Περιληπτικὴ Παρουσίαση ὑπό π. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΔΡΑΓΑ, δθ, δφ, Πρωτοπρεσβυτέρου
Στὶς 13 Νοεμβρίου γιορτάζει ἡ Ἐκκλησία τὴν κοίμηση τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ποὺ μεταφέρθηκε ἀπὸ τὶς 14 Σεπτεμβρίου λόγω τῆς Δεσποτικῆς Ἑορτῆς τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Τὸ τρέχον ἔτος 2007 ἀποτελεῖ τὴν 1600η ἐπέτειο τῆς κοιμήσεως τοῦ μεγάλου αὐτοῦ ἁγίου πατρὸς καὶ οἰκουμενικοῦ διδασκάλου τῆς Ἐκκλησίας (407-2007). Γι αὐτὸ καὶ ἔχει ἀφιερωθεῖ ὁλόκληρο τό ἔτος στὸν ἱερὸ Χρυσόστομο. Στὸ πλαίσιο τῶν πολλῶν ἑορταστικῶν ἐκδηλώσεων συμμετέχει καὶ τὸ περιοδικὸ τῆς ἐνορίας τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ Βοστώνης μὲ τὴν καταχώρηση κειμένων τοῦ ἁγίου ἢ ἀναφερομένων στὸν ἅγιο πατέρα. Ὁ Βίος τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου του μεγάλου Συναξαριστοῦ τοῦ Βυζαντίου Συμεὼν τοῦ Μεταφραστοῦ εἶναι ἀπὸ τοὺς πληρέστερους γι αὐτὸ καὶ τὸν παρουσιάζουμε στὶς σελίδες τοῦ «Προδρόμου» περιληπτικὰ γιὰ νὰ ὑπενθυμίσουμε τὰ βασικὰ βιογραφικὰ στοιχεῖα ἀλλὰ καὶ τὰ ἔργα, τὰ πάθη καὶ τὴ δόξα τοῦ Ἁγίου Πατέρα καὶ Οἰκουμενικοῦ Διδασκάλου της Ἐκκλησίας. [Σημείωση: ἡ ἀρίθμηση ἀντιπροσωπεύει τὰ κεφάλαια τοῦ κειμένου τοῦ Συμεὼν]
ΠΡΟΟΙΜΙΟ: ΓΕΝΝΗΣΗ, ΑΝΑΤΡΟΦΗ, ΣΠΟΥΔΕΣ, ΑΣΚΗΤΙΚΟΣ ΒΙΟΣ
Στὸ προοίμιο τοῦ Βίου αὐτοῦ τονίζει ὁ Συμεὼν τὴ γενικὴ ἀλήθεια ὅτι ὁ βίος τῶν ἁγίων εἶναι πάρα πολὺ ὠφέλιμος γιὰ τοὺς χριστιανοὺς γιατί ἀποτελεῖ «παράκληση πρὸς ἀρετή.» Αὐτό, λέγει, ἰσχύει ἰδιαίτερα στὴν περίπτωση τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου γιατί ὁ ἅγιος αὐτὸς μίλησε γι αὐτὸ ποὺ ἔζησε.
1) Καταγωγὴ καὶ πρώτη ἀνατροφή: ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος καταγόταν ἀπὸ ἐθνικούς, ἕλληνες γονεῖς, ποὺ ἔγιναν χριστιανοὶ ὕστερα ἀπὸ τὴ δική του βάπτιση. Τὸν πατέρα του ποὺ ἦταν ἀνώτερος ἀξιωματικὸς στὸ ρωμαϊκὸ στρατὸ τὸν λέγανε Σεκοῦνδο καὶ τὴ μητέρα του Ἀνθοῦσα. Τὸν ἅγιό μας τὸν βάπτισε ὁ ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας Μελέτιος. Τὴν πρώτη ἀνατροφή του καὶ τὴν παιδεία του τὴν ἔλαβε στὴν Ἀντιόχεια. Ἐκεῖ ἔμαθε τὴν ἑλληνικὴ γραμματικὴ καὶ τὰ βασικὰ ἐγκύκλια γράμματα. Ἐκεῖ ἐπίσης σπούδασε τὴ ρητορικὴ κοντὰ στὸ περίφημο σοφιστὴ Λιβάνιο καὶ τὴ φιλοσοφία στὸν καθηγητὴ Ἀνδραγάθιο. Ὡστόσο ὁ πατέρας του πέθανε πρόωρα καὶ τὸν μεγάλωσε ἡ χήρα μητέρα του.
2) Φοιτητὴς στὴν Ἀθήνα: Μετὰ τὶς σπουδές του στὴν Ἀντιόχεια ἦρθε στὴν Ἀθήνα γιὰ περαιτέρω σπουδὲς στὴ φιλοσοφία κοντὰ στοὺς σοφιστές, καὶ εἶχε τὴν εὐκαιρία νὰ περιηγηθεῖ ὁλόκληρη τὴν Ἑλλάδα. Στὴν Ἀθήνα ἔγινε καὶ τὸ πρῶτο κατόρθωμά του, ἡ δημόσια συζήτησή του μὲ τὸν σπουδαῖο σοφιστὴ Ἀνθέμιο, πού κατέληξε στὴν μεταστροφὴ τοῦ Ἀνθέμιου στὴν χριστιανικὴ πίστη. Τέτοια ἦταν ἡ ἐπιτυχία του πού τὸν ἀναζήτησε ὁ τότε ἐπίσκοπός των Ἀθηνῶν νὰ τὸν καταστήσει διάδοχό του.
3) Ἐπάνοδος στὴν Ἀντιόχεια: Γιὰ νὰ ἀποφύγει τὴν χειροτονία του ἔφυγε ὁ Ἰωάννης ἀπὸ τὴν Ἀθήνα καὶ ἐπανῆλθε στὴν Ἀντιόχεια. Ἐδῶ ἐπέλεξε τὸν ἀσκητικὸ βίο μαζὶ μὲ τὸ φίλο του Βασίλειο πού ἦταν καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια. Στὴν ἀπόφασή του ὅμως αὐτὴ ἐναντιώθηκε ἡ μητέρα του ποὺ τοῦ ζήτησε νὰ μὴν τὴν καταστήσει χήρα γιὰ δεύτερη φορά! Δὲν μπόρεσε νὰ ἀποφύγει τὴν προτροπὴ τῆς μητέρας του. Τὴν ὑπάκουσε μέχρι τὸ θάνατό της. Ἀμέσως μετὰ διαίρεσε τὴν πατρικὴ περιουσία του σὲ τρία μέρη καὶ τὴν μεταβίβασε α) στοὺς πτωχούς, β) στὶς ἐκκλησίες ποὺ στεροῦνταν τὰ ἀπαραίτητα λειτουργικὰ ἐφόδια καὶ γ) στὸ δημόσιο (τά ἀκίνητα, ἐλευθερώνοντας τοὺς δούλους ποὺ ἐργάζονταν σὲ αὐτά).
4) Ἀναγνώστης καὶ ἀσκητής: Στὴν συνέχεια ἔγινε ἀναγνώστης καὶ ἀσκητὴς καὶ ἄρχισε νὰ μελετάει καὶ νὰ ἑρμηνεύει τὶς Γραφὲς μὲ ἀποτέλεσμα νὰ συναρπάζει τὸν κόσμο μὲ τὰ κηρύγματά του. Ἡ σκέψη του ὅμως ἦταν στραμμένη στὴν ἀσκητικὴ ζωή. «Τὴν ἐρημίαν ἠγεῖτο τοῦ παντὸς ἀξίαν», θεωρώντας τὴν σὰν κρυμμένο πολύτιμο θησαυρὸ γιατί ἐκεῖ ἀναζητοῦσε τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, ἀκολούθησε τὸν δρόμο τῆς ἀδελφῆς του ποὺ εἶχε ἤδη γίνει μοναχή. Ἐγκατέλειψε τὴν πόλη καὶ πρὸς «τὸν ἠσύχιον βίον αὐτομολεῖ» δηλ. ἔγινε μοναχὸς ἀπὸ μόνος του. Ἐδῶ ἐπιδόθηκε στὴν μελέτη τῆς Βίβλου καὶ συνέγραψε τὰ πρῶτα του ἔργα: τοὺς Περὶ Ἱερωσύνης Λόγους, ποὺ ἐξηγεῖ ποιὸς πρέπει νὰ εἶναι ὁ ἱερέας καὶ τί εἶναι ἡ χριστιανικὴ ἱερωσύνη, τὸ Περὶ Παρθενίας, ποὺ ἐξηγεῖ πὼς ἡ πνευματικὴ ζωὴ ξεπερνάει τὰ σωματικὰ πάθη, τὸ Εἷς Σταγείριον Μοναχὸν δαιμονιζόμενον (σεληνιαζόμενο), ποὺ ἐξηγεῖ ὅτι οἱ δοκιμασίες ποὺ ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς στὴν ζωὴ τῶν πιστῶν ὀφείλονται σὲ κάποια μυστικὴ πρόνοιά του ποὺ θὰ τοὺς ἀποκαλυφθεῖ στὸν μέλλοντα αἰώνα, τοὺς Περὶ κατανύξεως δύο λόγους εἰς Δημήτριον καὶ Στελέχιον, καὶ τὸ Πρὸς Θεόδωρον ἐκπεσόντα πού ἐξηγεῖ ὅτι ὅταν πέσει κανεὶς πνευματικὰ πάλι μπορεῖ νὰ σηκωθεῖ. Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὰ στὸ πρόγραμμά του εἶχε τὴν καθημερινὴ ἐπίσκεψη τῶν ἀσθενῶν.
5) Τὰ πρῶτα του θαύματα: Στὸ ἀσκητήριο τοῦ ἁγίου συνέβησαν καὶ διάφορα θαυμαστὰ γεγονότα. Ὁ γέροντας Ἠσύχιος, ποὺ ἦταν συνασκητής του, βλέπει σὲ ὅραμα τὸν ἀπόστολο Ἰωάννη καὶ τὸν ἀπόστολο Πέτρο νὰ δίνουν στὸν Ἰωάννη ἀντίστοιχα ἕνα τόμο (τὸ Εὐαγγέλιο) καὶ τὰ κλειδιὰ (τῆς ἀποστολικῆς ἐξουσίας)! Ἀκολουθοῦν τὰ θαύματα: 6) ἡ θεραπεία ἑνὸς περιφανῆ Ἀντιοχέα ποὺ ἔπασχε ἀπὸ ἡμικρανία. 7) Ἡ θεραπεία κάποιου ἄρχοντα Ἀρχέλαου τῆς Ἀντιόχειας ποὺ ἔπασχε ἀπὸ λέπρα ποὺ τὸν ἔκανε νὰ ἀφιερωθεῖ στον Χριστὸ καὶ νὰ ὑποκινήσει καὶ ἄλλους ἄρχοντες νὰ κάνουν τὸ ἴδιο. 8) Ἡ θεραπεία τοῦ Εὔκλεου πού εἶχε χάσει τὴν ὅρασή του ἀπὸ τὸ ἕνα μάτι του καὶ ἀποκαταστάθηκε μὲ τὴν ἐπέμβαση τοῦ ἁγίου. 9) Ἡ θεραπεία κάποιας Ἀντιοχειανῆς Χριστίνας ποὺ αἱμορροοῦσε γιὰ ἑπτὰ ἔτη καὶ ἐλευθερώθηκε μὲ τὴν προσευχὴ τοῦ ἁγίου. Καὶ τέλος, 10) ἡ ἐξουδετέρωση ἑνὸς φονικοῦ λιονταριοῦ ποὺ εἶχε φονεύσει καὶ καταβροχθίσει πολλοὺς ἀντιοχειανοὺς γεωργοὺς χρησιμοποιώντας σὰν μοναδικὸ μέσο το σημεῖο τοῦ σταυροῦ.
Η ΠΡΩΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: ΔΙΑΚΟΝΟΣ ΚΑΙ ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑ
10) Ἀναχωρητὴς στὴν ἔρημο, ἐπιστροφὴ στὴν Ἀντιόχεια καὶ χειροτονία του σὲ διάκονο: Ἔχοντας γίνει περιφανὴς καὶ περιβόητός τά 4 αὐτὰ χρόνια στὴν Μονή του, δραπετεύει ἀλλοῦ γιὰ νὰ μείνει ἀφανής. Ἀναχωρεῖ σὲ ἐρημικὸ τόπο γιὰ δύο χρόνια. Ἐδῶ ὅμως ἀρρωσταίνει σοβαρὰ ἀπὸ τὴν νηστεία καὶ τὶς κακουχίες. Ἔτσι ἡ θεία πρόνοια τὸν ὁδηγεῖ πίσω στὴν Ἀντιόχεια ὅπου χειροτονεῖται διάκονος ἀπὸ τὸν Ἀντιοχείας Μελέτιο καὶ ὑπηρετεῖ τὴν ἐκκλησία γιὰ 5 χρόνια.
11) Ὁ Χρυσόστομος χειροτονεῖται πρεσβύτερος: Ὅταν ὁ Μελέτιος πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ τὴν Β΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο (τὸ 381 μ.Χ.) τότε ὁ Χρυσόστομος ξαναγύρισε στὴν Μονή του. Ἐκεῖ τὸν βρῆκε ὁ νέος πατριάρχης Ἀντιοχείας, ὁ Φλαβιανός, ποὺ διαδέχτηκε τὸν Μελέτιο, καὶ τὸν ἔπεισε νὰ ἐπιστρέψει στὴν Ἀντιόχεια, ὅπου τὸν χειροτόνησε πρεσβύτερο. Τὸ ἔκανε αὐτὸ ὁ Φλαβιανὸς γιατί πῆρε θεία προσταγὴ ἀπὸ κάποιον ἄγγελο! Τὸ ὅτι ἡ κλήση τοῦ Χρυσοστόμου στὴν ἱεροσύνη ἦταν θεοπρόστακτη φάνηκε καὶ ἀπὸ ἕνα ἀκόμη θαῦμα ποὺ ἔγινε τὴν στιγμὴ τῆς χειροτονίας του. Μιὰ ὁλόλευκη περιστερὰ ἦρθε καὶ κάθισε ἐπάνω στὴν κεφαλὴ του τὴν στιγμὴ ἐκείνη ποὺ ὑποδήλωνε τὴν ξεχωριστὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ τοῦ δόθηκε.
12) Ἡ διακονία του ὡς πρεσβυτέρου: Ἡ διακονία του ὡς πρεσβυτέρου τὸν ἀνέδειξε σὲ «χρυσόστομο» (τὸν κληρικὸ μὲ τὸ χρυσὸ στόμα), λόγω τῶν ἐκπληκτικῶν ὁμιλιῶν καὶ κηρυγμάτων του ποὺ βασίζονταν στὴν ἐξήγηση τῶν βιβλικῶν κειμένων. Παράλληλα ὅμως μὲ τὸ ἔργο τῆς διδαχῆς ἀνέπτυξε καὶ ἔργο ποιμαντικὸ καὶ κοινωνικὸ πού περιλάμβανε ἰδιαίτερη φροντίδα γιὰ τοὺς ἀσθενεῖς καὶ τοὺς στερημένους. Καὶ ἡ περίοδος αὐτὴ στέφθηκε μὲ θαύματα. Ἀναφέρονται: 13) Ἡ θεραπεία τοῦ γιοῦ κάποιας Εὐκλείας στὴν Ἀντιόχεια πού ἔγινε ὕστερα ἀπὸ μετάνοια τῶν γονέων του. 14) Ἡ θεραπεία τῆς γυναίκας ἑνὸς αἱρετικοῦ Μαρκιωνιστοῦ ἄρχοντα τῆς Ἀντιόχειας πού ἔπασχε ἀπὸ μακροχρόνια νόσο δυσεντερίας καὶ μεταστράφηκε στὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ ἡ ἴδια καὶ ὁ ἄντρας της. Ὁ σεισμὸς πού ἐπακολούθησε καὶ εἶχε σὰν συνέπεια τὴν καταστροφὴ τοῦ ναοῦ τῶν Μαρκιωνιστῶν, ποὺ τὸν ὕβριζαν διότι εἶχε συμβάλει στὴν μεταστροφὴ τοῦ ὁμοϊδεάτη τους ἄρχοντα, καὶ τὴν μεταστροφὴ ὅλων τους στὴν ὀρθόδοξη χριστιανικὴ πίστη. Καὶ τέλος ἡ ἐπιστροφὴ πολλῶν ἄλλων εἰδωλολατρῶν στὴν χριστιανικὴ πίστη στὴν περιοχὲς τοῦ ὅρους Ἀμμανοῦ καὶ τοῦ ὅρους Κάσιου.
15) Ὁ Χρυσόστομος στὸν πατριαρχικὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινούπολης: Ἡ διακονία τοῦ Χρυσοστόμου στὴν Ἀντιόχεια τελείωσε ὅταν ἐπῆλθε ὁ θάνατος τοῦ πατριάρχη Νεκταρίου στὴν Κωνσταντινούπολη. Τότε ὁ αὐτοκράτορας Ἀρκάδιος ἔγραψε στὸν Φλαβιανὸ Ἀντιοχείας καὶ ζήτησε τὸν Ἰωάννη γιὰ τὸν θρόνο τῆς ἐκκλησίας στὴν βασιλεύουσα. Ἐπακολούθησε ἡ ἀντίδραση τοῦ Ἰωάννη καὶ τοῦ λαοῦ, ἀλλὰ ὁ Φλαβιανὸς τοὺς καθησύχασε. 16) Ἔτσι ἦλθε ὁ Ἰωάννης στὴν Κωνσταντινούπολη ὅπου του ἔγινε παλλαϊκὴ ὑποδοχή. Χειροτονήθηκε στὶς 16 Φεβρουαρίου ἀπὸ τὸν Θεόφιλο Ἀλεξανδρείας. Τότε κήρυξε καὶ τὸν πρῶτο λόγο του στὴν βασιλεύουσα πού ἔδωσε τὴν πρώτη γεύση τῆς μεγαλοσύνης του. 17) Τότε ἔγινε καὶ τὸ πρῶτο θαῦμα του στὴν ἐκκλησία, ἡ ἀπελευθέρωση ἑνὸς δαιμονισμένου ποὺ παρουσιάστηκε στὸ μέσον της ἐκκλησίας.
Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ
Α) ΤΟ ΑΝΑΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΟ ΕΡΓΟ
18) Ἡ διακονία τοῦ Χρυσοστόμου στὴν Κωνσταντινούπολη: Τὸ πρῶτο ποιμαντικὸ ἔργο τοῦ Χρυσοστόμου ἦταν ἔργο ἀνακαινιστικὸ καὶ εἶχε σὰν στόχο τὰ ἀνθρώπινα ἤθη. Μίλησε ἀνοιχτὰ ἐναντίον τῶν συνεισάκτων (τῶν γυναικὼν ποὺ συζοῦν μὲ ἀγάμους), ἐναντίον τῆς πλεονεξίας καὶ τοῦ ἄδικου πλουτισμοῦ, ἐναντίον τῆς ἀσωτίας, τῆς ἀλαζονείας, τῆς κενοδοξίας, τῆς ἀργολογίας, τῆς ἐπιορκίας καὶ γενικά της ὑβριστικῆς στάσης ἐνάντια στὸν Θεό. 19) Σὰν ἄριστος γεωργὸς ἔσπειρε καὶ καλλιέργησε μὲ τοὺς λόγους του καὶ τὴν συμπεριφορὰ του τὴν ἀρετή, τὴν ἐλεημοσύνη, τὴν μεγαλοψυχία, τὴν κοινωνικότητα, τὴν γενναιοδωρία (τὴν ὁποία ἀπαίτησε σὰν ποιμενάρχης ἀπὸ τοὺς πλουσίους), τὴν ταπεινοφροσύνη (τὴν ὁποία ἀποκαλοῦσε μητέρα τῶν ἀρετῶν), τὴν σωφροσύνη, τὴν παρθενία καί, πάνω ἀπὸ ὅλα, τὴν ἀγάπη (τὴν ὁποία θεωροῦσε βασίλισσα τῶν ἀρετῶν). Τέτοια ἦταν τὰ λόγια του ὥστε ὅποιος τὸν ἄκουγε θεωροῦσε τὴν ψυχὴ του ἀκριβὲς ἀντίγραφο τοῦ ἀποστόλου Παύλου («τῆς Παύλου τε ψυχῆς ἐκμαγεῖον εἶναι νομίσαι τὴν ἐκείνου ψυχήν»). 20) Τὸ ἔργο του ἦταν ἐπίσης ἱεραποστολικό. Ἡ φροντίδα του ἐπεκτεινόταν σὲ ὅλους τους τομεῖς τοῦ δημόσιου βίου καὶ ἀγκάλιαζε ὅλες τὶς ἐκκλησίες, στὰ πέρατα τῆς γῆς («αὐτῶ κατὰ Παῦλον ἡ μέριμνα πασῶν των ἐκκλησιῶν ἥν»). Ἀναφέρεται ἰδιαίτερά τό ἔργο του στὴ Φοινίκη, στοὺς Κέλτες ποὺ ἤσαν ἀρειανοί, στοὺς Σκύθες, στοὺς Μαρκιωνιστές, κ.τ.λ. 21) Ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον παρουσιάζει τὸ οἰκονομικὸ ἔργο του. Περιέκοψε τὰ ἀναλώματα τῆς ἐκκλησίας, δηλ. τὶς ὑπερβολικὲς καὶ μὴ ἀναγκαῖες δαπάνες, καὶ κατεύθυνε τοὺς διαθέσιμους οἰκονομικοὺς πόρους στὰ ἔργα φιλανθρωπίας, στὰ νοσοκομεῖα, στὴν πρόνοια γιὰ τὶς χῆρες, στοὺς ἡλικιωμένους, στοὺς πτωχοὺς καὶ στερημένους καὶ γενικὰ στὰ ἔργα ἐλεημοσύνης. Ὅσον ἀφορᾶ στὸ προσωπικό του ἔργο ἦταν ἔργο ἀδάπανο. Δὲν λάβαινε μέρος σὲ συμπόσια. Δὲν ἔτρωγε μὲ κανένα. Γιατί; Γιατί ἦταν ἀσκητικός, γιατί ἤθελε νὰ μείνει ἀπροσωπόληπτος, νὰ μὴ διακονεῖ τραπέζας ἀλλὰ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ καταγίνεται σὲ ἀδιάλειπτη προσευχή. Ἦταν μιμητὴς τοῦ Παύλου («οὕτω πολὺς αὐτῶ καὶ ἀπόρρητος ὁ πρὸς Παύλου πόθος, ὥστε ἀρμοζόντως εἰπεῖν, τοῦτο εἶναι, Ἰωάννην Παῦλον, ὅπερ Παύλω Χριστὸς ἐτύγχανε, μᾶλλον δὲ καὶ Ἰωάννη κατὰ Παῦλον Χριστός. Ἐπεῖ καὶ τοιοῦτοι κακείνου διὰ Χριστὸν οἱ πρὸς Παῦλον ἔρωτες»).
22) Ἡ ἑρμηνεία τῶν ἐπιστολῶν τοῦ ἄπ. Παύλου ἀπὸ τὸν Χρυσόστομο: Ὅταν καταπιάστηκε μὲ τὴν ἑρμηνεία τῶν ἐπιστολῶν τοῦ ἄπ. Παύλου εἶχε ἀγωνία μήπως καὶ δὲν τὶς ἑρμήνευε μὲ τρόπο ποὺ ἀνταποκρινόταν στὸν σκοπὸ τοῦ ἀποστόλου. Προσευχόταν λοιπὸν νὰ τοῦ δοθεῖ κάποια θεία ἀπάντηση. Ἔτσι καὶ ἔγινε καὶ μάλιστα μὲ τρόπο ἐξαιρετικὰ θαυμαστό. Κάποιος αὐλικὸς ἄρχοντας ἔπεσε ἄδικα σὲ δυσμένεια, ἀπολύθηκε ἀπὸ τὸν βασιλιὰ καὶ ἐκδιώχθηκε ἀπὸ τὴν βασιλεύουσα. Ζήτησε λοιπὸν τὴν βοήθεια τοῦ ἁγίου, γιατί γνώριζε, ὅπως ὅλοι οἱ ἀδικούμενοι, ὅτι μόνο ἂν μεσολαβοῦσε ἐκεῖνος θὰ ὑπῆρχε περίπτωση νὰ ἀποκατασταθεῖ. Ὁ ποιμένας τοῦ εἶπε νὰ τὸν ἐπισκεφθεῖ τὴν νύχτα πρὸς ἀποφυγὴ σύλληψής του καὶ ἐκεῖνος ὑπάκουσε. 23) Ὅταν προσῆλθε στὸ ἐπισκοπεῖο τοῦ ἄνοιξε ὁ Προκλός, ὁ ὁποῖος καὶ ἔσπευδε νὰ εἰδοποιήσει τὸν ἅγιο. Τὸν εἶδε ὅμως ἀπὸ τὴν χαραμάδα τῆς πόρτας σκυμμένο νὰ ἀσχολεῖται μὲ τὴν ἑρμηνεία τῶν ἐπιστολῶν τοῦ Παύλου. Εἶδε ἐπίσης καὶ κάποιον ἄλλον ἄνδρα, φαλακρὸ καὶ μὲ πλατειὰ γένια, ποὺ ἔμοιαζε μὲ τὸν προφήτη Ἐλισαῖο, νὰ στέκεται πίσω ἀπὸ τοὺς ὤμους του καὶ νὰ τοῦ ψιθυρίζει κάτι στὸ αὐτί. Σκέφτηκε ὅτι κάποιος εἶχε ἔλθει ἀπὸ ἔξω χωρὶς νὰ τοῦ γίνει ἀντιληπτὸς καὶ αὐτὸς μιλοῦσε τώρα στὸν ἅγιο. Γύρισε λοιπὸν καὶ εἶπε στὸν νυχτερινὸ ἐπισκέπτη νὰ περιμένει. Περνοῦσε ὅμως ἡ ὥρα καὶ ἔτσι ξαναπῆγε ὁ Προκλὸς νὰ δεῖ τί συμβαίνει. Ξαναβλέπει τὸν ἅγιο νὰ συνομιλεῖ μὲ τὸν ἄγνωστο ἐπισκέπτη. Ἐν τῷ μεταξὺ ὅμως ξημέρωσε καὶ χτύπησε τὸ σήμαντρο γιὰ τὸν Ὄρθρο. Ζήτησε λοιπὸν ὁ Προκλὸς ἀπὸ τὸν ἄρχοντα νὰ ἔλθει τὴν ἄλλη ἡμέρα τὸ βράδυ. Ἔτσι καὶ ἔγινε. Πάλι ὅμως βρέθηκε ὁ Προκλὸς ἀντιμέτωπος μὲ τὸ ἴδιο θέαμα. Ὅπως ἦταν φυσικό, φάνηκε σὰν νὰ ἔχασε τὴν ἐμπιστοσύνη του ὁ ἐπισκέπτης στὴν εἰλικρίνεια τοῦ Προκλού. Ἐκεῖνος τὸν διαβεβαίωσε ὅτι τοῦ ἔλεγε τὴν ἀλήθεια καὶ τοῦ ζήτησε νὰ ὑπομείνει καὶ νὰ ξαναδοκιμάσει τὸ ἑπόμενο βράδυ. Ἔτσι καὶ ἔγινε. Πάλι ὅμως τὸν πρόλαβε τὸ σήμαντρο καὶ ὁ ὄρθρος στὴν αὐγὴ τῆς νέας ἡμέρας! Βαρύθυμος ὁ ἐπισκέπτης ἀποχώρησε χωρὶς νὰ διαβεβαιώσει τὴν αὐριανή του ἐπάνοδο. Ὁ Προκλὸς μὲ τὴ σειρὰ του ἀποφάσισε νὰ λάβει τὰ μέτρα του, νὰ μὴν φάει, οὔτε νὰ κοιμηθεῖ, ἀλλὰ νὰ ξαγρυπνήσει στὴν πόρτα ὥστε νὰ μὴν εἰσέλθει στὸ ἑξῆς κανένας ἄλλος στὰ δώματα τοῦ ἁγίου. Ἦλθε τὸ ἑπόμενο βράδυ, ἦλθε καὶ ὁ ἐπισκέπτης. Ὁ Προκλὸς τὸν διαβεβαίωσε ὅτι ἦταν ὁ πρῶτος καὶ μοναδικὸς ἐπισκέπτης καὶ πῆγε νὰ εἰδοποιήσει τὸν κύριό του. Ἀντίκρισε ὅμως τὸ ἴδιο θέαμα. Τότε κατάλαβε ὅτι τὸ θέαμα δὲν ἦταν ἀνθρώπινο ἀλλὰ θεῖο! Γύρισε λοιπὸν καὶ ἐξήγησε τὸ γεγονὸς στὸν νυχτερινὸ ἐπισκέπτη, ποὺ ἀπεχώρησε καὶ πάλι μὲ μεγάλη λύπη. Ἀργότερα καλεῖ ὁ ἅγιος τὸν Πρόκλο καὶ τὸν ρωτᾶ ἂν ἦλθε κάποιος ἐπισκέπτης ποὺ περίμενε ἀπὸ μέρες. Ὁ Προκλός τοῦ δίνει ἐξηγήσεις. Ὁ ἅγιος ἀπορεῖ καὶ τὸν ρωτᾶ πὼς ἦταν ὁ συνομιλητής του πού εἶδε ὁ Προκλός. Ἐκεῖνος μὲ τὴν σειρὰ του τοῦ δείχνει τὴν εἰκόνα τοῦ Παύλου ποὺ κρεμόταν ἀπέναντί του. Αὐτὸς ἦταν! Τότε κατάλαβε ὁ ἅγιος Χρυσόστομος τὴν σημασία αὐτοῦ τοῦ θαύματος. Ἦταν ἡ θεία ἀπάντηση στὸ ἐρώτημά του ποὺ περίμενε. Πῆρε λοιπὸν θάρρος καὶ ἔφερε εἰς πέρας τὴν ἑρμηνεία ὅλων των ἐπιστολῶν τοῦ ἀπ. Παύλου. Ὡστόσο τὸν ἐπισκέφτηκε καὶ πάλι ὁ ἄρχοντας καὶ μὲ τὴν μεσολάβηση τοῦ ἁγίου ποιμένα ἀποκαταστάθηκε ἀπὸ τὸν βασιλιά.
24) Ἡ αὐστηρὴ ποιμαντορία τοῦ ἁγίου καὶ τὸ κόστος της! Ὁ ἅγιος δὲν ἔπαψε στὶς ὁμιλίες του καὶ στὶς προσωπικὲς ἐπαφές του νὰ ἐλέγχει αὐστηρά τους κληρικοὺς καὶ τοὺς λαϊκούς. Τοὺς ἔλεγχε γιὰ τὸ βίο τους καὶ τὴν συμπεριφορά τους, γιατί ὁ ζῆλος του γιὰ τὴν ἐκκλησία καὶ τὴν ἁγιότητά της ἦταν σὰν φωτιὰ πού ἔκαιγε μέσα στὰ σωθικά του. Ἔτσι ὁ ἐπιεικὴς καὶ ἠπιότατος ποιμενάρχης φάνηκε στοὺς ἀσυναίσθητους πολίτες βαρὺς καὶ ἀποβλητέος. Σὲ αὐτὴν τὴν δυσφορία προστέθηκαν καὶ ἄλλες. 25) Ὁ πρωθυπουργὸς Εὐτρόπιος, ποὺ ἦταν προηγουμένως θερμὸς ὑποστηρικτὴς τοῦ Χρυσοστόμου, ἔγινε ξαφνικὰ ἀντίπαλός του. Συμφώνησε μὲ τὶς ἀρχές, ἀντίθετα μὲ τὸν ποιμενάρχη, νὰ καταργηθεῖ τὸ ἄσυλο τῆς προσφυγῆς στὴν ἐκκλησία, γιατί τὸ χρησιμοποιοῦσαν αὐτὸ πολλοὶ ἀδικημένοι πού πρόστρεχαν στὸν ἅγιο ποιμένα γιὰ συμπαράσταση καὶ βοήθεια. Δὲν ἤξερε ὁ Εὐτρόπιος, λέγει ὁ συναξαριστής, ὅτι ἀκόνιζε τὸ μαχαίρι ἐναντίον τοῦ ἐαυτοῦ του! Ὅταν ἀργότερα χρειάστηκε νὰ προσφύγει ὁ ἴδιος στὴν ἐκκλησία βρῆκε τὸ δρόμο κλειστό. Ποιὸς ἔσπευσε τότε νὰ τὸν ἐλεήσει; Ὁ ἅγιος ποιμένας! Καὶ ἔτσι φανερώθηκε πόσο φιλεύσπλαχνος, συγκαταβατικὸς καὶ φιλάνθρωπος ἦταν ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. 26) Μιὰ ἄλλη παρόμοια περίπτωση εἶναι ἡ ὑπόθεση τῶν αἱρετικῶν Ἀρειανῶν τῆς Πόλεως. Πῶς τοὺς ἀπομάκρυνε ὁ ἅγιος, ἀλλὰ καὶ πὼς διευθετήθηκε ἡ ὑπόθεσή τους μὲ τὴν μεσολάβηση τοῦ ἁγίου.
27) Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ ἅγιος συνέχιζε ἀπρόσκοπτα τὶς καυστικὲς ὁμιλίες του, τῶν ὁποίων ἡ αὐθεντία σφραγιζόταν κατὰ τὴν τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας μὲ τὴν φανέρωση (στὴν Ἀναφορὰ) τοῦ Παναγίου Πνεύματος (!), ὅπως ἔλεγαν πολλοὶ μάρτυρες. 28) Ἡ αὐθεντία τοῦ ἁγίου ποιμένα τονίζεται καὶ σὲ μιὰ ἄλλη ἐκπληκτικὴ ἱστορία πού ἀναφέρει σὰν παράδειγμα ὁ συναξαριστής. Εἶχε ὁ ἅγιος μεταστρέψει στὴν ὀρθόδοξη πίστη ἕνα Μακεδονιανὸ αἱρετικὸ ποὺ δὲν πίστευε στὴν θεότητα τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ὄχι ὅμως καὶ τὴν γυναίκα του ἡ ὁποία προσπάθησε νὰ ἀποδείξει στὸν ἄνδρα της ὅτι δὲν ὑπῆρχε διαφορὰ ἀνάμεσα στὴν θεία κοινωνία τῶν Ὀρθοδόξων καὶ τῶν Μακεδονιανῶν. Ἦλθε λοιπὸν στὴν θεία Λειτουργία τῶν Ὀρθοδόξων μὲ τὸν ἄνδρα της προφασιζόμενη ὅτι εἶχε δεχθεῖ τὴν ὀρθὴ πίστη καὶ ὅταν τῆς πρόσφερε ὁ ἅγιος τὸν «θεῖον ἄρτον» ἐκείνη τὸν ἔκρυψε καὶ τὸν ἀντικατέστησε μὲ ἕνα ἄλλον καθαγιασμένον ἀπὸ τοὺς Μακεδονιανούς. Ὅταν ὅμως τὸν ἔβαλε στὸ στόμα της, τότε διαπίστωσε ὅτι ὁ δικός της ὁ ἄρτος μετατράπηκε σὲ πέτρα! 29) Μιὰ ἄλλη περίπτωση ποὺ ἀναφέρει ὁ συναξαριστὴς εἶναι ἡ περίπτωση τοῦ Γότθου (μισθοφόρου) στρατηγοῦ Γαϊνᾶ πού ἦταν αἱρετικὸς ἀρειανὸς καὶ πρόβαλε ἀξιώσεις γιὰ τὸν ἐκκλησιασμὸ τῶν ἀρειανῶν στρατιωτῶν ποὺ ὑπηρετοῦσαν στὸν ρωμαϊκὸ στρατὸ τοῦ Βυζαντίου. Ὁ ἅγιος ἀντιμετώπισε τὶς ἀξιώσεις του καὶ τὸν ἀποστόμωσε. 30) Τέλος ἡ αὐστηρὴ ποιμαντορία τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου φαίνεται στὴν φροντίδα γιὰ τὴν κανονικὴ τάξη τὴν ὁποία προσπάθησε νὰ ἐπιβάλει καὶ πέραν ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς βασιλεύουσας. Ἡ περίπτωση τῆς καθαιρέσεως τοῦ Ἀντωνίνου Ἐφέσου καὶ ὁρισμένων ἄλλων μικρασιατῶν ἐπισκόπων του εἶναι χαρακτηριστική. Ἡ ἀνάρρηση τοῦ Ἀντωνίνου στὸν ἀποστολικὸ θρόνο τῆς Ἐφέσου καὶ ἡ ὅλη μητροπολιτικὴ ποιμαντορία του δὲν ἤσαν μόνο σιμωνιακῆ ἀλλὰ καὶ καταδυναστευτική, ὅπως κατέδειξαν οἱ ἑπτὰ σοβαρὲς κατηγορίες πού πρόβαλε ἐναντίον τοῦ στὴν σύνοδο ὁ ἐπίσκοπος Οὐαλεντινουπόλεως Θεόφιλος. Ὁ Χρυσόστομος πῆγε ἐπὶ τόπου καὶ ἐπέβαλε τὴν κανονικὴ τάξη – κάτι πού ἦταν ἀπαραίτητο ἀλλὰ τοῦ στοίχισε ἀκριβὰ ἀργότερα ὅταν ξέσπασε ἡ κρίση στὴν ἐκκλησία καὶ ὁ διωγμὸς ἐναντίον του. 31) Μετὰ τὴν ἐπιστροφή του στὴν ἕδρα του συνέχισε χωρὶς ὑποστολὴ τὸ συνηθισμένο ἔργο του, τὴν προστασία τῶν χηρῶν, τὴν φροντίδα τῶν ὀρφανῶν, τὴν βοήθεια στοὺς ἀδικημένους, τὴν καθοδήγηση ὅλων στὴν ἀρετή, δηλ. στὴν ἐπιμέλεια τῆς ψυχῆς, καὶ στὸ καθημερινὸ κήρυγμα τοῦ θείου λόγου πού ἔρεε σὰν ἀνοιχτὸς κρουνὸς μὲ πλούσιο γάργαρο νερό.
Β) Η ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΣΤΗΝ ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ ΚΑΙ Η ΚΡΙΣΗ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
31) Ἡ Κρίση στὴν Ἐκκλησία: Τὸ κόστος τῆς συνεπούς καὶ ἀκέραιης διακονίας τοῦ ἰ. Χρυσοστόμου ἄρχισε νὰ μεγαλώνει μὲ τὸ ξέσπασμα μιᾶς κρίσης στὴν ἐκκλησία πού χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὸν συναξαριστὴ σὰν μιὰ ἄγρια λαίλαπα. Καὶ ἡ αἰτία; Ποιὰ ἦταν ἡ αἰτία; Ἦταν «τὸ πάθος τῆς φιλαργυρίας», πού πολεμοῦσε ὁ ἅγιος καὶ τὴν χαρακτήριζε σὰν τὸ «κακοηθέστατο καὶ ἀνελευθερώτατο τῶν ἄλλων παθῶν πάντων». Οἱ μεγαλόσχημοι δοῦλοι στὸ πάθος αὐτὸ ἤσαν ἐκεῖνοι πού κίνησαν τὸν πόλεμο καὶ προκάλεσαν τὴν κρίση. Πρώτη στὸν πόλεμο αὐτὸ ἦταν «ἡ πρώτη τῶν ἐραστῶν τοῦ πλούτου ἡ (βασίλισσα) Εὐδοξία», ἂν καὶ ποτὲ δὲν ἀναφέρθηκε ὁ ἅγιος σὲ αὐτὴν ἢ σὲ ἄλλους προσωπικὰ ὅταν ἔλεγχε τὴν φιλαργυρία γενικά. Ἐκείνη ὅμως ποὺ ἄκουγε τὸ λόγια του τὰ ἔπαιρνε προσωπικά. Πῶς λοιπὸν ἄρχισε ὁ πόλεμος ἐναντίον τοῦ ἁγίου ποιμένα;
31) Ἡ ἀντιπαράθεση τῆς Βασίλισσας Εὐδοξίας καὶ τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου: Ἡ ἀρχὴ τῆς ἀντιπαράθεσης ἦταν ἡ περίπτωση τοῦ Πατρίκιου Θεοδέριχου τοῦ ὁποίου τὴν περιουσία προσπάθησε νὰ δημεύσει καὶ νὰ προσεταιρισθεῖ ἡ βασίλισσα Εὐδοξία. Τοῦ ζήτησε νὰ τὴν δανείσει χρήματα γιὰ κοινωνικοὺς (ἀνθρωπιστικοὺς) σκοπούς. Αὐτὸς ἀρνήθηκε καὶ κάτω ἀπὸ τὶς πιέσεις τῆς βασίλισσας κατέφυγε στὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἅγιος λύτρωσε τὸν Πατρίκιο μὲ τὴν ἐπέμβασή του καὶ ἐκεῖνος τότε ἀφιέρωσε τὸν πλοῦτο του στὴν Ἐκκλησία. Τότε ἐπενέβη ἡ Εὐδοξία καὶ κατηγόρησε τὸν ἅγιο ὅτι ἦταν ἐκεῖνος φιλοχρήματος. Καὶ ὁ ἅγιος τὴν ἀνταπάντησε ὅτι ἡ δωρεὰ τοῦ Πατρικίου δόθηκε στὸν Χριστό. Ἐκεῖνον θὰ λυπήσεις καὶ τὸν ἐαυτόν σου θὰ βλάψεις ἂν ἀντισταθεῖς σὲ αὐτὴν τὴν δωρεά. «Τοῦτο πρώτον τὴ Εὐδοξία σπέρμα τῆς πρὸς αὐτὸν (τὸν Χρυσόστομον) ἀπεχθείας», σημειώνει ὁ συναξαριστής. 32) Μιὰ ἄλλη περίπτωση ἀντιπαράθεσης συνδέεται μὲ κάποια χήρα Καλλιτρόπη ποὺ κατοικοῦσε στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ ἔπεσε θύμα τοῦ Αὐγουστάλιου (Ρωμαίου Διοικητοῦ) Παυλακίου. Ἐκείνη τὸν πηγαίνει σὲ δίκη στὴν βασιλεύουσα καὶ ἐκεῖνος μετατρέπει τὴν δίκη σὲ βάρος της. Τότε προσφεύγει ἡ Καλλιτρόπη στὴ βασίλισσα, καὶ ἐκείνη χρησιμοποιεῖ τὴν περίσταση γιὰ νὰ εἰσπράξει χρήματα (Ταῦτα ἡ φιλοχρήματος ἐκείνη καὶ ἀνελεύθερος καὶ χρυσῶ ζῶσα, χρυσὸν ὀρώσα, χρυσὸν πνέουσα, χρυσὸν νυκτὸς καὶ μεθ’ ἡμέραν φανταζομένη»)! Ἡ τελευταία ἐπιλογὴ τῆς χήρας εἶναι «ὁ πάντων λιμένας», ὁ ἅγιος στὸν ὁποῖον καὶ καταφεύγει. Ὁ ἅγιος ποιμένας ζητᾶ ἀπὸ τὴν βασίλισσα νὰ ἐπιστρέψει τὰ χρωστούμενα στὴν χήρα. Ἡ Εὐδοξία τοῦ ζητάει νὰ μὴν ἀνακατευτεῖ στὴν ὑπόθεση. Ἐκεῖνος ἐπιμένει, καὶ ἐκείνη στέλνει δύο ἑκατόνταρχους νὰ τὸν συλλάβουν. Ἐκεῖνοι σπεύδουν νὰ ἐκτελέσουν τὴν βασιλικὴ ἐντολή, βλέπουν ὅμως ὅραμα ταξιάρχη ἀγγέλου ποὺ τοὺς προειδοποιεῖ ὅτι προστατεύει τὸν ἅγιο! Ἡ Εὐδοξία δὲν ἔχει ἄλλη ἐπιλογή. Ὑποχωρεῖ. Χρησιμοποιεῖ ὅμως ἄλλο μέσο. Στέλνει τὸν Φρουμέντιο νὰ τὸν μεταπείσει. Ὁ ἅγιος παραμένει ἀμετακίνητος, ἀλλὰ μεσολαβεῖ γιὰ νὰ πάρει ἡ χήρα τελικά το ὀφειλόμενο! 33) Ἡ βασίλισσα ἀντεπιτίθεται. Στέλνει μήνυμα στὸν ἅγιο νὰ περιορισθεῖ στὰ ἐκκλησιαστικὰ καὶ νὰ μὴν ἀναμιγνύεται στὰ πολιτικά. Ἐκεῖνος τῆς ἁπαντὰ ὅτι δὲν ἀνακατεύεται, ἀλλὰ ἁπλὰ ἐλέγχει τὴν ἀδικία, ἐπιτιμᾶ καὶ παρακαλεῖ, γιατί αὐτὸς εἶναι ὁ ρόλος τοῦ ἐπισκόπου. Ὁ ἐπίσκοπος ὀφείλει νὰ διδάσκει ἐναντίον τῶν παθῶν, ὅπως ἡ φιλαργυρία καὶ νὰ ὑποστηρίζει τὸ δίκαιο. Ἡ Εὐδοξία ἀποφασίζει νὰ ἐξοντώσει τὸν ἅγιο. Πῶς; Κινεῖ ἐναντίον τοῦ κληρικοὺς καὶ λαϊκούς, αὐλικοὺς καὶ γυναῖκες. Οἱ θερμότεροι ἑταῖροι ἀγωνιστὲς ἤσαν ὁ πατριάρχης Θεόφιλος Ἀλεξανδρείας καὶ οἱ Ἀντιοχειανοὶ ἐπίσκοποι, Ἀκάκιος Βερροίας, Ἀντιοχος Πτολεμαΐδος, καὶ ὁ Σεβηριανὸς Γαβάλων. Ἐπίσης 2 πρεσβύτεροι καὶ πέντε διάκονοι. Μὲ ἄλλα λόγια χρησιμοποιεῖ ἡ βασίλισσα συμμορία καὶ συνομωσία.
34) Ὁ ἀρνητικὸς ρόλος τοῦ Θεοφίλου Ἀλεξανδρείας: Ἡ ἀντιπαράθεση τοῦ Θεοφίλου μὲ τὸν Χρυσόστομο ἔχει βαθιὲς ρίζες, τὶς ὁποῖες παρουσιάζει ὁ συναξαριστής. Ἀρχίζει μὲ τὴν διαμάχη τοῦ Θεοφίλου μὲ δύο καταξιωμένους ἱερεῖς του, τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἰσίδωρο. Ὁ Θεόφιλος κατηγόρησε τὸν πρῶτο ὅτι δέχτηκε μιὰ Μανιχαία (αἱρετικὴ) γυναίκα σὲ κοινωνία. Ὁ Πέτρος ὑποστήριξε ὅτι ἡ γυναίκα αὐτὴ εἶχε μεταστραφεῖ στὴν Ὀρθοδοξία καὶ ἔφερε σὰν μάρτυρά του τὸν Ἰσίδωρο πού εἶχε χειροτονήσει ὁ μ. Ἀθανάσιος. Ὁ Θεόφιλος καθαίρεσε τὸν Πέτρο χωρὶς λόγο καὶ ζητοῦσε δικαιολογία γιὰ νὰ τιμωρήσει τὸν Ἰσίδωρο. Ἡ ἀφορμὴ δόθηκε ὅταν ἔλαβε ὁ Ἰσίδωρος 1000 χρυσὰ ἀπὸ τὴν Θεοδότη τὴν ἀδελφή του Ὑπάρχου Θεοδώρου γιὰ φιλανθρωπικοὺς σκοποὺς μὲ τὴν παράκληση νὰ μὴν μάθει τίποτε γιὰ αὐτὸ ὁ Θεόφιλος ποὺ θὰ χρησιμοποιοῦσε τὰ χρήματα αὐτὰ γιὰ κτίρια. Ὅταν πληροφορήθηκε περὶ τούτου ὁ Θεόφιλος τότε σχεδίασε τὴν τιμωρία τοῦ Ἰσιδώρου. Τὸν κατηγόρησε γραπτῶς στὴν σύναξη τῶν πρεσβυτέρων ὅτι εἶχε περιπέσει στὴν ἀσέλγεια τῶν σοδομιτῶν. Ὁ Ἰσίδωρος ποὺ ἦταν 80 χρονῶν ζήτησε νὰ παρουσιαστεῖ μάρτυρας. Ὁ Θεόφιλος πλήρωσε 15 χρυσὰ σὲ κάποιο νέο γιὰ νὰ ψευδομαρτυρήσει μὲ μέσο τὴν ἀδελφή του. Ὁ νέος αὐτὸς τὸ εἶπε στὴν μητέρα του καὶ ἡ μητέρα του στὸν Ἰσίδωρο. Ὁ Ἰσίδωρος κατέφυγε στὸ θυσιαστήριο, ἀλλὰ ὁ Θεόφιλος τὸν ἀπόβαλε. Ἔτσι ἄφησε τὴν ἐνορία του καὶ γύρισε στὸ μοναστήρι του στὴν Νιτρία ὅπου ἦταν καὶ πρὶν ὡς νέος. Ἀλλὰ οὔτε καὶ ἐκεῖ θὰ ἔμενε ἥσυχος ὁ Ἰσίδωρος γιατί καὶ ἐκεῖ θὰ τὸν καταδίωκε (λέγει ὁ συναξαριστὴς) ὁ Θεόφιλος, ἡ μᾶλλον ὁ ἐχθρὸς καὶ πολέμιος πάντων (ὁ διάβολος) διὰ αὐτοῦ (τοῦ Θεοφίλου). Πῶς ἔγινε αὐτό; Ἡ ἀφορμὴ ἦταν κάποιο ζήτημα ποὺ εἶχε τότε ἀνακύψει στὰ μοναστήρια τῆς Αἰγύπτου.
35) Ὠριγενισμὸς καὶ ἀνθρωπομορφιανισμός: Τὸ ζήτημα αὐτὸ ἀφοροῦσε στὸ κατὰ πόσον θὰ μποροῦσε νὰ γίνει παραδεκτὸς ὁ ἀνθρωπομορφιανισμὸς τῆς θεολογίας τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, δηλ. ἂν ὁ Θεὸς ἔχει ἀνθρώπινη σωματικὴ μορφή, ἡ ὄχι. Ὁ Θεόφιλος ἀποκήρυττε τοὺς ἀνθρωπομορφιανούς, δηλ. τοὺς ἁπλοϊκοὺς (ἀμαθεῖς) μοναχοὺς ποὺ ἔλεγαν ὅτι ὁ Θεὸς εἶχε σωματικὴ ἀνθρώπινη μορφή. Ὅταν ἔμαθαν τὴν στάση τοῦ Θεοφίλου ἀποφάσισαν οἱ μοναχοὶ αὐτοὶ νὰ τὸν ἐκθρονίσουν. Ἐκεῖνος τότε προσπάθησε νὰ ξεγελάσει τοὺς μοναχοὺς μὲ λογοπαίγνιο λέγοντάς τους ὅτι ἔτσι τοὺς εἶδε μὲ τὸν νοῦ του στὸν Θεό, καὶ ἔτσι ἀποσόβησε τὴν ὀργή τους. Ἐκεῖνοι τοῦ ζήτησαν νὰ ἀποκηρύξει ρητὰ τὸν Ὠριγένη. Ἐκεῖνος ὅμως ἐπαμφοτέριζε, μιλώντας καὶ ἔτσι καὶ ἀλλιῶς, ἐνῶ ὄφειλε σὰν ἐπίσκοπος νὰ διδάξει ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀσώματος καὶ ἡ μόνη σωματικὴ μορφὴ του εἶναι ἡ ἐνσάρκωση τοῦ Λόγου του. Δηλαδὴ γίνεται ὁρατὸς ὁ Θεὸς μόνον διὰ μέσου τῆς ἀνθρωπότητας τοῦ Χριστοῦ, ὄχι ὅμως στὴν θεότητά του.
36) Οἱ Μακροὶ Ἀδελφοὶ (ἡλικιωμένοι μοναχοί): Οἱ τέσσερις διακεκριμένοι μοναχοὶ γνωστοὶ ὡς Μακροί, ὁ Διόσκορος, ὁ Ἀμμώνιος, ὁ Εὐσέβιος καὶ ὁ Εὐθύμιος εἶχαν ἄριστη σχέση μὲ τὸν Θεόφιλο, ὁ ὁποῖος τοὺς ἐκτιμοῦσε βαθύτατα καὶ τοὺς εἶχε σὰν κόρη τῶν ὀφθαλμῶν του καὶ στενοὺς συνεργάτες του στὴν Ἀλεξάνδρεια, ὅσον καιρὸ ἦταν πραγματικὸς θεόφιλος (φίλος Θεοῦ). Ὅταν ὅμως ἔγινε φιλάργυρος καὶ φιλόχρυσος τά πράγματα ἄλλαξαν καὶ ἔτσι οἱ μακροὶ ἀδελφοὶ γύρισαν πίσω στὴν μονή τους. 37) Ὅταν ἔμαθε ὁ Θεόφιλος γιατί γύρισαν στὴν μονὴ τους ἀποφάσισε νὰ τοὺς τιμωρήσει. Τοὺς διέβαλε στοὺς ἀνθρωπομορφιανούς, λέγοντάς τους ὅτι ἤσαν Ὠριγενιστές, δηλ. πίστευαν ὅτι «τὸ θεῖον εἶναι ἀσώματον». Ἐκεῖνοι ἦλθαν στὴν Ἀλεξάνδρεια γιὰ νὰ ἀπολογηθοῦν ἀλλὰ ὁ Θεόφιλος τοὺς καταδίκασε καὶ τοὺς ἀπόβαλε («αὐτοὺς τε ἅμα καὶ τὸν θεῖον Ἰσίδωρον ἀναθεματίσας ἀποκηρύττει»). Ἔπειτα χειροτονεῖ κάποια ἀνθρωπάρια καὶ τὰ χρησιμοποιεῖ ἐναντίον τῶν μακρῶν ἀδελφῶν ἐγχειρίζοντάς τους λίβελους ἐναντίον τους, τοὺς ὁποίους εἶχε συντάξει ὁ ἴδιος! 38) Ἔτσι ἐπάνω σε αὐτὴ τὴ βάση ζητᾶ ὁ Θεόφιλος ἀπὸ τὸν Ρωμαῖο Αὐγουστάλιο (Διοικητὴ) νὰ ἀπελάσει τοὺς ὁσίους ἄνδρες ὡς κακοδόξους. Ἀκολουθεῖ ὁ διωγμὸς τῶν μοναχῶν καὶ ἡ καταστροφὴ τῆς μονῆς τους. Οἱ ἴδιοι ξέφυγαν τὸν διωγμὸ γιατί κρύφτηκαν στὸ φρέαρ τῆς μονῆς. 39) Στὴν συνέχεια ἔρχονται οἱ ὅσιοι γυμνοὶ στὴν Ἀλεξάνδρεια. Τοὺς βλέπει καὶ ξεσηκώνεται ὁ λαὸς ποὺ προβαίνει σὲ βανδαλισμούς, ἀπαιτώντας τὴν ἔκδοση καὶ δίκη τοῦ Θεοφίλου. Ἐκεῖνος κρύβεται ἀπὸ φόβο γιὰ τὴν ὀργὴ τοῦ λαοῦ. Ἡ ἐπέμβαση τοῦ ἄρχοντα σώζει τοὺς ὁσίους πατέρες. Ἐκεῖνοι ὅμως ἀποχωροῦν στὰ Ἱεροσόλυμα ὅπου ζητοῦν τὴν ὑποστήριξη τοῦ ἐπισκόπου Ἱεροσολύμων Σιλβανοῦ. Ὁ Θεόφιλος τὸ μαθαίνει καὶ γράφει ἀμέσως στὸν Σιλβανὸ νὰ μὴν τοὺς δεχθεῖ χωρὶς τὴν δική του συγκατάβαση οὔτε ἐκκλησιαστικὰ οὔτε ἰδιωτικά. Γι αὐτὸ καὶ ἐκεῖνοι ἀποφάσισαν νὰ συνεχίσουν τὸ ταξίδι τους ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ νὰ ζητήσουν ἐκεῖ το δίκιο τους. Μὲ τὴν ἄφιξή τους ἐκεῖ προσέρχονται στὸν γλυκὸ καὶ ἐλεήμονα ποιμένα, ἀναφέροντάς του τὰ ὅσα ὑπέστησαν. Ὁ ἅγιος πληροφορεῖται τὰ πάθη τους καὶ τοὺς ἐπιτρέπει νὰ μείνουν στὸν ναὸ τῆς ἁγίας Ἀναστασίας χωρὶς ὅμως νὰ κοινωνοῦν στὰ ἄχραντα μυστήρια πρὶν κριθεῖ ἐκκλησιαστικὰ καὶ ἐπίσημα ἡ περίπτωσή τους.
40) Χρυσόστομος, Μακροὶ ἀδελφοὶ καὶ Θεόφιλος: Ἀκολουθεῖ τὸ γράμμα τοῦ Χρυσοστόμου στὸν Θεόφιλο μὲ τὸ ὁποῖο τοῦ ζητᾶ νὰ συγχωρήσει τοὺς μοναχούς. Ὁ Θεόφιλος ὅμως ἀγνοεῖ τὴν ἔκκληση τοῦ Χρυσοστόμου καὶ καταγγέλλει τοὺς μακροὺς ἀδελφοὺς στὸν βασιλιά, στέλνοντάς του λίβελους ποὺ εἶχε ἔντεχνα συλλέξει ἐναντίον τους. Οἱ μοναχοὶ μὲ τὴν σειρὰ τους ὑποβάλλουν τὰ δικά τους γράμματα στὸν ἅγιο. Ἐκεῖνος γράφει πάλι στὸν Θεόφιλο, ποὺ καταλαμβάνεται ἀπὸ μανία ἐναντίον τοῦ ἁγίου. Τὸν ἐγκαλεῖ μὲ πικρόχολο γράμμα ὅτι δὲν ἔχει δικαίωμα νὰ δικάζει ὑπερόρια, παραβαίνοντας τοὺς κανόνες τῆς Συνόδου τῆς Νίκαιας (325) καὶ νὰ ἀνακατεύεται σὲ ὑποθέσεις ποὺ ἀφοροῦν τὴν ἐκκλησία του. Τότε ἀναγκάζονται οἱ μοναχοὶ νὰ γράψουν ὑπομνήματα στὸν βασιλιὰ γιὰ τὴν ὑπόθεσή τους. Ὁ βασιλιὰς γράφει στὸν ἄρχοντα τῆς Ἀλεξάνδρειας καὶ τοῦ ζητᾶ νὰ στείλει τὸν Θεόφιλο στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐπίσης γράφει καὶ στὸν Ἰννοκέντιο Ρώμης νὰ στείλει ἀντιπροσώπους γιὰ νὰ ἀσχοληθοῦν μὲ τὴν διαμάχη τοῦ Θεοφίλου μὲ τοὺς μοναχούς της Νιτρίας. Οἱ συκοφάντες ὁμολογοῦν στὶς ἀρχὲς ὅτι ὅλα αὐτὰ εἶναι κατασκευάσματα τοῦ Θεοφίλου. Ἐκεῖνος γιὰ νὰ ἀποφύγει τὴν φυλάκιση ἐπανέρχεται στὸ ἴδιο τέχνασμα. Δωροδοκεῖ τοὺς ἄρχοντες! Διαδίδει ἐπίσης ὅτι ὁ Ἰωάννης ἔδωσε κοινωνία στὸν Διόσκορο. Ἔτσι πηγαίνει στὴν Κωνσταντινούπολη ὄχι γιὰ νὰ κριθεῖ ἀλλὰ γιὰ νὰ κρίνει! Πηγαίνει μὲ πολλοὺς ἐπισκόπους καὶ πείθει τὸν Ἐπιφάνιο Κύπρου νὰ γράψει στὸν Ἰωάννη νὰ ἀπόσχει ἀπὸ τὰ βιβλία τοῦ Ὠριγένη. Ὁ ἅγιος διαβλέπει τὶς ραδιουργίες ἀλλὰ ἐμπιστεύεται τὸν ἐαυτόν του στὸν Κύριο.
41) Χρυσόστομος καὶ Εὐδοξία: ὁ ἀμπελώνας τῆς χήρας του Θεογνώστου. Ὁ Θεογνωστὸς ἦταν ἄρχοντας πού τὸν διέβαλαν στὸν βασιλιὰ καὶ δήμευσαν τὴν περιουσία του. Ἀποβλήθηκε στὴ Θεσσαλονίκη ἀλλὰ πέθανε καθ’ ὁδὸ πρὸς τὸν προορισμό του. Ἡ χήρα γυναίκα τοῦ ἀπευθύνθηκε στὸν Μέγα Ποιμένα. Ὁ Μέγας μὲ τὴν σειρὰ τοῦ τὴν φροντίζει καὶ τὴν προστατεύει συνδέοντας τὴν μὲ ξενώνα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Εὐδοξία ὅμως τὴν προκαλεῖ καὶ τὴν ἐμπλέκει σὲ νέα περιπέτεια. Προσπαθεῖ νὰ τῆς πάρει τὸν ἀμπελώνα της. Ἐπεμβαίνει ὅμως ὁ ἅγιος. Τὸν ἐγκαλεῖ ἡ Εὐδοξία ὅτι ἀγνοεῖ τοὺς νόμους. Ἐκεῖνος πηγαίνει αὐτοπροσώπως καὶ μιλάει στὴν Εὐδοξία, ζητώντας της νὰ μὴν μιμηθεῖ τὴν γυναίκα τοῦ Ἀχαάβ. Ἐκείνη ἔξαλλη ἐναντίον τοῦ προχωρεῖ σὲ κκατάσχεση τοῦ ἀμπελώνα τῆς χήρας χωρὶς ἀποζημίωση. Τότε ὁ Μέγας Ποιμένας εἰδοποιεῖ τοὺς θυρωροὺς τοῦ ναοῦ νὰ μὴν ἐπιτρέψουν τὴν εἴσοδο στὴν βασίλισσα. 42) Μετὰ ἀπὸ λίγο στὴν γιορτὴ τοῦ Σταυροῦ γίνεται κοσμοσυρροή. Προσέρχεται καὶ ἡ βασίλισσα, ἀλλὰ οἱ θυρωροὶ δὲν τῆς ἐπιτρέπουν τὴν εἴσοδο, σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ Μεγάλου Ποιμένα. Ἡ Εὐδοξία ἀποκαλεῖ τὴν πράξη αὐτὴ «ὕβριν». Ἕνας ἀπὸ τοὺς παρεστῶτες κτυπᾶ μὲ τὸ ξίφος τὴν θύρα τοῦ ναοῦ καὶ παραλύει ἡ δεξιά του! Ὁπότε ἡ Εὐδοξία ἐπιστρέφει στὰ δώματά της. Ὁ παράλυτος στὸ χέρι προσέρχεται στὸν Μέγα Ποιμένα καὶ δηλώνει μετάνοια. Θεραπεύεται ὕστερα ἀπὸ νίψη τοῦ χεριοῦ του σὲ λουτήρα σύμφωνα μὲ τὴν ὁδηγία τοῦ ἁγίου.
43) Ὁ Ἐπιφάνιος Κύπρου καὶ ὁ Χρυσόστομος: Σύμφωνα μὲ τὸν Συναξαριστὴ ὁ Ἐπιφάνιος ἦλθε στὴν Κωνσταντινούπολη πολὺ πρὶν ἔλθει ὁ Θεόφιλος. Ἦρθε μὲ τὰ ἀντιωριγενικὰ συγγράμματά του. Δὲν ζήτησε νὰ συναντήσει τὸν Χρυσόστομο γιατί ἦταν (κακῶς) πληροφορημένος γιὰ τὴν στάση τοῦ ἔναντί του ὠριγενισμοῦ. Γύρισε παντοῦ στὴν Πόλη, χειροτόνησε διάκονο καὶ ἀρνήθηκε τὴν φιλοξενία τοῦ Χρυσοστόμου ποὺ τὸν προσκάλεσε. Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑπενθύμισε τὸ ἐκκλησιαστικὸ ἔθος ὅτι ὄφειλε νὰ καταλύσει μαζί του. Ἐκεῖνος τοῦ ἀπήντησε ὅτι θὰ τὸ ἔκανε αὐτὸ μόνον ἐὰν καταδίκαζε τὸν ὠριγενισμό. Ὁ Μέγας του διαμήνυσε ὅτι τὸ ζήτημα τοῦ ὠριγενισμοῦ ἔπρεπε νὰ διερευνηθεῖ μὲ νηφαλιότητα καὶ ὄχι μὲ προπέτεια. Ἐν τῷ μεταξὺ πληροφορήθηκε ἡ Εὐδοξία τὴν διαφωνία αὐτὴ τῶν δύο ἀρχιερέων καὶ προσκαλεῖ τὸν Ἐπιφάνιο νὰ συγκαλέσει σύνοδο κατὰ τοῦ ἀλαζόνα Ἰωάννη ποὺ δέχεται κάποιο ἀντιεκκλησιαστικὸ δόγμα. Μάλιστα τοῦ διαμήνυσε τὰ ἑξῆς: «Σοὶ τῶν ἐκκλησιῶν πασῶν τὴν ἀρχὴν δίδωμι καὶ ἀξιῶ σύνοδον κατ’ αὐτοῦ ἐγεῖραι καὶ τοῦ θρόνου, καθάπερ ἐστὶ δίκαιον, καθελεῖν». Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ἔδειχνε τὸν θυμό της. Ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἐπιφανίου ἦταν ἀποστομωτική. «Τέκνον, ἐὰν ὁ Ἰωάννης κατηγορηθεῖ γιὰ αἵρεση καὶ δὲν προσέλθει ἂν κληθεῖ, ἡ ἀντίθετα ἐὰν ἀποδείξει ὅτι εἶναι καθαρὸς ἀπὸ αὐτήν, ἢ καὶ ἐὰν ἀκόμη μετανοήσει γιὰ τὴν αἵρεση αὐτὴ δὲν μπορῶ νὰ τὸν καταδικάσω γιατί ἡ βασιλεία δὲν κρίνει τὴν ἱεροσύνη. Ἐπίσης, οἱ βασιλεῖς πρέπει νὰ εἶναι ἀμνησίκακοι. Τότε ἡ Εὐδοξία ἀπὸ τὴ μεγάλη λύπη τῆς ξεστόμισε κάτι τελείως παράλογο καὶ ἐπικίνδυνο! «Ἂν ὁ Ἰωάννης δὲν κατακριθεῖ γιὰ τὴν ὑπεροψία του, τότε θὰ διατάξω νὰ ἀνοιχθοῦν οἱ ναοὶ τῶν εἰδώλων καὶ νὰ ἀναβιώσει ἡ εἰδωλολατρία». Στὸ σημεῖο αὐτὸ εὔλογα διερωτᾶται ὁ συναξαριστής: «Τί περισσότερο ἔκανε ἡ Ἡρωδιάδα ὅταν πίστεψε στὸν θάνατο τοῦ ἄλλου ἐκείνου Ἰωάννη»; Βέβαια ἡ διαφορὰ ἀνάμεσά τους ἔχει νὰ κάνει μὲ τὰ πάθη τους. Ἡ Ἡρωδιάδα εἶχε τὸ πάθος τῆς ἀκολασίας. Ἡ Εὐδοξία ὅμως εἶχε τὸ πάθος τῆς πλεονεξίας. Καὶ οἱ δυό τους ἀρνήθηκαν τὸν ἔλεγχο καὶ ἐπιδίωξαν τὴν ἀπαλλαγή. Ὡστόσο ὁ Ἐπιφάνιος ποὺ κατάλαβε πόσο ἀπαράδεκτα ἦταν ὅλα αὐτὰ εἶπε τότε: «Ἐγὼ δὲν ἔχω ἀπολύτως καμιὰ θέση σὲ μιὰ τέτοια κρίση». Ἔτσι ἀποχώρησε γιὰ τὴν ἕδρα του. Κατὰ τὸν συναξαριστὴ εἶναι μᾶλλον ψεύτικη ἡ φήμη, ὅτι συναίνεσε καὶ αὐτὸς στὴν καθαίρεση τοῦ Χρυσοστόμου. Ἀλλὰ οὔτε καὶ ὁ Χρυσόστομός τα γνώριζε αὐτά. Καὶ ἔτσι ἴσως νὰ ἔγινε τοῦτο κατὰ θεία οἰκονομία, γιὰ νὰ φανερωθεῖ κάτι ἄλλο, ἡ πατερικὴ αὐθεντία καὶ ἁγιότητα καὶ ἡ δική του καὶ ἥ του Ἐπιφανίου. Ἴσως νὰ εὐχήθηκαν ὁ ἕνας στὸν ἄλλο νὰ μὴν ξαναγυρίσουν ζωντανοὶ στὸ θρόνο τους, τὸ ὁποῖο καὶ ἔγινε! Ἀπεβίωσαν καὶ οἱ δύο ἐκτὸς ἕδρας καὶ ἔτσι, ἢ αὐτὸ ἦταν θεία οἰκονομία γιατί φανερώνει ὅτι ἤσαν καὶ οἱ δυό τους ἅγιοι γιὰ αὐτὸ καὶ ἐκπληρώθηκε ἡ ἐπιθυμία τους , ἢ μπορεῖ νὰ ἦταν καὶ μιὰ κακιὰ φήμη γιὰ κάτι ποὺ ποτὲ δὲν ἔγινε.
44) Ὁ Θεόφιλος στὴν Κωνσταντινούπολη: Λίγο ἀργότερα ἔρχεται ὁ Θεόφιλος στὴν Κωνσταντινούπολη μὲ πολλοὺς ἐπίσκοπους κατὰ πρόσκληση τῆς Εὐδοξίας. Συγκεντρώνεται πλῆθος ἀπὸ κακοὺς ἀνθρώπους πού ἤθελαν τὴν καθαίρεση τοῦ σοφοῦ ποιμένα. Ποιοὶ ἤσαν αὐτοί; Ἁμαρτωλὲς ψυχές, ἔνοχοί τους ὁποίους εἶχε ἀποδείξει ἀνάξιους γιὰ τὴν ἱεροσύνη ἡ ἀδέκαστη γνώμη τοῦ Ἰωάννη. Συναντήθηκαν μυστικὰ μὲ τὴν Εὐδοξία, ἀντάλλαξαν δῶρα καὶ συνωμότησαν ἐναντίον τοῦ ἁγίου. Ἔβαψαν τὶς ψυχές τους μὲ τὸ αἷμα ἀθώου, χωρὶς νὰ ἁπλώσουν τὰ χέρια τοὺς ἐπάνω του καὶ χωρὶς νὰ μάθει τίποτε ὁ βασιλιὰς Ἀρκάδιος. Βρῆκαν λοιπὸν τὴν ἀφορμὴ ποὺ ζητοῦσαν, χωρὶς ὅμως νὰ ὑπάρχει καμιὰ ἀλήθεια σὲ αὐτήν. Κήρυττε ὁ Μέγας Ποιμένας γιὰ τοὺς ἱερεῖς τοῦ αἴσχους ποὺ ἔφαγαν στὸ τραπέζι τῆς Ἰεζάβελ, ὅπως λέγει ὁ Ἠλίας στὸ βιβλίο τῶν Βασιλειῶν (Γ΄, 18:1συν). Πῆραν τὰ λόγια τοῦ ὁ Θεόφιλος καὶ ἡ συμμορία του καὶ τὰ μετέφεραν στὸν βασιλιά, ἐρμηνεύοντάς τα ὅτι δῆθεν ἀναφέρονταν σ’ αὐτοὺς καὶ στὴν βασίλισσα. Λυπᾶται ὁ βασιλιὰς καὶ ἐνδίδει στὸ αἴτημα τῆς καταδίκης του ἁγίου ποὺ τοῦ εἶχε ὑποβληθεῖ. Ἔτσι ἑτοιμάζεται σύνοδος μὲ τοὺς ἀντιφρονοῦντες. Δύο διάκονοι ποὺ εἶχαν καθαιρεθεῖ ἀπὸ τὸν ἅγιο, ὁ ἕνας γιὰ μοιχεία καὶ ὁ ἄλλος φόνο, ἀποκαθίστανται στὸν βαθμό τους καὶ δίνουν ψεύτικους λίβελους διαβολῶν κατὰ τοῦ Πατριάρχη.
Η ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ:
Η ΠΡΩΤΗ ΚΑΙ Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΞΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
45) Ἡ ψευδοσύνοδος στὴ Δρῦ καὶ ἡ πρώτη ἐξορία τοῦ Χρυσοστόμου: Γίνεται σύναξη στὴν Δρῦ (403), στὸν ἀγρὸ τοῦ Ρουφίνου κοντὰ στὴν Χαλκηδόνα, ὅπου ἔρχεται ὁ Θεόφιλος καὶ οἱ Ἀντιοχειανοὶ ἐπίσκοποι, Σεβηριανός, Ἀκάκιος καὶ Ἀντιοχος. Ὁ Χρυσόστομος εἶχε 40 ἐπισκόπους μὲ τὸ μέρος του ποὺ ἀποροῦσαν πῶς ἦταν δυνατὸν ὁ Θεόφιλος ποὺ εἶχε κληθεῖ στὴν Πόλη γιὰ νὰ κριθεῖ, πέτυχε νὰ μεταπείσει τοὺς ἄρχοντες καὶ νὰ ποζάρει σὰν κριτὴς τῶν ἄλλων. Τοὺς ἔλεγε ὅμως ὁ Χρυσόστομος νὰ μὴν μικροψυχοῦν γιατί στὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν εἰσέρχεται κανεὶς ὕστερα ἀπὸ πολλὲς θλίψεις. Ἔλεγε ἐπίσης ὅτι κανεὶς δὲν πρέπει νὰ ἀφήσει τὴν Ἐκκλησία γιὰ χάρη του. Ζητᾶ μόνον νὰ τὸν μνημονεύουν στὶς προσευχές τους. Ζητᾶ ἐπίσης νὰ μὴν διακόψουν τὴν κοινωνία, γιὰ νὰ μὴν γίνει σχίσμα, ὄχι ὅμως νὰ ὑπογράψουν τὴν καθαίρεσή του, γιατί δὲν εἶχε κάνει κανένα παράπτωμα. Ἀκολουθεῖ ἡ κλήση του νὰ παρουσιασθεῖ στὴ σύνοδο καὶ νὰ ἀπολογηθεῖ γιὰ τοὺς λίβελους ποὺ ἔχουν κατατεθεῖ εἰς βάρος του. Τὸν καλοῦν ἁπλὰ σὰν Ἰωάννη καὶ ὄχι σὰν ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως. Ὁ Χρυσόστομος στέλνει ἀντιπροσωπία τριῶν ἐπισκόπων καὶ δύο πρεσβυτέρων (ὅπως ἀναφέρει ἡ ἐπιστολή του πρὸς τὸν πάπα Ρώμης Ἰννοκέντιο), τονίζοντας ὅτι δὲν ἀποφεύγει τὴν κρίση ἀλλὰ τὸν δηλωμένο ἐχθρὸς καὶ φανερὸ πολέμιο, καὶ ὅτι δὲν μπορεῖ κανονικὰ νὰ δικάζει ὁ ἐξ Αἰγύπτου τοὺς ἐν Θράκη ἐπισκόπους. Ὁ Θεόφιλος ὅμως συνέχισε τὴν ἀντικανονικὴ διαδικασία ἐναντίον του. Κακοποίησε τοὺς ἀπεσταλμένους τοῦ Χρυσοστόμου χωρὶς νὰ σεβαστεῖ τὴν ἱερατική τους ἰδιότητα. Ἔπειτα εἰδοποίησε τὸν βασιλιὰ ὅτι ἐπειδὴ ἀρνήθηκε ὁ Χρυσόστομος νὰ προσέλθει στὴν σύνοδο καὶ νὰ ἀπαντήσει στὶς σοβαρὲς κατηγορίες ποὺ διατυπώθηκαν ἐναντίον του, καθαιρέθηκε σύμφωνα μὲ τοὺς ἱεροὺς κανόνες καὶ κατὰ συνέπεια πρέπει τὸ κράτος νὰ τὸν ἀπελάσει ἀπὸ τὴν Πόλη. Τότε ξεσηκώθηκε ὁ λαὸς ὑπὲρ τοῦ Χρυσοστόμου μὲ διαμαρτυρίες πρὸς τὸν βασιλιὰ ἐναντίον τοῦ Θεοφίλου. Ὁ ἅγιος ὅμως (ὅπως ἔγραψε στὸν Ἰννοκέντιο) δέχθηκε νὰ τὸν ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὴν Πόλη ἀργὰ τὸ βράδυ γιὰ νὰ ἀποφευχθεῖ μεγαλύτερο κακὸ στὸν λαό, ἀφοῦ πρῶτα δήλωσε ὅτι ζητοῦσε νὰ συγκληθεῖ κανονικὴ σύνοδος γιὰ νὰ ἐξετάσει τὰ ἄτοπα συμβάντα. Τὸν ἀποβίβασαν πέρα ἀπὸ τὸ στόμιο τῆς Προποντίδας, στὴν Πραίνετο. Ὡστόσο γράφει ὁ Θεόφιλος στὸν Ἰννοκέντιο γιὰ νὰ τὸν ἐνημερώσει σχετικὰ μὲ τὴν καθαίρεση. Ἐπίσης καταδικάζει τὸν Ἡρακλείδη τῆς Ἐφέσου (ποὺ εἶχε ἀντικαταστήσει τὸν σιμωνιακὸ Ἀντωνίνο) χωρὶς νὰ τὸν καλέσει νὰ ἀπολογηθεῖ, καὶ προκαλεῖ καὶ σωρεία ἄλλων ἀτοπημάτων καὶ ταραχῶν. Ξεσηκώνεται λοιπὸν ὁ κόσμος τῆς βασιλεύουσας ἐναντίον καὶ ἐκεῖνος ἀναχωρεῖ κρυφὰ γιὰ τὴν Αἴγυπτο γιὰ νὰ ἀποφύγει τὸν διωγμό. Ταυτόχρονα συμφιλιώνεται μὲ τοὺς Μακροὺς Ἀδελφοὺς καὶ παραδέχεται τὰ βιβλία τοῦ Ὠριγένη τὰ ὁποῖα εἶχε προηγουμένως ἀπορρίψει.
46) Ἡ ἐπιστροφὴ τοῦ Χρυσοστόμου ἀπὸ τὴν πρώτη ἐξορία του: Τότε πού ἔγιναν αὐτὰ συνέβη ἕνα βράδυ νὰ γίνει δυνατὸς σεισμὸς στὴν Πόλη ἀπὸ τὸν Θεὸ ποὺ δημιούργησε ρήγματα στοὺς βασιλικοὺς κοιτῶνες. Ὁ λαὸς τὸ εἶδε αὐτὸ σὰν θεομηνία καὶ φώναζε νὰ ἀνακληθεῖ ὁ ἅγιος ποιμένας. Αὐτὸ ἀκριβῶς ἔπραξε ὁ βασιλιάς. Ἀνακάλεσε τὸν Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο στὴν θέση του. Ἔμαθε ὁ κόσμος γιὰ τὴν ἐπιστροφή του στὶς 13 Νοεμβρίου καὶ κατέκλυσε τοὺς δρόμους τῆς Κωνσταντινούπολης. Ἦταν σωστὴ λαοθάλασσα καὶ τὰ κύματά της οἱ ὑμνωδίες ποὺ ἀναπέμπονταν στὸν πανάγαθο Θεό. Ἐκδήλωναν ἔτσι τὴν λύπη τοὺς γιατί τὸν στερήθηκαν ἀλλὰ καὶ τὴν ἄκρα εὐχαρίστησή τους ποὺ ἐπέστρεφε κοντά τους. Ὁ ἅγιος ἔφθασε ἔξω ἀπὸ τὴν Πόλη, ἀλλὰ δὲν εἰσῆλθε. Ἤθελε νὰ βεβαιωθεῖ ὅτι θὰ συγκαλοῦσε ὁ βασιλιὰς κανονικὴ σύνοδο ποὺ θὰ ἀποφάσιζε συνοδικὰ γιὰ τὴν θέση του. Στὸ τέλος ὅμως ἐνέδωσε στὶς ἐκκλήσεις τοῦ λαοῦ καὶ τῶν ἀρχόντων καὶ εἰσῆλθε στὴν Πόλη ὅπου καὶ ἀνέλαβε ξανὰ τὸν θρόνο του. Τότε, λέγει ὁ συναξαριστής, ξαναπῆρε ἡ Ἐκκλησία τὸν νυμφίο της, λύθηκε τὸ πένθος της, ἄνθισε καὶ ἀνέθαλλε γιατί ποτίστηκε ἀπὸ τοὺς ποταμοὺς τῶν ἐμπνευσμένων λόγων του. Ἐντούτοις ὁ φθόνος δὲν ἔλειψε, ἀλλὰ ξαναδυνάμωσε καὶ κατάφερε νὰ ἐκδιώξει ξανὰ τὸν Ποιμένα ἀπὸ τὸ ποίμνιό του! Μὰ πῶς, πῶς ἔγιναν ὅλα αὐτά;
47) Ἡ δεύτερη ἐξορία τοῦ Χρυσοστόμου (404): Ἡ ἀφορμὴ δόθηκε ὅταν ἔστησε ἡ βασίλισσα Εὐδοξία τὴν ἀσημένια στήλη τοῦ ὁμοιώματός της κοντὰ στὸ ἱερό της ἐκκλησιᾶς τῆς ἁγίας Σοφίας καὶ προκάλεσε ἀναπόφευκτα διάφορες κοσμικὲς ἐκδηλώσεις («δημώδεις παιδιαί»). Ὁ ἅγιος ἀποκήρυξε αὐτὴν τὴν ἐνέργεια σὰν ὕβρη, γιατί τὰ ἄσματα τῶν ἐκδηλώσεων ἀποτελοῦσαν ἀνοιχτῆ ἀντιπαράθεση στὶς ὑμνωδίες καὶ ἀκολουθίες τῆς ἐκκλησίας. Ἡ Εὐδοξία θεώρησε τὰ λόγια τοῦ ποιμένα ὕβρη κατὰ τοῦ προσώπου της. Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα; «Εὐθὺς οὒν σύνοδος ἐκροτεῖτο πάλιν καὶ βασιλικὰ πρὸς τούτω γράμματα διεπέμποντο, ἄλλους τὲ τῶν ἐπισκόπων καὶ τὸς πρώην ἐπισκόπους μετακαλούμενα». Δὲν ὑπῆρχε ὅμως «εὐπρόσωπος ἀφορμή». Γράφουν στὸν Θεόφιλο, τὸ Λιβυκὸ θηρίο, ὅπως τὸν ἀποκαλεῖ ὁ συναξαριστής. Ἐκεῖνος ὅμως δὲν ἀπαντάει μὲ εὐθύτητα. Στέλνει τρεῖς ἐπισκόπους, ὀπλίζοντάς τους μὲ τὸν κανόνα ποὺ εἶχε χρησιμοποιηθεῖ ἀπὸ τοὺς Ἀρειανοὺς κατὰ τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου. «Ἐὰν κάποιος ἐπίσκοπος ἢ πρεσβύτερος, δικαίως ἢ καὶ ἀδίκως καθαιρεθεῖς ἐπανέλθει στὴν ἐκκλησία ἀπὸ μόνος του χωρὶς συνοδικὴ ἀπόφαση δὲν ἔχει πλέον τὸ δικαίωμα νὰ ἀπολογηθεῖ» (Σύνοδος Ἐγκαινίων Ἀντιοχείας). Ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοφίλου ἦταν νὰ ἀπελαθεῖ ὁ Χρυσόστομος ἀπὸ τὸν βασιλιὰ μὲ βάση αὐτὸν τὸν κανόνα, χωρὶς νὰ τοῦ δοθεῖ ἄλλη εὐκαιρία νὰ ἀπολογηθεῖ. Συνάχτηκαν λοιπὸν ἐνώπιόν του βασιλιὰ οἱ ἐπίσκοποι, καὶ οἱ κατὰ (οἱ τρεῖς) καὶ οἱ ὑπὲρ (δέκα), καὶ διαφώνησαν ὅσον ἀφορᾶ στὸν κανόνα αὐτόν. Τελικὰ ὅμως συμφώνησαν οἱ μὲν γιὰ τὴν ἰσχὺ τοῦ κανόνα, οἱ δὲ ὅτι δὲν μποροῦσε νὰ ἐφασμοσθεῖ στὴν περίπτωση τοῦ Ἰωάννη γιατί δὲν εἶχε καθαιρεθεῖ ἀπὸ σύνοδο ἀλλὰ ἐξωσθεῖ ἀπὸ τὶς πολιτικὲς ἀρχὲς καὶ ὄχι ἀπὸ σύνοδο. 48)Ὅταν πλησίαζε τὸ Πάσχα (τοῦ 404) πείστηκε ὁ βασιλιὰς ὅτι ὁ κανόνας ἴσχυε καὶ στὴν περίπτωση τοῦ Ἰωάννη. Ἔτσι τοῦ ζητᾶ νὰ ἀποχωρήσει ὡς καταδικασμένος ἀπὸ δύο συνόδους. Ἐκεῖνος ἀρνεῖται εὐθαρσώς, ἐπικαλούμενος τὴν ἐκλογή του ἀπὸ τὸν Θεό. «Ἐγὼ παρὰ τοῦ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος τὴν Ἐκκλησίαν ἐπιτραπεῖς, ὑποχωρῆσαι ταύτης ἐκῶν δέδοικα». Τοῦ ἐπιτρέπουν νὰ μείνει στὴν ἐπισκοπή, ὄχι ὅμως καὶ νὰ λειτουργεῖ. Ἔρχεται τὸ Πάσχα καὶ ζητᾶ ὁ βασιλιὰς τὴν γνώμη τῆς ὁμάδας τοῦ Ἀκακίου καὶ τοῦ Ἀντιόχου. Τί δέον γενέσθαι; Τὸ αἷμα τοῦ ἐπάνω μας, εἶπαν. «Οὕτως ἐρήμην καταψηφίζονται τοῦ δικαίου χωρὶς λόγο καὶ χωρὶς ἀπολογία». Τὸ τί συνέβη μετά, κατὰ τὸ Μέγα Σάββατο, τὸ διηγεῖται ὁ ἴδιος ὁ Μέγας Ποιμένας στὴν ἐπιστολή του πρὸς τὸν πάπα Ἰννοκέντιο. Ὁ Λούκιος μὲ τοὺς ὁπλοφόρους τοῦ ἐκδίωξαν τὸν λαὸ ἀπὸ τὴν ἐκκλησία μὲ βία καὶ τραυματισμούς. Χύθηκε αἷμα. Καὶ ἔτσι ἐξῆλθε ὁ λαὸς ἀπὸ τὴν πόλη μὲ τοὺς Ἰωαννίτες λειτουργούς του καὶ λειτουργοῦσαν στὰ δάση. Αὐτὸ συνεχίστηκε μέχρι τὴν Πεντηκοστή, ὁπότε ἐξοργίσθηκαν οἱ ἐχθροί του Μεγάλου Ποιμένα. Ἔπεισαν τὸν βασιλιὰ νὰ τὸν ἀποβάλει μὲ βία. Ἐστάλη τὸ μήνυμα τῆς βασιλικῆς ἀποφάσεως καὶ ὁ Μέγας συγκέντρωσε τοὺς ἐπισκόπους του καὶ τοὺς ἔδωσε τὶς τελευταῖες ὑποθῆκες του. Ἐνῶ γινόταν αὐτὸ τὸν εἰδοποίησαν ὅτι ἐρχόταν ὁ Λούκιος μὲ στράτευμα. Οἱ ἐπίσκοποί του ζητοῦν νὰ φύγει γιὰ νὰ μὴν ἔλθει ὁ λαὸς σὲ ἀντιπαράθεση μὲ τὸν στρατὸ καὶ προκληθοῦν αἱματηρὰ ἐπεισόδια. Ἐκεῖνος τοὺς ἀποχαιρετᾶ καὶ ὑπόσχεται νὰ ἀποχωρήσει.49) Στὴν συνέχεια ἀποχαιρετᾶ τὴν Ὀλυμπιάδα γιὰ τὴν ὁποία μιλάει ὁ συναξαριστὴς διεξοδικά. Ἦταν γιὰ τὸν μακάριο Ἰωάννη ὅτι ἡ Θέκλα γιὰ τὸν Παῦλο. Μαζὶ μὲ τὴν Ὀλυμπιάδα ἤσαν καὶ οἱ ἄλλες διακόνισσες, ἡ Πρόκλη, ἡ Πενταδία καὶ ἡ Σιλβανή, ποὺ ἔλαβαν τὶς τελευταῖες ἐντολὲς καὶ παραινέσεις τοῦ ἁγίου ποιμένα. Ἔπειτα φεύγει κρυφὰ ἀπὸ τὴν ἀνατολικὴ πύλη, γιατί ὁ κόσμος τὸν περιμένει στὴν δυτική. Τὸ μαθαίνει ὁ λαὸς καὶ χωρίζονται σὲ ἐκείνους ποὺ λυπούνται καὶ σὲ ἐκείνους ποὺ χαίρονται. 50) Τότε ὅμως συμβαίνει κάτι τὸ τρομερό. Βγαίνει φωτιὰ ἀπὸ τὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο στὴν μεγάλη ἐκκλησία «οὐδεμιᾶς χειρὸς ἀναφθέν»! Φωτιὰ θεομηνίας πού θύμιζε τὸν σεισμὸ τῆς πρώτης ἔξωσης τοῦ ἁγίου. Καταστρέφεται ὁ πατριαρχικὸς ναὸς καὶ τὰ γύρω κτίσματα ἐκτὸς ἀπὸ τὸν οἰκίσκο ποὺ φυλάγονταν τὰ ἱερὰ σκεύη. Αὐτὸ γίνεται, γράφει ὁ συναξαριστής, ὄχι γιὰ νὰ σωθεῖ ὁ χρυσὸς ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴν συκοφαντηθεῖ ὁ ἅγιος ποιμένας. Παρόλα αὐτὰ ἡ φωτιὰ χρεώνεται στοὺς Ἰωαννίτες.
51) Τὰ μετὰ τὴν ἐξορία γεγονότα: Ἔτσι ὁ Μέγας ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ὁδηγεῖται ἀπὸ στρατιῶτες στὴν Κουκουσὸ τῆς Ἀρμενίας ὅπου φθάνει τελικὰ μετὰ ἀπὸ 70 μέρες ἐξοντωτικῆς πορείας καὶ ταλαιπωρίας! Ὁ συναξαριστὴς περιγράφει τὸ μαρτύριο τοῦ προσφέροντας ἀποσπάσματα ἀπὸ τῆς ἐπιστολὲς τοῦ ἁγίου ποὺ ἔγραφε κατὰ τὴν πορεία τοῦ (ἐπιστολὲς 118, 120, 121, 234, καὶ 221 ὁλόκληρη). 52) Στὴν Κουκουσὸ τὸν ὑποδέχεται ὁ ἐπίσκοπος Ἀδελφειὸς τῆς Ἀραβισσοῦ ὅπου ὑπῆρχαν πολλοὶ εἰδωλολάτρες. Τοῦ φέρνουν ἕνα νεαρὸ παιδὶ ποὺ ἦταν παράλυτο γιὰ νὰ τὸ θεραπεύσει. Ὁ ἅγιος του μιλάει γιὰ τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ τὸ καθοδηγεῖ στὴν πίστη. Ἐκεῖνο πιστεύει, ὁ ἅγιος προσεύχεται καὶ τὸ νεαρὸ παιδὶ θεραπεύεται. Ἀκολουθεῖ μαζικὴ ἐπιστροφὴ στὴν χριστιανικὴ πίστη τοῦ λαοῦ τῆς περιοχῆς ποὺ βαπτίζεται ἀπὸ τὸν ἅγιο, καὶ ἡ χειροτονία 7 ἐπισκόπων, πρεσβυτέρων καὶ διακόνων ὕστερα ἀπὸ τὴν καὶ ἡ ὀργάνωση τῆς ἐκκλησίας, τῆς κατήχησης καὶ τῆς λειτουργικῆς. 53) Ἐν τῷ μεταξύ το μαρτύριο τοῦ Ἰωάννου περιλαμβάνει καὶ τὸ μαρτύριο τῶν ὑποστηρικτῶν καὶ μαθητῶν του, τῶν λεγομένων Ἰωαννιτῶν. Ὁ συναξαριστὴς παρέχει λεπτομέρειες γιὰ τὸ πῶς ἀκριβῶς ἔγιναν κοινωνοὶ τῶν θλίψεων τοῦ Μεγάλου ποιμένα καὶ οἱ συνεργάτες του. Τὸ μαρτύριο αὐτὸ συνδέεται μὲ τὴν στάση καὶ πολιτικὴ τῶν διαδόχων του Ἰωάννου στὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινούπολης περὶ τῶν ὁποίων γράφει ὁ συναξαριστής. 54) Πρῶτος διάδοχος εἶναι ὁ Ἀρσάκιος, ποὺ ἦταν πάνω ἀπὸ 80 ἐτῶν ὅταν χειροτονήθηκε καὶ πατριάρχευσε μόνο γιὰ 14 μῆνες. 55) Ὁ ἑπόμενος πατριάρχης ἦταν ὁ Ἀττικὸς ὁ ὁποῖος προέβη σὲ φοβερὰ ἔργα. Ἀπόβαλε τὸν Ἡρακλείδη Ἐφέσου ποὺ εἶχε ἀντικαταστήσει τὸν Ἀντωνίνο καὶ τοποθέτησε στὴν θέση τοῦ ἕνα τριβοῦνο εὐνοῦχο. Καταδίωξε τοὺς Ἰωαννίτες καὶ ἐπικρότησε τὴν ἐπιπήδηση στὸν θρόνο τῆς Ἀντιόχειας τοῦ ἰταμοῦ καὶ μοχθηροῦ Πορφυρίου τὸν ὁποῖον χειροτόνησαν οἱ γνωστοὶ ἐχθροί του Χρυσοστόμου, ὁ Ἀντιοχος, ὁ Σεβηριανὸς καὶ ὁ Ἀκάκιος, καὶ ὁ ὁποῖος σὰν πατριάρχης προέβη προέβη σὲ ἀνήκουστα ἔκτροπα. 56) Κάτω ἀπὸ τὶς συνθῆκες αὐτὲς οἱ Ἰωαννίτες, ἐπίσκοποι καὶ κληρικοί, στρέφονται στὸν βασιλιὰ Ὀνώριο τῆς Δύσης καὶ στὸν πάπα Ἰννοκέντιο τῆς Ρώμης. Στέλνουν τρεῖς ἐπιστολές, μία ἀπὸ τοὺς λαϊκούς, μία ἄλλη ἀπὸ τὸν κλῆρο καὶ μιὰ τρίτη ποὺ ὑπογράφτηκε ἀπὸ 40 ἐπισκόπους. Καταγγέλλουν ὅτι «κακῶς καὶ ἀθέσμως ἡ δευτέρα τετόλμηται κατὰ Ἰωάννου ὑπερορία», καὶ ζητοῦν ἐπιστροφὴ τοῦ ἁγίου καὶ Σύνοδο στὴ Θεσσαλονίκη. Ἡ Δύση στέλνει ἀντιπροσωπεία ἐπισκόπων ποὺ μεταφέρει γράμματα καὶ ὑπομνήματα ὑπὲρ τοῦ Χρυσοστόμου καὶ τῶν αἰτημάτων τῶν Ἰωαννιτῶν. Ἀνάμεσά τους εἶναι καὶ οἱ Ἰωαννίτες ἐπίσκοποι Κυριακός, Δημήτριος, Παλλάδιος καὶ Εὐλύσιος.57) Δυστυχῶς ὅμως στὴν Ἑλλάδα τοὺς συλλαμβάνουν οἱ χιλίαρχοι κὰτ ἐντολὴ τῆς παμπόνηρης Εὐδοξίας καὶ τοὺς ὁδηγοῦν αἰχμαλώτους σὲ φρούριο τῆς Θράκης (στὸν Ἀθύρα). Ἐκεῖ τους ἀνακρίνουν, τοὺς παίρνουν τὰ γράμματα καὶ τὰ δῶρα πρὸς τὸν βασιλιὰ Ἀρκάδιο. Ταυτόχρονά τους προσφέρουν 3000 χρυσὰ γιὰ νὰ ἀναγνωρίσουν καὶ νὰ κοινωνήσουν μὲ τὸν Ἀττικό. Ἡ ἄρνησή τους νὰ συμβιβαστοῦν κατέληξε σὲ βασανισμούς. Ὡστόσο κάποιοι ἄλλοι ἐμφανίζονται ὡς δῆθεν Ἰωαννίτες καὶ ἀναγνωρίζουν τὸν Ἀττικὸ ζητώντας σὰν ἀντάλλαγμα 3000 χρυσά. Τελικὰ κατάφεραν οἱ δυτικοὶ ἀπεσταλμένοι ὕστερα ἀπὸ ἄλλες ἀντίξοες περιπέτειες νὰ ἐπιστρέψουν στὴ Ρώμη μετὰ ἀπὸ τέσσερις μῆνες καὶ νὰ ἀναφέρουν τὰ ἀνήκουστα δεινὰ στὰ ὁποῖα ὑποβλήθηκαν ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς του Χρυσοστόμου.
58)
Τὰ τελευταῖα γεγονότα τῆς ἐξορίας τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου:Στὴν Κουκουσὸ ὁ
Χρυσόστομος συνέχισε τὴν ποιμαντικὴ δράση του στὸ πλάι του Ἀδελφειοῦ.
Κηρύττει, διδάσκει, ἱεροπράττει, γράφει ἐπιστολὲς (τὶς πιὸ περίφημες
στὴν Ὀλυμπιάδα). Συνιστᾶ ὑπομονή, καὶ ἐξηγεῖ ὅτι κανένα λυπηρὸ δεινὸ δὲν
εἶναι τόσο τρομερὸ ὅσο ἡ ἁμαρτία. Τὰ δεινὰ λοιπὸν ποὺ ὑποφέρει κανεὶς –
καὶ τὰ δικά του τὰ περιγράφει τὸ κεφάλαιο αὐτὸ μὲ ἀρκετὴ
παραστατικότητα – εἶναι πρόσκαιρα καὶ ὁδηγοῦν γρηγορότερα στὴν τελείωση.
Ἡ στάση τοῦ αὐτὴ ἐξοργίζει τοὺς ἐχθρούς του οἱ ὁποῖοι ἀπὸ φθόνο
σχεδιάζουν τὴν ἐξόντωσή του. Τὸν στέλνουν μὲ νέα ἐντολὴ στηνΑραβισσὸ
ὅπου ὑφίσταται νέες συκοφαντίες, ἀντιπαραθέσεις καὶ κακοπάθειες. Ἐκεῖνος
ὅμως παραμένει ἀήττητος στὴν προσκόλλησή του στὴν ἀλήθεια καὶ ἐπιτελεῖ
ἔργο ποιμαντικῆς οἰκοδομῆς καὶ ἐνισχύσεως στοὺς πιστοὺς ποὺ τὸν
περιτριγυρίζουν. Ὁ φθόνος ὅμως τῶν ἐχθρῶν του τοὺς ὠθεῖ νὰ τὸν στείλουν
σὲ νέα ἐξορία στὴν ἐρημικὴ Πιτιούντα, στὰ σύνορά της ρωμαϊκῆς κυριαρχίας
ποὺ γίνονταν συνεχεῖς ἐπιδρομὲς τῶν βαρβάρων.59) Καθὼς προχωροῦσε στὴ
νέα αὐτὴ δοκιμασία ἦταν φανερὸ ὅτι τὸ τέλος τῆς ζωῆς τοῦ ἦταν πλησίον.
Λίγες μέρες πρὶν γίνει αὐτὸ εἶδε σὲ ὅραμα νὰ τὸν ἐπισκέπτονται καὶ πάλιν
οἱ ἀπόστολοι Πέτρος καὶ Ἰωάννης γιὰ νὰ τὸν ἐνισχύσουν καὶ νὰ τὸν
βεβαιώσουν ὅτι ἡ τελικὴ νίκη τοῦ κατὰ τῶν δαιμόνων πλησίαζε. Τοῦ ἔδωσαν
νὰ φάγει κάτι ποὺ ὑποδεῖξαν λέγοντάς του ὅτι ἂν τὸ ἔτρωγε δὲν θὰ
χρειαζόταν τίποτε περισσότερο. Ἐκεῖνος ὑπάκουσε καὶ ἔφαγε χωρὶς ὅμως νὰ
ἐξηγήσει τίποτε γιὰ τὸ περιστατικὸ αὐτὸ πού ἔγινε γνωστὸ στὸ ποσοστὸ ποὺ
τὸ ἄκουσαν οἱ δύο διάκονοί του ποὺ τὸν ἀκολουθοῦσαν μέχρι τέλους καὶ οἱ
ὁποῖοι παρέδωσαν καὶ πολλὰ ἄλλα συμβάντα τοῦ βίου τοῦ ἐκείνης τῆς
περιόδου. Ἡ ὁδοιπορία συνεχίστηκε ἀνελέητα κάτω ἀπὸ τὶς ποιὸ ἀντίξοες
καιρικὲς συνθῆκες. 60) Ἡ Πιτιούντα ἦταν ὁ τελικὸς προορισμός. Δὲν ἔφθασε
ὅμως ποτὲ ἐκεῖ –σύμφωνα μὲ τὴν πρόρρηση τοῦ Ἐπιφανίου, ὅπως παρατηρεῖ ὁ
συναξαριστής! Ἔφθασαν στὰ Κόμανα καὶ ἔκανα στάση στὸ μαρτύριο τοῦ ἁγίου
Βασιλίσκου πού εἶχε μαρτυρήσει στὸ διωγμὸ τοῦ Μαξιμιανοῦ. Τὸ βράδυ τοῦ
παρουσιάζεται ὁ ἅγιος μάρτυρας καὶ τοῦ λέγει, ὅτι αὔριο θὰ εἶναι καὶ οἱ
δύο τους μαζὶ («Θάρσει ἀδελφέ, φάναι καὶ χαῖρε, συνάψει γὰρ ἀμφοτέρους ἡ
ἐπιούσα»). Παρουσιάζεται καὶ στὸν νεωκόρο ζητώντας του νὰ ἑτοιμάσει
τόπο γιὰ τὴν ταφή του. Τὴν ἄλλη μέρα οἱ φρουροὶ τοῦ τὸν ὑποχρεώνουν νὰ
συνεχίσει τὴν πορεία πρὸς τὴν Πιτιούντα. Ἐκεῖνος δυσανασχετεῖ λόγω τοῦ
ὁράματος. Τελικὰ ὅμως ὁ καιρὸς καὶ ἡ ἀποπλάνηση τῶν φρουρῶν ἀπὸ κάποιο
χρησμὸ τοὺς ξαναγυρίζουν στὰ Κόμανα, στὸ μαρτύριο τοῦ Βασιλίσκου. Τέλεσε
τὴν θεία Λειτουργία, κοινώνησε, διένειμε τὰ ὑπάρχοντά του στοὺς μαθητές
του καὶ στοὺς πιστοὺς ποὺ ἤσαν γύρω του, ἀκόμη καὶ τὰ ὑποδήματά του,
εἶπε τὴν τελευταία του συνηθισμένη εὐχὴ («Δόξα σοὶ Κύριε πάντων ἕνεκεν»)
ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ ἅπλωσε τὰ ὡραῖα ἀποστολικὰ πόδια του στὴ γῆ
καὶ ἔφυγε γιὰ τὸ εὐλογημένο ταξίδι ποὺ θὰ τὸν ὁδηγοῦσε νὰ δεῖ τὸν
Χριστό, νὰ εἶναι μαζὶ μὲ τὸν Χριστό, καὶ νὰ ἀγάλλεται αἰώνια μὲ τὴν
ὡραιότητα τοῦ Προσώπου του. Ἡ ἐκδημία αὐτὴ καὶ μετάθεση τοῦ ἁγίου πατέρα
συνέπεσε μὲ τὴν ἡμέρα τοῦ Σταυροῦ στὶς 14 Σεπτεμβρίου τοῦ 407 –γεγονὸς
ποὺ σηματοδοτοῦσε το ὅτι ὁ ἅγιος εἶχε σταυρωθεῖ ὁλοκληρωτικὰ γιὰ τὸν
κόσμο, ὅτι δὲν εἶχε κανένα ἄλλο καύχημά του παρὰ τὸν σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ,
ὅτι ἄφησε τὸν κονιορτὸ τοῦ κάτω κόσμου καὶ μπῆκε καθαρὸς στὴν οὐράνια
πολιτεία. 61) Τότε φανερώθηκε περίτρανα καὶ ὁ πόθος τοῦ κόσμου γιὰ τὸν
ἅγιο. Καθὼς ἔτρεξαν τὰ νέα της ἐκδημίας τοῦ παντοῦ, ἔτσι ἔτρεξε καὶ τὸ
πλῆθος τῶν μοναχῶν ἀπὸ τὴν Συρία, τὴν Κιλικία, τὸν Πόντο καὶ τὴν Ἀρμενία
νὰ προσκυνήσει τὸ μακάριο σῶμα του ποὺ τοποθετήθηκε πλάι στὸ σῶμα τοῦ
μάρτυρος Βασιλίσκου «εἰς δόξαν Θεοῦ, γιὰ τὴν ὁποίαν ἐκεῖνος τὰ πάντα
πάντοτε ἔπραττε».
Κοίμηση ἱεροῦ Χρυσοστόμου
[Τὸ μαρτύριο τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου τάραξε τὴν Ἐκκλησία σὲ ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη. Οἱ μαθητές του, ποὺ ἀποτελοῦσαν πλῆθος ἐπισκόπων, ἱερέων, μοναχῶν καὶ πιστῶν, δὲν ἀναγνώρισαν τοὺς διαδόχους του. Τὸ σχίσμα τῶν Ἰωαννιτῶν ὅπως ὀνομάζεται υἱοθετήθηκε καὶ ἀπὸ τὶς ἐκκλησίες τῆς Δύσεως καὶ μάλιστα τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης. Ἡ ἄρση τοῦ ἔγινε ἐν μέρει ὅταν ἀναγράφτηκε στὰ δίπτυχά των πατριαρχείων τὸ ὄνομα τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου – Ἀντιοχείας (413), Κωνσταντινουπόλεως καὶ Ἀλεξανδρείας (417) καὶ τελικὰ στὴν ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων του στὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο καὶ πρώην μαθητὴ τοῦ Πρόκλο.]
Ἡ Χείρα τοῦ Ἁγίου Χρυσοστόμου βρίσκεται στὴν Ἱερὰ Μονὴ Φιλοθέου του Ἁγίου Ὅρους
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου