Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2009

Εξαφανίζεται η φυσική βλάστηση στη Θεσσαλία –Η ζούγκλα του Νέστου

nestos

Στη διαπίστωση ότι έχουν ελαχιστοποιηθεί έως και εξαφανιστεί, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι νησίδες φυσικής βλάστησης στο θεσσαλικό κάμπο, με συνέπεια την υποβάθμιση της βιοποικιλότητας της περιοχής, καταλήγει μελέτη του καθηγητή εφαρμογών στο ΑΤΕΙ Λάρισας, Γιώργου Ευθυμίου. Σύμφωνα δε με τον καθηγητή, όπου εξακολουθούν να υπάρχουν τέτοιες νησίδες φυσικής βλάστησης, έχουν υποβαθμιστεί σημαντικά. Η δημιουργία σύγχρονων και εκτεταμένων μονοκαλλιεργειών, η εφαρμογή εντατικής γεωργίας και η πλήρη εκμηχάνισή της, αποτελούν, όπως εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Ευθυμίου, τους βασικούς λόγους των προβλημάτων που έχουν δημιουργηθεί στη θεσσαλική πεδιάδα. Ο ίδιος σημειώνει ακόμα πως με τη συρρίκνωση των δασικών εκτάσεων, λόγω υλοτομιών, πυρκαγιών, εκχερσώσεων, υποβάθμισης, αλλαγής χρήσεων γης, μειώνεται δραστικά και η ποικιλία της ζωής.

Μια σημαντική κατηγορία δασικών εκτάσεων είναι η παρόχθια δασική βλάστηση. Πρόκειται για τη φυσική βλάστηση που η ύπαρξη και η ζωτικότητά της εξαρτάται από την άμεση ή έμμεση επίδραση του νερού, επιφανειακού ή υπόγειου. Χαρακτηρίζεται ως σημαντική κατηγορία διότι στηρίζει πλούσια βιοποικιλότητα.

Σύμφωνα με τον καθηγητή, στο παραποτάμιο δάσος του Νέστου έχουν καταγραφεί περισσότερα από 15 διαφορετικά είδη αναρριχώμενων ειδών, τα οποία δίνουν την αίσθηση της «ζούγκλας», λόγω της μη προσπελασιμότητας. Αυτά τα αναρριχώμενα είδη δημιουργούν, κατά θέσεις, απαράμιλλου κάλους τοπία, με φυσικές «κουρτίνες».

Μερικές ακόμη σημαντικές λειτουργίες των παρόχθιων δασών, σύμφωνα με τον καθηγητή, είναι ότι συγκρατούν την κοίτη, την προστατεύουν από τη διάβρωση, βελτιώνουν την ποιότητα του νερού, με το φιλτράρισμα και τη συγκράτηση των φορτίων που αυτό μεταφέρει, είτε από τα ανάντη προς τα κατάντη είτε από τις γειτονικές καλλιέργειες προς την κοίτη, δημιουργούν μικροκλίμα στην περιοχή και βελτιώνουν τη βιοποικιλότητά της.

Η παρόχθια βλάστηση είναι αυτή που αναπτύσσεται κατά μήκος μικρών και μεγάλων ποταμών, χειμάρρων ακόμη και στα αρδευτικά και στραγγιστικά κανάλια, δημιουργώντας θέσεις για φωλεοποίηση, τροφή και απόκρυψη ειδών της άγριας ζωής, αυξάνοντας παράλληλα τη βιοποικιλότητα των ειδών αλλά και την ποιότητα και την ποικιλία του τοπίου, επισημαίνει ο κ. Ευθυμίου. Ο ίδιος εξηγεί πως με τον όρο βιοποικιλότητα, εννοούμε την ποικιλία της ζωής πάνω στον πλανήτη. Υπολογίζεται ότι υπάρχουν περί τα 10 εκατ. είδη ζωντανών οργανισμών, από τα οποία μέχρι σήμερα έχουν αναγνωριστεί περίπου 1.6 εκατ. είδη, δηλαδή το 10-15%, ενώ κατά άλλους επιστήμονες είναι γνωστό μόλις το 1-3% αυτών. Η λεκάνη της Μεσογείου έχει περί τα 22.500 ενδημικά είδη (4 φορές περισσότερα από τα είδη όλης της Ευρώπης). Η Ελλάδα είναι από τις πλέον πλούσιες σε βιοποικιλότητα χώρες, με περισσότερα από 6.000 φυτικά είδη και 30-50.000 ζωικούς οργανισμούς, με την Κρήτη, από μόνη της, να παρουσιάζει τη βιοποικιλότητα που έχει όλη η Μεγάλη Βρετανία. Λόγω των ιδιαίτερων γεωμορφολογικών συνθηκών του ελλαδικού χώρου, εντοπίζεται σ’ αυτόν μεγάλος αριθμός ενδημικών ειδών φυτών και ζώων, αλλά και πολλά απειλούμενα και σπάνια είδη. Από τα δεκάδες χιλιάδες είδη και την πληθώρα τύπων οικοτόπων, στην Ελλάδα, 85 τύποι οικοτόπων, 182 είδη ζώων και 58 είδη φυτών είναι Κοινοτικού ενδιαφέροντος.

Η έκθεση που εκπόνησε το 2007 το ΥΠΕΧΩΔΕ, σε συνεργασία με το ΕΚΒΥ και πολλούς ερευνητές, για την καταγραφή της κατάστασης για τα φυτικά είδη Κοινοτικού ενδιαφέροντος στη χώρα μας, αναφέρει ότι για περισσότερα από τα μισά είδη φυτών (55%)είναι άγνωστη η κατάσταση διατήρησης, το 1/10 περίπου (9%) βρίσκονται σε ικανοποιητική κατάσταση, το 1/3 (33%) σε ανεπαρκή κατάσταση και μόνο δύο είδη (3%) σε κακή κατάσταση. Για τα ζωικά είδη Κοινοτικού ενδιαφέροντος, υπάρχουν πολλές ελλείψεις και η κατάσταση διατήρησης του 65% των ειδών ζώων χαρακτηρίζεται άγνωστη. Όσον αφορά τους τύπους οικοτόπων Κοινοτικού ενδιαφέροντος, το 58% αυτών βρίσκονται σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης, περίπου το 1/3 (30%) χαρακτηρίζονται σε ανεπαρκή κατάσταση, ενώ 7 τύποι οικοτόπων, εντοπίζονται σε κακή κατάσταση διατήρησης, υπογραμμίζει ο καθηγητής. Ο ίδιος επισημαίνει πως κατά τον 20ο αιώνα η βιοποικιλότητα των φυσικών αλλά και αγροτικών οικοσυστημάτων της Ευρώπης έχει υποστεί σημαντική μείωση. Οι δυο κύριες απειλές για την ποιότητα της βιοποικιλότητας είναι η συρρίκνωση-υποβάθμιση των δασών και η γεωργία.

Σύμφωνα με την «Εκτίμηση της Χιλιετίας για τα Οικοσυστήματα» (Millennium Ecosystem Assessment) του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, που εκδόθηκε το 2005, ο άνθρωπος έχει αλλάξει τα τελευταία 50 χρόνια, τα οικοσυστήματα, με τόσο γρήγορους ρυθμούς και σε τόσο μεγάλη έκταση από κάθε άλλη περίοδο της ιστορίας. Η αλλαγή αυτή σημαίνει και αλλοίωση-υποβάθμιση της βιοποικιλότητας σε αυτά.

H υποβάθμιση της βιοποικιλότητας και η παγκόσμια ανησυχία για τη διατήρησή της οδήγησε τη διεθνή κοινότητα να υπογράψει το 1992 τη Διεθνή Σύμβαση για τη Βιοποικιλότητα. Το έτος 2010 έχει κηρυχθεί από τον Ο.Η.Ε. ως διεθνές έτος για τη βιοποικιλότητα, με στόχο την ανάσχεση της απώλειάς της.

Δεν υπάρχουν σχόλια: