Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2009

Σημειώσεις στις Γραφές του Ισαάκ του Σύρου (β μέρος)


Ο αββάς Ισαάκ πλησιάζει και αποκαθιστά τον άνθρωπο. Μάς εισάγει σε μια φωτεινότητα αδιανόητη^ ένα λαμπρό άστρο, ένας ήλιος που αναδύεται στον σκοτεινό ουρανό και τον φωτίζει με φως υπερκόσμιο. Εξετάζοντας τα γραπτά του αναλογιζόμαστε το ευαγγελικό: «Δεί δε προσκυνείν τον Θεόν εν πνεύματι και αληθεία». Ο Ιησούς μιλά πάντοτε με όρους της Βασιλείας των Ουρανών και όχι με όρους τούτου του κόσμου. Γνώμονας των λόγων Tου είναι η Βασιλεία του Θεού. «Παρεγένοντο δε προς αυτόν η μήτηρ και οι αδελφοί αυτού, και ουκ ηδύναντο συντυχείν αυτώ διά τον όχλον. Καί απηγγέλθη αυτώ λεγόντων^ η μήτηρ και οι αδελφοί σου εστήκασιν έξω ιδείν σε θέλοντες. Ο δε αποκριθείς είπε προς αυτούς^ μήτηρ μου και αδελφοί μου ούτοι εισίν οι τον λόγον του θεού ακούοντες και ποιούντες αυτόν»[iii].
Καί οι εφαρμόζοντες τον λόγο του Θεού δεν είναι εκείνοι που τον «επιβάλλουν» στους άλλους σύμφωνα με το δικό τους θέλημα και την δική τους αντίληψη, αλλά εκείνοι που τον εφαρμόζουν στον εαυτό τους, ώστε μέσα στην προσμονή να λάμψουν στο φως.
Η εν πνεύματι προσκύνησις δεν είναι άμοιρη του φωτός του μέλλοντος αιώνος, που μπορεί να καταυγάσει την ζωή του ανθρώπου, παρέχοντάς του δυνάμεις αστείρευτες υπομονής των δοκιμασιών και των θλίψεων. Εκεί που η παρούσα ζωή δεν προσφέρει παρά απόγνωση και αποκαρδίωση, έρχεται το φως του μέλλοντος αιώνος, η ελπίδα και η προσδοκία που ξεπερνά την πεπερασμένη ζωή του ανθρώπου, και μια δύναμη που δεν γνωρίζει από που προέρχεται αναδύεται στα σωθικά του. Η ίδια η επίγνωση της ματαιότητας είναι που γεννά την ελπίδα του μέλλοντος αιώνος.
Εκεί που δεν προσδοκά και δεν περιμένει τίποτα, μια δύναμη εσωτερική τον γεμίζει ευφροσύνη. Ο Θεός έσμιξε με τον κόσμο, και έγιναν ένα. Τό τέλος δεν είναι το μηδέν και η καταστροφή, αλλά μια εν Θεώ ολοκλήρωση που η υπερβατικότητά της δεν μπορεί να προσεγγιστεί από την ανθρώπινη διάνοια. Μιά ολοκλήρωση σταθερά προσανατολισμένη προς τον πλησίον και την ζωή, και όχι προς την οδύνη, τον παραλογισμό και τον θάνατο.
«Μέ τι μοιάζει αυτό το αόρατο Όν, που δεν έχει αρχή στη φύση του, που είναι μοναδικό στον εαυτό του, που εκ φύσεως είναι πέρα από κάθε γνώση, διάνοια και αίσθηση των κτι­στών όντων, που βρίσκεται πέρα από τον χρόνο και τον χώρο... Άς σκεφτούμε κατόπιν, πώς βαστά τα πάντα με την φιλευσπλαχνία Του, ενεργώντας με πρόνοια, καθώς καθοδηγεί την κτίση, και πώς με μια αγάπη που δεν μπορεί να μετρηθεί, έφθασε στην εγκαθίδρυση του κόσμου και στην αρχή της δημιουργίας^ και πόσο φιλεύσπλαχνος είναι ο Θεός, και πόσο υπομονετικός^ πόσο αγαπά την κτίση, και πώς την βαστά, υπομένοντας ευγενικά την ασυδοσία της, τις αμαρτίες και τις αχρειότητές της, τις φοβερές βλασφημίες των δαιμόνων και των κακών ανθρώπων»[iv].
Τά λόγια που εκστομίζει ο αββάς Ισαάκ είναι λόγια θάμβους και ανεκλάλητου έρωτα. Εκθειάζοντας την αγάπη του Δημιουργού, μας κάνει να μήν φοβόμαστε το θάνατο. Νά νιώθουμε σαν κληρονόμοι μιας υψηλής κληρονομιάς, που δεν μπορούμε να λογαριάσουμε ή να διανοηθούμε. Τί λογής είναι η εξουσία του Δημιουργού, αφού δημιούργησε το αυτεξούσιο στον άνθρωπο και του έδωσε την ελεύθερη βούληση; Εκεί έγκειται και το απρόσιτο της φύσεώς Του.
Ο Θεός μας καλεί, αλλά ποιά είναι η κατάσταση του κληθέντος; Πρέπει να εκτοπίσουμε τα εμπόδια που εμποδίζουν τον Θεό να μας αυτό-αποκαλυφθεί.
Ο απογυμνωμένος άνθρωπος γίνεται ο δέκτης του θείου φωτισμού και εισέρχεται στην θεία αγάπη. Όμως η κατάσταση της αγάπης είναι πολύ λεπτή. Η παραμικρή βίαιη πνοή μπορεί να την αλλοιώσει και να την απομακρύνει. Αξίζει, ωστόσο, να χάσουμε κάθε κοινωνική υπόσταση, να κατεβούμε στα χαμηλότερα μέρη της γης, να προσφέρουμε όλον μας τον επιούσιο, προκειμένου να κερδίσουμε αυτή την αγάπη. Μιά τέτοια αντίληψη, θαρρώ, έκανε τον Ντοστογιέβσκη να βάλει στο στόμα του τιποτένιου Μαρμελάντοφ, στο Έγκλημα και Τιμωρία, τούτα τα λόγια: «Κι όλους θα τους δικάσει και θα τους συγχωρέσει και τους καλούς και τους κακούς και τους σοφούς και τους ταπεινούς... Κι όταν θα έχει τελειώσει με ό­λους, τότε θα γυρίσει και σε μας: «Ελάτε κι σείς!», θα πεί, «Ελάτε, μεθύστακες, ελάτε, αδύναμοι, ελάτε, ντροπιασμένοι». Κι εμείς θα βγούμε όλοι, χωρίς να ντραπούμε και θα σταθούμε μπροστά του. Κι Εκείνος θα πεί: «Είσαστε γουρούνια! Έχετε τη μορφή και τη σφραγίδα του ζώου, όμως ελάτε και σείς!» Καί θα υψώσουν τη φωνή τους οι σοφοί, και θα υψώσουν τη φωνή τους οι σώφρονες: «Κύριε, γιατί τους δέχεσαι αυτούς;» Καί θα πεί: «Τούς δέχομαι, σοφοί, τους δέχομαι, σώφρονες, γιατί κανείς τους δεν θεωρούσε τον εαυτό του άξιο αυτής της τιμής..­.» Καί θα μας απλώσει το χέρι, κι εμείς θα πέσουμε στα πόδια Του, και θα κλάψουμε, και όλα θα τα καταλάβουμε! ... Κύριε, ελθέτω η Βασιλεία Σου»!

Συνεχίζεται...

Δεν υπάρχουν σχόλια: