Η ελληνική εθνική ταυτότητα θεωρήθηκε από ξένα κέντρα εξουσίας πολύ «σκληρή». Θα έπρεπε λοιπόν να καταστεί «ήπια» ή, με την υπόθεση ότι είναι δομημένη «κοινωνική κατασκευή», πολύ απλά να αποδομηθεί.
Το γεγονός ότι για ιστορικούς λόγους η Χριστιανική Ορθοδοξία υπήρξε ο πυρήνας διαμόρφωσης της ταυτότητας αυτής θα έπρεπε να τεθεί εκποδών, κάτι που μπορούσε να πραγματοποιηθεί με την ενίσχυση από τα ελεγχόμενα ΜΜΕ ενός ευρείας έκτασης αντικληρικού ρεύματος.
Οι βολές κατά της Ορθοδοξίας στην Ελλάδα είναι ασθενικές απηχήσεις του βασικού προβλήματος που αντιμετωπίζει η Δύση με την περίπτωση της Ρωσίας. Επειδή την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού διαδέχθηκε μια επιστροφή στα πάτρια και στη θρησκεία (κάτι που δεν αφορά μόνο την Ορθοδοξία, αρκεί να θυμηθούμε την περίπτωση της Αλληλεγγύης με τον Λεχ Βαλέσα στην Πολωνία, όπου την αντίθεση στον Κομμουνισμό είχε αναλάβει η… Παναγία! Με άμεσο αποτέλεσμα να εκλεγεί Πάπας ο πολωνός πριμάτος, συμβάλλοντας έτσι στη διάλυση των κομμουνιστικών καθεστώτων σε χώρες με καθολικό πληθυσμό). Ωστόσο με την Ορθοδοξία από τη μια υπάρχει η πολιτιστική διαφοροποίηση της Δύσης, θεωρώντας την περίπου κάτι ανάλογο προς το Ισλάμ (αποτέλεσμα αυτής της αντίληψης είναι και το γνωστό έργο του Χάντινγκτον «Η σύγκρουση των πολιτισμών») και από την άλλη το γεγονός ότι ο πολυπληθέστερος ορθόδοξος πληθυσμός είναι ο ρωσικός που ευρίσκεται στο στόχαστρο της Δύσης (δηλαδή των ΗΠΑ, κάτω από το σχήμα της Νέας Τάξης πραγμάτων).
Κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, για παράδειγμα, όπως έχει αριστοτεχνικά καταδείξει ο μέγας ιστορικός του κινηματογράφου Georges Sadoul, στις ΗΠΑ γυρίζονταν προπαγανδιστικές ταινίες ευρείας κατανάλωσης, προκειμένου να προβληθούν τα κακά του σοβιετικού κομμουνισμού. Κατά τη μετακομμουνιστική περίοδο άρχισαν να παράγονται ταινίες ή τηλεταινίες στο επίκεντρο των οποίων ήταν η Ρωσία και η όλη υπόθεση εκτυλισσόταν γύρω από έναν μύθο των «κακών ορθόδοξων κληρικών», των «ναζί ρώσων ορθόδοξων εθνικιστών» που βάλλουν κατά των «καλών» Αμερικανών, καθολικών, εβραίων κ.λπ. Το παράδειγμα αυτό βρίσκει ευρύ πεδίο εφαρμογής στην επικαιρότητα κατά τη διάρκεια της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας και ιδιαίτερα στον πόλεμο της Βοσνίας. Η κοινή γνώμη των ΗΠΑ, συνεπικουρούμενη από εκείνη των ευρωπαϊκών χωρών, είχε στραφεί εναντίον των (ορθόδοξων) Σέρβων που «κατέσφαζαν» τους «δυστυχείς» μουσουλμάνους. Στην πραγματικότητα οι πολιτικές εξελίξεις είχαν οδηγήσει σε ρήξη ανάμεσα στα δύο εθνικά/θρησκευτικά στοιχεία της Βοσνίας, οι δε αγριότητες πραγματοποιούνταν εκατέρωθεν.
Το φαινόμενο της στάσης της δυτικής κοινής γνώμης, που ήταν εναντίον των ορθοδόξων και υπέρ των μουσουλμάνων στη Βοσνία (το οποίο επαναλήφθηκε και με την περίπτωση του Κοσσυφοπεδίου), ερμηνεύει αριστουργηματικά σε προγενέστερο από τα γεγονότα αυτά και συνεπώς ανύποπτο χρόνο ο έξοχος τούρκος πανεπιστημιακός Taner Akcam (ο οποίος λόγω των απόψεών του έχει εξαναγκαστεί να μεταναστεύσει στις ΗΠΑ), αναφερόμενος στα Βαλκάνια όπου από τον 19ο αιώνα παρατηρείται ρήξη μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων. Ωστόσο, όπως σημειώνει εύστοχα ο τούρκος καθηγητής, όταν παρατηρείται προσέγγιση της Ρωσίας με τις Δυτικές Δυνάμεις (κυρίως Αγγλία και Γαλλία), στον ευρωπαϊκό Τύπο κυριαρχούν δημοσιεύματα που διεκτραγωδούν τα δεινά των σφαγιαζομένων από τους μουσουλμάνους χριστιανών. Όταν εξ αντιθέτου η Ρωσία βρίσκεται αντιμέτωπη των Δυτικών χωρών (που συνασπίζονται με το Οθωμανικό κράτος, όπως συνέβη με τον Κριμαϊκό πόλεμο), τότε στα δημοσιεύματα περιγράφονται τα δεινά που υποφέρουν οι ταλαίπωροι μουσουλμάνοι από τους αιμοδιψείς ορθοδόξους χριστιανούς!
Μια νέα κατάσταση γνωστή και από παλιά
Η κατάσταση που ζήσαμε την τελευταία εικοσαετία δεν ήταν ούτε πρωτότυπη, ούτε ανεξήγητη. Επειδή οι συνιστώσες της γεωπολιτικής υπήρξαν οι ίδιες μ' εκείνες που επικρατούσαν πριν από μισό αιώνα, δίνεται η εντύπωση μιας ανακύκλωσης της Ιστορίας και ταυτόχρονα μιας επιστροφής, μιας αναπόδισής της, δηλαδή είναι ένας απατηλός χρόνος ή, όπως τον αποκαλεί ένας μέγιστος κοινωνιολόγος του περασμένου αιώνα, ο Georges Gurvitch, «χρόνος οφθαλμαπάτης».
Είναι τόσες οι ομοιότητες της μετακομμουνιστικής εποχής με την ψυχροπολεμική εποχή όπως αυτή που αφορούσε τη στήριξη της Ορθοδοξίας (υπό την έννοια του Οικουμενικού Πατριαρχείου) από τις ΗΠΑ η οποία είχε εγκαινιαστεί μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο με την υπαγορευμένη εκλογή του Πατριάρχη Αθηναγόρα Α' του από Αμερικής, προσωπικού φίλου του Προέδρου Τρούμαν. Η αποστολή του Πατριαρχείου είχε πλέον δύο βασικά καθήκοντα, αφενός τη συμβολή της στην ελληνοτουρκική προσέγγιση και φιλία (προς από κοινού αντιμετώπιση του από βορρά κινδύνου) και αφετέρου τη συνεργασία μεταξύ των άλλων δογμάτων με την εγκαινίαση ενός διαχριστιανικού διαλόγου (με στόχο την ενότητα των χριστιανικών δογμάτων έναντι της κομμουνιστικής αθεΐας - με την ίδια ένταση που ενισχύθηκε από τους Αμερικανούς και το ισλαμικό κίνημα στην Τουρκία σε βάρος του κεμαλισμού).
Κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, για παράδειγμα, όπως έχει αριστοτεχνικά καταδείξει ο μέγας ιστορικός του κινηματογράφου Georges Sadoul, στις ΗΠΑ γυρίζονταν προπαγανδιστικές ταινίες ευρείας κατανάλωσης, προκειμένου να προβληθούν τα κακά του σοβιετικού κομμουνισμού. Κατά τη μετακομμουνιστική περίοδο άρχισαν να παράγονται ταινίες ή τηλεταινίες στο επίκεντρο των οποίων ήταν η Ρωσία και η όλη υπόθεση εκτυλισσόταν γύρω από έναν μύθο των «κακών ορθόδοξων κληρικών», των «ναζί ρώσων ορθόδοξων εθνικιστών» που βάλλουν κατά των «καλών» Αμερικανών, καθολικών, εβραίων κ.λπ. Το παράδειγμα αυτό βρίσκει ευρύ πεδίο εφαρμογής στην επικαιρότητα κατά τη διάρκεια της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας και ιδιαίτερα στον πόλεμο της Βοσνίας. Η κοινή γνώμη των ΗΠΑ, συνεπικουρούμενη από εκείνη των ευρωπαϊκών χωρών, είχε στραφεί εναντίον των (ορθόδοξων) Σέρβων που «κατέσφαζαν» τους «δυστυχείς» μουσουλμάνους. Στην πραγματικότητα οι πολιτικές εξελίξεις είχαν οδηγήσει σε ρήξη ανάμεσα στα δύο εθνικά/θρησκευτικά στοιχεία της Βοσνίας, οι δε αγριότητες πραγματοποιούνταν εκατέρωθεν.
Το φαινόμενο της στάσης της δυτικής κοινής γνώμης, που ήταν εναντίον των ορθοδόξων και υπέρ των μουσουλμάνων στη Βοσνία (το οποίο επαναλήφθηκε και με την περίπτωση του Κοσσυφοπεδίου), ερμηνεύει αριστουργηματικά σε προγενέστερο από τα γεγονότα αυτά και συνεπώς ανύποπτο χρόνο ο έξοχος τούρκος πανεπιστημιακός Taner Akcam (ο οποίος λόγω των απόψεών του έχει εξαναγκαστεί να μεταναστεύσει στις ΗΠΑ), αναφερόμενος στα Βαλκάνια όπου από τον 19ο αιώνα παρατηρείται ρήξη μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων. Ωστόσο, όπως σημειώνει εύστοχα ο τούρκος καθηγητής, όταν παρατηρείται προσέγγιση της Ρωσίας με τις Δυτικές Δυνάμεις (κυρίως Αγγλία και Γαλλία), στον ευρωπαϊκό Τύπο κυριαρχούν δημοσιεύματα που διεκτραγωδούν τα δεινά των σφαγιαζομένων από τους μουσουλμάνους χριστιανών. Όταν εξ αντιθέτου η Ρωσία βρίσκεται αντιμέτωπη των Δυτικών χωρών (που συνασπίζονται με το Οθωμανικό κράτος, όπως συνέβη με τον Κριμαϊκό πόλεμο), τότε στα δημοσιεύματα περιγράφονται τα δεινά που υποφέρουν οι ταλαίπωροι μουσουλμάνοι από τους αιμοδιψείς ορθοδόξους χριστιανούς!
Μια νέα κατάσταση γνωστή και από παλιά
Η κατάσταση που ζήσαμε την τελευταία εικοσαετία δεν ήταν ούτε πρωτότυπη, ούτε ανεξήγητη. Επειδή οι συνιστώσες της γεωπολιτικής υπήρξαν οι ίδιες μ' εκείνες που επικρατούσαν πριν από μισό αιώνα, δίνεται η εντύπωση μιας ανακύκλωσης της Ιστορίας και ταυτόχρονα μιας επιστροφής, μιας αναπόδισής της, δηλαδή είναι ένας απατηλός χρόνος ή, όπως τον αποκαλεί ένας μέγιστος κοινωνιολόγος του περασμένου αιώνα, ο Georges Gurvitch, «χρόνος οφθαλμαπάτης».
Είναι τόσες οι ομοιότητες της μετακομμουνιστικής εποχής με την ψυχροπολεμική εποχή όπως αυτή που αφορούσε τη στήριξη της Ορθοδοξίας (υπό την έννοια του Οικουμενικού Πατριαρχείου) από τις ΗΠΑ η οποία είχε εγκαινιαστεί μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο με την υπαγορευμένη εκλογή του Πατριάρχη Αθηναγόρα Α' του από Αμερικής, προσωπικού φίλου του Προέδρου Τρούμαν. Η αποστολή του Πατριαρχείου είχε πλέον δύο βασικά καθήκοντα, αφενός τη συμβολή της στην ελληνοτουρκική προσέγγιση και φιλία (προς από κοινού αντιμετώπιση του από βορρά κινδύνου) και αφετέρου τη συνεργασία μεταξύ των άλλων δογμάτων με την εγκαινίαση ενός διαχριστιανικού διαλόγου (με στόχο την ενότητα των χριστιανικών δογμάτων έναντι της κομμουνιστικής αθεΐας - με την ίδια ένταση που ενισχύθηκε από τους Αμερικανούς και το ισλαμικό κίνημα στην Τουρκία σε βάρος του κεμαλισμού).
Τώρα στο στόχαστρο τέθηκε η Ρωσική Εκκλησία, που θεωρήθηκε αναχρονιστική, όπως χαρακτηρίστηκε και η Ελλαδική Εκκλησία. Αναντίρρητα, όποια επιτυχία είχαν οι υποβολιμαίες, κακόβουλες και σχεδιασμένες επιθέσεις κατά της Εκκλησίας οφείλεται και στην αδυναμία της Εκκλησίας της Ελλάδος να αντιληφθεί τις μεγάλες κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές και το στημένο σε βάρος της παιγνίδι, καθώς η ίδια ήταν κατά μεγάλο βαθμό περιχαρακωμένη μέσα σε αναχρονιστικά πλαίσια. Το αντιεκκλησιαστικό κλίμα ενίσχυσαν από τη μια ιδεοληψίες και εμμονές πολιτικών προσώπων που κατείχαν υψηλό πολιτειακό αξίωμα και από την άλλη η ρήξη στις σχέσεις του Πατριαρχείου (που θεωρήθηκε ως πηγή εκσυγχρονισμού και προόδου) με την Εκκλησία της Ελλάδος (η οποία εμφανίστηκε ως εστία μαύρης αντίδρασης). Αντιπαράθεση η οποία εκμεταλλευόμενη τις προσωπικές φιλοδοξίες ή/και αντιζηλίες αρχιερέων οδήγησε σε δυσάρεστες καταστάσεις (αντιπαράθεση Χριστόδουλου προς Βαρθολομαίο και αδυναμία του πρώτου να ανταποκριθεί στις προκλήσεις των καιρών), προς ζημία βέβαια της ίδιας της Εκκλησίας.
Η εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας το 1995
Στις 8 Απριλίου του 1990 διεξάγονται στην Ελλάδα βουλευτικές εκλογές. Ο γράφων δέχεται ένα επείγον τηλεφώνημα από τον γνωστό κύπριο εκδότη Κωστή Χατζηκωστή, με το οποίο τον καλούσε στο ξενοδοχείο Intercontinental, όπου βρήκε συγκεντρωμένους κάποιος από τους σημαντικούς οικονομικούς παράγοντες της Κύπρου. Η ερώτηση που μου τέθηκε τότε ήταν πώς προδίκαζα το εκλογικό αποτέλεσμα. Απάντησα ότι με βάση τον εκλογικό νόμο όποιος εξασφάλιζε μία (1) έδρα επιπλέον θα σχημάτιζε κυβέρνηση. Με το γνωστό του φλεγματικό τρόπο ο Χατζηκωστής μού είπε τα ακόλουθα: «Επειδή εμείς οι Κύπριοι κινδυνεύουμε περισσότερο από τους ελλαδίτες πολιτικούς, αντί να ''αγοράζουμε'' ξένους πολιτικούς είναι προτιμότερο να αγοράζουμε Ελλαδίτες. Γι' αυτό καταλήξαμε στο συμπέρασμα να ενισχύσουμε οικονομικά τον Στεφανόπουλο της ΔΗΑΝΑ υπό δύο όρους, να συμπεριλάβει στους συνδυασμούς του όλα τα μικρά κόμματα και να δεσμευτεί να τηρήσει στα εθνικά θέματα μια σταθερή και μη υποχωρητική έναντι της Τουρκίας πολιτική». Οι παριστάμενοι με εξουσιοδοτούσαν να συνεννοηθώ αφενός με τις ηγεσίες των μικρών κομμάτων (εκτός της ΕΣΠΕ του Στάθη Παναγούλη, τον οποίο προφανώς δεν ήθελαν) και αφετέρου με τον Στεφανόπουλο. Μάλιστα η συγκέντρωση δεν διαλύθηκε, αλλά εγώ αναχώρησα αμέσως και σε τρεις ώρες είχα συνεννοηθεί με τις ηγεσίες του Κόμματος των Φιλελευθέρων (για την ακρίβεια ο Νικήτας Βενιζέλος εξέφρασε αντίρρηση για το πρόσωπο του Στεφανόπουλου τον οποίο θεωρούσε φιλοβασιλικό, (!) αντιρρήσεις που κάμφθηκαν αμέσως), της Χριστανικής Δημοκρατίας (της οποίας συνεδρίαζε η κεντρική επιτροπή του κόμματος που διέκοψα και εξήγησε τα καθέκαστα στον πρόεδρο του κόμματος Μανώλη Μηλιαράκη ο οποίος δέχτηκε δίχως δισταγμούς) και τον Γιάννη Ζίγδη, πρόεδρο της ΕΔΗΚ. Πολλοί, όταν εξιστορώ το περιστατικό, δεν πιστεύουν πως έπεισα τον Ζίγδη να τεθεί υπό την ηγεσία του Στεφανόπουλου. Και όμως είναι απολύτως αληθές. Δεν χρειάστηκαν παρά λίγα λεπτά. Τον πήρα λοιπόν και τον μετέφερα στο Intercontinental όπου παρέμενε η συντροφιά των κυπρίων επιχειρηματιών. Διαπιστώθηκε ταύτιση απόψεων, δόθηκαν τα χέρια και χωρίσαμε προκειμένου να συναντήσω τον Στεφανόπουλο αργά το απόγευμα, όπως ήδη είχα κανονίσει (αν θυμάμαι καλά μέσω του φοιτητή μου και καλού μου φίλου Μάξιμου Χαρακόπουλου που ανήκε στη νεολαία της ΔΗΑΝΑ).
Πραγματικά, το απόγευμα επισκέφθηκα τον Στεφανόπουλο και του εξέθεσα τα καθέκαστα. Πολύ ευγενικά αρνήθηκε την προσφερόμενη βοήθεια και την πρόταση συνεργασίας από τους «μικρούς». «Εάν συνεργαστώ με άλλους κατά την κατάρτιση των συνδυασμών, θα μου φύγουν οι δικοί μου» (και παρότι δεν συνεργάστηκε με άλλους, ο μοναδικός βουλευτής που εξέλεξε, ο Κατσίκης, τον εγκατέλειψε την επομένη και προσχώρησε στη ΝΔ ώστε να δυνηθεί να σχηματίσει κυβέρνηση ο Μητσοτάκης. Μεγαλύτερη πολιτική διορατικότητα πολιτικού δεν έχω συναντήσει στη ζωή μου!). Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος, με άφησε εμβρόντητο η ειλικρίνειά του (και ταυτόχρονα με γέμισε απέραντη θλίψη). «Σε ποια εθνικά θέματα αναφέρεστε; Η Ελλάδα είναι δημιούργημα των ξένων (sic). Ό,τι πουν εκείνοι γίνεται. Δεν υπάρχει περιθώριο αποτελεσματικών αντιδράσεων».
Τον Μάρτιο του 1995 θα γινόταν εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας. Τον Γενάρη παρουσιαζόταν ένα βιβλίο με περιεχόμενο που αφορούσε τις διεθνείς σχέσεις από το Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου, με εισηγητές δύο πρώην υπουργούς Εξωτερικών, τον Θόδωρο Πάγκαλο και τον Μιχάλη Παπακωνσταντίνου. Ο Πάγκαλος ήταν εξαιρετικά καλός και κινήθηκε στα πλαίσια του βιβλίου (που δεν είχε σχέση με την Τουρκία ή τις ελληνοτουρκικές σχέσεις). Ο Παπακωνσταντίνου αντιθέτως ξέφυγε από το θέμα και αναφέρθηκε στην αναγκαιότητα «να τα βρούμε με την Τουρκία», ότι οφείλαμε να τερματίσουμε τη μεταξύ των δύο χωρών τεταμένη ατμόσφαιρα και άλλα παρόμοια. Την επομένη συναντήθηκα εκ νέου με τον Παπακωνσταντίνου στο κόψιμο της πίτας του Ινστιτούτου Βαλκανικών Σπουδών. Επειδή η ατμόσφαιρα δεν ήταν εξαιρετικά ευχάριστη, λόγω του προχωρημένου της ηλικίας των παρευρισκόμενων, πήρα από τον χέρι τον Μιχάλη και του λέγω «πάμε». Στην έξοδο, επειδή χώριζαν οι δρόμοι μας, τον ρωτώ: «Γιατί χθες στα καλά καθούμενα άρχισες ξεκάρφωτα να ευαγγελίζεσαι προσέγγιση Ελλάδας - Τουρκίας δίχως όρους; Γιατί εν όψει της εκλογής Προέδρου δίνεις εξετάσεις ή το μήνυμα ότι εσύ είσαι ο κατάλληλος που λες αυτά». Και συμπλήρωσα: «Αν είσαι πονηρός Κοζανίτης, εγώ είμαι πονηρός Φαναριώτης. Πάντως ό,τι και να πεις για την ελληνοτουρκική προσέγγιση δεν θα σε κάνουν Πρόεδρο!».
Τον επόμενο μήνα τα παρασκήνια για την εκλογή Προέδρου είχαν ενταθεί. Ο ακαδημαϊκός Κώστας Δεσποτόπουλος, τον οποίο η Αριστερά είχε κατά το παρελθόν προτείνει για Πρόεδρο, μου είχε εκμυστηρευτεί ότι θα τον ενδιέφερε εάν υπήρχε θετική ανταπόκριση από το ΠΑΣΟΚ. Ο Μιχάλης Χαραλαμπίδης, φιλικό μου πρόσωπο την περίοδο εκείνη, ήταν μέλος του Εκτελεστικού. Του ανέφερα την περίπτωση που κατά την κρίση μου ήταν ιδανική και σε λίγες μέρες μου απάντησε ότι το θέμα είχε συζητηθεί στο Εκτελεστικό και «πρόκειται να υποστηριχτεί ο Πατρινός». Ήταν επόμενο. Ο Δεσποτόπουλος εκτός των άλλων είχε και το κώλυμα της καταγωγής του, ήταν Σμυρνιός, όπως άλλωστε και η Ελένη Γλύκατζη - Αρβελέρ, που και εκείνη ανέμενε τη σειρά της για το ίδιο αξίωμα. Ωστόσο τους είχε διαφύγει ότι ΚΑΝΕΙΣ από το προσφυγικό στοιχείο, εκτός από διακοσμητικούς ρόλους, δεν είχε αναδειχθεί στην πολιτική ζωή της χώρας ή και να είχε αναμειχθεί, είχε οδηγηθεί στο περιθώριο.
Και η εξόφληση της επιταγής;
Έτσι στις 8 Μαρτίου 1995 Πρόεδρος εξελέγη ο Κωστής Στεφανόπουλος κατόπιν της πρότασης του Αντώνη Σαμαρά, προέδρου τότε της ΠΟΛΑΝ. Ο ίδιος θα ήθελε βέβαια, όπως έλεγε, για πρόεδρο τον Ελύτη ή τον Γιανναρά... Αλλά στην πολιτική, βλέπετε, πρυτανεύει ο ρεαλισμός. Αυτός που θέλει την Ελλάδα να κάνει ό,τι της υπαγορεύουν οι ξένοι. Και η θητεία του Κωστή Στεφανόπουλου παρατάθηκε με την πρωτοβουλία του Κώστα Σημίτη το 2000. Φαίνεται λοιπόν ότι οι επιταγές στην πολιτική δεν δίδονται εν λευκώ, αλλά έχουν συγκεκριμένο περιεχόμενο που συνοδεύουν τον πολιτικό διά βίου και πρέπει να καταβληθούν. Θα θυμούνται οι αναγνώστες. Μετά την αποχώρηση από την Προεδρία της Δημοκρατίας, ο κ. Κ. Στεφανόπουλος, ο οποίος ομολογουμένως έχαιρε μεγάλης δημοφιλίας, κατά Μάιο του 2006 δημοσίευσε στην «Καθημερινή» βαρυσήμαντο άρθρο στο οποίο υπεραμυνόταν της παραπομπής των διαφορών της Ελλάδος με την Τουρκία, σε ό,τι έχει σχέση με την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου και τα συναφή θέματα, στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Λύση αμφιλεγόμενη, δεδομένου ότι εκτός του ότι το Διεθνές Δικαστήριο κρίνει και με πολιτικά κριτήρια, δεσμεύεται και από το συνυποσχετικό των αντιδίκων μερών, εφόσον δε η Τουρκία δεν έχει υπογράψει τη Διεθνή Σύμβαση για τη Θάλασσα, το βαρύνον στην κρίση του δικαστηρίου στοιχείο θα είναι η ευθυδικία, οπότε «μεγάλη» η Τουρκία, «μικρή» η Ελλάδα, για τη μεν υφαλοκρηπίδα τα ποσοστά για την πρώτη θα υποστούν μια «δικαιολογημένη μείωση», για δε τις «γκρίζες ζώνες» που βλέπει η Άγκυρα Κύριος οίδε τι θα επακολουθήσει.
Το σημαντικό όμως στοιχείο στην παρέμβαση του κ. Κ. Στεφανόπουλου υπήρξε η άμεση αντίδραση του επίσης τέως Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Χρήστου Σαρτζετάκη, του οποίου την εμπνευσμένη και αποστομωτική απάντηση δεν δημοσίευε καμιά εφημερίδα (ενώ τελικά αναστηλώθηκε μόνο από το «ΠΑΡΟΝ»). Αργότερα ο κ. Κ. Στεφανόπουλος τάχθηκε και υπέρ της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών του ανατολικού Αιγαίου.
Tου ΝΕΟΚΛΗ ΣΑΡΡΗ-Ο Νεοκλής Σαρρής είναι ομότιμος καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Η εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας το 1995
Στις 8 Απριλίου του 1990 διεξάγονται στην Ελλάδα βουλευτικές εκλογές. Ο γράφων δέχεται ένα επείγον τηλεφώνημα από τον γνωστό κύπριο εκδότη Κωστή Χατζηκωστή, με το οποίο τον καλούσε στο ξενοδοχείο Intercontinental, όπου βρήκε συγκεντρωμένους κάποιος από τους σημαντικούς οικονομικούς παράγοντες της Κύπρου. Η ερώτηση που μου τέθηκε τότε ήταν πώς προδίκαζα το εκλογικό αποτέλεσμα. Απάντησα ότι με βάση τον εκλογικό νόμο όποιος εξασφάλιζε μία (1) έδρα επιπλέον θα σχημάτιζε κυβέρνηση. Με το γνωστό του φλεγματικό τρόπο ο Χατζηκωστής μού είπε τα ακόλουθα: «Επειδή εμείς οι Κύπριοι κινδυνεύουμε περισσότερο από τους ελλαδίτες πολιτικούς, αντί να ''αγοράζουμε'' ξένους πολιτικούς είναι προτιμότερο να αγοράζουμε Ελλαδίτες. Γι' αυτό καταλήξαμε στο συμπέρασμα να ενισχύσουμε οικονομικά τον Στεφανόπουλο της ΔΗΑΝΑ υπό δύο όρους, να συμπεριλάβει στους συνδυασμούς του όλα τα μικρά κόμματα και να δεσμευτεί να τηρήσει στα εθνικά θέματα μια σταθερή και μη υποχωρητική έναντι της Τουρκίας πολιτική». Οι παριστάμενοι με εξουσιοδοτούσαν να συνεννοηθώ αφενός με τις ηγεσίες των μικρών κομμάτων (εκτός της ΕΣΠΕ του Στάθη Παναγούλη, τον οποίο προφανώς δεν ήθελαν) και αφετέρου με τον Στεφανόπουλο. Μάλιστα η συγκέντρωση δεν διαλύθηκε, αλλά εγώ αναχώρησα αμέσως και σε τρεις ώρες είχα συνεννοηθεί με τις ηγεσίες του Κόμματος των Φιλελευθέρων (για την ακρίβεια ο Νικήτας Βενιζέλος εξέφρασε αντίρρηση για το πρόσωπο του Στεφανόπουλου τον οποίο θεωρούσε φιλοβασιλικό, (!) αντιρρήσεις που κάμφθηκαν αμέσως), της Χριστανικής Δημοκρατίας (της οποίας συνεδρίαζε η κεντρική επιτροπή του κόμματος που διέκοψα και εξήγησε τα καθέκαστα στον πρόεδρο του κόμματος Μανώλη Μηλιαράκη ο οποίος δέχτηκε δίχως δισταγμούς) και τον Γιάννη Ζίγδη, πρόεδρο της ΕΔΗΚ. Πολλοί, όταν εξιστορώ το περιστατικό, δεν πιστεύουν πως έπεισα τον Ζίγδη να τεθεί υπό την ηγεσία του Στεφανόπουλου. Και όμως είναι απολύτως αληθές. Δεν χρειάστηκαν παρά λίγα λεπτά. Τον πήρα λοιπόν και τον μετέφερα στο Intercontinental όπου παρέμενε η συντροφιά των κυπρίων επιχειρηματιών. Διαπιστώθηκε ταύτιση απόψεων, δόθηκαν τα χέρια και χωρίσαμε προκειμένου να συναντήσω τον Στεφανόπουλο αργά το απόγευμα, όπως ήδη είχα κανονίσει (αν θυμάμαι καλά μέσω του φοιτητή μου και καλού μου φίλου Μάξιμου Χαρακόπουλου που ανήκε στη νεολαία της ΔΗΑΝΑ).
Πραγματικά, το απόγευμα επισκέφθηκα τον Στεφανόπουλο και του εξέθεσα τα καθέκαστα. Πολύ ευγενικά αρνήθηκε την προσφερόμενη βοήθεια και την πρόταση συνεργασίας από τους «μικρούς». «Εάν συνεργαστώ με άλλους κατά την κατάρτιση των συνδυασμών, θα μου φύγουν οι δικοί μου» (και παρότι δεν συνεργάστηκε με άλλους, ο μοναδικός βουλευτής που εξέλεξε, ο Κατσίκης, τον εγκατέλειψε την επομένη και προσχώρησε στη ΝΔ ώστε να δυνηθεί να σχηματίσει κυβέρνηση ο Μητσοτάκης. Μεγαλύτερη πολιτική διορατικότητα πολιτικού δεν έχω συναντήσει στη ζωή μου!). Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος, με άφησε εμβρόντητο η ειλικρίνειά του (και ταυτόχρονα με γέμισε απέραντη θλίψη). «Σε ποια εθνικά θέματα αναφέρεστε; Η Ελλάδα είναι δημιούργημα των ξένων (sic). Ό,τι πουν εκείνοι γίνεται. Δεν υπάρχει περιθώριο αποτελεσματικών αντιδράσεων».
Τον Μάρτιο του 1995 θα γινόταν εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας. Τον Γενάρη παρουσιαζόταν ένα βιβλίο με περιεχόμενο που αφορούσε τις διεθνείς σχέσεις από το Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου, με εισηγητές δύο πρώην υπουργούς Εξωτερικών, τον Θόδωρο Πάγκαλο και τον Μιχάλη Παπακωνσταντίνου. Ο Πάγκαλος ήταν εξαιρετικά καλός και κινήθηκε στα πλαίσια του βιβλίου (που δεν είχε σχέση με την Τουρκία ή τις ελληνοτουρκικές σχέσεις). Ο Παπακωνσταντίνου αντιθέτως ξέφυγε από το θέμα και αναφέρθηκε στην αναγκαιότητα «να τα βρούμε με την Τουρκία», ότι οφείλαμε να τερματίσουμε τη μεταξύ των δύο χωρών τεταμένη ατμόσφαιρα και άλλα παρόμοια. Την επομένη συναντήθηκα εκ νέου με τον Παπακωνσταντίνου στο κόψιμο της πίτας του Ινστιτούτου Βαλκανικών Σπουδών. Επειδή η ατμόσφαιρα δεν ήταν εξαιρετικά ευχάριστη, λόγω του προχωρημένου της ηλικίας των παρευρισκόμενων, πήρα από τον χέρι τον Μιχάλη και του λέγω «πάμε». Στην έξοδο, επειδή χώριζαν οι δρόμοι μας, τον ρωτώ: «Γιατί χθες στα καλά καθούμενα άρχισες ξεκάρφωτα να ευαγγελίζεσαι προσέγγιση Ελλάδας - Τουρκίας δίχως όρους; Γιατί εν όψει της εκλογής Προέδρου δίνεις εξετάσεις ή το μήνυμα ότι εσύ είσαι ο κατάλληλος που λες αυτά». Και συμπλήρωσα: «Αν είσαι πονηρός Κοζανίτης, εγώ είμαι πονηρός Φαναριώτης. Πάντως ό,τι και να πεις για την ελληνοτουρκική προσέγγιση δεν θα σε κάνουν Πρόεδρο!».
Τον επόμενο μήνα τα παρασκήνια για την εκλογή Προέδρου είχαν ενταθεί. Ο ακαδημαϊκός Κώστας Δεσποτόπουλος, τον οποίο η Αριστερά είχε κατά το παρελθόν προτείνει για Πρόεδρο, μου είχε εκμυστηρευτεί ότι θα τον ενδιέφερε εάν υπήρχε θετική ανταπόκριση από το ΠΑΣΟΚ. Ο Μιχάλης Χαραλαμπίδης, φιλικό μου πρόσωπο την περίοδο εκείνη, ήταν μέλος του Εκτελεστικού. Του ανέφερα την περίπτωση που κατά την κρίση μου ήταν ιδανική και σε λίγες μέρες μου απάντησε ότι το θέμα είχε συζητηθεί στο Εκτελεστικό και «πρόκειται να υποστηριχτεί ο Πατρινός». Ήταν επόμενο. Ο Δεσποτόπουλος εκτός των άλλων είχε και το κώλυμα της καταγωγής του, ήταν Σμυρνιός, όπως άλλωστε και η Ελένη Γλύκατζη - Αρβελέρ, που και εκείνη ανέμενε τη σειρά της για το ίδιο αξίωμα. Ωστόσο τους είχε διαφύγει ότι ΚΑΝΕΙΣ από το προσφυγικό στοιχείο, εκτός από διακοσμητικούς ρόλους, δεν είχε αναδειχθεί στην πολιτική ζωή της χώρας ή και να είχε αναμειχθεί, είχε οδηγηθεί στο περιθώριο.
Και η εξόφληση της επιταγής;
Έτσι στις 8 Μαρτίου 1995 Πρόεδρος εξελέγη ο Κωστής Στεφανόπουλος κατόπιν της πρότασης του Αντώνη Σαμαρά, προέδρου τότε της ΠΟΛΑΝ. Ο ίδιος θα ήθελε βέβαια, όπως έλεγε, για πρόεδρο τον Ελύτη ή τον Γιανναρά... Αλλά στην πολιτική, βλέπετε, πρυτανεύει ο ρεαλισμός. Αυτός που θέλει την Ελλάδα να κάνει ό,τι της υπαγορεύουν οι ξένοι. Και η θητεία του Κωστή Στεφανόπουλου παρατάθηκε με την πρωτοβουλία του Κώστα Σημίτη το 2000. Φαίνεται λοιπόν ότι οι επιταγές στην πολιτική δεν δίδονται εν λευκώ, αλλά έχουν συγκεκριμένο περιεχόμενο που συνοδεύουν τον πολιτικό διά βίου και πρέπει να καταβληθούν. Θα θυμούνται οι αναγνώστες. Μετά την αποχώρηση από την Προεδρία της Δημοκρατίας, ο κ. Κ. Στεφανόπουλος, ο οποίος ομολογουμένως έχαιρε μεγάλης δημοφιλίας, κατά Μάιο του 2006 δημοσίευσε στην «Καθημερινή» βαρυσήμαντο άρθρο στο οποίο υπεραμυνόταν της παραπομπής των διαφορών της Ελλάδος με την Τουρκία, σε ό,τι έχει σχέση με την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου και τα συναφή θέματα, στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Λύση αμφιλεγόμενη, δεδομένου ότι εκτός του ότι το Διεθνές Δικαστήριο κρίνει και με πολιτικά κριτήρια, δεσμεύεται και από το συνυποσχετικό των αντιδίκων μερών, εφόσον δε η Τουρκία δεν έχει υπογράψει τη Διεθνή Σύμβαση για τη Θάλασσα, το βαρύνον στην κρίση του δικαστηρίου στοιχείο θα είναι η ευθυδικία, οπότε «μεγάλη» η Τουρκία, «μικρή» η Ελλάδα, για τη μεν υφαλοκρηπίδα τα ποσοστά για την πρώτη θα υποστούν μια «δικαιολογημένη μείωση», για δε τις «γκρίζες ζώνες» που βλέπει η Άγκυρα Κύριος οίδε τι θα επακολουθήσει.
Το σημαντικό όμως στοιχείο στην παρέμβαση του κ. Κ. Στεφανόπουλου υπήρξε η άμεση αντίδραση του επίσης τέως Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Χρήστου Σαρτζετάκη, του οποίου την εμπνευσμένη και αποστομωτική απάντηση δεν δημοσίευε καμιά εφημερίδα (ενώ τελικά αναστηλώθηκε μόνο από το «ΠΑΡΟΝ»). Αργότερα ο κ. Κ. Στεφανόπουλος τάχθηκε και υπέρ της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών του ανατολικού Αιγαίου.
Tου ΝΕΟΚΛΗ ΣΑΡΡΗ-Ο Νεοκλής Σαρρής είναι ομότιμος καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου