Τετάρτη 28 Μαΐου 2025

Πουλιά συνθέτουν μουσική

 

Διαβάζοντας μια εφημερίδα ο Βραζιλιάνος σκηνοθέτης και μουσικός Jarbas Agnelli, παρατήρησε μια φωτογραφία με πουλιά πάνω σε ηλεκτρικά σύρματα, που του θύμισε μουσική παρτιτούρα. Έκοψε τη φωτογραφία και προσπάθησε να συνθέσει μουσική χρησιμοποιώντας σαν παρτιτούρα τις ακριβείς θέσεις των πουλιών στα σύρματα. Το έκανε απλά από περιέργεια. Έπειτα έστειλε τη σύνθεσή του στο φωτογράφο, αυτός την προώθησε στην εφημερίδα του και σε λίγο καιρό μια παρόρμηση της στιγμής μετατράπηκε σε μια όμορφη ιστορία που έκανε το γύρο του κόσμου.

Δόξα στά μεγαλεῖα σου, Κύριε!


Πῶς καί πῦρ ὑπάρχεις βλύζων;
Πῶς καί ὕδωρ εἶ δροσίζων;
Πῶς καί καίεις, καί γλυκαίνεις;
Πῶς φθοράν ἐξαφανίζεις;
Πῶς θεούς ποιεῖς ἀνθρώπους;
Πῶς τό σκότος φῶς ἐργάζῃ;
Πῶς ἀνάγεις ἐκ τοῦ ᾅδου;
Πῶς θνητούς ἐξαφθαρτίζεις;
Πῶς πρός φῶς τό σκότος ἕλκεις;
Πῶς τήν νύκτα περιδράσσῃ;
Πῶς καρδίαν περιλάμπεις;
Πῶς με ὅλον μεταβάλλεις;
Πῶς ἑνοῦσαι τοῖς ἀνθρώποις;
Πῶς υἱούς Θεοῦ ἐργάζῃ;
Πῶς ἐκκαίεις σου τῷ πόθῳ;
Πῶς τιτρώσκεις ἄνευ ξίφους;
Πῶς ἀνέχῃ; Πῶς βαστάζεις;
Πῶς εὐθύς οὐκ ἀποδίδως;
Πῶς ὑπάρχων ἔξω πάντων,
βλέπεις πάντων τά πρακτέα;
Πῶς μακράν ἡμῶν τυγχάνων,
καθορᾷς ἑκάστου πρᾶξιν;
Δός ὑπομονήν σοῖς δούλοις,
μή καλύψῃ τούτους θλῖψις.

Άγιος  Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος

Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό

Διδαχέςτῆς ἀείμνηστης Γερόντισσας Μακρίνας

 Διδαχές Γερόντισσας Μακρίνας Πορταριάς Βόλου - YouTube



31 Δεκεμβρίου 1986
 Καθῆστε. Αὐτά τά πράγματα πού θά ποῦμε δέν θά τά ξανακούσετε.
Τότε πού ἔμενα γιά λίγα χρόνια στήν Ἀθήνα, μοῦ εἶχε πῆ ὁ π. Ἐφραίμ πώς ὑπάρχει στό Παγκράτι μιά μοναχή Ξένη πού εἶχε Γέροντα τόν π. Σάββα τόν πνευματικό, ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος, γιά τόν ὁποῖο μᾶς ἔλεγε ὁ Γέροντας. Πῆγα καί τή γνώρισα. Δέν θά ξεχάσω τήν τάξι της καί τή νοικοκυροσύνη της, μοῦ ἔχει μείνει στή διάνοιά μου. Εἶχε ἕνα δωμάτιο ὅλο κι ὅλο· ἐκεῖ ἦταν τό κρεββάτι της, τό προσευχητάριό της καί ὁ μπουφές της. Τά εἶχε ὅλα ἕνα κι ἕνα. Σέ μιά γωνιά τοῦ δωματίου εἶχε τό μαγειρεῖο της, μιά γκαζιερούλα, καί στήν ἄλλη γωνιά τά σκεύη πού χρησιμοποιοῦσε. Εἶχε σαρανταπέντε χρόνια στό κρεββάτι καί ἀπό τίς πολλές ἀσθένειες πού εἶχε τή λέγανε «Ἰώβ». Ὅπως εἶχε τό κάθε πρᾶγμα στή θέσι του, ἔτσι εἶχε ἀκρίβεια καί στήν προσευχή της. Οἱ πατέρες πήγαιναν καί ἔπαιρναν τήν εὐλογία της, πολύ τήν ἀγαποῦσαν, τήν εἶχαν ὑπόδειγμα. Τῆς ἔστελνε ὁ π. Σάββας ἐπιστολές καί τήν βοηθοῦσε. Ὅταν πῆγα ἦταν καί ἕνας κύριος καί διάβαζαν μιά ἐπιστολή. Τί ὡραῖες ἐπιστολές!Ὅπως ἔβλεπε ὁ π. Σάββας σέ ὀπτασία τήν κάθε ψυχή, τόν καθένα πού πήγαινε γιά ἐξομολόγησι, ἔτσι ἔβλεπε σέ ὀπτασία καί τή μοναχή Ξένη. Τί ἁγιασμένες ψυχές!
Σούρνονταν νά πάη νά ἑτοιμάση γιά νά φιλέψη. Πρόσεχε τίς κοῦπες, τά φλιτζάνια νά εἶναι ὁμοιόμορφα· ἕνα εἶδος κουτάλια, ἕνα εἶδος φλιτζάνια, ὅλα ὅμοια. Μοῦ ἔλεγε ἕνας πνευματικός πού τόν εἶχα συναντήσει ἐκεῖ:
«Ὅπως εἶναι στήν ψυχή της, παιδί μου, ἔτσι εἶναι καί στά σωματικά της· κοιτάζει νά πάρη τό ἴδιο πιάτο, τό ἴδιο ποτήρι, γιά νά προσφέρη στόν καθένα πού ἔρχεται».
Μέσα σ᾿ ἕνα δωμάτιο εἶχε ὅλα τά ἀπαραίτητα. Μοῦ ἔκανε ἐντύπωσι πῶς τά ἔφερνε βόλτα. Τήν ἔβλεπες μέ τό μπαστουνάκι της νά συγυρίζη καί μέ τό στόμα της νά λέη κάτι λογάκια! Ὡραῖα, μεγαλεῖα! Οὐράνιος ἄνθρωπος! Πῶς τόν κάνει ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο οὐράνιο, ἅμα θέλει ὁ ἄνθρωπος!
Μέ ἀξίωσε ὁ Θεός νά γνωρίσω τέτοιους ἁγίους ἀνθρώπους, καί ἐγώ ἀκόμη ἀρχή δέν ἔχω βάλει. Λέω, ἐκείνη τήν ἐποχή ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ἦταν πολλή. Βάδιζε μέσα στό δρόμο καί ο καθένας τήν ἔβρισκε· μέ μιά ἁπλότητα, μέ μιά προσευχή λάμβανε τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ· τότε ἦταν ἡ ἀπλότητα, καί ἡ ἁμαρτία δέν εἶχε πληθύνει, ὅπως ἔχει γίνει σήμερα. Ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶχε πολλή πίστι καί ἔκανε ἄσκησι, ὅπως ἡ Γερόντισσα Θεοφανώ πού ἔκανε ὅ,τι ἔκαναν καί οἱ ἐρημῖτες. Γι᾿ αὐτό καί ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ τούς βοηθοῦσε. Ζοῦσαν μέ τά ἀπαραίτητα, περνοῦσαν μέ τό τίποτε, δέν εἶχαν αὐτό τό πλεόνασμα πού ὑπάρχει τώρα, καί γι᾿ αὐτό εἶχαν καί πολλή αὐταπάρνησι. Σκοπός τῆς ζωῆς τους ἦταν πῶς νά ἐργασθοῦν τόν Θεό, πῶς νά λατρεύσουν τόν Θεό. Δέν εἶχαν μανία μέ τά ντουβάρια1, ὅπως ἔχουμε ἐμεῖς σήμερα.
Θυμᾶμαι παλαιότερα πῶς ἤμασταν! Τότε ἦταν στή ζωή μας πολύ ζωντανός ὁ Θεός! Μοῦ φαινόταν ὅτι θά Τόν πιάναμε μέ τά χέρια. Ἔλεγα, ἄν ἁπλώναμε τά χέρια, θά φτάναμε τόν Θεό. Μεμψιμοιρία; Οὔτε κατά διάνοια! Μόνο τόν Θεό σκεφτόμασταν, πῶς νά δοῦμε τόν Θεό καί τούς Ἀγγέλους, πῶς εἶναι τά κάλλη τοῦ Παραδείσου. Μόνο τά οὐράνια, τίποτε ἐπίγειο. Αὐτή ἦταν ζωή! Μᾶς ἔστελνε καί ὁ παππούς Ἰωσήφ ἐπιστολές μέ ὀπτασίες, ὁράματα, ὡραῖα πράγματα· τά διαβάζαμε καί μᾶς ἀνέβαζαν πνευματικά. Ἦταν οὐράνια πράγματα! Μικρά παιδιά μαζευόμασταν καί μαθαίναμε τά τῆς Νοερᾶς προσευχῆς, πῶς περνάει ἡ «εὐχή» ἀπό τό στόμα στό νοῦ καί στήν καρδιά. Μία ὥρα βαδίζαμε, γιά νά πᾶμε στό Σαρανταλείτουργο πού ἔκανε ὁ π. Ἐφραίμ ὁ παλαιός. Τίποτε δέν λογαριάζαμε, οὔτε χιόνια οὔτε βροχές οὔτε ἀέρα. Τώρα βλέπουμε χιόνι καί φοβόμαστε. Βάζαμε στό κεφάλι μιά κουβερτούλα καί πηγαίναμε μέσα στή νύχτα.
  • Μιά μοναχή: Τί ὥρα;
  • Γερόντισσα: Στίς τρεῖς τή νύχτα. Μία ὥρα περπατούσαμε, γιά νά φθάσουμε· ἀκούγαμε τήν Θεία Λειτουργία καί κοινωνούσαμε. Ἐμεῖς λέγαμε τήν «εὐχή», «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν ἡμᾶς»καί ἐκεῖνος ἔκανε τήν προσκομιδή. Ἀκούγαμε,«ἐξηγόρασας ἡμᾶς…»2,ὕστερα ὁ π. Ἐφραίμ φώναζε,«λόγχῃ αὐτοῦ τήν πλευράν ἔνυξε, καί εὐθέως ἐξῆλθεν αἷμα καί ὕδωρ»3. Τί ἦταν καί ἐκεῖνο! Δάκρυα κατανύξεως πού χύναμε ὅλοι! Ἡσυχία! Ἐμεῖς πολύ σιγά,«Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον ἡμᾶς»·καί ἀκούγαμε ὅλες τίς μυστικές εὐχές νά τίς λέη μεγαλοφώνως. Ἐκεῖ ἦταν τό μεγαλεῖο! Ὅλες φεύγαμε ἀλλοιωμένες. Πηγαίναμε νά ψωνίσουμε στά μαγαζιά καί ἀναρωτιόντουσαν οἱ ἄνθρωποι, «μά γιατί μυρίζουν, λιβάνι ἔχουν ἐπάνω τους καί εὐωδιάζουν;».Συνέχεια στήν Ἐκκλησία! Ὅλα μέ τό ρολόι, ὅλη μέρα μέ τό ρολόι στό χέρι, ὅλα μέ τό λεπτό. Δέκα λεπτά φαγητό, δέκα λεπτά ξεκούρασι, δέκα λεπτά ἀνάγνωσι, ὅλα μέ ἀκρίβεια. Ἑσπερινός; Ὅλα τά κορίτσια μαζευόμασταν. Ἐργαζόμασταν, καί τό βράδυ συγκεντρωνόμασταν ὅλοι στόν Ἑσπερινό. Ὅ,τι δουλειά καί νά εἴχαμε, ὅσο ἐπείγουσες καί νά ἦταν οἱ δουλειές μας, πηγαίναμε στόν Ἑσπερινό. Ἔβλεπες, κάθε βράδυ βαδίζαμε μισή ὤρα ἕως τρία τέταρτα, γιά νά φτάσουμε στόν Ἑσπερινό. Ὁ πατήρ ἔκανε τήν προετοιμασία, ἔψελνε τόν Ἑσπερινό, τό Θεοτοκάριο καί μετά φεύγαμε.
  • Μιά μοναχή: Στόν ἅγιο Ἀπόστολο πηγαίνατε;
  • Γερόντισσα: Ναί, μέ τά πόδια ἀπό τή Νέα Ἰωνία! Τώρα ὅλα εἶναι στά πόδια μας· νά καί ἡ ἐκκλησία, νά καί ἡ Λειτουργία, ἀλλά φοβόμαστε τό κρύο, ὅλα τά φοβόμαστε! Ἄντε λέω, πᾶνε αὐτά τά μεγαλεῖα!
  • Μιά μοναχή: Ὁ Γέροντάς μας σᾶς χαιρέτησε, ὅταν ἔφυγε γιά τό Ἅγιον Ὄρος;
  • Γερόντισσα: Ναί, πως δέν μέ χαιρέτησε; Τοῦ εὐχήθηκα νά πάη μέ τό καλό καί νά ἐργασθῆ τόν Θεό. Τήν ἐποχή ἐκείνη ἤμασταν μέ τό Γέροντα μαζί μέρα – νύχτα. Ὅταν ἤθελε ἡσυχία, γιά νά ἀσκήση τήν Νοερά προσευχή, ἔφευγε ἀπό τό σπίτι του καί ἐρχόταν σέ μένα. Καθόταν μέσα σ᾿ ἕνα δωμάτιο καί ἐκεῖ προσευχόταν. Ἐγώ ἔκλεινα τήν πόρτα καί ἔφευγα. Ἄλλοτε πήγαινα στήν ἐργασία μου καί ἄλλοτε στήν ἀγορά, γιά νά ψωνίσω. Ποῦ νά ἤξερα ὅτι τόν Γιαννάκη πού εἶχα στό σπίτι μου, θά τόν ἔκανα καί Γέροντά μου μετά ἀπό τόσα χρόνια! Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ βάδιζε τότε μέσα στούς δρόμους, τήν πιάναμε τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ…
Τέλος καί τῇ Τρισηλίῳ Θεότητι
κράτος, αἶνος καί δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.

Είπε Γέρων:Εάν δεν φλερτάρεις με την αποτυχία δεν θα μπορέσεις να επιτύχεις

 


. Έτσι νομίζω και στα πνευματικά. 
Η πνευματική ζωή είναι ένα ρίσκο. Δεν ρισκάρεις απλά την δουλειά σου, ούτε ακόμα και την επίγεια ζωή σου...ρισκάρεις ακόμα πιο πολλά, την αιωνιότητά σου. 
Πως; 
Έχοντας ως δικαίωμά σου μόνο την σιωπή και την προσευχή, αγαπώντας χωρίς αντάλλαγμα, συγχωρώντας χωρίς προϋποθέσεις, υπάρχοντας ως μη εκ του κόσμου τούτου.

«Εἰ ἐμέ ἐδίωξαν καί ὑμᾶς διώξουσιν»

Ο αναληφθείς εν δόξη, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς.

 Μπορεί να είναι εικόνα κείμενο που λέει "หัองน์ አክቀዘር θΥ'"

Την Πέμπτη της έκτης Εβδομάδας από το Πάσχα εορτάζουμε την ανάληψη του Κυρίου και Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού.
***
Όταν ακόμη ο Χριστός ήταν με τους μαθητές, πριν από το πάθος, τους υποσχέθηκε την παρουσία του παναγίου Πνεύματος λέγοντας: «Σας συμφέρει να φύγω· διότι αν εγώ δεν φύγω, ο Παράκλητος δεν θα έρθει» (Ιω. 16:7), και: «Όταν έρθει Εκείνος, θα σας διδάξει όλη την αλήθεια» (Ιω. 16:13).
Γι’ αυτό, μετά την εκ νεκρών ανάσταση, ο Χριστός για σαράντα μέρες εμφανιζόταν στους μαθητές, όχι πάντοτε, αλλά με διαλείμματα, τρώγοντας και πίνοντας μαζί τους, κάνοντας έτσι την ανάσταση βεβαιότερη.
Την τελευταία φορά, αφού τους είπε πολλά για τη βασιλεία του Θεού, τους παράγγειλε να μην απομακρυνθούν από την Ιερουσαλήμ, αλλά παραμένοντας εκεί, να περιμένουν την έλευση του παναγίου Πνεύματος, για να βαπτιστούν και απ’ Αυτό –διότι μόνο με νερό είχαν βαπτιστεί προηγουμένως από τον Ιωάννη (αν και αργότερα ο Επιφάνιος Κύπρου εξιστόρησε ότι ο Ιωάννης ο Θεολόγος βάπτισε την Θεοτόκο, και ο Πέτρος με τον Ιωάννη πάλι βάπτισαν τους υπόλοιπους αποστόλους).
Τους παράγγειλε να παραμείνουν στην Ιερουσαλήμ, για να στερεωθεί πρώτα εκεί το κήρυγμα του Ευαγγελίου, μήπως πηγαίνοντας σε ξένους τόπους, εύκολα θα μπορούσαν να κατηγορηθούν, και διότι έπρεπε, όπως ακριβώς οι στρατιώτες, από εδώ να προετοιμαστούν με τα όπλα του Πνεύματος, και έτσι να προχωρήσουν σε μάχη με τους εχθρούς του Χριστού.
Όταν λοιπόν έφτασε ο καιρός της αναλήψεως, ο Χριστός έβγαλε τους μαθητές στο Όρος των Ελαιών –που ονομάζεται έτσι γιατί ήταν κατάφυτο από πολλές ελιές– και μιλώντας τους για την κήρυξή Του από αυτούς στα πέρατα του κόσμου και για την ακατάλυτη μελλοντική βασιλεία Του, και επειδή έβλεπε ότι κι εκείνοι ήθελαν να κάνουν ερωτήσεις, και ενώ ήταν παρούσα εκεί και η άχραντη Μητέρα Του, έφερε μπροστά τους αγγέλους που θα τους έδειχναν την άνοδό Του στους ουρανούς.
Και ενώ οι μαθητές έβλεπαν, άρχισε να ανεβαίνει από ανάμεσά τους, και μια νεφέλη Τον παρέλαβε. Και μ’ αυτόν τον τρόπο, υποβασταζόμενος από τους αγγέλους, που ο ένας παρακινούσε τον άλλον να ανοίξουν τις ουράνιες θύρες και ήταν κατάπληκτοι βλέποντάς Τον να έχει σάρκα και αίμα, ο Χριστός ανέβηκε στον ουρανό και κάθισε στα δεξιά του Πατέρα, και μ’ αυτό τον τρόπο θέωσε τη σάρκα Του, και τολμώ να πω, την έκανε ομόθεη, με την οποία εμείς οι άνθρωποι συμφιλιωθήκαμε με τον Θεό, αφού διαλύθηκε η αρχαία έχθρα.
Τότε παρουσιάστηκαν άγγελοι, με τη μορφή ανδρών, και έλεγαν στους αποστόλους: «Άνδρες Γαλιλαίοι, τι στέκεστε κατάπληκτοι και κοιτάζετε στον ουρανό; Αυτός ο Ιησούς, τον οποίο βλέπετε με σάρκα Θεό, έτσι θα έρθει πάλι, δηλαδή με σάρκα. Αλλά όχι όπως προηγουμένως φτωχός και αθόρυβα, αλλά με μεγάλη δόξα, καθώς τώρα τον βλέπετε να υποβαστάζεται από αγγέλους».
Οι απόστολοι, όταν απέκαμαν να κοιτάζουν ψηλά, έφυγαν από το Όρος των Ελαιών. Αυτό είναι πολύ κοντά στην Ιερουσαλήμ, απέχει απ’ αυτήν δύο χιλιάδες σαράντα βήματα. Αυτή η απόσταση είναι η «οδός του Σαββάτου».
Έτσι είχε νομοθετήσει ο Μωυσής, τόσα βήματα να περπατούν το Σάββατο. Διότι ακριβώς και η Σκηνή του μαρτυρίου τόσα βήματα απείχε από το στρατόπεδο των Ιουδαίων στην έρημο. Γιατί επιτρεπόταν να πηγαίνουν εκεί και το Σάββατο για προσκύνηση και να μην προχωρούν περισσότερο. Για τον λόγο αυτό ονομάστηκε «οδός Σαββάτου».
Από εδώ, μερικοί υποθέτουν ότι και η ανάληψη του Χριστού έγινε Σάββατο, το οποίο όμως είναι απίθανο.
Αφού λοιπόν οι απόστολοι επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ, ανέβηκαν στο υπερώο, στο οποίο έμεναν μαζί με τις μυροφόρες γυναίκες και τη Μητέρα του Λόγου, ζώντας με νηστεία, προσευχή και δεήσεις και περιμένοντας την επιφοίτηση του παναγίου Πνεύματος, όπως τους είχε υποσχεθεί ο Κύριος.
***

Τρίτη 27 Μαΐου 2025

απιθανες

Anti-Stress Tea με λουίζα και λεβάντα


Μια απλή συνταγή του tsai.gr που αναμιγνύει δύο πασίγνωστα βότανα που φημίζονται για την υπέροχη γεύση τους και τις ηρεμιστικές τους ιδιότητες. Επιλέξαμε την λεμονάτη λουίζα και την λεβάντα που έχει πιο λουλουδάτη “floral-tasting” γεύση, για ένα υγιεινό, γευστικό ρόφημα. Το αποτέλεσμα θα σας ενθουσιάσει.

Τι χρειαζόμαστε:

5-6 φύλλα λουίζας

1 1/2 κουταλιά του γλυκού λεβάντα

1 κούπα φυσικό μεταλλικό νερό

1 κουταλιά του γλυκού μέλι


ΣΚΑΕΙ «ΠΥΡΗΝΙΚΗ ΜΠΟΜΠΑ» ΜΕ ΤΟΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΑΡΙΘΜΟ! Αυτό σχεδιάζουν! Ο Δημήτρης Χιωτακάκος προειδοποιεί

Το Πάσχα του Ισαάκ

 

Μπορεί να είναι εικόνα κείμενο
Του μακαριστού π. Κων/νου Στρατηγόπουλου
Εκείνη την ιστορία, που θύμιζε ζωντανό συναξάρι νεομάρτυρος, μου την έλεγε η γιαγιά μου και έχει χαραχθεί βαθιά μέσα στη μνήμη μου. Ο πατέρας της ήταν παπάς σ’ ένα από τα χωριά τού άνω Βοσπόρου, που σήμερα έχει την ονομασία «Μπέηκοζ». Ο πατήρ Αντώνιος, έτσι έλεγαν τον παπά, είχε πολλά παιδιά, ανάμεσά τους και το Χριστόδουλο. Ο Χριστόδουλος ήταν 10 ετών όταν έγιναν εκείνα τα τρομερά γεγονότα. Μια Μεγάλη Παρασκευή οι Εβραίοι έκλεψαν το παιδί και το πήραν μαζί τους. Την ίδια κιόλας μέρα το κάρφωσαν, το παιδί, σ’ ένα σταυρό, όπως το Χριστό. Κάποιοι περαστικοί βρήκαν, την άλλη μέρα, το Χριστόδουλο αναίσθητο στο δρόμο. Μετά από λίγες μέρες, μέσα στην αναστάσιμη ατμόσφαιρα, πέθανε. Αυτή η διήγηση ήταν αληθινή πέρα για πέρα. Όταν πλησίαζε το Πάσχα, παρόμοιες διηγήσεις και θύμησες ανασκάλευαν το νου μας και μπαίναμε σε ένα πολεμικό κλίμα με τους Εβραίους. Αποκορύφωμα τού κλίματος αυτού ήταν και το κάψιμο τού Εβραίου που γινόταν Μεγάλη Παρασκευή το βράδυ, μετά την περιφορά τού επιταφίου.
Στη γειτονιά μας, εκεί στο Σταυροδρόμι, έμεναν πολλοί Εβραίοι. Κατά τη διάρκεια όλης της χρονιάς είχαμε στις παρέες μας εβραιόπουλα. Μάς ένωνε η αντίθεσή μας με τα τουρκάκια. Αυτές όμως τις ημέρες όλα άλλαζαν. Δεν μπορούσαν οι Εβραίοι να παίζουν τα «χριστιανικά» μας παιχνίδια. Η Μεγάλη Εβδομάδα μας προσέφερε μια καταπληκτική ευκαιρία για παιχνίδια που άρχιζαν από το ιερό τού Ναού της Παναγίας και συνεχίζονταν στον αυλόγυρο και στα περίχωρα.
Ο Ισαάκ έμενε σε ένα γωνιακό σπίτι στη μεγάλη κατηφόρα, στο Χαμάλμπαση, λίγα μέτρα από το σπίτι μας. Ήταν από ΄κείνα τα εβραιόπουλα που ήταν καλοί μας φίλοι. Δεν υπήρχε ζαβολιά στην οποία να μην μετείχε. Το κοφτερό του, μάλιστα, μυαλό απεδείχθη σπουδαίο σε δύσκολες στιγμές. Θυμάμαι, μια φορά, που ήρθε μια γειτόνισσα να διαμαρτυρηθεί, επειδή χτυπούσαμε τα κουδούνια στις πόρτες των σπιτιών και φεύγαμε τρέχοντας. Ο Ισαάκ, τότε, με πολύ σοβαρό ύφος, είπε:
- Για το καλό σας το κάναμε εμείς. Πρόκειται να βρέξει και σάς ειδοποιήσαμε να μαζέψετε τα ρούχα που είχατε απλώσει στην ταράτσα να στεγνώσουν.
- Πού είδες μπρέ παλιόπαιδο τη βροχή; Φώναξε η κυρά Κατίνα η Μπαλού.
- Το είπε το δελτίο καιρού στο ραδιόφωνο, απάντησε ο Ισαάκ.
Ο Ισαάκ, λοιπόν, με το κοφτερό μυαλό, που τόσες φορές μας έβγαλε από δύσκολες καταστάσεις, αυτή τη φορά γινόταν «αποσυνάγωγος». Ήταν Εβραίος. Δεν μπορούσε τώρα να είναι μαζί μας. Αυτός, αυτή την Εβδομάδα τη Μεγάλη, δεν μπορούσε να παίξει. Εμείς το βλέπαμε φυσικό. Ο Ισαάκ έπρεπε να τιμωρηθεί επειδή οι Εβραίοι είχαν σταυρώσει το Χριστό.
Ήταν Μεγάλη Παρασκευή. Ημέρα τού μεγάλου παιχνιδιού. Η εκκλησία έμενε ανοιχτή όλη τη μέρα. Κόβαμε λουλούδια, ραντίζαμε τον κόσμο με κολώνια, κρατούσαμε την τάξη στο ναό, κάναμε στον αυλόγυρο της εκκλησίας την περιφορά τού επιταφίου κι ένα σωρό άλλα πράγματα που μας ενθουσίαζαν.
Κατά τη διάρκεια της ακολουθίας των Μεγάλων Ωρών ήρθε μέσα στο ιερό, όπου ήμαστε μαζεμένοι, η είδηση: Ο Ισαάκ φάνηκε στον αυλόγυρο. Ο Ισαάκ στον αυλόγυρο; Αυτό ήταν απαράδεκτο. Τέτοια μέρα;
-Ήρθε σίγουρα για να μας βεβηλώσει, είπε ο Σούλης ο χερούκλας.
- Ναι, σίγουρα, φώναξαν όλοι οι άλλοι.
- Θα πρέπει να μάθει πώς δεν μπορεί εβραίος τέτοια μέρα να γυρνάει με το μέτωπο ψηλά σαν να μη συμβαίνει τίποτε. Καί το Χριστό σταύρωσαν και από το παιχνίδι θέλουν να επωφεληθούν, φώναξε ο Λάμπης ο Γό.
Έτσι τον αποκαλούσαν γιατί το γράμμα Ρ το πρόφερε Γό.
Ο Σούλης ο χερούκλας έλαβε αμέσως το λόγο, αφού εθεωρείτο και ο φυσικός αρχηγός των παιδιών τού ιερού. Στράφηκε σε μένα λέγοντας:
- Ντίνο, θα πας να τού πεις πώς είναι ανεπιθύμητος. Εσύ τον γνωρίζεις πιο καλά. Είναι και γείτονάς σου.
- Ναι, είπα. Έδειχνα όμως διστακτικός.
- Φοβάσαι, ρε; μου είπε ο Σούλης και συνέχισε:
- Εβραίος είναι, το κατάλαβες; Την εβδομάδα αυτή δεν πρέπει να τους αφήσουμε σε χλωρό κλαρί. Αυτοί σταύρωσαν το Χριστό. Θα τους σταυρώσουμε κι εμείς.
- Ο Χριστός, όμως, δε σταύρωσε αυτούς που τον σταύρωσαν, τόλμησα να πω.
- Τι λες ρε; Τι λες ρε; Τι είναι αυτό που άκουσαν τ΄ αυτιά μου; Χρονιάρα μέρα με τους Εβραίους είσαι; Έ; λέγε.
- Όχι, τού είπα.
- Άσε, λοιπόν, τα λόγια και κάνε αυτό που λέω γιατί χάθηκες. Πάσχα δε θα κάνεις εσύ. Και στο παιχνίδι κομμένος.
- Καλά, τού είπα φοβισμένος.
Βγήκα έξω. Ο Ισαάκ πράγματι βρισκόταν έξω. Τόν πλησίασα αφού πήρα ύφος αυστηρό.
- Ισαάκ τι γυρεύεις εδώ;
- Γιατί να μην είμαι; Ποιος μπορεί να μ΄ εμποδίσει; Μετά, αφού άλλαξε τόνο, μου είπε εμπιστευτικά:
- Ντίνο, τι έπαθες; Πού είναι η καρδιακή μας φιλία;
- Ο Χριστός μας χωρίζει Ισαάκ. Εσείς οι Εβραίοι σταυρώσατε το Χριστό, δεν μπορείτε να πατάτε εδώ τέτοια μέρα.
- Ο Χριστός σας, όμως, δεν έδιωξε κανένα από κοντά του.
- Ισαάκ, τώρα δε γίνεται τίποτε. Μετά το Πάσχα θα είμαστε και πάλι φίλοι, είπα κι έφυγα τρέχοντας επειδή δεν άντεχα την αναμέτρηση.
Όταν τελείωσε η ακολουθία κι άρχισαν τα γνωστά παιχνίδια στον αυλόγυρο, ένιωθα μια πλάκα να πιέζει το στήθος μου. Σαν να ήμουν ένας από τους σταυρωτές τού Χριστού. Είχα δίκαιο ή άδικο; Δεν μπορούσα να χαρώ τη μέρα. Τότε βρήκα τη λύση. Τη βρήκα καθώς στεκόμουν αφηρημένος μπροστά στον επιτάφιο. Μπροστά στην άκρα ταπείνωση. Έπρεπε να κάνω κάτι. Αυτός που ήταν μέσα στον επιτάφιο έκανε τόσο μεγάλη συγκατάβαση. Πήρα την απόφασή μου. Πήγα στο σπίτι τού Ισαάκ. Καθόταν στα σκαλοπάτια βλοσυρός. Μια λάμψη διαπέρασε τη ματιά του, αλλά εξωτερικά δεν το έδειξε.
- Ισαάκ, τού είπα, συγγνώμη για το πρωί. Εκπροσωπούσα ξέρεις, μια ομάδα παιδιών. Γνωρίζεις τη νοοτροπία. Σκέφθηκα όμως κάτι σπουδαίο. Θα πούμε στα παιδιά πώς είσαι μεν Εβραίος, αλλά μέσα στην καρδιά σου αγαπάς το Χριστό και λυπάσαι που οι Εβραίοι τον σταύρωσαν. Θα πεις πώς δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς.
Ο Ισαάκ με παρατηρούσε με προσοχή. Με ένα βλέμμα κοφτερό και αντρίκιο.
- Ντίνο, μου είπε, ούτε προφήτης να ήσουν, έτσι σκέπτομαι αλήθεια. Εγώ πήρα μια βαθιά ανάσα.
- Σε περιμένω το βράδυ στην περιφορά τού επιταφίου. Τα παιδιά θα τα αναλάβω εγώ.
Τα παιδιά, όμως, δεν με πίστευαν με τίποτε. Προσπάθησα πολύ. Τίποτε. Ήταν αμετάπειστοι.
- Μα, ο Χριστός συγχώρησε τους σταυρωτές του.
- Μη μιλάς, σταμάτα, αν δε θέλεις απόψε βράδυ, να σε κάψουμε μαζί με τον Εβραίο, είπε ο Σούλης.
Το βράδυ στην περιφορά τού επιταφίου ψιχάλιζε. Συνήθως ψιχαλίζει στην περιφορά τού επιταφίου. Εμείς όλοι, τα χριστιανόπουλα, περιφέραμε αγέρωχα τον επιτάφιο στο μεγάλο αυλόγυρο της Παναγίας.
Μέσα στον κόσμο ξεχώρισα τον Ισαάκ. Οι ματιές μας συναντήθηκαν. Δεν μπόρεσα να διακρίνω αν ήταν οι ψιχάλες ή τα δάκρυα που έτρεχαν από τα μάτια τού φίλου μου, τού Ισαάκ. Κι αν έκλαιγε, έκλαιγε επειδή δεν τον δέχτηκαν τα παιδιά παρά την ομολογία του, ή επειδή λυπόταν για τη σκληροκαρδία μας;
Μετά την περιφορά δεν γλύτωσα από τη σχετική καρπαζιά τού Σούλη τού χερούκλα.
- Σε είδα βρε, σε είδα, άλλαξες φιλικές ματιές με τον εβραίο. Και πρόσθεσε:
- Εσύ απόψε Εβραίο δεν καις.
- Δεν πειράζει, είπα, θα πάρω πάνω μου την ευθύνη για τον Ισαάκ.
Από το παράθυρο τού σπιτιού μου παρατηρούσα το άτυπο τελετουργικό.
Στο τέλος της καύσεως, πέρασε ένας απεσταλμένος τού Σούλη, κάτω από το παράθυρο, φωνάζοντας:
- Άκου Ντίνο, εσύ Ανάσταση φέτος δεν θα κάνεις, ούτε και ο Εβραίος.
Η κρίσιμη στιγμή ήταν κατά την Ανάσταση. Στην Πόλη πολλές χρονιές η Ανάσταση δεν γινόταν τα μεσάνυχτα, αλλά στις πέντε το πρωί. Η Ανάσταση είναι πάντοτε μια κρίσιμη στιγμή. Το συναπάντημα τού Χριστού με τον Άδη. Η ήττα τού Άδη. Η απελευθέρωση των νεκρών.
Όλα αυτά τα ζήσαμε εκείνο το πρωί μέσα στη λειτουργία της Αναστάσεως. Τα παιδιά είχαν φθάσει εκεί με τις τσέπες γεμάτες από αυγά και βαρελότα. Την ώρα τού «Χριστός Ανέστη», στις πέντε το πρωί, θα γινόταν χαμός.
Αυγά ανάμεικτα με βαρελότα θα ταξίδευαν πάνω από τα κεφάλια μας.
Είχα φθάσει φοβισμένος. Δεν τόλμησα να μπω στο ιερό. Τα παιδιά εξάλλου με παρατήρησαν λίγο περιφρονητικά. Στάθηκα πλάι στην εξέδρα, εκεί που θα γινόταν η Ανάσταση. «Δεύτε λάβετε Φώς!»
«Χριστός Ανέστη».
Χαρά ανεκλάλητη. Ξέχασα τα πάντα. Χαιρόμουν πολύ. Δεν φοβόμουν το Σούλη το χερούκλα, ούτε κανέναν. Χαιρόμουν ατελείωτα. Τα βαρελότα έδιναν τόνο πολεμικής ατμόσφαιρας. Κραυγές, πανδαιμόνιο χαράς. Και ανάμεσα στο θόρυβο άκουσα κάποιες κραυγές θυμωμένων ανθρώπων. Σα να μάλωναν ή να έδερναν κάποιον. Στράφηκα προς τα εκεί μαζί με όλα τα παιδιά, που ήταν σε απόσταση βολής. Ναι, ήταν πραγματικές κραυγές. Ο πατέρας τού Ισαάκ είχε παρακολουθήσει το γιό του που έφυγε κρυφά από το σπίτι. Την ώρα τού «Χριστός Ανέστη» άρχισε να τον χτυπάει αλύπητα. Πώς τόλμησε ένας Εβραίος να πει: «Χριστός Ανέστη»;
Ντροπή, μεγάλη ντροπή, για την οικογένεια. Είδα τον Ισαάκ να ποδοπατείται από τον πατέρα του με μίσος.
- Τι είπες; Τι είπες; Χριστός Ανέστη; Φώναζε ξέφρενα εκείνος.
Ο Ισαάκ ήταν σε άσχημη κατάσταση. Έτρεχε αίμα από το στόμα και τη μύτη του. Τόλμησε να πει.
- Ναι, πατέρα, Χριστός Ανέστη. Γιατί εμείς οι Εβραίοι τον σταυρώσαμε. Χριστός Ανέστη.
Κυλιόταν κάτω σαν μάρτυρας, χωρίς γογγυσμό, ψελλίζοντας.
- Χριστός Ανέστη…
Μάς θύμισε το μαρτύριο τόσων και τόσων που φώναξαν αυτό το «Χριστός Ανέστη» στα ματωμένα χώματα της Πόλης.
Μετά έμεινε αναίσθητος. Δεν τολμήσαμε να πλησιάσουμε. Τα παιδιά είχαν παγώσει. Ο πατέρας τού Ισαάκ τον άρπαξε στα χέρια του. Ή μάλλον τον έσερνε. Εμείς μείναμε άφωνοι. Ο Σούλης με κοίταξε. Τον κοίταξα. Με φίλησε.
- Αληθώς Ανέστη, είπε δακρυσμένος.
- Ναι, Αληθώς Ανέστη.
Τον Ισαάκ, μετά, τον χάσαμε. Μάθαμε πώς έμεινε μήνες στο κρεβάτι. Έφυγαν από τη γειτονιά.
Μετά από χρόνια, κάποιος μου μίλησε για έναν ιερομόναχο σε μια σκήτη τού Αγίου Όρους, που παλιά ζούσε στην Πόλη και ήταν Εβραίος. Και μετά έγινε χριστιανός. Για έναν ιερομόναχο που ήταν κυρτός από κάποιο ατύχημα. Ήταν σιωπηλός πάντα και έλεγε «Χριστός Ανέστη», σε όσους τον συναντούσαν.
Έτσι μου είπαν και το πιστεύω, ναι, πως είναι ο φίλος μου ο Ισαάκ.
Χριστός Ανέστη!
[Πηγή _Αυτοτελές απόσπασμα μέσα από το βιβλίο
«Το σταυροδρόμι της καρδιάς μου», Σελίδα 9, εκδόσεις «Φιλοκαλία», Μάϊος 2002.

Ο Γέροντας Δοσίθεος έξω απο τα δόντια!

Έντονη και φορτισμένη ήταν η αντίδραση του Γέροντα Δοσίθεου μετά τις εξελίξεις γύρω από την απομάκρυνση του Τυχικού, ο οποίος ήταν Μητροπολίτης Πάφου. Σε ηχητικό του μήνυμα που κυκλοφόρησε διαδικτυακά, ο Γέροντας καταγγέλλει την απόφαση ως «μαχαιριά στην καρδιά της Εκκλησίας» και κατηγορεί ευθέως πρόσωπα εντός του εκκλησιαστικού χώρου για ενέργειες που – όπως λέει – στρέφονται κατά της Ορθόδοξης πίστης. Ο λόγος του ήταν ιδιαίτερα αιχμηρός, κάνοντας λόγο για ενέργειες από «οικουμενιστές», «αθεόφοβους» και «Μασώνους», ενώ χρησιμοποίησε βαρύτατους χαρακτηρισμούς για εκκλησιαστικές αρχές που φέρονται να εμπλέκονται στην απομάκρυνση του Τυχικού. «Δεν τον έβαλες εσύ. Ο Χριστός τον έβαλε εκεί», τόνισε χαρακτηριστικά, απευθυνόμενος στον Αρχιεπίσκοπο, και προειδοποίησε ότι «οι πνευματικοί νόμοι θα λειτουργήσουν».

Κάτι παρόμοιο δεν έχετε ξαναδεί!

Περιγραφή, από τον Άγιο Γέροντα Παΐσιο, του θαύματος την Κυριακή του Θωμά το 1830


 
Αγρυπνία σάββατο βράδυ στο Άγιο Όρος για τον Απόστολο Θωμά και το θαύμα της απελευθέρωσης το 1830. Ο Καλός Θεός όλα θα τα οικονομήσει με τον καλύτερο τρόπο, αλλά χρειάζεται πολύ υπομονή και προσοχή, γιατί πολλές φορές, με το να βιάζονται οι άνθρωποι να ξεμπλέξουν τα κουβάρια, τα μπλέκουν περισσότερο. Ο Θεός με υπομονή τα ξεμπλέκει. Δεν θα πάει πολύ αυτή η κατάσταση. Θα πάρει σκούπα ο Θεός! Κατά το 1830, επειδή υπήρχε στο Άγιον Όρος πολύς τουρκικός στρατός, για ένα διάστημα δεν είχε μείνει στην Μονή Ιβήρων κανένας μοναχός. Είχαν φύγει οι Πατέρες, άλλοι με τα άγια Λείψανα, άλλοι για να βοηθήσουν στην Επανάσταση. Ερχόταν στο μοναστήρι μόνον ένας μοναχός από μακριά πού άναβε τα κανδήλια και σκούπιζε. Μέσα και έξω από το μοναστήρι ήταν τουρκικός στρατός, και αυτός ο καημένος σκούπιζε και έλεγε: «Παναγία μου, τι θα γίνει μ’ αυτήν την κατάσταση;». Μία φορά που προσευχόταν με πόνο στην Παναγία, βλέπει να τον πλησιάζει μία γυναίκα – ήταν η Παναγία – πού έλαμπε και το πρόσωπο της ακτινοβολούσε. Του παίρνει την σκούπα από το χέρι και του λέει: «Εσύ δεν ξέρεις να σκουπίζεις καλά· εγώ θα σκουπίσω». Και άρχισε να σκουπίζει. Ύστερα εξαφανίσθηκε μέσα στο Ιερό. Σε τρεις μέρες έφυγαν όλοι οι Τούρκοι! Τους έδιωξε η Παναγία.

Το μεγαλείο της Ορθοδοξίας

 

Είναι το Μοναστήρι του Αποστόλου Σίμων του Ζηλωτή στην Απχαζία.

Ο Απόστολος Σίμων ήταν ένας από τους δώδεκα Μαθητές του Κυρίου και ήταν αδελφός του Ιούδα του Λεββαίου.

Ο Άγιος Απόστολος Σίμων ονομάσθηκε ζηλωτής, λόγω της θέρμης και του ζήλου με τον οποίο κήρυττε το λόγο του Ευαγγελίου. Καταγόταν από την Κανά της Γαλιλαίας και είναι γνωστός ως Σίμων ο Κανανίτης (ή Ναθαναήλ ή Βαρθολομαίος - υιός του Θολομαίου). Μετά την ανάληψη του Χριστού και τη χάρη της Πεντηκοστής, ο Σίμων επιδόθηκε σε ένα ευρύ ιεραποστολικό έργο. Δίδαξε το Ευαγγέλιο στην Περσία, όπου αφού γκρέμισε το μύθο της πολυθεΐας, φανέρωσε σε πλήθος κόσμου το φως της Ευαγγελικής αλήθειας. Στη συνέχεια μετέβη στην Αφρική, όπου κήρυξε το ζωογόνο Λόγο του αληθινού Θεού και Σωτήρος, από την Αίγυπτο έως τη Μαυριτανία. Ο τελευταίος τόπος της θαυμαστής ιεραποστολικής του δράσης ήταν η Βρετανία. Εκεί αφού δίδαξε στο λαό τη χριστιανική πίστη, συνελήφθη από τους ειδωλολάτρες βασανίστηκε και υπέστη σταυρικό θάνατο.

Πάτερ, προσεύχεσθε....χανόμαστε!

  Οταν μας είχαν στείλει πνευματική αποστολή με άλλον έναν ηγούμενο στη Βουλγαρία και Ρουμανία,μου έκανε εντύπωση και μου άρεσε πολύ στα χωριά τους η νοικοκυροσύνη.
  Ολα τα παράθυρα χωρίς παντζούρια, και χωρίς μπάρες σαν φυλακές,όπως είναι πλέον σε όλη την Ελλάδα.Είχαν όλα τα παράθυρα κουρτίνες δαντελλένιες.
Ολα τα πρεβάζια τους, μέσα κι έξω,γλάστρες και γλαστράκια. Τα πάντα θύμιζαν ένα παραμύθι!
  Εβλεπες τάξη, καθαριότητα, νοικοκυριό,ομορφιά, χρώματα.


Θυμήθηκα τα χωριά, όπως ήταν παλιά στη πατρίδα μας.Με έπιασε μιά νοσταλγία για το πρίν.Τώρα;....
  Πόσα ακούμε κάθε μέρα για την Ελλάδα μας;...Γιατί τόσο κακό;....Το ξέρουμε καλά το γιατί,αλλά που θα βγεί;...
  Πόσες προσευχές;...Πρέπει να "λιώσουμε" στη δέηση και στο κλάμα!Πόσοι όμως από μας πράγματι το κάνουμε;...
  Πόσοι κάναμε τα γόνατά μας, γόνατα "γκαμήλας",στην ικεσία και στη γονυκλισία;...
Πόσοι;...Ολοι λένε: Πάτερ, προσεύχεσθε....χανόμαστε!Μα μόνον εγώ;
  Εσύ;...Το κάνεις;Φτάνει μόνο το ασθενικό δικό μου;..Η δική σου κραυγή ευχής και προσευχής;..
Αρκεί το δικό μου δάκρυ στο κομποσχοίνι ή στη Θεία Λειτουργία;......
Το δικό σου;...Εσύ χύνεις κανένα μπροστά στις εικόνες;...
  Η μπροστά στη τηλεόραση(τηλετύφλωση)βλέπονταςτις τούρκικες σειρές;....!!!
Η σε όποια ταινία και εκπομπή μπροστά στα σημερινά βρωμοκάναλα;...!!!
Λέμε: πάει χάλια η πατρίδα μας.Δεν φταίμε όμως όλοι μας;Μη μου πείς ...όχι....
  Βάλαμε όλοι μας πλούσιο...το δε βαριέσαι!Την ανευθυνότητα, την αδράνεια,τη τεμπελιά, την αθεία!
Και μετά θέλεις προκοπή;...Θέλεις να έλθει αλλαγή;...Τίποτα δεν θα έλθει!


  Αμα δεν σκύψεις βαθειά κάτω το εγώ σου,εσύ κι εγώ,αμα δεν ξυπνήσουμε από την πνευματική νάρκη,τίποτε δεν θα αλλάξει!
Ξύπνα Ελληνα Ορθόδοξε!!!Μη ζητάς ικεσίες άλλων!
  Πρώτος καμπούριασε, πέσε κάτω και κλάψε...και φώναξε: ΧΡΙΣΤΕ μου!!!
Τότε μόνον κάτι θα γίνει! Πολλά θα γίνουν!Δια "μαγείας" μην αναμένεις ανατολή!
  Θα είσαι στο σκοτάδι, που μόνος σου μπήκες!
 
 
π.Ιγνάτιος Καζάκος

Ἕνα συγκλονιστικὸ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὰ Ἀπομνημονεύματα ἑνός πραγματικοῦ Ἕλληνα


Τότε, κε πο καθόμουν ες τ περιβόλι μου κα τρωγα ψωμί, πονώντας π τς πληγές, που λαβα ες τν γώνα κα περισσότερο πονώντας δι τς μέσα πληγς που δέχομαι δι τ σημεριν δειν τς Πατρίδος, λθαν δύο πιτήδειοι, νθρωποι τν γραμμάτων, μισομαθες κα θρησκοι, κα μο ξηγνται τσι· «Πουλς λλάδα, Μακρυγιάννη».

 γώ, στν θλιαν κατάστασίν μου, τος λέγω· «δελφοί, μ δικετε. λλάδα δν πουλάω, νοικοκυραγοι μου. Τέτοιον γαθν πολυτίμητον δν χω ες τν πραμάτειάν μου. Μ κα ν τό ’χα, δν τό δινα κανενός. Κι ν πουλιέται λλάδα, δν γοράζεται σήμερις, διότι κάνατε τν κόσμον σες, λογιώτατοι, ν μ θέλη ν γοράση κάτι τέτοιο».

φυγαν ατοί. Κ κατσα σ μίαν πέτραν μόνος κα κλαιγα. Μισς νθρωπος καταστάθηκα π τ ντουφέκι το Τούρκου, τσακίστηκα ες τς περιστάσεις το γώνα κα κυνηγιέμαι κα σήμερον. Κυνηγινται κα λλοι γωνιστς πολ καλύτεροί μου, διότι γ εμαι  τελευταος κα  χειρότερος. Κα ο πι καλύτεροι λων φανίστηκαν. Ατο πο θυσίασαν ρετ κα πατριωτισμόν, γι ν επωθ λεύτερη  λλάδα, κ χάθηκαν φαμελις λωσδιόλου, επαν ν ζητήσουν να ποδειχτικν πο ν λέγη τι τρεξαν κι ατο ες τν πηρεσίαν τς Πατρίδος κα Τορκο δν φηκαν ντουφέκιγο.

Πγε νὰ᾽ νεργήση  Κυβέρνηση, κα βγκαν κάτι τσασίτες κα σπιγονοι, πο δουλεύουν μσος κα διοτέλεια, κα επαν «χι», κα επαν κα βρισις παλις δι τος γωνιστές, γι ν μν πάρουν τ ποδειχτικόν, να χαρτ πο δν κάνει τίποτες γρόσια.

Πατρίδα, ν θυμσαι σ ατος που, δι τν τιμν κα τν λευτερίαν σου, δν λογάριασαν θάνατο κα βάσανα. Κι ν σ τος λησμονήσης, θ τος θυμηθον ο πέτρες κα τ χώματα, που χυσαν αματα κα δάκρυα.

Θεέ, συχώρεσε τος παντίδους, πο θέλουν ν μς πάρουν τν γέρα πο ναπνέομεν κα τν τιμν πο μ ντουφέκι κα γιαταγάνι πήραμε. μες τ χρέος, τ κατ δύναμιν, πράξαμεν. Κα ατο βγκαν σήμερον ν προκόψουν τν Πατρίδα. Μς γέμισαν φατρία κα διχόνοιαν. Κα τν Πατρίδα δν τν θέλουν μητέρα κοινή· μορόζα (=γαπητικιά) ες τ κρεβάτια τους τν θέλουν. Γι ατ περνον κ ρεθίζουν τν κόσμον μ τέχνες κα καμώματα.

Κα καζαντίσαν ατο πουγγι κα γαθά, κα φήκαν τος γωνιστές, τς χρες κα τ ρφαν ες τν κρην. Ατο εναι ο νθρώπινοι λύκοι, πο φέραν δυστυχήματα κα κίντυνον ες τν τόπον. ς ψωνται.



Τότε πο  Τουρκι κατέβαινε π τ ντερβένια κα λίγοι τρεχαν μ λίγα ντουφέκια, μ τριχις δεμένα, ν πολεμήσουν, θέλοντας λευτερίαν  θάνατον, ο φρόνιμοι σφάλιζαν τς φαμελιές τους ες τ νησι κι ατο τρέχαν ες ρεματις κα βουνά, μ βλέποντας ποτ Τούρκου πρόσωπον. Κι ταν κογαν τ ντισμπάρκα τν Τούρκων, τρέχαν μακρύτερα. Τώρα θέλουν δικήν τους τν Πατρίδα κα κυνηγον τος γωνιστές.

γίναμε θηρία πο θέλουν κριγιάτα (=κρέατα) νθρωπιν ν χορτάσουν. Κα χωρίζουν τν κόσμον σ πατριτες κα ντιπατριτες. Ατο γίναν ο σημαντικο τς Πατρίδος κα ο λλοι ν χαθον. Δν ξηγινται γλυκότερα ν φυλάξωμεν Πατρίδα κα ν δομεν λευτερίαν πραγματικήν. Ρωμαίγικον δν φτειάχνεται χωρς ολοι ν θυσιάσουν ρετν κα πατριωτισμόν· κα χωρς ν πάψη  μέσα,  δική μας τυραγνία.

Κα βγκαν τώρα κάτι δικοί μας κυβερντες, λληνες, σπορ τς βραιουργις, πο επαν ν μς σβήσουν τν γία Πίστι, τν ρθοδοξία, διότι  Φραγκι δν μς θέλει μ τέτοιο ντύμα ρθόδοξον.

Κα κάθησα κα κλαιγα δι τ νέα παθήματα. Κα πγα πάλιν ες τος φίλους μου τος γίους. ναψα τ καντήλια κα λιβάνισα λιβάνιν καλν γιορείτικον. Κα σκουπίζοντας τ δάκρυά μου τος επα· «Δν βλέπετε πο θέλουν ν κάμουν τν λλάδα παλιόψαθα; Βοηθστε, διότι μς παίρνουν, ατο ο μισοέλληνες κα θρησκοι, ,τι πολυτίμητον τζιβαϊρικν χομεν. Φραγκεμένους μς θέλουν τ τσογλάνια το τρισκατάρατου το Πάπα. Μν φήσετε, γιοί μου, ατ τ γκιντ πουλημένα κριγιάτα τς τυραγνίας ν μασκαρέψουν κα ν φανίσουν τος λληνες, κάνοντας περισσότερα κακ π ατ πο καταδέχθηκεν  Τορκος ς τίμιος χθρός μας».

νας δικός μου γωνιστς μο φερε κα μο διάβασεν να παλαιν χαρτί, πο γραψεν  κοντομερίτης μου γιος παπς,  Κοσμς  Ατωλός. Τν κρέμασαν ες να δέντρον Τορκοι κα βραῖοι, διότι ἔτρεχεν ὁ εὐλογημένος παντοῦ καὶ ἐδίδασκεν Ἑλλάδα, Ὀρθοδοξία καὶ Γράμματα.

Ἔγραφεν ὁ μακάριος ἐκεῖνος ὅτι· «Ἕνας ἄνθρωπος νὰ μὲ ὑβρίση, νὰ φονεύση τὸν πατέρα μου, τὴν μητέρα μου, τὸν ἀδελφόν μου καὶ ὕστερα τὸ μάτι νὰ μοῦ βγάλη, ἔχω χρέος σὰν χριστιανὸς νὰ τὸν συγχωρήσω. Τὸ νὰ ὑβρίση τὸν Χριστόν μου καὶ τὴν Παναγία μου, δὲν θέλω νὰ τὸν βλέπω».

Τὸ χαρτὶ τοῦ πατέρα Κοσμᾶ ἔβαλα καὶ μοῦ τὸ ἐκαθαρόγραψαν. Καὶ τὸ ἐκράτησα ὡς Ἅγιον Φυλαχτόν, ποὺ λέγει μεγάλην ἀλήθειαν. Θὰ πῶ νὰ μοῦ γράψουν καλλιγραφικὰ καὶ τὸν ἄλλον ἀθάνατον λόγον του, «τὸν Πάπαν νὰ καταρᾶσθε ὡς αἴτιον». Θέλω νὰ τὸ βλέπω κοντὰ στὰ᾽ κονίσματά μου, διότι τελευταίως κάποιοι δικοί μας ἀνάξιοι λέγουν ὅτι, ἂν τὰ φτειάξουμε μὲ τὸν δικέρατον Πάπαν, θὰ ὀλιγοστέψουν οἱ κίντυνοι, τὰ βάσανα καὶ ἡ φτώχεια μας, τρομάρα τους.

Καὶ εἶπαν οἱ ἄθρησκοι ποὺ ἐβάλαμεν εἰς τὸν σβέρκο μας νὰ μὴ μανθάνουν τὰ παιδιά μας Χριστὸν καὶ Παναγίαν, διότι θὰ μᾶς παρεξηγήσουν οἱ ἰσχυροί. Καὶ βγῆκαν ἀκόμη νὰ᾽ποτάξουν τὴν Ἐκκλησίαν, διότι ἔχει πολλὴν δύναμη καὶ τὴν φοβοῦνται. Καὶ εἶπαν λόγια ἄπρεπα διὰ τοὺς παπᾶδες.

Ἐμεῖς, μὲ σκιάν μας τὸν Τίμιον Σταυρόν, ἐπολεμήσαμεν ὁλοῦθε, σὲ κάστρα, σὲ ντερβένια, σὲ μπογάζια καὶ σὲ ταμπούργια. Καὶ αὐτὸς ὁ Σταυρὸς μᾶς ἔσωσε. Μᾶς ἔδωσε τὴν νίκη καὶ ἔχασε (=ὡδήγησε σὲ ἧττα) τὸν ἄπιστον Τοῦρκον. Τόση μικρότητα στὸν Σταυρό, τὸν σωτήρα μας!

Καὶ βρίζουν οἱ πουλημένοι εἰς τοὺς ξένους καὶ τοὺς παπᾶδες μας, τοὺς ζυγίζουν ἄναντρους καὶ ἀπόλεμους. Ἐμεῖς τοὺς παπᾶδες τοὺς εἴχαμε μαζὶ εἰς κάθε μετερίζι, εἰς κάθε πόνον καὶ δυστυχίαν. Ὄχι μόνον διὰ νὰ βλογᾶνε τὰ ὅπλα τὰ ἱερά, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ μὲ ντουφέκι καὶ γιαταγάνι, πολεμώντας σὰν λεοντάρια.

Ντροπή, Ἕλληνες!
Στρατηγὸς Μακρυγιάννης