Οι φυσικές πυραμίδες από ασβεστολιθικά πετρώματα, που περικλείουν την περιοχή, αποτελούν σπάνιο φυσικό φαινόμενο, με αποτέλεσμα να έλκουν φυσιολάτρες από όλο τον κόσμο που αρέσκονται να στοχάζονται υπό το πρωτόγονο και αιφνιδιαστικό τοπίο του Μέλνικ. Δεν είναι ωστόσο μονάχα για τις πυραμίδες του γνωστό το μέρος. Κατέχοντας τον τίτλο της περιοχής με το καλύτερο κρασί στη Βουλγαρία, προσελκύει κάθε χρόνο εκατοντάδες οινόφιλους, οι οποίοι απολαμβάνουν το εξαίρετο ξηρό κόκκινο κρασί και ξεναγούνται από τους ντόπιους στον παραδοσιακό τρόπο παραγωγής του.
Το λιλιπούτειο χωριό, το μικρότερο σε ολόκληρη τη χώρα αλλά με τη μεγαλύτερη ομορφιά, βρίσκεται στα νοτιοδυτικά της Βουλγαρίας. Απέχει 20 χλμ. από την πόλη του Σαντάνσκι, 186 χλμ. από τη Σόφια, και σε σχέση με την Ελλάδα βρίσκεται κοντά στον Προμαχώνα.
Πολιτιστικά και ιστορικά κηρυγμένη διατηρητέα ζώνη, το Μέλνικ κουβαλά ιστορία αιώνων. Η ύπαρξή του χρονολογείται από τον 11ο αιώνα, ενώ οι λαοί που το κατέκτησαν δεν ήταν λίγοι: Ρωμαίοι, Τούρκοι, Ελληνες και Σλάβοι... Υπήρξε πλούσια εμπορική πόλη και σημαντικό κέντρο του Ελληνισμού. Την αποκαλούσαν «Μελένικο» και ήταν ο τόπος της Ρωμυλίας. Τον 6ο αιώνα μ.Χ. ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός έκτισε φρούριο για να προστατεύει το μέρος από τις βαρβαρικές επιδρομές. Γύρω από αυτό ξεκίνησε να δημιουργείται ο οικισμός του Μελένικου, που έφτασε στη μεγάλη του ακμή επί Τουρκοκρατίας. Η οικονομική αυτή ακμή πήγαζε από την εμπορία των εξαίρετων κρασιών, των υφαντών, των δερμάτων και άλλων ειδών. Οι Ελληνες παρέμειναν μέχρι την υπογραφή της Συνθήκης του Βουκουρεστίου. Οταν μαθεύτηκε ότι το Μελένικο επιδικάστηκε στη Βουλγαρία, οι Ελληνες εγκατέλειψαν τα αρχοντικά τους, έχυσαν από τα βαρέλια το φημισμένο κόκκινο κρασί και έφυγαν για την Ελλάδα. Ο διάσημος νομομαθής και αγωνιστής του 1821 Αναστάσιος Πολυζωίδης γεννήθηκε και μεγάλωσε σ' αυτόν τον τόπο. Επίσης η ονομαστή οικογένεια Χρηστομάνου καταγόταν από εδώ, με προσωπικότητες σημαντικές στο χώρο των τεχνών, όπως ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος, ιδρυτής της «Νέας Σκηνής» στην Αθήνα το 1901.
Τα Ορη Πιρίν που διακρίνονται γύρω από το χωριό κρατούν ακόμη χιόνι για την εποχή. Ο Ηλιος και η ζέστη πάνω στις αμμώδεις πυραμίδες αφήνουν ένα αχνό μαγευτικό λαμπύρισμα. Καθώς η ώρα περνά, σκιές γράφουν στους λόφους σαν πτυχές υφασμάτων. Το κουκλίστικο χωριό με τη μακεδονίτικη αρχιτεκτονική έχει μια εικόνα γνώριμη. Τα παραδοσιακά αρχοντικά δείχνουν ανακαινισμένα και φροντισμένα. Τα περισσότερα από αυτά οι ιδιοκτήτες τους τα έχουν μετατρέψει σε ξενώνες, ο καθένας και με μια οικογενειακή ταβέρνα. «Κάποτε εδώ υπήρχαν 2.000 σπίτια και 10.000-20.000 κάτοικοι», μας λέει ένας ντόπιος με τον οποίο πιάνουμε κουβέντα. «Σήμερα απέμειναν μονάχα 200 σπιτικά με 250 κατοίκους. Κάηκαν τα περισσότερα σπίτια σε μια μεγάλη πυρκαγιά του περασμένου αιώνα. Το καλό στην εποχή μας είναι ότι τα παιδιά μας δεν έχουν λόγο να φύγουν από το Μέλνικ εφ' όσον η τουριστική ανάπτυξη είναι μεγάλη ολόκληρο το χρόνο. Το μόνο κακό στον τόπο μας είναι όταν βρέχει πολύ. Κατεβαίνουν τα χώματα από τους λόφους και κλείνουν οι δρόμοι από τη λάσπη!».
Οδοιπόροι τουρίστες περιδιαβαίνουν την περιοχή. Φανερά συνεπαρμένοι και μαγεμένοι, μέσα στην κάψα του μεσημεριού φωτογραφίζουν κι εξερευνούν τα ερειπωμένα μνημεία και τους φυσικούς οβελίσκους σ' ένα παρθένο περιβάλλον. Τα μικρά περιβόλια των αρχοντικών αναδίδουν μυρωδιές από αγριοπανσέδες και μαύρες τουλίπες. Κεφαλές αλόγων κοσμούν τις εξώπορτες των αγροικιών και στα σοκάκια μικρομάγαζα τουριστικών ειδών πουλούν χειροποίητα ολόμαλλα είδη και διάφορα υφαντά. Το περίφημο κόκκινο και ροζέ κρασί «Μέλνικ» βρίσκεται σε κάθε ράφι, ανάμεσα σε «μπάμπουσκες» και διάφορα αναμνηστικά, και η τιμή του δεν ξεπερνά τα 3 ευρώ το μπουκάλι.
Η εκκλησία του Αγίου Νικολάου, σκαρφαλωμένη σ' έναν λόφο, στέκει από το 18ο αιώνα και κομμάτια από τις αγιογραφίες της βρίσκονται στο αρχαιολογικό μουσείο της Σόφιας. Μια φορά κι έναν καιρό, στο προαύλιο της εκκλησίας στεγαζόταν η οικία του Ελληνα επισκόπου, καθώς και το ελληνικό σχολείο. Δεν υπάρχουν όμως σήμερα.
Σημαντική είναι και η εκκλησία του Αγίου Αντωνίου, που χρονολογείται από το 1881, αλλά δυστυχώς τη βρήκαμε κλειστή. Ο ναός του Αγίου Νικολάου του Θαυματουργού επιβιώνει μέχρι τις μέρες μας. Από το 1756 κρέμεται σχεδόν στο χείλος της κορυφής ενός από τους αμμώδεις λόφους κοψοχολιάζοντας όποιον τον κοιτά.
Η κοιλάδα του Στρυμόνα είναι μία από τις επτά οινοπαραγωγούς περιοχές της Βουλγαρίας. Στο ζεστό και ξηρό κλίμα του νότιου τμήματος της χώρας ευδοκιμεί η καλλιέργεια των αμπελιών. Εννέα χιλιάδες στρέμματα καλλιεργούνται γύρω από το Μέλνικ για την παραγωγή κόκκινου και ροζέ κρασιού. Η εξαγωγή του γίνεται σε όλο τον κόσμο, ενώ μεγάλο είναι το ενδιαφέρον των επισκεπτών για τη διαδικασία παραγωγής του. Λέγεται πως το κρασί του Μέλνικ ήταν το αγαπημένο του Ουίνστον Τσόρτσιλ.
Η επαναλειτουργία των παλιών οινοποιείων και η ξενάγηση των επισκεπτών σε αυτά κρατούν ζωηρό το γραφικό χωριό πολλούς μήνες το χρόνο.
Το παλιό σχολείο με την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική του σχεδόν δεσπόζει στο κέντρο της περιοχής. Είναι γνωστό ως «το τούρκικο σχολειό» Ενα από τα σημαντικότερα κτήρια σε ολόκληρη τη Βουλγαρία είναι το αρχοντικό του Ελληνα οινοπαραγωγού Κορδόπουλου, χτισμένο το 1754. Το αρχοντικό σήμερα έχει μετατραπεί σε μουσείο, ενώ στα υπόγεια ο σημερινός ιδιοκτήτης του, Νικολά Πασπάλεβ, συνεχίζει να παράγει το φημισμένο κρασί. Παρέα με μια σχολική τάξη του Δημοτικού ξεναγηθήκαμε στην πλούσια λαϊκή αρχιτεκτονική του σπιτιού. Ανατολίτικα διακοσμητικά στοιχεία συνδυάζονται με μπαρόκ από τη Βενετία. Η εύπορη οικογένεια είχε ενσωματώσει στο αρχοντικό τις επιρροές από τα ταξίδια της δημιουργώντας έτσι ένα πραγματικό αξιοθέατο το οποίο έχει μουσειακή αξία για τους Βουλγάρους. Κατεβαίνουμε στις υπόγειες σκοτεινές και υγρές κατακόμβες (κελάρια) του αρχοντικού. Γιγάντια βαρέλια γύρω μας και η βαριά μυρωδιά της υγρασίας μπουκώνει την αναπνοή μας. Κάποτε ο έμπορος Κορδόπουλος αποθήκευε μέχρι και 300 τόνους κρασί στα κελάρια του. Ο σημερινός ιδιοκτήτης πίσω από μια μπάρα γεμίζει ασταμάτητα τα ποτήρια, προσφέροντας στους οινόφιλους επισκέπτες τον ξηρό, ελαφρώς αφρώδη, κόκκινο οίνο. Κανείς δεν φεύγει από το κελάρι του αρχοντικού-μουσείου χωρίς να αγοράσει ένα μπουκάλι.
Υπό την επήρεια της κρασωμένης ευγλωττίας αναζητούμε την τοπική γαστρονομία, η οποία είναι δυσεύρετη στη Βουλγαρία. Οι Βούλγαροι δεν φημίζονται για την αγάπη και τη φαντασία τους στη δημιουργική κουζίνα. Ωστόσο, το Kamichev vegetarian (γιουβέτσι με διάφορα λαχανικά στη γάστρα) μπορεί να ακούγεται φτωχικό και απλό, είναι όμως ό,τι καλύτερο δοκιμάσαμε στην περιοχή, καθώς αποτελεί και εύκολη λύση για τους ξένους χορτοφάγους. Η τιμή του πιάτου είναι 2 ευρώ! (4 λέβα). Το κλασικό φιλέτο στα κάρβουνα κοστίζει 4 ευρώ (8 λέβα) και μια σαλάτα ντομάτα με τριμμένη ντόπια μυζήθρα, 1 ευρώ (3 λέβα). Εκείνο όμως που πραγματικά ξετρελαίνει όποιον το δοκιμάσει, είναι το φρέσκο γιαούρτι της περιοχής. Δεν συγκρίνεται με τίποτα!
Το δειλινό με τα πορφυρά του χρώματα τρέχει επάνω στις πυραμίδες χαρίζοντάς μας μια τελευταία μαγευτική εικόνα από το Μέλνικ. Με αυτοκίνητο κατευθυνόμαστε 10 χλμ. βορείως του χωριού, προς το Μοναστήρι του Ρόζαϊν. Ακόμη ένα αρχιτεκτονικό μνημείο του 13ου αιώνα, σημαντικότατο κέντρο πίστης και τεχνών. Το αναστηλωμένο μοναστήρι υπήρξε κέντρο καλλιγραφίας, αγιογραφίας και ξυλογλυπτικής, ενώ σήμερα ανοίγει τις πόρτες του σε όποιον επιθυμεί να νιώσει τη μεγαλοπρέπεια του χώρου.
Η αδιαμφισβήτητη πρωταγωνίστρια, όμως, είναι η ίδια φύση του Μέλνικ. Μας αιχμαλωτίζει με τη μεγαλοπρέπειά της και μας «ζητά» να μεριμνά, ο καθένας με τον τρόπο του, ώστε να συνεχίσει την πορεία της μέσα στο χρόνο άφθαρτη και παρθένα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου