Δευτέρα 22 Ιουνίου 2009

Το μυθιστόρημα της ζαχαροπλαστικής


Ο ελληνικής καταγωγής Περικλής Μονιούδης, ο οποίος θεωρεί πατρίδα του τα βουνά της Ελβετίας, μιλάει για τη Μεσόγειο, για τα γλυκά και για την κατάκτηση του κόσμου μέσω της λογοτεχνίας της ΣΟΝΙΑΣ ΖΑΧΑΡΑΤΟΥ
Πολυβραβευμένος και πολυταξιδεμένος, ο συγγραφέας Περικλής Μονιούδης έφθασε στη Θεσσαλονίκη για την 6η Διεθνή Εκθεση Βιβλίου που οργάνωσε το ΕΚΕΒΙ. Ο Περικλής Μονιούδης κατάγεται από ελληνική οικογένεια η οποία περιπλανήθηκε ώσπου να ριζώσει στην Ελβετία. Εκεί γεννήθηκε το 1966 και σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης Κοινωνιολογία και Πολιτικές Επιστήμες. Στη συνέχεια μπήκε στον χώρο της λογοτεχνίας, κέρδισε βραβεία και υποτροφίες, του προτάθηκε θέση διδασκαλίας στο ΜΙΤ και τα βιβλία του μεταφράστηκαν σε αρκετές γλώσσες αλλά και στα ελληνικά. Ο Περικλής Μονιούδης είναι ανοιχτόκαρδος άνθρωπος. Δείχνει τη χαρά του που πριν από λίγο καιρό παντρεύτηκε, που αγαπά τα γλυκά και που μιλάει πολύ καλά ελληνικά. Παρ΄ όλα αυτά, η συνέντευξη έγινε στη γερμανική γλώσσα και ευχαριστώ τον κ. Σπύρο Μοσκόβου για τη διερμηνεία.


- «Ξηρά»,το τελευταίο μυθιστόρημά σας,ένα ταξίδι συναισθηματικό στον χώρο της Μεσογείου.Ψάχνει ο ήρωάς σας να βρει τις ρίζες του; Μήπως ψάχνετε και εσείς τον εαυτό σας;


«Ενα παρεμφερές ταξίδι με αυτό του ήρωά μου έχω παρατηρήσει και στα ορφανά παιδιά που μεγαλώνουν υιοθετημένα. Κάποια στιγμή αισθάνονται μια πολύ έντονη εσωτερική ανάγκη να βρουν τους πραγματικούς γονείς τους. Ετσι μπορούμε να δούμε το ταξίδι του βιβλίου “Ξηρά”. Ενα ψάξιμο εσωτερικό για τη σχέση μας με τον κόσμο».


- Εσείς έχετε ταξιδέψει στους τόπους όπου έζησαν οι δικοί σας; Στη Σμύρνη; Στην Κύπρο; Στην Αλεξάνδρεια;


«Εχω ταξιδέψει γενικώς πολύ και έχω δει πάρα πολλά. Αλλά στη λογοτεχνία το να δεις έναν τόπο δεν έχει και ιδιαίτερη σημασία. Θυμηθείτε τον Κάφκα που έγραψε το μυθιστόρημα “Αμερική” χωρίς να την έχει επισκεφθεί ποτέ. Εξάλλου το κίνητρό μου δεν ήταν να γράψω την ιστορία της οικογένειάς μου· ήθελα να γράψω για μένα. Από τους τόπους που αναφέρατε, τους προγονικούς, έχω επισκεφθεί την Αλεξάνδρεια και έχω συμπεριλάβει τις σκέψεις μου στο βιβλίο με τίτλο “Στους κόλπους των πόλεων: Θεσσαλονίκη, Βερολίνο, Ζυρίχη, Αλεξάνδρεια”. Αυτά ήταν πραγματικά ταξίδια».


- Το γεγονός ότι έχετε ελληνικό επίθετο σας δημιούργησε κάποια δυσκολία να εκδώσετε τα βιβλία σας στον γερμανόφωνο χώρο;


«Στην Κεντρική Ευρώπη έχουν αρχίσει να συνηθίζουν τους συγγραφείς με το ξενικό όνομα. Ωστόσο πρόκειται για συγγραφείς των γλωσσών που μιλιούνται και γράφονται εκεί- στη συγκεκριμένη περίπτωση, των γερμανικών. Οταν, όμως, πήγαινα στο σχολείο, στις αρχές της δεκαετίας του ΄70, επικρατούσε η θεωρία ότι τα παιδιά των ξένων οικογενειών δεν μπορεί να είναι ούτε φορείς της παράδοσης και της κουλτούρας των γονέων τους, δηλαδή της χώρας καταγωγής τους, αλλά ούτε μπορούν να γίνουν υπολογίσιμοι φορείς πολιτισμού της χώρας στην οποία μεγαλώνουν».


- Και τώρα;

«Εχει κυλήσει το νερό στο αυλάκι και σήμερα πιστεύουν ακριβώς το αντίθετο: ότι, δηλαδή, πολίτες που έχουν μια μακρινή ξενική καταγωγή, έχουν όμως γεννηθεί στις κοινωνίες της Δυτικής και της Κεντρικής Ευρώπης, είναι πολιτισμικά πλουσιότεροι γιατί κρατούν μέσα στην παράδοσή τους περισσότερα στοιχεία. Τελικά μάλλον η πραγματικότητα βρίσκεται ανάμεσα στις δύο αυτές ακραίες θεωρίες του τότε και του τώρα».


- Η υποχρεωτική μετακίνηση των γονιών σας εξαιτίας των πολιτικών γεγονότων της εποχής τους σας έχει ευαισθητοποιήσει ιδιαίτερα απέναντι στους πρόσφυγες που κατακλύζουν σήμερα την Ευρώπη;


«Η δική μου οικογένεια κατά τη διάρκεια τριών γενεών έχασε δύο φορές τα πάντα. Οι σημερινοί οικονομικοί μετανάστες έχουν βέβαια μια διαφορετική ιστορία. Υπάρχουν όμως παραλληλίες, στον βαθμό που έχουν κι αυτοί αναγκαστεί να εγκαταλείψουν- έστω μια φορά- τα πάντα. Γιατί κανένας δεν εγκαταλείπει την εστία του οικειοθελώς».


- Στο βιβλίο σας συνδυάζετε τη γεύση,την ηδύτητα,με τη μνήμη.Γιατί;


«Στις χώρες που περιβρέχονται από τη Μεσόγειο υπάρχουν κοινά στοιχεία που μοιράζονται οι εγκατεστημένοι εκεί λαοί. Ενα από αυτά είναι η ζαχαροπλαστική, όπως λ.χ. είναι και το τάβλι, που όλοι διεκδικούν την προέλευσή του. Συνειδητοποιώντας αυτά τα καθημερινά και συμπαθητικά μικρά στοιχεία σκέφθηκα ότι ενδεχομένως υπάρχει κάτι περισσότερο που συνδέει τους λαούς της Μεσογείου. Και ότι η θάλασσα δεν παίζει διαχωριστικό ρόλο αλλά, αντιθέτως, ενωτικό. Ετσι χρησιμοποίησα αρκετά έντονα την ηδύτητα, τη ζαχαροπλαστική, για να δείξω με παραδειγματικό τρόπο τα πολλά μικρά κοινά στοιχεία που υποδηλώνουν μια ευρύτερη ενότητα».


- Σας αρέσουν τα γλυκά; «Ναι, όπως βλέπετε!».

- Τι σας συγκινεί περισσότερο στη λογοτεχνία;

«Η γλώσσα. Χωρίς τη γλώσσα δεν υπάρχει λογοτεχνία. Και η λογοτεχνία είναι μια εξαιρετική, πολύ ειδική κατηγορία γραφής για την κατάκτηση του κόσμου. Η ιδιαιτερότητά της αυτή έγκειται στον τρόπο χρήσης της που πρέπει εμείς, ως αναγνώστες, να αντιληφθούμε. Διαφορετικά θα μπορούσε ένας φίλος να μας πει την υπόθεση ενός μυθιστορήματος αλλά η λογοτεχνία δεν μπορεί έτσι να γίνει αντιληπτή».


- Ποιο ήταν το κίνητρό σας για να γράψετε λογοτεχνία;

«Η δυσφορία του συγγραφέα για τον κόσμο, που είναι το πραγματικό αρχέγονο κίνητρο για τη λογοτεχνία. Η δυσφορία και η έλλειψη. Και για μένα η γλώσσα είναι η ευγενέστερη και ωραιότερη έκφραση για να διατυπωθεί, για να κατατεθεί αυτή η έλλειψη».


- Δεν συμβαίνει το ίδιο και με τις άλλες τέχνες,όπως με τη ζωγραφική;


«Η ζωγραφική είναι αυτό που κάποιος κάνει και όχι αυτό που κάποιος είναι. Κατά βάση η ερώτησή σας είναι ορθή. Μήπως άλλωστε και η μουσική δεν είναι κατάθεση; Η διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι με τη μουσική χρειάζεσαι ένα όργανο, ενώ με τη γλώσσα είσαι εσύ ο ίδιος. Με τη γλώσσα ο άνθρωπος ολοκληρώνεται».


- Πώς νιώθετε βλέποντας μεταφρασμένα τα βιβλία σας; Είχατε ποτέ την επιθυμία να γράψετε ένα βιβλίο στα ελληνικά;


«Οχι, τουλάχιστον ως τώρα. Βεβαίως, δεν ξέρω τι θα φέρει το μέλλον. Πάντως ένα βιβλίο μου μεταφρασμένο δεν είναι το βιβλίο μου· γράφει το όνομά μου, είναι δικό μου, αλλά δεν το έγραψα εγώ. Πώς να σας το πω; Κάθε μετάφραση είναι και μια ερμηνεία. Ακόμη κι αν μεταφράσουν το ίδιο βιβλίο δέκα Ελληνες, θα είναι δέκα διαφορετικά βιβλία. Και αυτό επειδή η χρήση της γλώσσας είναι το σημαντικότερο στοιχείο της λογοτεχνίας. Αλλά, φυσικά, χαίρομαι να μεταφράζεται ένα έργο μου, γιατί μου ανοίγει νέους ορίζοντες και κάθε αναγνωστικό κοινό είναι ένας καθρέφτης για μένα».


- Ερχεστε συχνά στην Ελλάδα;

«Μια-δυο φορές τον χρόνο. Για διακοπές αλλά και για λόγους επαγγελματικούς. Αλλωστε, μου αρέσει πολύ η Αθήνα, πάω στα βιβλιοπωλεία... Αλλά αυτό συμβαίνει και με άλλες χώρες, όχι μόνο με την Ελλάδα. Εχω πάει καμιά δωδεκαριά φορές στην Αμερική, έχω ζήσει στις ΗΠΑ, έχω εργασθεί εκεί, επίσης έμεινα 12 χρόνια στο Βερολίνο».


- Μου φέρνετε στον νου τους νομάδες.

«Ταξιδεύω πολύ, μου αρέσει, αλλά, παρ΄ όλα αυτά, δεν είμαι άνθρωπος χωρίς πατρίδα. Ο τόπος μου είναι τα βουνά της Ελβετίας. Εκεί γεννήθηκα, εκεί μεγάλωσα, αγαπώ τους ανθρώπους της, αγαπώ το τοπίο. Την Ελλάδα δεν την ξέρω. Επίσης πιστεύω ότι ο άνθρωπος έχει το δικαίωμα να ζήσει τη ζωή του όπως θέλει και όχι να του λένε οι άλλοι τι να κάνει και τι είναι». - Ξέρουμε τι είμαστε; Είμαστε αυτό που νομίζουμε ή ό,τι νομίζουν οι άλλοι για εμάς; «Κατά κάποιον τρόπο, ισχύουν και τα δύο, από τη στιγμή που ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ον και η εικόνα των άλλων γι΄ αυτόν είναι εξίσου καθοριστική με την εικόνα που έχει ο ίδιος για τον εαυτό του. Θα ήταν και ύβρις να ισχυριστεί κανείς ότι γνωρίζει απόλυτα τον εαυτό του».


- Γνωρίζετε έλληνες συγγραφείς;

«Ναι. Τον Θανάση Βαλτινό, τον Πέτρο Μάρκαρη, διάβασα και τη Ζυράννα Ζατέλη σε μετάφραση. Υπάρχει ένα πρόβλημα εδώ: ελάχιστοι έλληνες συγγραφείς έχουν μεταφραστεί στις γερμανόφωνες χώρες».

- Γράφετε διαρκώς; «Το πολύ δύο βιβλία τον χρόνο. Τώρα είμαι φοβερά ικανοποιημένος που κατάφερα να γράψω το “Ξηρά”. Χαίρομαι που συνειδητοποιώ ότι θα μπορούσε να μου είχε συμβεί οποιοδήποτε ατύχημα ή μια καταστροφή, να είχα πεθάνει και να μην το είχα τελειώσει. Αισθάνομαι ευγνωμοσύνη που το ολοκλήρωσα γιατί κατά τη γνώμη μου είναι το σημαντικότερο βιβλίο μου. Το τι θα επακολουθήσει δεν ξέρω».

- Εχετε γράψει και ένα αστυνομικό μυθιστόρημα ενώ δεν είναι ο χώρος σας.

«Ναι, την “Επιστροφή του Φρόυλερ”. Ενας οίκος του Μονάχου είχε την ιδέα να εκδώσει μια αστυνομική σειρά από συγγραφείς που δεν γράφουν αστυνομικά. Και ένιωσα υπέροχα, γιατί ανοίχτηκα σε ένα είδος λογοτεχνίας που το απολάμβανα από παιδί ως αναγνώστης αλλά δεν είχα ποτέ σκεφθεί να το κάνω».


- Θα το ξανακάνετε; «Μπορεί. Εξαρτάται από τις εσωτερικές ανάγκες μου».


πηγή:Βήμα

Δεν υπάρχουν σχόλια: