
Μια νέα γυναίκα καλοντυμένη πλησίασε το μπαλκόνι με χαμηλωμένα μάτια.
«Δώστε μου την ευλογία σας, πάτερ Αλύπιε. Θέλω να γίνω μοναχή».
«Εσύ, μοναχή; Δεν σου δίνω την ευλογία μου. Και πρόσθεσε θυμωμένος: Πήγαινε να εργαστείς σαν νοσοκόμα στο νοσοκομείο θ' αρχίσεις να πίνεις, θα μάθεις να ορκίζεσαι αλλά κάνοντας αυτή την δουλειά θα σωθείς ενώ μέσα στο μοναστήρι θα χαθείς. Δεν σου δίνω την ευλογία μου».
Συχνά ομάδες τουριστών επισκέπτονται το μοναστήρι. Βρίσκονται σε αναζήτηση καλλιτεχνικών μνημείων, εξωτισμού της μοναστικής ζωής. Οι επισκέπτες σχηματίζουν μικρές ομάδες αναποφάσιστες. Πολλοί απ' αυτούς αισθάνονται ότι βρίσκονται σ' έναν ξεχωριστό κόσμο που τους ενδιαφέρει, αλλά δεν ξέρουν πως να κινηθούν, πως να κοιτάξουν και να μιλήσουν σε τέτοιες ασυνήθιστες συνθήκες. Δίπλα στους μοναχούς με τις αρμονικές και πλαστικές κινήσεις, οι ξένοι φαίνονται χαμένοι και γελοίοι. Μερικοί απ' αυτούς δείχνουν να ντρέπονται για την περιέργεια τους, άλλοι (είναι λίγοι) συμπεριφέρονται με προκλητικό τρόπο. Κυρίως ενοχλούνται από τους πρόσφατα μεταστραφέντες, όπως εγώ και η φίλη μου.
«Πως είναι δυνατόν νέες γυναίκες με πρόσωπα διανοουμένων, να βρίσκονται σ' ένα μοναστήρι, να κάνουν τον σταυρό τους, να προσκυνούν τις εικόνες, να φοράνε μαντήλες, κι όλα αυτά στην εποχή κοσμογονικών εξελίξεων στην εποχή της επιστήμης! Είναι τελείως τρελλές».
Μερικοί επισκέπτες, οι πιο νευρικοί, φλέγονται από την επιθυμία να παλέψουν εναντίον αυτού του ναρκωτικού που λέγεται θρησκεία. Συνήθως οι μοναχοί περνούν από μπροστά τους χωρίς να τους απευθύνουν τον λόγο. Μόνον στον ηγούμενο του μοναστηριού τον παπα-Αλύπιο αρέσει να μιλά με τους άθεους.
«Δεν ντρέπεστε να κοιτάτε τον λαό κατάματα! φωνάζει μια από τις μαχητικές άθεες. Είσαστε παράσιτα, ζείτε εις βάρος του λαού. Από που βγαίνει το ψωμί που τρώτε;»
«Εμείς είμαστε ο λαός, απαντά ήσυχα ο παπα-Αλύπιος. Δεν μπορούν να μας ξεχωρίσουν από τον λαό. Για παράδειγμα δεκαπέντε από τους μοναχούς μας έχουν πολεμήσει. Άλλωστε κι εγώ είχα λάβει μέρος στον πόλεμο».
Βέβαια, ο παπα-Αλύπιος, δεν θέλησε να μπει σε λεπτομέρειες μπροστά σ' αυτήν τη γυναίκα για να της πει ότι τώρα τα μοναστήρια δίνουν στο κράτος το εξήντα τοις εκατό των εσόδων τους. Πληρώνουν ένα φόρο, και το κράτος, χωρισμένο από την Εκκλησία, δεν μπορεί παρά να ζηλέψει την καλή οργάνωση της μοναστικής οικονομίας και της δουλειάς των μοναχών, που γίνεται με προσευχή• πολλές φορές η δουλειά μοιράζεται και σε προσκυνητές που συμμετέχουν με πολύ χαρά. Στην σημερινή Ρωσία που μαστίζεται από τη φτώχεια ολόκληρα χωριά τρέφονται από τις κουζίνες των μοναστηριών.
Ο παπα-Αλύπιος, ζωγράφος στα νεανικά του χρόνια, αγαπά πολύ τη δημιουργική νεολαία. Οι ειδωλολάτρες και οι σκεπτικιστές του χθες, οι ανατρεπτές των ηθικών κανόνων και κάθε εξουσίας, σήμερα προφέρουν τ’ όνομά του με χαμηλή φωνή, με σεβασμό.
ΤΑΤΙΑΝΑ ΓΚΟΡΙΤΣΕΒΑ http://www.egolpio.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου