«Στην οπισθοχώρηση, όταν βρισκόμασταν κοντά στα σύνορα με την Αλβανία, είμασταν περικυκλωμένοι από παντού. Ξαφνικά, βλέπουμε ένα σκοπό, μας βλέπει κι αυτός. Τσιμουδιά, δεν λέει τίποτα- είμασταν κάπου εκατό αντάρτες, από τους τελευταίους στο ελληνικό έδαφος. Πρέπει να ήταν δικός μας άνθρωπος- όταν περάσαμε, άρχισε να πυροβολεί στον αέρα. Τότε, μας είπαν ότι αν δεν περάσουμε ώς τα ξημερώματα το ποτάμι για να μπούμε στην Αλβανία θα πιαστούμε όλοι αιχμάλωτοι. Αρχίσαμε να τρέχουμε σαν παλαβοί. Τα καταφέραμε» (Κωνσταντίνα Στεφάνου. 1932, Βασιλειάδα, Καστοριά).
«Στις 5 Μαΐου 1947, εμείς φύγαμε σιγά- σιγά, με εκατοντάδες γυναικόπαιδα, για την Αλβανία. Είχαμε μαζί μας πρόβατα, αγελάδες, μουλάρια. Όταν φτάσαμε εκεί, στις 15 με 20 Ιουνίου, τα είχαμε φάει τα μισά. Ήταν νηστικός ο κόσμος. Στην Αλβανία, μας έδιναν εκατό δράμια ψωμί την ημέρα. Εμείς, πουλούσαμε καμιά προβατίνα, αγοράζαμε αλεύρι και φτιάχναμε μπουγάτσες. Ζούσαμε μαζί με τα ζώα, στο ύπαιθρο, χωρίς κρεβάτι, χωρίς τρεχούμενο νερό. Έμεινα στην Αλβανία ώς τον Φλεβάρη του 1948 - οπότε και γύρισα Ελλάδα για να πολεμήσω» (Γεώργιος Ντακούμας, 1933, Φιλιππαίον, Γρεβενά).
«Μετά που έπεσε το Καρπενήσι, βρεθήκαμε στον Γράμμο, στην Ήπειρο. Παντού υπήρχαν χιόνια- πολλά χιόνια. Πήγαμε καμιά εβδομάδα να ξεχειμωνιάσουμε και να περάσουμε στην κορυφή, δεν γινόταν τίποτα. Λέει ο υπεύθυνος,Πάρτε ό,τι μπορείτε στον ώμο,και θα περάσουμε.Ένας ένας, περάσαμε απέναντι που ήταν οι δικοί μας, βρεθήκαμε σε κάτι χωριά νηστικοί, βλέπουμε καζάνια όπου έβραζαν αρνιά, μας είπαν να πιούμε λίγο ζωμό αλλά να μη φάμε κρέας. Κάποιος πέθανε από τη λαιμαργία του- έφαγε πολύ». (Χαράλαμπος Φραγκαλιός, 1930, Καρπενήσι) .
«Το 1948, τραυματίστηκα στο Σινάτσι, ενώ πηγαίναμε να βοηθήσουμε την ηρωική φάλαγγα των νέων που ερχόταν από τη Ρούμελη. Με κουβάλησαν στο χωριό στα χέρια, μέσα σε μια χλαίνη. Η μάνα μου μ΄έπλυνε, με καθάρισε, και όταν μ΄ έβαλαν οι αντάρτες πάνω σ΄ ένα άλογο, με ξεπροβόδισε μαζί με τ΄ αδέλφια μου, κλαίγοντας. Φτάνοντας στην Πρέσπα, μ΄ έβαλαν σε μια βάρκα. Είχε κύμα, φοβήθηκα πολύπρώτη φορά έμπαινα σε βάρκα. Όταν περάσαμε στην Αλβανία, με πήγαν στο νοσοκομείο μ΄ ένα φορτηγό. Υπέγραψα ότι συμφωνώ να μ΄ εγχειρίσουν, γιατί ήμουν βαρειά τραυματισμένος. Έμεινα επτά μήνες στο νοσοκομείο. Μετά, γύρισα πάλι πίσω στην Ελλάδα, στα τάγματα» (Χρήστος Νοβάτσης, 1929, Χαλάρα, Καστοριά).
«Το 1947, υπηρετούσα στην Αλεξανδρούπολη, στον εθνικό στρατό. Κάποια στιγμή, μου είπαν ότι θα με στείλουν για αναμόρφωση, μαζί με άλλους κομμουνιστές. Κατάλαβα ότι θα με έστελναν πάλι εξορία. Λιποτάκτησα. Ενώ προσπαθούσα να περάσω τα σύνορα για να πάω στη Βουλγαρία, έπεσα σε ενέδρα ανταρτών. Έμεινα μαζί τους. Στην αρχή, δεν μου είχαν εμπιστοσύνη, δεν μου έδιναν όπλο- δεν μου είχαν εμπιστοσύνη. Ώσπου ήρθαν από κάτω πληροφορίες για μένα, ότι είχα κάνει εξορίες, ήμουν ελασίτης, ο αδελφός μου παλιός κομμουνιστής. Ωστόσο, ο κόσμος αποτραβιόταν από μας, ο λαός μας κρατούσε σε απόσταση, δεν ήταν όπως στο πρώτο αντάρτικο. Ε, εμφύλιος πόλεμος ήτανποιος αγαπάει τον εμφύλιο;» (Αναστάσιος Πρασίδης, 1925, Αλεξανδρούπολη».
«Τα νεύρα μας είναι τελείως εξαντλημένα. Αν θυμηθείς κάποιον να πέφτει δίπλα σου, σου έρχονται τα πάντα στο μυαλό. Ασ΄ τα καλύτερα» (Ηλίας Γκαλιάδης, 1916, Πόντος).
ΥΓ: Αποσπάσματα από το βιβλίο του εικαστικού Ηλία Πούλου «Εξόριστες μνήμες», με μαρτυρίες και φωτογραφίες πολιτικών προσφύγων στην Τασκένδη. Το βιβλίο θα πωλείται από το βιβλιοπωλείο του ΕΙΕ (www. eie.gr). Τα έσοδα θα σταλούν στην ελληνική κοινότητα της Τασκένδης. Η έκθεση φωτογραφίας «Εξόριστες μνήμες» θα είναι ανοιχτή από σήμερα μέχρι 16 Νοεμβρίου, στο Αίθριο του Εθνικού Ιδρύματος, με ελεύθερη είσοδο για το κοινό.
Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2009
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου