Στην πολιτική σκηνή δρούσαν τότε ο αυτοκράτορας Αρκάδιος, ευσεβής και σώφρονας, αλλά με κάπως αδύνατο χαρακτήρα· η σύζυγός του Ευδοξία, θυγατέρα φράγκου στρατηγού, ωραία, ευφυής και ευσεβής, άλλ’ επίσης εύπιστη και φιλάργυρη γυναίκα· και ο πρωθυπουργός Ευτρόπιος, μίγμα δυναμισμού και πονηριάς. Ο Ευτρόπιος, απολαμβάνοντας την εύνοια της Ευδοξίας, διότι ήταν ο προξενητής στο γάμο της, κατόρθωσε να εξοντώσει τους πολιτικούς ανταγωνιστές του και να μείνει μόνος κυρίαρχος. Ένα από τα μέσα ασφάλειας ήταν και η κατάργηση του ασύλου των ναών, που παραχωρήθηκε από τον Θεοδόσιο, οφειλόμενη στο ότι στο ναό κατέφυγε και σώθηκε η Πενταδία, χήρα στρατηγού, που διωκόταν. Όπως είναι γνωστό, η Πενταδία συμπεριλήφθητε στον κύκλο των δραστήριων διακονισσών του Ιωάννη. Ο Χρυσόστομος, μολονότι ένιωθε ευγνωμοσύνη προς τον Ευτρόπιο, δεν ήταν δυνατό να μη καθιστά αυτόν προσεκτικό ως προς ορισμένες αδυναμίες του, την αγάπη του προς τα πανηγύρια και τη φιλοχρηματία, και να μη απαιτεί την εκ νέου απόδοση του ασύλου. Ήταν πεπρωμένο όμως πρώτος ο Ευτρόπιος να υποστεί τις συνέπειες της καταργήσεως του. Ήταν περίοδος της επικρατήσεως των Γερμανών στο στρατό του Βυζαντίου. Γότθοι της Μ. Ασίας, υποκινούμενος, καθώς φαίνεται, από τον βρισκόμενο στην πρωτεύουσα στρατηγό Γαϊνά, επαναστάτησαν και απαίτησαν την απομάκρυνση του Ευτροπίου, αυτός δε, καταδιωκόμενος από το πλήθος, εισήλθε στον καθεδρικό ναό και προσέφυγε στο θυσιαστήριο. Τότε ο Χρυσόστομος εκφώνησε τον περίφημο λόγο του επί του ρητού «ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης».
Και σώθηκε μεν τότε ο Ευτρόπιος, αλλά μετά από λίγο χρόνο εξορίστηκε στην Κύπρο και αργότερα καταδικάσθηκε σε θάνατο. Ο Γαϊνάς, κύριος της Κωνσταντινουπόλεως για λίγο χρόνο με 35,000 γερμανικού στρατού και λαού, εκδιώχθηκε από εκεί και από τότε διεύθυνε τα πράγματα η Ευδοξία, που ανακηρύχθηκε Αυγούστα (400), μαζί με τον Αρκάδιο.
Η Ευδοξία στην αρχή επέδειξε σεβασμό και αγάπη προς τον Χρυσόστομο, παρακολουθούσε κηρύγματά του και λιτανείες, αυτός δε επανειλημμένως επαίνεσε αυτήν για τις αρετές της και την παρομοίασε με τη Φοίβη και την Πρίσκιλλα. Αλλά δεν δίσταζε να καταδικάζει και τα ελαττώματά της, ιδίως τη φιλοχρηματία, χωρίς ν’ αναφέρει το όνομά της, αλλά διαγράφοντας τη φωτογραφία της, όπως θα λέγαμε σήμερα. Παρ’ όλα αυτά όμως η σύνεση της την εμπόδιζε ν’ αντιδρά. Ο,τι δεν επέτυχαν οι πύρινοι υπαινιγμοί του αρχιεπισκόπου, το επέτυχαν τρεις αυλικές Κυρίες, από τις οποίες μάλιστα η πρώτη ήταν κηδεμόνας αυτής κατά την παιδική της ηλικία. Οι Μάρσα, Καστρικία και Ευγραφία, χήρες σπουδαίων αξιωματούχων, επιδεικτικές και νεάζουσες «ταραξάνδριαι και ανασείστριαι», όπως λέγει ο Παλλάδιος. Σε κήρυγμα ο Χρυσόστομος έπληξε τη γυναικεία φιλοτιμία τους·«Γραΐδες ούσαι δια τον χρόνον, τί ανηβάν παραβιάζεσθε το σώμα, βοστρύχους επί του μετώπου φέρουσαι καθάπερ εταιρίδες, ύβρίζουσαι και τας λοιπάς ελευθέρας, επί απάτη των συντυγχανόντων, και τούτο χήραι;».
Οι γυναίκες αυτές και οι κληρικοί κατόρθωσαν να μεταστρέψουν τα αισθήματα της βασίλισσας, η οποία, ενώ απουσίαζε ο Χρυσόστομος στην Έφεσο, ανέθεσε τη βάπτιση του διαδόχου Θεοδοσίου στον Σεβηριανό Γαβάλων. Δεν είναι βέβαια τα σχετικά με ιδιαίτερη επίπληξη της Ευδοξίας από τον Χρυσόστομο για αρπαγή κτήματος, σαν νέα Ιεζάβελ, διότι αυτά για πρώτη φορά αναφέρονται μετά αιώνες. Το βέβαιο είναι ότι τη στιγμή που ο Θεόφιλος αποβιβαζόταν στην Κωνσταντινούπολη σαν κατηγορούμενος, η βασίλισσα είχε προσχωρήσει εξ ολοκλήρου στο στρατόπεδο των εχθρών του Χρυσοστόμου, και ο Θεόφιλος βρέθηκε κατήγορος. Αυτός είχε φέρει και τον έντιμο, αλλ’ αφελή, γέροντα Επιφάνιο Κωνσταντίας, φανατικό αντιωριγενιστή, του οποίου όμως οι υπηρεσίες δεν χρειάζονταν πλέον. Το 403 συγκάλεσε στην τοποθεσία Επί Δρυν, κοντά στη Χαλκηδόνα, σύνοδο 36 επισκόπων – οι 29 ήταν από την Αίγυπτο – η οποία κάλεσε τον Χρυσόστομο σε απολογία για φανταστικές κατηγορίες, αλλ’ αυτός αρνήθηκε να εμφανισθεί, διότι οι κατήγοροι του είχαν μεταβληθεί σε δικαστές. Τα πρακτικά της διατηρεί ο Φώτιος.
Ο Χρυσόστομος καθαιρέθηκε και εξορίστηκε, αλλ’ ενώ ανέμενε στη Βιθυνία γνωστοποίηση του τόπου εξορίας, ανακλήθηκε. Είχε συμβεί «θραύση» στον κοιτώνα της βασίλισσας, ίσως καταστροφή από σεισμό ή άλλο ατύχημα, λόγω της οποίας η δεισιδαίμονα και κατά βάθος αγαθή Ευδοξία, ζήτησε την αποκατάσταση του ιεράρχη. Το πλήθος, που ήταν σχεδόν το μόνο που του είχε μείνει απόλυτα πιστό, γεμάτο ενθουσιασμό απαιτούσε άμεση επανεγκατάσταση στο θρόνο, ενώ αυτός ο ίδιος προτιμούσε ν’ αποκατασταθεί με σύνοδο μεγαλύτερη από εκείνη που τον είχε καταδικάσει· αλλά δεν βρέθηκε καιρός να πραγματοποιηθεί το τελευταίο αυτό.
Η βασίλισσα εξέφρασε με επιστολή της τη χαρά της για την επάνοδο του αρχιεπισκόπου, αυτός δε ανταπέδωσε τη φιλοφρόνηση με ομιλία κατά την επόμενη ήμερα. Δυστυχώς οι ομαλές σχέσεις δεν διάρκεσαν για πολύ, διότι το φθινόπωρο του ίδιου έτους επήλθε νέα σύγκρουση. Στη μεγάλη πλατεία της Γερουσίας, απέναντι στον καθεδρικά ναό, υψώθηκε αργυρό άγαλμα της Ευδοξίας, του όποιου μάλιστα σώζεται ακόμα το βάθρο. Κατά τα εγκαίνια αυτού τελούνταν πανηγύρια με χορούς και μουσική, τα οποία και ειδωλολατρικό χαρακτήρα είχαν και τις ακολουθίες του ναού διατάρασσαν, γι’ αυτό ο Ιωάννης τα κατέκρινε. Ο Σωκράτης πληροφορεί ότι ο ιεράρχης, αναλαμβάνοντας τη σκληρή γλώσσα του λόγω του επεισοδίου αυτού, εκφώνησε ομιλία που έθιγε καίρια το γόητρο της βασίλισσας· «Πάλιν Ηρωδιάς μαίνεται, πάλιν ταράσσεται, πάλιν ορχείται, πάλιν ζητεί την κεφαλήν Ιωάννου επί πίνακι». Ο ιστορικός σημειώνει την αρχή, διασώθηκε όμως ομιλία που αρχίζει ακριβώς με τις λέξεις εκείνες, αλλά δεν είναι βέβαιο αν αυτή γνώρισε ο Σωκράτης ή αυτή κατασκευάστηκε από τους μεταγενέστερους βάσει των λόγων του Σωκράτη. Η ομιλία είναι χωρίς αμφιβολία νόθα, διότι αν ο Ιωάννης είχε τη σκληρότητα ν’ αποκαλεί Ηρωδιάδα τη βασίλισσα, δεν είχε ασφαλώς την υπεροψία να συγκρίνει τον εαυτό του με τον πρόδρομο Ιωάννη. Φαίνεται λοιπόν ότι η ομιλία αυτή κατασκευάστηκε από τους εχθρούς του προς παροργισμό της βασίλισσας, αλλά βέβαια το γεγονός ότι ο Ιωάννης άρχισε να ομιλεί πάλι με τη συνηθισμένη αυστηρότητα του δεν αίρεται.
Δεν χρειαζόταν τίποτε άλλο για να πεισθεί η βασίλισσα ότι με τέτοιο αρχιεπίσκοπο δεν θα συνεννοούνταν ποτέ, διότι αυτός δεν συμβιβαζόταν και δεν υποχωρούσε ποτέ. Επιθυμώντας να βρει τρόπο απαλλαγής, έγραψε στο Θεόφιλο Αλεξανδρείας και εκείνος απάντησε ότι θα ήταν δυνατό να συγκληθεί σύνοδος, που θα τον απομάκρυνε με το δικαιολογητικό ότι κακώς κατέχει το θρόνο, εφόσον καταδικάσθηκε και δεν αποκαταστάθηκε με άλλη σύνοδο· αυτό δε και συνέβηκε, όπως άλλωστε είχε φοβηθεί κατά την επάνοδό του ο Χρυσόστομος.
Τη φορά αυτή ο αρχιεπίσκοπος αρνήθηκε να εγκαταλείψει την Εκκλησία, αλλά συνελήφθηκε από στρατιωτική δύναμη την παραμονή του Πάσχα του 404, την δε Πεντηκοστή εξορίστηκε ξανά με συνοδεία στρατιωτών, οι οποίοι του φέρονταν με σεβασμό. Ανέμεινε στη Νίκαια να μάθει τον τόπο της εξορίας, μετά δε από ταξίδι ένδεκα εβδομάδων έφθασε στο χωριό Κουκουσός, στα σύνορα Καππαδοκίας και Αρμενίας, όπου έγινε δεχτός φιλικά, και εγκαταστάθηκε στο φρούριο της Αραβισσού. Ήταν ασθενής και υπέφερε από το ψύχος, αλλά στις επιστολές του διακρίνομε άνδρα αποφασισμένο να συνεχίσει το μεγάλο έργο του.
Στην Κωνσταντινούπολη αρχιεπίσκοπος αναδείχθηκε ο γέροντας Αρσάκιος (+405) και μετά από αυτόν ο Αττικός, από τους εχθρούς του Ιωάννη. Οι στενοί φίλοι του, απροστάτευτοι, τέθηκαν σε διωγμό και περιφρόνηση, αυτός δε από την εξορία χρειάσθηκε να τους παρηγορεί μ’επιστολές και δοκίμια. Έγραψε επίσης προς τους αρχηγούς διαφόρων Εκκλησιών, ζητώντας την επέμβαση τους προς υποστήριξη των δικαίων αξιώσεων έναντι των διωκτών. Ο Ιννοκέντιος Ρώμης, που τάχθηκε υπέρ του, επιχείρησε να συγκαλέσει σύνοδο στη Θεσσαλονίκη, χωρίς επιτυχία όμως, λόγω της εμμονής του αυτοκράτορα στα όσα έγιναν, αν και η Ευδοξία είχε πεθάνει πλέον. Επειδή όμως η προσπάθεια προς επαναφορά του συνεχιζόταν και πολλοί φίλοι του τον επισκέπτονταν στην εξορία, πράγμα που δημιουργούσε υποψίες στους εχθρούς του, διατάχθηκε η μεταφορά του στα Κόμανα του Πόντου. Πέθανε καθ’ οδό στην Πιτυούντα την 14η Σεπτεμβρίου 407, προφέροντας σαν τελευταίους λόγους, το «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν».
Η έκπτωση του Χρυσοστόμου προκάλεσε διπλό σχίσμα στην Εκκλησία. Κατά πρώτο μεν οι Ιωαννίτες, οι οπαδοί του, μη αναγνωρίζοντας τους διαδόχους του, αποσπάσθηκαν από την κοινωνία με αυτούς. Δεύτερο δε η Ρώμη διέκοψε τις σχέσεις της με την Κωνσταντινούπολη, καθώς και με την Αλεξάνδρεια και την Αντιόχεια, που είχαν αποδεχθεί τη μεταβολή. Το δεύτερο αυτό σχίσμα άρθηκε, αφού οι παραπάνω Εκκλησίες επανέγραψαν το όνομα του Ιωάννη στα δίπτυχα, το 413 της Αντιόχειας, το 417 της Κωνσταντινουπόλεως και Αλεξανδρείας. Των Ιωαννιτών άρθηκε με την ανακομιδή των λειψάνων του Ιωάννη στην Κωνσταντινούπολη το 438 επί αρχιεπισκόπου Πρόκλου.
Από τον 6ο αιώνα το όνομα του συνοδεύεται με το επώνυμο «Χρυσόστομος», το δε 1908 ο πάπας Ρώμης αναγνώρισε αυτόν ως προστάτη των ιεροκηρύκων της Εκκλησίας. Η μνήμη του εορτάζεται την 13η Νοεμβρίου, την 27η Ιανουαρίου (ανακομιδή) και την 30η Ιανουαρίου μαζί με τους δύο άλλους μεγάλους ιεράρχες από τον 11ο αιώνα. Από το λαό αγαπήθηκε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο Πατέρα της Εκκλησίας για τη δύναμη του λόγου και του χαρακτήρα του.
(+ Παναγιώτη Κ. Χρήστου, Καθηγητή Πανεπιστημίου, Γενική εισαγωγή στα Άπαντα Ιωάννου του Χρυσοστόμου τ. 1 της σειράς Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας (Ε.Π.Ε),Πατερικές Εκδόσεις, « Γρηγόριος ο Παλαμάς» Θεσσαλονίκη 1984 σ. 9-22).
Και σώθηκε μεν τότε ο Ευτρόπιος, αλλά μετά από λίγο χρόνο εξορίστηκε στην Κύπρο και αργότερα καταδικάσθηκε σε θάνατο. Ο Γαϊνάς, κύριος της Κωνσταντινουπόλεως για λίγο χρόνο με 35,000 γερμανικού στρατού και λαού, εκδιώχθηκε από εκεί και από τότε διεύθυνε τα πράγματα η Ευδοξία, που ανακηρύχθηκε Αυγούστα (400), μαζί με τον Αρκάδιο.
Η Ευδοξία στην αρχή επέδειξε σεβασμό και αγάπη προς τον Χρυσόστομο, παρακολουθούσε κηρύγματά του και λιτανείες, αυτός δε επανειλημμένως επαίνεσε αυτήν για τις αρετές της και την παρομοίασε με τη Φοίβη και την Πρίσκιλλα. Αλλά δεν δίσταζε να καταδικάζει και τα ελαττώματά της, ιδίως τη φιλοχρηματία, χωρίς ν’ αναφέρει το όνομά της, αλλά διαγράφοντας τη φωτογραφία της, όπως θα λέγαμε σήμερα. Παρ’ όλα αυτά όμως η σύνεση της την εμπόδιζε ν’ αντιδρά. Ο,τι δεν επέτυχαν οι πύρινοι υπαινιγμοί του αρχιεπισκόπου, το επέτυχαν τρεις αυλικές Κυρίες, από τις οποίες μάλιστα η πρώτη ήταν κηδεμόνας αυτής κατά την παιδική της ηλικία. Οι Μάρσα, Καστρικία και Ευγραφία, χήρες σπουδαίων αξιωματούχων, επιδεικτικές και νεάζουσες «ταραξάνδριαι και ανασείστριαι», όπως λέγει ο Παλλάδιος. Σε κήρυγμα ο Χρυσόστομος έπληξε τη γυναικεία φιλοτιμία τους·«Γραΐδες ούσαι δια τον χρόνον, τί ανηβάν παραβιάζεσθε το σώμα, βοστρύχους επί του μετώπου φέρουσαι καθάπερ εταιρίδες, ύβρίζουσαι και τας λοιπάς ελευθέρας, επί απάτη των συντυγχανόντων, και τούτο χήραι;».
Οι γυναίκες αυτές και οι κληρικοί κατόρθωσαν να μεταστρέψουν τα αισθήματα της βασίλισσας, η οποία, ενώ απουσίαζε ο Χρυσόστομος στην Έφεσο, ανέθεσε τη βάπτιση του διαδόχου Θεοδοσίου στον Σεβηριανό Γαβάλων. Δεν είναι βέβαια τα σχετικά με ιδιαίτερη επίπληξη της Ευδοξίας από τον Χρυσόστομο για αρπαγή κτήματος, σαν νέα Ιεζάβελ, διότι αυτά για πρώτη φορά αναφέρονται μετά αιώνες. Το βέβαιο είναι ότι τη στιγμή που ο Θεόφιλος αποβιβαζόταν στην Κωνσταντινούπολη σαν κατηγορούμενος, η βασίλισσα είχε προσχωρήσει εξ ολοκλήρου στο στρατόπεδο των εχθρών του Χρυσοστόμου, και ο Θεόφιλος βρέθηκε κατήγορος. Αυτός είχε φέρει και τον έντιμο, αλλ’ αφελή, γέροντα Επιφάνιο Κωνσταντίας, φανατικό αντιωριγενιστή, του οποίου όμως οι υπηρεσίες δεν χρειάζονταν πλέον. Το 403 συγκάλεσε στην τοποθεσία Επί Δρυν, κοντά στη Χαλκηδόνα, σύνοδο 36 επισκόπων – οι 29 ήταν από την Αίγυπτο – η οποία κάλεσε τον Χρυσόστομο σε απολογία για φανταστικές κατηγορίες, αλλ’ αυτός αρνήθηκε να εμφανισθεί, διότι οι κατήγοροι του είχαν μεταβληθεί σε δικαστές. Τα πρακτικά της διατηρεί ο Φώτιος.
Ο Χρυσόστομος καθαιρέθηκε και εξορίστηκε, αλλ’ ενώ ανέμενε στη Βιθυνία γνωστοποίηση του τόπου εξορίας, ανακλήθηκε. Είχε συμβεί «θραύση» στον κοιτώνα της βασίλισσας, ίσως καταστροφή από σεισμό ή άλλο ατύχημα, λόγω της οποίας η δεισιδαίμονα και κατά βάθος αγαθή Ευδοξία, ζήτησε την αποκατάσταση του ιεράρχη. Το πλήθος, που ήταν σχεδόν το μόνο που του είχε μείνει απόλυτα πιστό, γεμάτο ενθουσιασμό απαιτούσε άμεση επανεγκατάσταση στο θρόνο, ενώ αυτός ο ίδιος προτιμούσε ν’ αποκατασταθεί με σύνοδο μεγαλύτερη από εκείνη που τον είχε καταδικάσει· αλλά δεν βρέθηκε καιρός να πραγματοποιηθεί το τελευταίο αυτό.
Η βασίλισσα εξέφρασε με επιστολή της τη χαρά της για την επάνοδο του αρχιεπισκόπου, αυτός δε ανταπέδωσε τη φιλοφρόνηση με ομιλία κατά την επόμενη ήμερα. Δυστυχώς οι ομαλές σχέσεις δεν διάρκεσαν για πολύ, διότι το φθινόπωρο του ίδιου έτους επήλθε νέα σύγκρουση. Στη μεγάλη πλατεία της Γερουσίας, απέναντι στον καθεδρικά ναό, υψώθηκε αργυρό άγαλμα της Ευδοξίας, του όποιου μάλιστα σώζεται ακόμα το βάθρο. Κατά τα εγκαίνια αυτού τελούνταν πανηγύρια με χορούς και μουσική, τα οποία και ειδωλολατρικό χαρακτήρα είχαν και τις ακολουθίες του ναού διατάρασσαν, γι’ αυτό ο Ιωάννης τα κατέκρινε. Ο Σωκράτης πληροφορεί ότι ο ιεράρχης, αναλαμβάνοντας τη σκληρή γλώσσα του λόγω του επεισοδίου αυτού, εκφώνησε ομιλία που έθιγε καίρια το γόητρο της βασίλισσας· «Πάλιν Ηρωδιάς μαίνεται, πάλιν ταράσσεται, πάλιν ορχείται, πάλιν ζητεί την κεφαλήν Ιωάννου επί πίνακι». Ο ιστορικός σημειώνει την αρχή, διασώθηκε όμως ομιλία που αρχίζει ακριβώς με τις λέξεις εκείνες, αλλά δεν είναι βέβαιο αν αυτή γνώρισε ο Σωκράτης ή αυτή κατασκευάστηκε από τους μεταγενέστερους βάσει των λόγων του Σωκράτη. Η ομιλία είναι χωρίς αμφιβολία νόθα, διότι αν ο Ιωάννης είχε τη σκληρότητα ν’ αποκαλεί Ηρωδιάδα τη βασίλισσα, δεν είχε ασφαλώς την υπεροψία να συγκρίνει τον εαυτό του με τον πρόδρομο Ιωάννη. Φαίνεται λοιπόν ότι η ομιλία αυτή κατασκευάστηκε από τους εχθρούς του προς παροργισμό της βασίλισσας, αλλά βέβαια το γεγονός ότι ο Ιωάννης άρχισε να ομιλεί πάλι με τη συνηθισμένη αυστηρότητα του δεν αίρεται.
Δεν χρειαζόταν τίποτε άλλο για να πεισθεί η βασίλισσα ότι με τέτοιο αρχιεπίσκοπο δεν θα συνεννοούνταν ποτέ, διότι αυτός δεν συμβιβαζόταν και δεν υποχωρούσε ποτέ. Επιθυμώντας να βρει τρόπο απαλλαγής, έγραψε στο Θεόφιλο Αλεξανδρείας και εκείνος απάντησε ότι θα ήταν δυνατό να συγκληθεί σύνοδος, που θα τον απομάκρυνε με το δικαιολογητικό ότι κακώς κατέχει το θρόνο, εφόσον καταδικάσθηκε και δεν αποκαταστάθηκε με άλλη σύνοδο· αυτό δε και συνέβηκε, όπως άλλωστε είχε φοβηθεί κατά την επάνοδό του ο Χρυσόστομος.
Τη φορά αυτή ο αρχιεπίσκοπος αρνήθηκε να εγκαταλείψει την Εκκλησία, αλλά συνελήφθηκε από στρατιωτική δύναμη την παραμονή του Πάσχα του 404, την δε Πεντηκοστή εξορίστηκε ξανά με συνοδεία στρατιωτών, οι οποίοι του φέρονταν με σεβασμό. Ανέμεινε στη Νίκαια να μάθει τον τόπο της εξορίας, μετά δε από ταξίδι ένδεκα εβδομάδων έφθασε στο χωριό Κουκουσός, στα σύνορα Καππαδοκίας και Αρμενίας, όπου έγινε δεχτός φιλικά, και εγκαταστάθηκε στο φρούριο της Αραβισσού. Ήταν ασθενής και υπέφερε από το ψύχος, αλλά στις επιστολές του διακρίνομε άνδρα αποφασισμένο να συνεχίσει το μεγάλο έργο του.
Στην Κωνσταντινούπολη αρχιεπίσκοπος αναδείχθηκε ο γέροντας Αρσάκιος (+405) και μετά από αυτόν ο Αττικός, από τους εχθρούς του Ιωάννη. Οι στενοί φίλοι του, απροστάτευτοι, τέθηκαν σε διωγμό και περιφρόνηση, αυτός δε από την εξορία χρειάσθηκε να τους παρηγορεί μ’επιστολές και δοκίμια. Έγραψε επίσης προς τους αρχηγούς διαφόρων Εκκλησιών, ζητώντας την επέμβαση τους προς υποστήριξη των δικαίων αξιώσεων έναντι των διωκτών. Ο Ιννοκέντιος Ρώμης, που τάχθηκε υπέρ του, επιχείρησε να συγκαλέσει σύνοδο στη Θεσσαλονίκη, χωρίς επιτυχία όμως, λόγω της εμμονής του αυτοκράτορα στα όσα έγιναν, αν και η Ευδοξία είχε πεθάνει πλέον. Επειδή όμως η προσπάθεια προς επαναφορά του συνεχιζόταν και πολλοί φίλοι του τον επισκέπτονταν στην εξορία, πράγμα που δημιουργούσε υποψίες στους εχθρούς του, διατάχθηκε η μεταφορά του στα Κόμανα του Πόντου. Πέθανε καθ’ οδό στην Πιτυούντα την 14η Σεπτεμβρίου 407, προφέροντας σαν τελευταίους λόγους, το «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν».
Η έκπτωση του Χρυσοστόμου προκάλεσε διπλό σχίσμα στην Εκκλησία. Κατά πρώτο μεν οι Ιωαννίτες, οι οπαδοί του, μη αναγνωρίζοντας τους διαδόχους του, αποσπάσθηκαν από την κοινωνία με αυτούς. Δεύτερο δε η Ρώμη διέκοψε τις σχέσεις της με την Κωνσταντινούπολη, καθώς και με την Αλεξάνδρεια και την Αντιόχεια, που είχαν αποδεχθεί τη μεταβολή. Το δεύτερο αυτό σχίσμα άρθηκε, αφού οι παραπάνω Εκκλησίες επανέγραψαν το όνομα του Ιωάννη στα δίπτυχα, το 413 της Αντιόχειας, το 417 της Κωνσταντινουπόλεως και Αλεξανδρείας. Των Ιωαννιτών άρθηκε με την ανακομιδή των λειψάνων του Ιωάννη στην Κωνσταντινούπολη το 438 επί αρχιεπισκόπου Πρόκλου.
Από τον 6ο αιώνα το όνομα του συνοδεύεται με το επώνυμο «Χρυσόστομος», το δε 1908 ο πάπας Ρώμης αναγνώρισε αυτόν ως προστάτη των ιεροκηρύκων της Εκκλησίας. Η μνήμη του εορτάζεται την 13η Νοεμβρίου, την 27η Ιανουαρίου (ανακομιδή) και την 30η Ιανουαρίου μαζί με τους δύο άλλους μεγάλους ιεράρχες από τον 11ο αιώνα. Από το λαό αγαπήθηκε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο Πατέρα της Εκκλησίας για τη δύναμη του λόγου και του χαρακτήρα του.
(+ Παναγιώτη Κ. Χρήστου, Καθηγητή Πανεπιστημίου, Γενική εισαγωγή στα Άπαντα Ιωάννου του Χρυσοστόμου τ. 1 της σειράς Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας (Ε.Π.Ε),Πατερικές Εκδόσεις, « Γρηγόριος ο Παλαμάς» Θεσσαλονίκη 1984 σ. 9-22).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου