Παρασκευή 18 Απριλίου 2025

Ό Μεγάλος «Ξένος» (Δός μοί τούτον τόν ξένον)

 Μπορεί να είναι εικαστικό


Τόν ήλιον κρύψαντα τάς ιδίας ακτίνας
καί τό καταπέτασμα τού ναού διαρραγέν
τώ τού Σωτήρος θανάτω, ό Ιωσήφ θεασάμενος
προσήλθε τών Πιλάτω καί καθικετεύει λέγων:
«Δός μοί τούτον τόν ξένον,
Τόν έκ βρέφους ώς ξένον ξενωθέντα έν κόσμω.
Δός μοί τούτον τόν ξένον,
όν ομόφυλοι, μισούντες θανατούσιν ώς ξένον.
Δός μοί τούτον τόν ξένον,
ον ξενίζομαι βλέπειν του θανάτου τόν ξένον.
Δός μοί τούτον τόν ξένον,
όστις οίδε ξενίζειν τούς πτωχούς καί τούς ξένους.
Δός μοί τούτον τόν ξένον,
Όν Εβραίοι τώ φθόνω απεξένωσαν κόσμω.
Δός μοί τούτον τόν ξένον,
ίνα κρύψω έν τάφω, ός ώς ξένος ούκ έχει τήν κεφαλήν πού κλίνη.
Δός μοί τούτον τόν ξένον,
όν ή μήτηρ ορώσα νεκρωθέντα εβόα:
Ώ Υιέ καί Θεέ μου, εί καί τά σπλάχνα τριτρώσκομαι
καί καρδίαν σπαράττομαι νεκρόν σε καθορώσα
αλλά τή σή αναστάσει θαρρούσα μεγαλύνω».
Καί τούτοις τοίς λόγοις δυσωπών τόν Πιλάτον
ό ευσχήμων λαμβάνει τού Σωτήρος τό σώμα,
ό καί φόβω έν σινδόνι ενειλήσας καί σμύρνη,
κατέθετο έν τάφω τόν παρέχοντα πάσι
ζωήν αιώνοιν καί τό μέγα έλεος.
(Μετάφραση :
Τόν ήλιο πού έκρυψε τίς ίδιες του τίς ακτίνες
καί τό καταπέτασμα τού ναού πού διερράγη,
λόγω τού θανάτου τού Σωτήρος,
ό Ιωσήφ όταν (τά) είδε, προσήλθε στόν Πιλάτο καί θερμά ικετεύει λέγοντας:
Δώσε μου τούτο τον ξένο, που από βρέφος σάν ξένος φιλοξενήθηκε στον κόσμο.
Δώσε μου τούτο τόν ξένο, πού οί ομόφυλοι από μίσος τον θανατώνουν σάν ξένο.
Δώσε μου τούτο τόν ξένο, πού παραξενεύομαι να βλέπω του θανάτου τό (παρά)ξενο.
Δώσε μου τούτο τόν ξένο, που ήξερε να φιλοξενεί τούς πτωχούς και τους ξένους.
Δώσε μου τούτο τον ξένο, πού οί Εβραίοι από φθόνο τόν απεξένωσαν από τον κόσμο.
Δώσε μου τούτο τόν ξένο, γιά νά κρύψω σέ τάφο, πού σάν ξένος δέν είναι είχε πού νά γείρει τό κεφάλι. Δώσε μου τούτο τόν ξένο, που βλέποντάς τον νεκρό η Μητέρα φώναζε: Ω, Υιέ μου και Θεέ μου, αν και στα σπλάχνα πληγώνομαι και στην καρδιά σπαράζω που σε βλέπω νεκρό, αλλά αναθαρρώντας από την ανάστασή σου, δοξάζω.
Και με τούτα τα λόγια ικετεύοντας τον Πιλάτο ο άρχοντας λαμβάνει του Σωτήρος το σώμα, που και με φόβο το τύλιξε σε σεντόνι και σε σμύρνα και το έβαλε σε τάφο, αυτόν που παρέχει σε όλους ζωή αιώνια και το μεγάλο έλεος.)
Είμαστε περαστικοί, είμαστε εν κινήσει, σε ξένο τόπο ένεκα της αφροσύνης μας. Εδώ, στον τόπο της εξορίας μας και της οδύνης μας, χρώμενος άκραν συγκατάβασιν, μας επεσκέφθη ο Υιός και Λόγος του Θεού, ο Σωτήρ του κόσμου, ο Χριστός! Ήλθεν ως ο Μεγάλος Ευεργέτης και ο κόσμος Τον εσταύρωσε! Η εποχή Του δεν τον δέχθηκε! Έμεινε λοιπόν ο Μεγάλος «Ξένος»! «Εν τω κόσμω ην …και ο κόσμος αυτόν ουκ έγνω. Εις τα ίδια ήλθε, και οι ίδιοι αυτόν ου παρέλαβον» αναφωνεί με πικρό παράπονο ο ευαγγελιστής Ιωάννης.
Όταν χάσαμε τον Κήπο της Εδέμ, τον Παράδεισο, μας πέταξαν στη γη, την κοιλάδα του κλαυθμώνος! Πρέπει, λοιπόν, να ζούμε σαν ξένοι και να πορευώμεθα προς την ουράνια Πατρίδα. «Ξένος τόκον ιδόντες, ξενωθώμεν του κόσμου»!
Ο Άγιος Επιφάνιος, Αρχιεπίσκοπος Κύπρου (4ος – 5ος αι.), στο λόγο του στη θεόσωμη ταφή του Κυρίου, αρχίζει και επαναλαμβάνει τη φράση:
«δος μοι τούτον τον ξένον»:
Φαντάζεται τον Ιωσήφ την ώρα, που προσέρχεται προς τον Πιλάτο για να ζητήση το πανακήρατο Σώμα του Ιησού προς ενταφιασμό, και βάζει στο στόμα του τα εξής υπέροχα λόγια:
«Αλλά τι; Αίτησίν τινα οικτράν, ω κριτά, και τοις πάσι μικράν αιτούμενος προς σε παραγέγονα· δος μοι νεκρόν προς ταφήν το σώμα εκείνου, του παρά σου κατακριθέντος Ιησού του Ναζωραίου, Ιησού του πτωχού, Ιησού του αοίκου, Ιησού του γυμνού, Ιησού του ευτελούς, Ιησού του τέκτονος υιού, Ιησού του δεσμίου, Ιησού του αιθρίου, Ιησού του ξένου και επί ξένοις αγνωρίστου και ευκαταφρονήτου και επί πάσι κρεμαμένου.
Δος μοι τούτον τον ξένον· τι γαρ σε λοιπόν ωφελεί το σώμα αυτού;
Δος μοι τούτον τον ξένον· εκ μακράς γαρ ήλθε της χώρας ώδε, ίνα σώση τον ξένον.
Δος μοι τούτον τον ξένον· κατήλθε γαρ εις γην σκοτεινήν ανενέγκαι τον ξένον.
Δος μοι τούτον τον ξένον· αυτός γαρ και μόνος υπάρχει ξένος. Δος μοι τούτον τον ξένον, ούτινος την χώραν αγνοούμεν οι ξένοι. Δος μοι τούτον τον ξένον, ούτινος τον Πατέρα αγνοούμεν οι ξένοι.
Δος μοι τούτον τον ξένον, ούτινος τον τόπον και τον τόκον και τον τρόπον αγνοούμεν οι ξένοι.
Δος μοι τούτον τον ξένον, τον ξένην ζωήν και βίον ζήσαντα επί ξένης.
Δος μοι τούτον τον ξένον, τον μη έχοντα ώδε που την κεφαλήν κλίνη.
Δος μοι τούτον τον ξένον, τον ως ξένον επί ξένης άοικον και επί φάτνης τεχθέντα.
Δός μοί τούτον τόν ξένον, τόν έξ αυτής τής φάτνης ώς ξένον έξ Ηρώδου φυγόντα.
Δός μοί τούτον τόν ξένον, τόν έξ αυτών τών σπαργάνων έν Αιγύπτω ξενωθέντα.
Δός μοί τούτον τον ξένον, τον ου πόλιν, ου κώμην, ουκ οίκον, ου μονήν, ου συγγενή, επ’ αλλοδαπής δε χώρας την οίκησιν έχοντα και τα πάντα κατέχοντα».
Περισσότερο «Ξένος» από όλους μας, από όλους τους ανθρώπους όλων των εποχών και όλων των αιώνων υπήρξε ο Χριστός μας. Το κακό είναι ότι ακόμη και σήμερα για πολλούς παραμένει ξένος και άγνωστος!

Δεν υπάρχουν σχόλια: