από αποσπάσματα άρθρων και μελετών, που όλα διαπιστώνουν το μέγεθος της καταστροφής και επιχειρούν να προτείνουν διεξόδους. Διαβάζοντάς τα συναισθάνεται ο καθένας την αγωνία των ευαίσθητων ανθρώπων αυτής της χώρας αλλά και την αδυναμία τους να αντιμετωπίσουν την κατάρρευση. Όπως επισημαίνει πειστικά ο συγγραφέας, ακόμη και οι επικλήσεις για επιστροφή στις παραδοσιακές αξίες είτε καταλήγουν σε συντηρητικές ιδεολογίες είτε δεν έχουν καμία απήχηση σε μία κοινωνία που έχει γαλουχηθεί στον αποκεντρισμό.
Η κριτική του συγγραφέα διαπερνάει όλα τα ιδεολογικά ρεύματα των ΗΠΑ, με έμφαση στους φιλελεύθερους, χωρίς να αφήνη στο απυρόβλητο τους νεοσυντηρητικούς της δεκαετίας του ’80 που κήρυξαν την επιστροφή στην οικογένεια και στις παραδοσιακές αξίες: “οι συντηρητικοί, δεν πιστεύουν οι ίδιοι, αλλά αναγνωρίζουν τη σπουδαιότητα της θρησκείας σαν ένα χρήσιμο ψεύδος, απαραίτητο για την διαφύλαξη της δημόσιας τάξης”. Ο συγγραφέας πιστεύει ότι οι πολιτικές προσπάθειες για βελτίωση της κοινωνίας είναι καταδικασμένες σε αποτυχία, όσο δεν γίνεται αντιληπτό ότι η ρίζα του κακού είναι η αμαρτία, η οποία θεραπεύεται μόνο μέσω της πίστης και όχι μέσω κοινωνικών προγραμμάτων.
Προσπαθώντας να ανιχνεύση τις ιστορικές αιτίες που οδήγησαν στην σημερινή εκκοσμικευμένη κοινωνία, ο Schaeffer διακρίνει τρία μεγάλα στάδια: το Σχίσμα, τη Μεταρρύθμιση και το Διαφωτισμό. Εντοπίζει την αρχική πηγή του προβλήματος στην ιδέα του απόλυτου προορισμού, την οποία υιοθέτησε η δύση από τον ιερό Αυγουστίνο, και στην αξίωση του παπικού “αλάθητου”, ως αντίδραση προς την οποία εμφανίστηκε ο Προτεσταντισμός.
Ακολουθεί μια ζοφερή περιγραφή της εξέλιξης του προτεσταντισμού, ξεκινώντας από τον καλβινισμό. Ο “Θεός”, όπως τον αντιλήφθηκαν οι καλβινιστές, έγινε σύντομα ένα αδύναμο όν, επειδή ακριβώς απεικονίστηκε σαν ένα παντοδύναμο τέρας. Στην καλβινική κοσμοθεωρία του απολύτου προορισμού, δεν υπήρχε χώρος για την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου: ο Θεός, για άγνωστους σε μας λόγους, έχει προορίσει ορισμένους εκλεκτούς για την σωτηρία και όλους τους υπόλοιπους για την κόλαση. Οι άνθρωποι δεν έχουν την δυνατότητα να αντιδράσουν στο “θέλημα του Θεού”. Στους εκλεκτούς θα δοθή η πίστη (ότι κι αν κάνουν για να την αποκρούσουν) και οι υπόλοιποι θα ματαιοπονούν (ότι κι αν κάνουν για να πλησιάσουν το Θεό).
Όπως σωστά συλλαμβάνει ο συγγραφέας, ήταν απλώς θέμα χρόνου αυτή η αντίληψη να οδηγήση στην υπονόμευση κάθε ηθικής. Αν εγώ πρόκειται έτσι κι αλλιώς να σωθώ, επειδή με διάλεξε ο Θεός, γιατί να τηρώ κάποιες εντολές και γιατί να ανήκω στην Εκκλησία; Μετά από όσα απέμειναν να πιστεύουν πέρασαν τη ζωή τους αναμένοντας το σημάδι ότι ανήκαν στους “εκλεγμένους”, γεμάτοι από αγωνία για την παρατεινόμενη “σιωπή του Θεού”. Οι υπόλοιποι απλώς αποφάνθηκαν ότι ο Θεός και οι “εντολές Του” δεν παίζουν κανένα ρόλο στην ανθρώπινη ζωή και εφεύραν τρόπους να την οργανώσουν ορθολογιστικά. Γεννήθηκε λοιπόν ο Διαφωτισμός, ο οποίος μπορεί να θεωρηθεί, λέει ο Schaeffer, ως η εκκοσμικευμένη εκδοχή του προτεσταντισμού, όπως αργότερα η μαρξιστική θεωρία του ιστορικού ντετερμινισμού αποτελούσε την εκκοσμικευμένη εκδοχή του απόλυτου προορισμού.
Ο Προτεσταντισμός είχε μέσα του σπέρματα της διάσπασης: εφόσον ο κάθε άνθρωπος είχε το δικαίωμα να ερμηνεύση υποκειμένικα την Βίβλο, χωρίς να λαμβάνει υπόψη την πατερική σοφία αιώνων, κι εφόσον ο ίδιος έκρινε (μέ κάποια “εσωτερική φωνή”) ότι βρίσκεται στο σωστό δρόμο, χωρίς να υπακούει σε κάποια εκκλησιαστική αυθεντία, ήταν επόμενο να εμφανίζεται κάθε λίγα χρόνια και μια νέα προτεσταντική “Εκκλησία” (έχουν φτάσει τις 23.000 σήμερα, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΗΕ).
Για τον Έλληνα αναγνώστη, φορέα μιας διαφορετικής παράδοσης, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η σύνδεση μετανεωτερικότητας και προτεσταντισμού, την οποία αναλύει διεξοδικά ο συγγραφέας. Κύριο γνώρισμα της μετανεωτερικής εποχής αποτελεί ο απόλυτος σχετικισμός. Όχι μόνον δεν υπάρχουν αδιαμφισβήτητες αλήθειες, με την θεολογική η φιλοσοφική έννοια του όρου, αλλά ούτε καν αντικειμενικά ιστορικά γεγονότα. Υπάρχουν μόνο τα κείμενα των ιστορικών, με τα οποία βρίσκεται σε έναν υποκειμενικό διάλογο ο κάθε αναγνώστης. Ευνόητο είναι ότι και κάθε ηθική έχει σχετική μόνον αξία. Αυτός ο σχετικισμός έχει τις ρίζες του στην εξέλιξη του προτεσταντισμού στη Δύση. Αρνούμενες την Ιερά Παράδοση, τα μυστήρια και την λατρεία της Εκκλησίας, οι διάφορες προτεσταντικές ομολογίες δεν ήταν σε θέση να υπερασπιστούν τη δική τους αλήθεια ως μόνη αλήθεια. Έτσι, σταδιακά, υποχρεώθηκαν να δεχτούν την ισότιμη θέση των λοιπών ομολογιών.
Γι’ αυτό το λόγο, άλλωστε, διάφορες εκθέσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Ελλάδα επαναλαμβάνουν μονότονα τις κατηγορίες για θρησκευτική καταπίεση. Στην Αμερική, μας εξηγεί ο Schaeffer, ακόμη και το να υποστηρίξη κάποιος ότι η δική του πίστη είναι αληθινή θεωρείται αντιδημοκρατικό. Γι’ αυτό και οι συζητήσεις περί θρησκείας έχουν αποκλειστεί από το δημόσιο διάλογο. “Κάθε εκκλησία είναι τόσο καλή όσο και μία άλλη”.
Η θλιβερή περιγραφή της ιστορικής εξέλιξης και της σημερινής κατάληξης της Δυτικής (ιδιαίτερα της αμερικανικής) κοινωνίας καταλαμβάνει όλο το πρώτο μέρος του βιβλίου. Ο τόνος απελπισίας που διαπερνάει αυτή την περιγραφή διαλύεται αμέσως μετά στο δεύτερο μέρος, καθώς ο συγγραφέας μετά από πολύχρονη προσωπική αναζήτηση ανακαλύπτει την “ιστορική χριστιανική Εκκλησία”, δηλαδή την Ορθόδοξη.
Για τον Έλληνα αναγνώστη ίσως δεν έχει τόσο ενδιαφέρον η εκτενής Ορθόδοξη αντίκρουση του Προτεσταντισμού, την οποία παραθέτει ο Schaeffer. Η απειλή για τον χώρο μας προέρχεται περισσότερο από την εκκοσμίκευση και όχι από τον ανταγωνισμό αλλων ομολογιών. Για τους αμερικανούς, ωστόσο, που στην συντριπτική πλειοψηφία τους δηλώνουν θρήσκοι (καί από αυτούς το 60% ισχυρίζεται ότι είχε μια “αναγεννητική εμπειρία”), η επιχειρηματολογία του συγγραφέα αποσκοπεί στο να απαντήση στα αναπάντητα ερωτήματά τους. Το πιο θεμελιώδες αφορά την αυθεντία στην Εκκλησία, ποιός δηλαδή κρίνει τί είναι σωστό και τί όχι. Για να βρη την απάντηση, ο Schaeffer, ερευνά τη διδασκαλία του Ευαγγελίου και των πρώτων δύο αιώνων, του αγίου Κλήμη Ρώμης, του αγίου Ιγνατίου Αντιοχείας, του αγίου Ειρηναίου Λυώνος κ.ά. και ανακαλύπτει ότι αυτή διασώζεται στην Ορθόδοξη Εκκλησία, μέσω της αποστολικής διαδοχής και της προσήλωσης στην Ιερά Παράδοση.
Η έλλειψη χώρου δεν μας επιτρέπει να παρουσιάσουμε όλες τις σημαντικές παρατηρήσεις του συγγραφέα για την σημερινή θέση της Ορθοδοξίας στον κόσμο και την απάντηση που βρήκε στα δικά του υπαρξιακά ερωτήματα. Τελειώνοντας, ωστόσο, το βιβλίο ο αναγνώστης καταλήγει να συμμερίζεται τα αισθήματα του Schaeffer ο οποίος μετά από αυτό το πολύχρονο ταξίδι βαπτίστηκε Ορθόδοξος: αισθήματα δοξολογίας για το πόσο απροσδόκητα ενεργεί η Χάρη του Θεού σε έναν τόπο, την Αμερική, με τόσο αντίξοες συνθήκες.
Πρόλογος: Αρχιμ. Γεωργίου Καθηγουμένου Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους.
Μετάφραση Αρχιμ. Αυγουστίνου Μύρου.
Εκδ. Μακρυγιάννης, Κοζάνη, 2000.
Μετάφραση Αρχιμ. Αυγουστίνου Μύρου.
Εκδ. Μακρυγιάννης, Κοζάνη, 2000.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου