Πέμπτη 2 Ιουλίου 2009
Κανείς δεν θέλει να θυμάται...
Ήταν καλοκαίρι του 1990, στα Τίρανα. Χιλιάδες κάτοικοι των Τιράνων «εισέβαλαν» στις Δυτικές Πρεσβείες, ζητώντας πολιτικό άσυλο. Το καθεστώς αιφνιδιάστηκε αφήνοντας για δύο ημέρες ανεξέλεγκτη την κατάσταση... Μαζί με την κοπελιά μου, την Ντ, ταξιδέψαμε από την πόλη μου, τη Λούσνια, για να μπούμε σε κάποια από τις Πρεσβείες. Εκείνη ήθελε να μπούμε στην Ελληνική. Εγώ, ως γαλλομαθής, στη Γαλλική. Τελικά πείσθηκε και αποφασίσαμε να μπούμε στη Γαλλική. Όταν φθάσαμε όμως η Αστυνομία είχε περικυκλώσει τις Πρεσβείες και η πρόσβαση ήταν αδύνατη. Μερικές ώρες μετά την άφιξή μας στα Τίρανα άρχισαν οι συλλήψεις.
Οι «ξένοι», ειδικά, που είχαν έρθει από την επαρχία, συλλαμβάνονταν και ξυλοκοπούνταν άγρια. Ο σταθμός του τρένου πολιορκήθηκε επίσης. Δεν μπορούσαμε να επιστρέψουμε στην Λούσνια. Σε ξενοδοχείο δεν μπορούσαμε να πάμε. Δεν είχαμε χρήματα και επιπλέον θα μας κάρφωναν σίγουρα. Τότε, περπατώντας και προσπαθώντας να μιλήσουμε στη διάλεκτο των Τιράνων για να μη μας «τσιμπήσουν» οι χαφιέδες, πήγαμε στη Λαπράκα, ένα χωριό στα περίχωρα των Τιράνων. Αποφασίσαμε να κρυφτούμε και να διανυκτερεύσουμε στην αυλή ενός σχολείου, δίπλα στον δρόμο, όπου δέσποζε το μπρούντζινο άγαλμα του Ενβέρ Χότζα. Λίγο πιο πέρα είδαμε ένα μεγάλο μπούνκερ. Μισούσαμε τα μπούνκερ, αλλά εκείνο το βράδυ ήταν το τέλειο καταφύγιο...
***Η νύχτα ήταν ατέλειωτη. Φορτηγά του στρατού περνούσαν όλη την ώρα. Στρατιώτες που κραύγαζαν πάνω στα φορτηγά: «Θάνατος στους προδότες του έθνους!»... Τρέμαμε από τον φόβο μας, μήπως έρθουν οι στρατιώτες και μας βρουν στο μπούνκερ όπου είχαμε κρυφτεί. Καθόμασταν αγκαλιασμένοι και αμίλητοι. Παράξενο, ο φόβος ενίσχυε την ηδονή. Ίσως η ηδονή λειτουργεί κάποιες φορές σαν μηχανισμός άμυνας που σε προφυλάσσει από τον τρόμο... Κάναμε έρωτα, σιωπηλά, παθιασμένα, με τον φόβο καρφωμένο στις καρδιές και τα μυαλά μας, περιμένοντας να ξημερώσει, στο μπούνκερ, το σύμβολο της παράνοιας του καθεστώτος...
***Τις προάλλες, έπειτα από είκοσι χρόνια, πήγα και επισκέφθηκα ξανά τον χώρο. Είχε γίνει αγνώριστος. Το μπούνκερ δεν φαινόταν πουθενά. Ούτε το άγαλμα του Ενβέρ Χότζα. Μια τεράστια πολυκατοικία βρισκόταν τώρα στο ίδιο μέρος, η οποία είχε «φάει» ένα καλό κομμάτι από την αυλή του σχολείου. Είχε επισκιάσει το σχολείο, σαν τέρας που κόβει την πηγή του φωτός. Η μανία της τσιμεντοποίησης που σαρώνει τα πάντα. Στην αυλή του σχολείου, που λειτουργούσε τώρα ως Λύκειο, κορίτσια και αγόρια κουβέντιαζαν, έπαιζαν με τα κινητά τους. Ένα φρέσκο σύνθημα στον τοίχο «we love Μichael Jackson»... Λίγο πιο πέρα ένα σύνθημα στα αλβανικά: «Σε θέλω!». Στην ίδια θέση, είκοσι χρόνια πριν, πιθανόν να υπήρχε γραμμένο με μεγάλα γράμματα το σύνθημα: «Το νερό κοιμάται. Ο εχθρός δεν κοιμάται», από τα αγαπημένα του καθεστώτος. Ένα κορίτσι και ένα αγόρι, λίγο πιο πέρα, έπαιζαν με τα χέρια και τα χείλη τους. Στην εποχή του κομμουνισμού ήταν αυστηρά απαγορευμένο να φιληθείς δημόσια. Ακόμα και στη φυλακή πήγαινες για κάτι τέτοιο... Ένα αίσθημα θαυμασμού και φθόνου με «τσίμπησε» βλέποντας το ζευγάρι των εφήβων... Ένας πενηντάχρονος κύριος πέρασε εκεί κοντά. Τον ρώτησα εάν είναι κάτοικος του χωριού. Μου απάντησε πως ναι. «Θυμάσαι το μπούνκερ στην αυλή του σχολείου;», τον ρωτάω. Με κοιτάζει παράξενα, λες και βλέπει ένα φάντασμα από το παρελθόν. «Δεν θυμάμαι. Εδώ δεν υπήρχε ποτέ μπούνκερ», μου απαντά. Μένω αμήχανος... Εδώ, σκέφτομαι, κανείς δεν θέλει να θυμάται. Τα θύματα γιατί δεν αντέχουν το βάρος ενός αβάσταχτου παρελθόντος. Οι θύτες γιατί βολεύονται μια χαρά. Και μέσα στη λήθη, το παρόν χτίζει άσχημες πολυκατοικίες, τρώγοντας τις αυλές των σχολείων...
http://gazikapllani.blogspot.com/
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου