Η ώρα πέντε το απόγευμα και πίνει τον καφέ του, με συντροφιά το αγαπημένο του τρανζιστοράκι κι ένα βιβλίο. «Αριστείδη, στο τηλέφωνο. Ο αδελφός σου ». Πάντα γλυκιά και πρόσχαρη η φωνή τής κυράς του. « Τι να με θέλει τέτοια ώρα ο μικρός;» αναρωτήθηκε, και σήκωσε νωχελικά το ακουστικό.
Εξήντα ενός χρονών ο «μικρός », έτοιμος να βγει κι αυτός σε σύνταξη σε λίγο. Δημόσιος υπάλληλος, διευθυντής επί χρόνια, άτομο ακέραιο, με μεταπτυχιακές σπουδές στο εξωτερικό και λαμπρός οικογενειάρχης.
«Έλα, λέγε, τι συμβαίνει;». «Λοιπόν, πριν μισή ώρα, πήγα απ’ το πατρικό μας. Πίστευα πως είχα αφήσει στο υπόγειο μια παλιά βαλίτσα που τελικά δεν βρήκα. Δεν ξέρω όμως πώς μού ’ρθε, κι άνοιξα το σεντούκι του πατέρα μας ». «Ε, και; Για μισό λεπτό. Για ποιο σεντούκι μού μιλάς; Εγώ δεν ξέρω να υπήρχε τέτοιο πράγμα ». «Έλα τώρα, απλά δεν το θυμάσαι. Εν πάση περιπτώσει, πέρνα απ’ το σπίτι μου να σου δώσω αυτό που βρήκα. Είμαι σίγουρος που θα το χαρείς. Κλείνω τώρα και σε περιμένω ». «Καμιά νεανική μου σαχλαμάρα θα βρήκε », σκέφτηκε, αποτελειώνοντας τον καφέ του.
Μια και δυο, σ’ ένα τέταρτο βρέθηκε στο σπίτι του αδελφού του, στον Πειραιά. Χαιρέτησε τ’ ανίψια και τη νύφη του και κοίταξε προς τα ’κεί που τού ’δειχνε ο μικρός. « Δικό σου είναι, είμαι βέβαιος». Αγκαλιαστά με την πλάτη μιας καρέκλας, ένα στρατιωτικό χιτώνιο αξιωματικού, φτιαγμένο για κάποιο λυγερόκορμο παλικάρι, μ’ ένα μαυρισμένο πράμα σε κάθε επωμίδα. «Δεν είναι δυνατόν. Λες;». Το άγγισε, το ψηλάφησε κι άρχισε να το χαϊδεύει παίρνοντας βαθιές ανάσες. Ναι, βέβαια, ήταν δικό του. Το ένα και μοναδικό ρούχο που ’χε κρατήσει μετά την απόλυσή του, μιας κι όλα τ’ άλλα -πηλίκια, στολές, λουριά– τα ’χε δωρίσει σε νεότερους συναδέλφους του, έφεδρους Ανθυπολοχαγούς. Γύρισε προς τη νύφη του χαμογελώντας. «Να το πάρω;», ρώτησε χαμηλόφωνα, έτσι για τους τύπους και, χωρίς να περιμένει απάντηση, το ’βαλε κάτω απ’ τη μασχάλη του. «Άντε τώρα, γεια σας». Ξοπίσω του κάτι του φώναζε ο μικρός. Αδιαφορώντας ν’ απαντήσει, μπήκε πάλι στ’ αυτοκίνητό του με προορισμό το λιμάνι του Πειραιά. «Ακτή Μιαούλη 3, δίπλα στον καφενέ, εκεί θα τα βρω », σκέφτηκε.
Με το χιτώνιο κρεμασμένο στη ντουλάπα του και δυο λαμπερά αστέρια στις επωμίδες, το μυαλό του ανασκάλιζε τη μνήμη αδιάκοπα, όλο το βράδυ. Καστοριά, η λίμνη, το Τάγμα του, η Μεραρχία. Η δέκατη πέμπτη πρέπει να ΄τανε. Η Τασούλα, η Μάρω, η Ελένη. Ο Παπατέρπος Επιτελάρχης, ο λεβέντης ο Γιάννης Χαραλαμπόπουλος Αντισυνταγματάρχης, ο Τριανταφύλλου Λοχαγός του κι αυτός Έφεδρος Ανθυπολοχαγός. Αμ ο άλλος, ο φίλος και συνάδελφος, ο Γιάννης ο Σακελλαράκης. Ο τωρινός αρχαιολόγος με τις αναρίθμητες περγαμηνές. Ας είναι καλά όπου κι αν βρίσκεται. Ντε και καλά να τον μυήσει στις ομορφιές της ποίησης. Τι πίκρες, τι χαρές, πόσα σχέδια για το μέλλον…
«Χρόνια χελιδόνια που πετάξατε», μουρμούρισε. Το γαλάζιο αστραφτερό κομπολόι γυρόφερνε στη δεξιά παλάμη του αδιάκοπα. «Μισός αιώνας... πενήντα ολάκερα χρόνια… Για πότε πέρασαν που να πάρει ο διάολος ». Και να μην έχει πατήσει το πόδι του στην Καστοριά ούτε μια φορά από τότε. Τόσο την είχε σιχαθεί. Η Καστοριά τού έφταιγε; Όχι βέβαια. Η τύχη που τό ’φερε να κάνει τη θητεία του σ’ εκείνον τον τόπο έφταιγε, μια θητεία ατέλειωτη, βασανιστική.
Πριν ν’ αποτελειώσει το δείπνο του, θυμήθηκε τρία ονόματα, τρεις συναδέλφους του στο Στρατό. Είχε χρόνια ν’ ανταλλάξει μαζί τους κουβέντα, ήταν ωστόσο γραμμένοι στη μικρή του ατζέντα. Ήπιε δυο τελευταίες γουλιές κρασί και πετάχτηκε στο δωμάτιό του. Η ώρα ήταν δεν ήταν δέκα. Οι δύο πρώτοι καταχάρηκαν που τον άκουσαν κι αντάλλαξαν μαζί του παλιές αγαπημένες ιστορίες. Στη Θεσσαλονίκη ο ένας, στον Βόλο ο άλλος. Του τρίτου το τηλέφωνο το σήκωσε ένας νέος. «Ο πατέρας έχει πεθάνει εδώ και δύο χρόνια. Δεν το ξέρατε;» . «Τι να πεις τώρα;», σκέφτηκε. «Όχι, παλικάρι μου. Έλλειπα τότε». Άλλος ένας φίλος έφυγε.
Δεν είχε την παραμικρή διάθεση να δει το χαζοκούτι. Έτσι κι αλλιώς ποτέ του δε συμπάθησε την τηλεόραση. Λες και του δώσαν χάπι υπνωτικό, ξάπλωσε στο κρεβάτι του εξουθενωμένος. Στο μυαλό του το απόλυτο κενό κι ολόγυρά του ένα διάφανο γκριζογάλαζο πέπλο σε αόριστα σχήματα. Κοιμήθηκε βαθειά.
Η ώρα έξι το πρωί και βρίσκεται στο δρόμο. Το δρομολόγιο ίδιο πάντα. Αίαντος, Δημοκρατίας, Αχιλλέως, Ποσειδώνος, Μαρίνα Φλοίσβου και πίσω σπίτι του. Νοτιάς σήμερα, η πάχνη αγκαλιάζει όλη την παραλία. Άρρωστος καιρός. Γρήγορος ο βηματισμός του, μόνο που τώρα προχωράει με έναν ρυθμό που τον είχε μισοξεχάσει. «Εν, δύο, εν δυο, εν, δύο, ένα… Τρία και στ’ αριστερό… Πιο ζωηρά… Έτσι… Λόχοοοος, αλτ… Ημιιιιιιανά… Ανά… ». Γέλασε με το εαυτό του. Ένα γέλιο αλλιώτικο, αρρωστημένο θά ’λεγες, μια αίσθηση ανάμιχτη. Σίγουρα έφταιγε η πάχνη για τα δακρυσμένα μάτια του.
«Εν, δύο, εν δυο, εν, δύο, ένα». Έχει ήδη κάνει μεταβολή στο Φανάρι της Μαρίνας και προχωράει επιστρέφοντας, με το χιτώνιο κάτω απ’ τη μασχάλη του. Στ’ αριστερά του κάθε λογής γιωτ μ’ όλες τις σημαίες που μπορείς να φανταστείς. Πλειοψηφούν τα εγγλέζικα. Στα είκοσι μέτρα μπροστά του, μια ξανθιά κοπελιά βγαίνει από ένα πλεούμενο, με μια φωνή από μέσα να την ξεπροβοδίζει με ξενικές κουβέντες. Αυτός στον βηματισμό του. Σήμερα νιώθει είκοσι ενός χρονών. «Εν, δύο, εν δυο, εν, δύο, ένα». Μέσα στο γιωτ δυο αντρικές φωνές συζητούν σε άψογα εγγλέζικα. Απ’ ό,τι καταλαβαίνει, πέρασαν υπέροχα μαζί της.
Τικ, τακ, τικ, τακ οι ψηλοτάκουνες γόβες της ξανθούλας στο πλακόστρωτο, λίγα μέτρα μπροστά του. Κοιτάζοντάς την, τη βρίσκει να ’ναι όμοια με την Ελένη, τον μεγάλου του έρωτα, εκεί, στην Καστοριά, κι ο Σακελλαράκης ν’ απαγγέλει Οδυσσέα Ελύτη, δίπλα στη λίμνη.
Ξαφνικά, ένας μαυριδερός βατσιμάνης από κάποιο σκαρί ορμάει καταπάνω στην ξανθούλα. Οι προθέσεις του ολοφάνερες. Δεν ξέρει πώς, αλλά τον έφτασε σχεδόν αμέσως. « Τι θέλεις από το κορίτσι, ρε αληταρά; Μίλα, ρε χαμένε, μίλα!». Με τη δεξιά του παλάμη στον λιγνό λαιμό του, τον ταρακουνάει αλύπητα. Η κοπέλα γερμένη στον τοίχο του μόλου, με μάτια ορθάνοιχτα απ’ τον φόβο. Αφήνει την παλάμη του ελεύθερη. Λαγός ο μαυρούκος. «Τράβα σπίτι σου κοπέλα μου. Αυτό ήταν, πάει, πέρασε» .
Τ’ αστέρια πάνω στο πεσμένο στο κράσπεδο χιτώνιο έλαμπαν, η ατμόσφαιρα άρχισε να καθαρίζει απ’ την πάχνη. Το σήκωσε, το ξανάβαλε στη μασχάλη. «Με συγχωρείτε, μπορώ να σας φιλήσω κύριε;» Ένας ξανθός, πανέμορφος άγγελος τον φίλησε στο μάγουλο και μια ανόητη σκέψη πέρασε απ’ τον νου του. «Τελικά, σε γενικές γραμμές, η ζωή είναι μάλλον ωραία», μονολόγησε, βαδίζοντας στον δρόμο τής επιστροφής.
Παλαιό Φάληρο, 10-Χ-2009
Νίκος Χρ. Κουκολιάς
«Χρόνια χελιδόνια που πετάξατε», μουρμούρισε. Το γαλάζιο αστραφτερό κομπολόι γυρόφερνε στη δεξιά παλάμη του αδιάκοπα. «Μισός αιώνας... πενήντα ολάκερα χρόνια… Για πότε πέρασαν που να πάρει ο διάολος ». Και να μην έχει πατήσει το πόδι του στην Καστοριά ούτε μια φορά από τότε. Τόσο την είχε σιχαθεί. Η Καστοριά τού έφταιγε; Όχι βέβαια. Η τύχη που τό ’φερε να κάνει τη θητεία του σ’ εκείνον τον τόπο έφταιγε, μια θητεία ατέλειωτη, βασανιστική.
Πριν ν’ αποτελειώσει το δείπνο του, θυμήθηκε τρία ονόματα, τρεις συναδέλφους του στο Στρατό. Είχε χρόνια ν’ ανταλλάξει μαζί τους κουβέντα, ήταν ωστόσο γραμμένοι στη μικρή του ατζέντα. Ήπιε δυο τελευταίες γουλιές κρασί και πετάχτηκε στο δωμάτιό του. Η ώρα ήταν δεν ήταν δέκα. Οι δύο πρώτοι καταχάρηκαν που τον άκουσαν κι αντάλλαξαν μαζί του παλιές αγαπημένες ιστορίες. Στη Θεσσαλονίκη ο ένας, στον Βόλο ο άλλος. Του τρίτου το τηλέφωνο το σήκωσε ένας νέος. «Ο πατέρας έχει πεθάνει εδώ και δύο χρόνια. Δεν το ξέρατε;» . «Τι να πεις τώρα;», σκέφτηκε. «Όχι, παλικάρι μου. Έλλειπα τότε». Άλλος ένας φίλος έφυγε.
Δεν είχε την παραμικρή διάθεση να δει το χαζοκούτι. Έτσι κι αλλιώς ποτέ του δε συμπάθησε την τηλεόραση. Λες και του δώσαν χάπι υπνωτικό, ξάπλωσε στο κρεβάτι του εξουθενωμένος. Στο μυαλό του το απόλυτο κενό κι ολόγυρά του ένα διάφανο γκριζογάλαζο πέπλο σε αόριστα σχήματα. Κοιμήθηκε βαθειά.
Η ώρα έξι το πρωί και βρίσκεται στο δρόμο. Το δρομολόγιο ίδιο πάντα. Αίαντος, Δημοκρατίας, Αχιλλέως, Ποσειδώνος, Μαρίνα Φλοίσβου και πίσω σπίτι του. Νοτιάς σήμερα, η πάχνη αγκαλιάζει όλη την παραλία. Άρρωστος καιρός. Γρήγορος ο βηματισμός του, μόνο που τώρα προχωράει με έναν ρυθμό που τον είχε μισοξεχάσει. «Εν, δύο, εν δυο, εν, δύο, ένα… Τρία και στ’ αριστερό… Πιο ζωηρά… Έτσι… Λόχοοοος, αλτ… Ημιιιιιιανά… Ανά… ». Γέλασε με το εαυτό του. Ένα γέλιο αλλιώτικο, αρρωστημένο θά ’λεγες, μια αίσθηση ανάμιχτη. Σίγουρα έφταιγε η πάχνη για τα δακρυσμένα μάτια του.
«Εν, δύο, εν δυο, εν, δύο, ένα». Έχει ήδη κάνει μεταβολή στο Φανάρι της Μαρίνας και προχωράει επιστρέφοντας, με το χιτώνιο κάτω απ’ τη μασχάλη του. Στ’ αριστερά του κάθε λογής γιωτ μ’ όλες τις σημαίες που μπορείς να φανταστείς. Πλειοψηφούν τα εγγλέζικα. Στα είκοσι μέτρα μπροστά του, μια ξανθιά κοπελιά βγαίνει από ένα πλεούμενο, με μια φωνή από μέσα να την ξεπροβοδίζει με ξενικές κουβέντες. Αυτός στον βηματισμό του. Σήμερα νιώθει είκοσι ενός χρονών. «Εν, δύο, εν δυο, εν, δύο, ένα». Μέσα στο γιωτ δυο αντρικές φωνές συζητούν σε άψογα εγγλέζικα. Απ’ ό,τι καταλαβαίνει, πέρασαν υπέροχα μαζί της.
Τικ, τακ, τικ, τακ οι ψηλοτάκουνες γόβες της ξανθούλας στο πλακόστρωτο, λίγα μέτρα μπροστά του. Κοιτάζοντάς την, τη βρίσκει να ’ναι όμοια με την Ελένη, τον μεγάλου του έρωτα, εκεί, στην Καστοριά, κι ο Σακελλαράκης ν’ απαγγέλει Οδυσσέα Ελύτη, δίπλα στη λίμνη.
Ξαφνικά, ένας μαυριδερός βατσιμάνης από κάποιο σκαρί ορμάει καταπάνω στην ξανθούλα. Οι προθέσεις του ολοφάνερες. Δεν ξέρει πώς, αλλά τον έφτασε σχεδόν αμέσως. « Τι θέλεις από το κορίτσι, ρε αληταρά; Μίλα, ρε χαμένε, μίλα!». Με τη δεξιά του παλάμη στον λιγνό λαιμό του, τον ταρακουνάει αλύπητα. Η κοπέλα γερμένη στον τοίχο του μόλου, με μάτια ορθάνοιχτα απ’ τον φόβο. Αφήνει την παλάμη του ελεύθερη. Λαγός ο μαυρούκος. «Τράβα σπίτι σου κοπέλα μου. Αυτό ήταν, πάει, πέρασε» .
Τ’ αστέρια πάνω στο πεσμένο στο κράσπεδο χιτώνιο έλαμπαν, η ατμόσφαιρα άρχισε να καθαρίζει απ’ την πάχνη. Το σήκωσε, το ξανάβαλε στη μασχάλη. «Με συγχωρείτε, μπορώ να σας φιλήσω κύριε;» Ένας ξανθός, πανέμορφος άγγελος τον φίλησε στο μάγουλο και μια ανόητη σκέψη πέρασε απ’ τον νου του. «Τελικά, σε γενικές γραμμές, η ζωή είναι μάλλον ωραία», μονολόγησε, βαδίζοντας στον δρόμο τής επιστροφής.
Παλαιό Φάληρο, 10-Χ-2009
Νίκος Χρ. Κουκολιάς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου