Δεν φθάσαμε ακόμα στη δύση μας.
Ομως τη βλέπουμε στον ορίζοντα.
Που ποτέ δεν ξέρεις αν είναι μακρινός ή κοντινός.
Είναι πια και ο ορίζοντας ένας αντικατοπτρισμός.
*****
Συχνά πια, σαν ξυπνάω το πρωί, με τον καφέ,
Συχνά πια, σαν ξυπνάω το πρωί, με τον καφέ,
βλέπω να προχωρούν προς τη δύση σκιές που έχουν από χρόνια χαθεί απ' τη ζωή μου
και δύσκολα παραδέχομαι ότι οι ζωές των άλλων έπαιρναν για μένα νόημα μόνον όσον κυκλοφορούσαν μέσα στον δικό μου ορίζοντα,
όχι πως αδιαφορούσα ή αδιαφορώ σαν βγήκαν,
όχι πως δεν είναι παρήγορο
που τους βλέπω να περπατούν
διαρκώς προς τη δύση
κι αυτούς που ζουν κι εκείνους που έχουν εκδημήσει,
αλλά να, καθώς πορεύομαι κι εγώ μαζί τους,
μονήρης ή με παρέα, ολοζώντανος ή σκιά,
κάθε μέρα όλο και πιο κοντά
στο πένθος των ερωτήσεων
που έμειναν χωρίς το άλλο τους μισό - τις απαντήσεις
τους νοιώθω όλο και πιο κοντά μου, συντρόφους στο ίδιο πλοίο για τις πολλές Ιθάκες.
...............................
Αντρες που μοσχοβόλησαν λεβάντα
που φόρεσαν το μακρύ μαύρο παλτό της νιότης
εκείνο που κρύβει μέσα του τις φτερούγες τους,
άντρες με ένα τάληρο στην τσέπη
και μια γροθιά από ζεστό ψωμί υψωμένη στα άστρα, που βάδισαν επί των κυμάτων
ακολουθώντας τις σημαίες τους Γεωργία και Ελένη, Μαρία και Δέσποινα, Ιωάννα και Αννα
ευτυχείς για μια ζωή
ή για μια μέρα
άλλοι με την παρηγοριά του Θεού κι άλλοι με την αγωνία του θανάτου, όλοι από όνειρα σημαδεμένοι. Ολοι, φτιάχνοντας ο ένας μέσα στη ζωή του άλλου, το μυθιστόρημα του καθενός...
*****
Από παιδάκια ξέραμε,
αλλά τώρα μπορούμε να το πούμε με λόγια
ότι από τη σκόνη του δρόμου που περπατήσαμε
κι από τη σκόνη του δρόμου που θα περπατήσουμε είμαστε φτιαγμένοι.
Αυτός είναι ο χους και σε αυτόν απελευσόμεθα...
Απ' την ίδια σκόνη και οι τάφοι μας, να κατουράνε τα κοράκια εκεί που θα καρφώναμε τις σημαίες μας - Μαρία και Σοφία και Ελένη εκεί που θα υψώναμε τα λαϊκά μέγαρα και τα κόκκινα στάδια.
Κι έτσι, τελευταίως, τα πρωινά καθώς πίνω τον καφέ μου, ενώ οι γιοι και οι κόρες μας θυσιάζουν στο μέλλον πληκτρολογώντας στα κομπιούτερ τους, στάζω μια στάλα καφέ και μιαν ανάσα καπνό
στη μνήμη των υποσχέσεων,
που δίνοντας ο ένας στον άλλον,
ζωγραφίσαμε τη ζωή των ανθρώπων όπως στην Ποικίλη Στοά οι Αθηναίοι τον αυτοσεβασμό και τον μύθο τους, αυτό το ζείδωρο παραμύθι
που κάνει τους ανθρώπους ανοιχτές καρδιές, ταξιδιώτες στις ζωές των άλλων και στα άστεα, αεί παίδες
με τον σύντροφο και τον πλησίον
σε αυτήν τη ζωή που κρατάει όσον η φωτιά μιας βραδιάς του Νοέμβρη στο τζάκι της πρώτης σου εκδρομής μαζί της· σπίθες, φλόγες, καπνός και στάχτη
η αφήγηση ενός ξύλου που είδε πολλά και νόον έγνω ότι εν οίδε ότι ουδέν οίδε...
ΣΤΑΘΗΣ
και δύσκολα παραδέχομαι ότι οι ζωές των άλλων έπαιρναν για μένα νόημα μόνον όσον κυκλοφορούσαν μέσα στον δικό μου ορίζοντα,
όχι πως αδιαφορούσα ή αδιαφορώ σαν βγήκαν,
όχι πως δεν είναι παρήγορο
που τους βλέπω να περπατούν
διαρκώς προς τη δύση
κι αυτούς που ζουν κι εκείνους που έχουν εκδημήσει,
αλλά να, καθώς πορεύομαι κι εγώ μαζί τους,
μονήρης ή με παρέα, ολοζώντανος ή σκιά,
κάθε μέρα όλο και πιο κοντά
στο πένθος των ερωτήσεων
που έμειναν χωρίς το άλλο τους μισό - τις απαντήσεις
τους νοιώθω όλο και πιο κοντά μου, συντρόφους στο ίδιο πλοίο για τις πολλές Ιθάκες.
...............................
Αντρες που μοσχοβόλησαν λεβάντα
που φόρεσαν το μακρύ μαύρο παλτό της νιότης
εκείνο που κρύβει μέσα του τις φτερούγες τους,
άντρες με ένα τάληρο στην τσέπη
και μια γροθιά από ζεστό ψωμί υψωμένη στα άστρα, που βάδισαν επί των κυμάτων
ακολουθώντας τις σημαίες τους Γεωργία και Ελένη, Μαρία και Δέσποινα, Ιωάννα και Αννα
ευτυχείς για μια ζωή
ή για μια μέρα
άλλοι με την παρηγοριά του Θεού κι άλλοι με την αγωνία του θανάτου, όλοι από όνειρα σημαδεμένοι. Ολοι, φτιάχνοντας ο ένας μέσα στη ζωή του άλλου, το μυθιστόρημα του καθενός...
*****
Από παιδάκια ξέραμε,
αλλά τώρα μπορούμε να το πούμε με λόγια
ότι από τη σκόνη του δρόμου που περπατήσαμε
κι από τη σκόνη του δρόμου που θα περπατήσουμε είμαστε φτιαγμένοι.
Αυτός είναι ο χους και σε αυτόν απελευσόμεθα...
Απ' την ίδια σκόνη και οι τάφοι μας, να κατουράνε τα κοράκια εκεί που θα καρφώναμε τις σημαίες μας - Μαρία και Σοφία και Ελένη εκεί που θα υψώναμε τα λαϊκά μέγαρα και τα κόκκινα στάδια.
Κι έτσι, τελευταίως, τα πρωινά καθώς πίνω τον καφέ μου, ενώ οι γιοι και οι κόρες μας θυσιάζουν στο μέλλον πληκτρολογώντας στα κομπιούτερ τους, στάζω μια στάλα καφέ και μιαν ανάσα καπνό
στη μνήμη των υποσχέσεων,
που δίνοντας ο ένας στον άλλον,
ζωγραφίσαμε τη ζωή των ανθρώπων όπως στην Ποικίλη Στοά οι Αθηναίοι τον αυτοσεβασμό και τον μύθο τους, αυτό το ζείδωρο παραμύθι
που κάνει τους ανθρώπους ανοιχτές καρδιές, ταξιδιώτες στις ζωές των άλλων και στα άστεα, αεί παίδες
με τον σύντροφο και τον πλησίον
σε αυτήν τη ζωή που κρατάει όσον η φωτιά μιας βραδιάς του Νοέμβρη στο τζάκι της πρώτης σου εκδρομής μαζί της· σπίθες, φλόγες, καπνός και στάχτη
η αφήγηση ενός ξύλου που είδε πολλά και νόον έγνω ότι εν οίδε ότι ουδέν οίδε...
ΣΤΑΘΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου