"Κόκκινα; Μα κόκκινα; Ειδικά σήμερα δεν έπρεπε να βάλεις κόκκινα...." ήταν οι πρώτες κουβέντες που άκουσα σήμερα με το που συνάντησα τον φίλο μου Α. για να πιούμε, ως το συνηθίζουμε τα τελευταία χρόνια, τον Κυριακάτικο καφέ μας.
"Και γιατί ειδικά σήμερα να μη βάλω κόκκινα;" ρώτησα εξίσου έκπληκτη.
"Γιατί σήμερα έχουμε μνημόσυνο", μου απάντησε σκύβοντας το κεφάλι σαν ντροπαλό παιδί ο ηλικιωμένος φίλος. "Σαν σήμερα έφυγε ο Γιάννης..."
"Ο Γιάννης όμως σαν ζωγράφος που ήταν αγαπούσε πολύ τα χρώματα και αν ήταν εδώ θα χαιρόταν πάρα πολύ να με έβλεπε με το κόκκινο παλτό και το πράσινο φόρεμα", απάντησα και σκίρτησε η καρδιά μου σαν να είχα τον Γιάννη από μια μεριά να με βλέπει και να χαμογελά ευχαριστημένος.
"Έχεις δίκιο", κατέληξε ο Α. και παραγγείλαμε τον καφέ μας, εγώ για την ακρίβεια την σοκολάτα μου, καθισμένοι στο Tre Marie, το οποίο τα τελευταία δυο τρία χρόνια πριν αποδημήσει ο Γιάννης, έμελλε να γίνει το Κυριακάτικο στέκι μας και στο οποίο ερχόμενοι από διαφορετικές εκκλησίες βρισκόμασταν, συνεπείς σε ένα ακαθόριστο αλλά εσωτερικώς εμπεδωμένο ραντεβού, να μιλήσουμε για τη βδομάδα που πέρασε, τις ταινίες που είδαμε, τα βιβλία που διαβάαμε, τις σκέψεις, τις εμπειρίες και τα ερωτηματικά μας που στο διάβα του βίου πληθαίνουν.
Φορούσε κάτι τεράστια κοκκάλινα γυαλιά κι έμοιαζε με κουκουβάγια, μια τραγιάσκα, συνήθως μπλε ή γκρι ρούχα, πουκάμισα που τον στένευαν, αχτένιστος, ατιμελής και πάντα γελαστός μ' ένα βλέμμα διεισδυτικό και βαθύ πίσω απ' τα θολά τζάμια. Σε άκουγε και σε ρουφούσε, έμπαινε στις λέξεις σου κι άρπαζε στον αέρα την κλωστή που του έδινε αφορμή για σκέψη, κλώθοντας έννοιες και σημασίες που σε άφηναν συχνά άφωνο, αν τις καταλάβαινες, γιατί συνέβαινε εννίοτε να μην έχουν κανέναν συνειρμό ή να έχουν τον δικό του συνειρμό που σπάνια μπορούσες να ακολουθήσεις. Περισσότερο σε συνέπαιρνε το πάθος που τον χαρακτήριζε όταν μιλούσε και ο πόνος που είχε για τους ανθρώπους και τους καημούς τους. Ένα απαράμιλλο πάθος που έκανε την κάθε λέξη στο στόμα του να ηχεί αλλιώτικη απ' ό,τι την ήξερες.
Σήμερα που ήρθε και ο Π. στην παρέα, θυμήθηκε την φράση που του είχε πει κάποτε: "Η Ελλάδα είναι ένα πάμφωτο ερείπιο."
Κι εγώ θυμόμουν καθώς άκουγα τους φίλους να μιλάνε, άλλες του σκέψεις και παρατηρήσεις, που δεν τις εξέφρασα σήμερα στην παρέα. Ζωγράφος ήταν, εκτός από ποιητής και πεζογράφος. Πάντοτε σχολίαζε το ντύσιμό μου και με παρομοίαζε κάθε φορά και με κάποια ντίβα του κινηματογράφου κι εγώ γελούσα, όπως γέλασα πολύ μια φορά που μου είπε πως έχω δέρμα Γιαπωνέζας, βελούδινο, ενώ το δικό του είναι χάλια.
Από το πουθενά ξεκίνησε, ένα φτωχόπαιδο που μόλις έπιασε τα πινέλα άρχισε να ζωγραφίζει με μανία και δεν σταμάτησε ποτέ να ζωγραφίζει τα απλά, τα καθημερινά, τα φύλλα, τα πουλιά, τα σαν αγιογραφημένα πρόσωπα, πάνω σε κουτιά από τσιγάρα, φτηνά χαρτιά, σε ό,τι έβρισκε.
"Δεν μπόρεσαν να χωρέσουν τον έρωτά σου, δεν μπόρεσαν ούτε να τον καταλάβουν, ούτε να το αποδεχτούν", μου είχε πει σε μια άλλη στιγμή που του εξομολογουμουν κάποιες δύσκολες στιγμές της εφηβικής ζωής μου. ΄Ωρες ώρες οι λέξεις του έβρισκαν σα βέλος εύστοχο τον στόχο της ουσίας και με φώτιζαν. Με ησύχαζαν.
Μια από τις ελάχιστες παραινέσεις του που θυμάμαι να εκστόμισε ποτέ, γιατί δεν συνήθιζε ποτέ να δίνει συμβουλές, ήταν λίγες μέρες πριν φύγει κι ενώ βρισκόταν στο νοσοκομείο πολιορκούμενος από τον καρκίνο: "Μην πάψεις να δημιουργείς. Έτσι θα φτάσεις."
Πέρασε ένας χρόνος ακριβώς. Συχνά περνώντας την γωνία Παύλου Μελά και Παλαιών Πατρών με πιάνει ένα σφίξιμο στην καρδιά καθώς περνώ έξω από το μικρό καφέ όπου καθόμασταν τα κολοκαίρια ή το δυο βήματα παρακάτω, Tre Marie, που ήταν το χειμωνιάτικο στέκι μας. Νομίζω πως θα τον δω ν' απλώνει το χέρι και να μου κάνει νόημα να καθίσω, να του δώσω ένα φιλί λαχταριστό και μαι αγκαλιά. Άλλοτε περνώ απέναντι κι αλλάζω πεζοδρόμιο. Κάνω πως δεν βλέπω, πως τάχα τον προσπερνώ. Όλα τα βλέπω και τίποτα δεν προσπερνώ. Το βλέμμα του με ακολουθεί και το χαμόγελό του είναι μαζί μου. Η λεβεντιά με την οποία αντιμετώπισε την αρρώστια και το φως που τον έλουζε τις μέρες εκείνες, φως που καθάρισε το νου και την καρδιά του από κάθε φαντασίωση, ψευδαίσθηση και μύθο, από κάθε πάθος και λαβύρινθο, είναι εκεί. Είναι εδώ τώρα που γράφω γι' αυτόν. Είναι παντού. Κι αυτό δεν αλλάζει. Είναι τόσο παρήγορο σ' αυτόν τον κόσμο που όλα αλλάζουν με ρυθμούς απίστευτους που δεν προλαβαίνουμε να ακολουθήσουμε, κάτι να μένει σταθερό, κάτι να μην αλλάζει και μάλιστα αυτό να είναι Φως Χριστού που ακαταπαύστως διαχέεται και ταξιδεύει αμείωτο στη φθορά του χρόνου.
Ξαπλώνοντας να κοιμηθώ χτες βράδυ έγραψα μέσα στο μυαλό μου:
"Πόσο φοβόμουν
πως σύντομα θα έρθει ο χειμώνας.
Ο χειμώνας ήρθε
κι όμως-
πόσο ακόμα φοβάμαι
πως σύντομα θα έρθει ο χειμώνας."
Σήμερα, τώρα, -αν και δεν το βρίσκω όσο κι αν το ψάχνω-, θυμάμαι, -αν το θυμάμαι καλά-, το στίχο του Γιάννη:
"Η αντοχή στον έρωτα προδιαγράφει τη μοίρα σου και την ιστορία σου".
Τι κι αν ήρθε ο χειμώνας; Τι κι αν ακόμα φοβάμαι πως θα 'ρθει; Με φόβο η χωρίς φόβο, με χειμώνα ή χωρίς, αντέχοντας στον έρωτα πορευόμαστε κι έτσι νικούμε τον θάνατο.
Ο Κύριος να τον αναπαύει.
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου