Ο πόλεμος κατά των παθών είναι ένα βασικότατο θέμα της ασκητικής φιλολογίας και γενικότερα της πνευματικής ζωής. Κάθε χριστιανός προσπαθεί να ξεριζώσει τα πάθη του, για να προκόψει στον αγώνα του προς τον Θεό. Ωστόσο, κατά τον εικοστό αιώνα η πατερική φιλολογία φαίνεται να έχει αλλάξει τρόπο που οι παλαιότεροι όσιοι αντιμετώπιζαν το θέμα – στην πραγματικότητα δεν έχει αλλάξει η πατερική σκέψη, αλλά ο σύγχρονος άνθρωπος, οπότε οι άγιοι και Πατέρες του 20ου αιώνα αναπροσάρμοσαν την διδασκαλία τους. Στην παρούσα εργασία θα ασχοληθούμε με δύο μόνο από τους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας του περασμένου αιώνα, ένας από τους οποίους, ο π. Σωφρόνιος, έχει ήδη ανακηρυχθεί άγιος. Ωστόσο, και ο π. Συμεών Κραγιόπουλος είναι όντως και αυτός Πατέρας της Εκκλησίας στην συνείδηση των πιστών.
**************
Γράφει ο Δημήτρης Γ. Ιωάννου
Θα ξεκινήσουμε με τον άγιο Σωφρόνιο Σαχάρωφ, γνωστό και ως θεολόγο της «υποστατικής αρχής» (βλ. Αρχιμανδρίτου Ζαχαρία, Άνθρωπος, ο στόχος του Θεού: η υποστατική αρχή στον Άγιο Σιλουανό και στον Γέροντα Σωφρόνιο, Εκδ. Ι.Σ. Μονής Τ. Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 2019).
Ο π. Σωφρόνιος είναι ο κατ’ εξοχήν θεολόγος του Προσώπου. Τα πάντα στο Θεό αφορούν ένα Πρόσωπο, ή μάλλον μια Τριάδα Προσώπων, και δεν υπάρχει καμία απρόσωπη «οντότητα» που να ξεπερνά τον Προσωπικό Θεό. Ο Θεός έκτισε τον άνθρωπο «κατ’ εικόνα» Του, δηλαδή δυνάμει πρόσωπο, αλλά και «καθ’ ομοίωσιν», που θα πει ότι τον έκανε ικανό να γίνει όντως πρόσωπο, ικανό να έλθει σε κοινωνία με τον Τριαδικό Θεό. Ο Γέροντας Σωφρόνιος είχε ακολουθήσει στην νεότητά του τα ανατολικά θρησκεύματα, που μιλούν για μια απρόσωπη υπέρτατη αρχή, και απογοητευμένος από αυτά επέστρεψε στον χριστιανισμό μόλις ο Θεός του έθεσε υπόψη του το χωρίο της βιβλικής Αποκάλυψης που δόθηκε στον Μωυσή: «Εγώ ειμί ο Ων». Και φυσικά, αργότερα ενσαρκώθηκε ο ίδιος ο Θεός και «έλαβεν μορφήν δούλου»: ο Κύριος Ιησούς Χριστός ενανθρώπησε για να σώσει το πλάσμα Του. Σκοπός του ανθρώπου είναι φυσικά να ενωθεί, ασυγχύτως όμως, με το Πρόσωπο του Σωτήρος Χριστού, να γίνει Ένα μαζί Του- χωρίς ωστόσο, επαναλαμβάνουμε, να συγχέονται οι Υποστάσεις.
Θα μπορούσαμε να πούμε πολλά για την υποστατική αρχή στον Γέροντα Σωφρόνιο, θα βγαίναμε όμως έξω από το θέμα μας, που είναι ο πόλεμος κατά των παθών. Παρουσιάζοντας την σχετική διδασκαλία του, θα διασαφηνίζουμε καλύτερα και σημεία που αφορούν την «υποστατική αρχή». (Αξίζει να σημειωθεί ότι ως προς αυτό το σημείο, το ότι δηλαδή σκοπός του ανθρώπου είναι να γίνει από άτομο πρόσωπο, συγκλίνει και η ακαδημαϊκή θεολογία- καθώς το ίδιο λέγεται ρητά π.χ. και στο άρθρο του μακαριστού Μητρ. Περγάμου Ιωάννη Ζηζιούλα, «Νόσος και Θεραπεία στην Ορθόδοξη Θεολογία», Θεολογία και Ψυχιατρική σε διάλογο, Πρακτικά Ημερίδας, Εκδ. Αποστολικής Διακονίας, σ. 141-156). Ο π. Σωφρόνιος ξεκαθαρίζει, όπως λέγει ο π. Ζαχαρίας, ότι «γνώμονας της βιοτής μας δεν είναι οι ηθικοί κανόνες ‘καλής συμπεριφοράς’ στο ανθρώπινο επίπεδο (Άνθρωπος…, σ. 234), μήτε σκοπός μας είναι «να αλλάξουμε τον χαρακτήρα μας, την ψυχολογία μας ή να αποκτήσουμε άψογη συμπεριφορά» (ό.π. σ. 268), πράγμα που χαρακτηρίζει το προτεσταντικό κίνημα του ευσεβισμού στη Δύση. Τα ίδια έλεγε και ο φιλόσοφος Καντ, με τα λόγια του «όποιος νομίζει ότι μπορεί να έλθει σε επαφή με τον ίδιο τον Θεό είναι φανατικός». Δεν είναι λοιπόν σκοπός της ζωής μας η βελτίωση του χαρακτήρα μας, όσο λαμπρή και αν είναι αυτή.
Τότε ποιος είναι; Μα ακριβώς να ακολουθήσουμε τον Χριστό που είπε «υπόδειγμα δέδωκα υμίν», να υψωθούμε «στο επίπεδο της ζωής του Ίδιου του Θεού» (ό.π. σ. 234). Αυτό σημαίνει ότι ο σκοπός της χριστιανικής άσκησης είναι καθαρά οντολογικός, και όχι ηθικιστικός. Σκοπός είναι, ξαναλέμε, να ενωθούμε με τον Χριστό, σύμφωνα με τους όρους της Παλαμικής Θεολογίας (ένωση με τον Θεό διά μέσου των Ακτίστων Θείων Ενεργειών). Ωστόσο, η θεία χάρη δεν «μείγνυται» με την αμαρτία και όσο είμαστε γεμάτοι πάθη, δεν μπορούμε να δεχθούμε την άκτιστη θεία Ενεργεία. Τι ακριβώς συμβαίνει; Πώς πολεμούμε τα πάθη; Στο σημείο αυτό θα κάνω μία παρένθεση σχετική με τον άγιο Πορφύριο, που έλεγε «μην παλεύετε απευθείας με τα πάθη, ούτε να προσεύχεσθε να σας τα πάρει ο Θεός. Κάτι γίνεται, αν κάνετε έτσι, και τα πάθη δεν φεύγουν».
Ο Γέροντας Σωφρόνιος έλεγε ότι τα πάθη δεν φεύγουν και η πνευματική πρόοδος δεν προκύπτει παρά με το Άγιο Πνεύμα. Οφείλει βέβαια κανείς να ξεκινήσει τηρώντας τις εντολές του Χριστού. Ωστόσο, χωρίς το Άγιο Πνεύμα είναι αδύνατον όχι μόνο να εκπληρώσουμε τις εντολές, αλλά και να τις καταλάβουμε, γιατί ξεπερνούν άλλωστε και τα όρια της ανθρώπινης αντίληψης (ό.π. σ. 235). Αυτό που συμβαίνει, στο αρχικότατο στάδιο, και στον χριστιανό που ξεκινά την πνευματική πορεία, είναι ότι, όταν έρχεται σε επαφή με τις εντολές του Χριστού, καταλαβαίνει γρήγορα ότι δεν μπορεί να τις τηρήσει, οπότε και επέρχεται στην ψυχή «ταπείνωση». Αυτό, σύμφωνα με μερικούς Πατέρες, είναι και το σημαντικότερο βήμα. Η ταπείνωση είναι η βάση και το θεμέλιο όλων των αρετών. Οι εντολές επιδρούν επάνω μας «θραύοντας την υπερηφάνεια του σκοτισμένου νου και της καρδιάς μας, και έτσι ελευθερώνουν τον τόπο για να ενοικήσει η χάρη μέσα μας. Βλέπουμε ότι ο εγωισμός και η υπερηφάνεια έχουν τόση δύναμη, ώστε να κυριαρχούν στον βαθύτατο άνθρωπο και να μην αφήνουν χώρο μέσα του να έλθει να κατοικήσει η χάρη του Θεού. Δεν πρέπει να πιστέψουμε ασφαλώς, όπως λέγει κάπου αλλού ο π. Σωφρόνιος, ότι αυτή είναι η «μεγάλη ταπείνωση» των Αγίων, η Ταπείνωση του ίδιου του Χριστού, δεν παύει όμως να είναι αληθινή κίνηση της ανθρώπινης ψυχής, που κινείται προς τον Δημιουργό της (και στο ερώτημα «ποιος βάζει αυτή την ταπείνωση, ο Θεός ή ο άνθρωπος;», ο άγιος Πορφύριος, κατόπιν θείας αποκαλύψεως, έλεγε ότι την βάζει ο άνθρωπος. Για να προοδεύσει πνευματικά ο άνθρωπος, χρειάζεται και η δική του συνέργεια). Οι εντολές περαιτέρω «ρίχνουν φως στην ατέλεια και την πνευματική μας πτωχεία, ώστε να στραφούμε με πόθο προς τον Θεό ζητώντας Του να έλθει και να εκπληρώσει Εκείνος τις εντολές Του εντός μας» (ό.π. σ. 235) ! Έτσι, τα πάθη δεν τα πολεμάμε εμείς, τα πολεμά ο ίδιος ο Χριστός μέσα μας.
Θα πει κανείς ότι για να το κάνουμε αυτό θα πρέπει να γεμίσουμε από θείο έρωτα, και ότι αυτές είναι πολύ υψηλές καταστάσεις κ.λπ. Θα δούμε καλύτερα τα πράγματα που αφορούν τους λαϊκούς όταν παρουσιάσουμε τον π. Συμεών Κραγιόπουλο, ωστόσο πόθο για τον Χριστό και αγάπη για Αυτόν πρέπει να έχει κάθε χριστιανός. Ή πάντως να τα ζητά στην προσευχή του. Στο σημείο αυτό, μας λέγει ο π. Σωφρόνιος, ότι πολύ βοηθά ο θεσμός της υπακοής, της «πνευματικής πατρότητας». Και πάλι θα πει κανείς ότι αυτό αφορά τους μοναχούς, αλλά το ζήτημα της υπακοής σε πνευματικό πατέρα, έχει απασχολήσει πολύ, λέμε προτρέχοντας, και πάλι τον π. Συμεών Κραγιόπουλο, που λέγει το εξής: ο σύγχρονος άνθρωπος χρειάζεται απολύτως αυτή την «φιλάνθρωπη υπακοή», γιατί είναι τόσο μπερδεμένος, ώστε όχι μόνο δεν πάει να εξομολογηθεί, αλλά δεν ξέρει καν ποιες είναι οι αμαρτίες του, τι εστί αμαρτία. Ο π. Σωφρόνιος πίστευε «ότι ο θεσμός της πνευματικής πατρότητας παρέχει με τον πιο απτό τρόπο αρωγή και μυσταγωγεί με ασφάλεια στο μυστήριο της επιγνώσεως του θείου θελήματος. Ο θεσμός αυτός είναι μεγάλος και όσοι μπόρεσαν να κατανοήσουν πώς λειτουργεί, έχουν πλούσια ζωή∙ η προσευχή τους γίνεται ακατάπαυστη, η έμπνευσή τους αμείωτη και η παρηγορία στην ψυχή τους ανελλιπής» (ό.π. σ. 240). Μέσω της υπακοής στον πνευματικό, επέρχεται μια αλλοίωση στην καρδιά. «Η θεία ενέργεια που κομίζει ο λόγος (του Θεού) ελκύει και προσκολλά τον νου σε αυτόν, καθιστώντας τον απρόσβλητο στις επιθέσεις του εχθρού» (ό.π. σ. 249). Τώρα ο νους, αντί να δελεάζεται από τα πάθη, θέμα που μας ενδιαφέρει, ταπεινώνεται και σταυρώνεται από την υπακοή και πορεύεται την «καθοδική οδό» -δηλαδή την οδό που κήρυξε ο Άγιος Σιλουανός: «κρατά τον νου σου στον Άδη και μην απελπίζεσαι» (ο πνευματικός μου πατέρας, μακαριστός Γέροντας Ιγνάτιος Καπνίσης, έλεγε ότι αυτό το ρητό σε μας τους λαϊκούς σημαίνει: «μην συγκρίνεις τον εαυτό σου με τους άλλους, γιατί σε κάποια πράγματα μπορεί να δεις ότι υπερέχεις, αλλά σύγκρινέ τον διαρκώς με τον Θεό και θα δεις την πνευματική σου πτωχεία).
Ένα άλλο στοιχείο που ο άγιος Σωφρόνιος τονίζει ιδιαίτερα είναι ότι η σωτηρία δεν είναι ατομικό επίτευγμα, αλλά δώρο του Θεού μέσα στην κοινωνία με όλους τους δικούς Του, τους Αγίους από τους οποίους δοξάζεται αιωνίως – μπορεί να βρει κανείς ότι το ίδιο λέγει και η ακαδημαϊκή θεολογία (βλ. προαναφερθέν άρθρο Μητρ. Ιω. Ζηζιούλα). Μέσα στην Εκκλησία, της οποίας Κεφαλή είναι ο Χριστός, καθιστάμεθα ικανοί να καλλιεργήσουμε το δικό μας προσωπικό χάρισμα, και επιπλέον να δεχθούμε χαρίσματα από τον κοινό πλούτο. Ο άνθρωπος από μόνος του δεν είναι δυνατόν να αναπτυχθεί ως πρόσωπο και να φθάσει στην ομοίωση με τον Χριστό (βλ. Άνθρωπος…, σ.279). Όπως μας διδάσκουν οι Πατέρες, έξω από την Εκκλησία δεν υπάρχει σωτηρία.
Πιο συγκεκριμένα, κάθε μέλος του Ενός Σώματος της Εκκλησίας, έχει το δικό του προσωπικό χάρισμα, με το οποίο, εφόσον εργαστεί, γίνεται ικανό να εισέλθει στην υπερφυσική κοινωνία των χαρισμάτων όλων των άλλων μελών και να πλουτίσει εν Θεώ γευόμενο την αιώνια σωτηρία. Συνεπώς, η έσχατη τελειότητα της θείας ζωής αποκτάται, όταν μέσα από το δικό μας προσωπικό χάρισμα, ενωθούμε με όλον τον πλούτο των χαρισμάτων του Σώματος της Εκκλησίας. Όπως διαβεβαιώνει ο Απόστολος Παύλος, θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε «τι το πλάτος και μήκος και βάθος και ύψος» του ελέους του Χριστού, μόνο όταν βρισκόμαστε σε κοινωνία «συν πάσι τοις αγίοις». Κατά κάποιο τρόπο, θα έλεγε κανείς, ότι ο πιστός, αν πορεύεται σωστά εντός της Εκκλησίας, προσοικειώνεται τον πλούτο των Αγίων και του δωρίζεται η δική τους χάρη. Η σωτηρία δεν είναι ατομικό επίτευγμα.
Επιπλέον, όπως όλοι γνωρίζουμε, μεγάλη είναι η δύναμη της επίκλησης του Ονόματος του Κυρίου Ιησού Χριστού, γιατί είναι αχώριστο από το Πρόσωπό Του. Όποιος το επικαλείται σταθερά, προφέροντάς το με πίστη, εισέρχεται στη Θεία Παρουσία Του. Τότε αρχίζει να αποκαθαίρεται το κάλυμμα των παθών, που διαβρώνει την ανθρώπινη καρδιά. Ο Χριστός «αναλίσκει» όλη τη διαφθορά που έχει συσσωρευθεί στον άνθρωπο (Άνθρωπος…, σ. 281). Ο Άγιος Σωφρόνιος λέγει επίσης ότι όταν η κάθαρση του καρδιάς φθάνει σε έναν ορισμένο βαθμό, επέρχεται η ενοποίηση του νου με την καρδιά και ανακτάται η ενότητα της φύσεως του ανθρώπου. Τότε ο πιστός δύναται να ανέλθει στο ύψος των μεγάλων εντολών της αγάπης, οι οποίες αφορούν όλο το είναι του. Έχοντας συμφιλιωθεί ο άνθρωπος με τον Θεό, φθάνει στον μεγάλο και τέλειο βαθμό της πνευματικής ελευθερίας, αφού ξερίζωσε από μέσα του κάθε νόμο της αμαρτίας. Έγινε νεκρός για την ματαιότητα του κόσμου τούτου, γιατί, σύμφωνα με το βιβλικό πνεύμα, με το άγιο Βάπτισμα ήδη ο πιστός νεκρώνεται για τον κόσμο∙ οπότε, όντας νεκρός για τον κόσμο, δεν μπορεί πια να αμαρτάνει. Αυτό είναι το νόημα πολλών χωρίων του Αγίου Αποστόλου Παύλου- και αυτή την βαπτισματική «νέκρωση» για τον κόσμο και την πνευματική υιοθεσία εκ μέρους του Πατρός ο πιστός ανανεώνει με τον προσωπικό του αγώνα να «κατεβεί μέχρι τον Άδη», όπου κατέβηκε και ο Χριστός, πράγμα που, όπως είδαμε, σημαίνει για μας τους λαϊκούς, το να ταπεινωθεί κανείς, «να συγκρίνει τον εαυτό του όχι με τους άλλους, αλλά διαρκώς με τον Θεό», οπότε και θα θυμάται την αναξιότητά του.
Για τον Θεολόγο της Υποστατικής Αρχής, όπως είναι ο π. Σωφρόνιος, στο σημείο αυτό εκπληρώνεται στον πιστό ο λόγος του Αποστόλου Παύλου «εμοί κόσμος εσταύρωται, καγώ τω κόσμω». Τότε πραγματώνεται σταδιακά και η υποστατική αρχή στον άνθρωπο. Για αυτή την υποστατική αρχή θα πούμε δυο λόγια ακόμη και θα ολοκληρώσουμε την σύντομη παρουσίαση της διδασκαλίας του αγίου Σωφρονίου. Λοιπόν, σύμφωνα με τον Γέροντα Σωφρόνιο, κατά την «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» δημιουργία του ανθρώπου, ο Θεός επαναλαμβάνει, ούτως ειπείν, τον Εαυτό Του, και με την έννοια αυτή είναι «Πατέρας» μας (Άνθρωπος…, σ. 152). Ο άνθρωπος λοιπόν, κατά μια έννοια, ως επανάληψη Θεού, δέχεται την υποστατική του αρχή ως χάρισμα από τον Δημιουργό του. Κάθε άνθρωπος είναι δυνάμει πρόσωπο, φορέας της Υποστατικής Αρχής. Και υποστατική αρχή, ξαναλέμε, σημαίνει ότι τα πάντα στον Θεό παραπέμπουν στο ότι Αυτός είναι το τέλειο Πρόσωπο, το αληθές Πρόσωπο, ότι δεν υπάρχει τίποτε απρόσωπο εντός Του. Και ο άνθρωπος, όμως, κατά τον Γέροντα Σωφρόνιο, είναι και αυτός Ένας – υπάρχει βαθύτατη οντολογική ενότητα όλων των ανθρώπων μεταξύ τους και στην πραγματικότητα, όπως στην Ουσία Του Ένας είναι ο Θεός, έτσι ένας είναι και ο άνθρωπος. Καθώς ο πιστός διανύει όλη την πορεία που περιγράψαμε παραπάνω, πλατύνεται η καρδιά του, αρχίζει να συμπεριλαμβάνει και τους άλλους ανθρώπους, ώσπου τελικά, στους Αγίους, ο όλος Αδάμ χωρά μέσα στην ανθρώπινη καρδιά. Ο άνθρωπος τότε, όπως ο Άγιος Σιλουανός, κάνει «υποστατική» προσευχή, δηλαδή προσευχή υπέρ όλου του κόσμου, και οδυνάται και θλίβεται που δεν σώζονται όλοι. Έχοντας γνωρίσει την θεία χάρη, καταλαβαίνει ποσό πολύτιμη είναι αυτή και στενοχωρείται και κλαίει με λυγμούς για να γνωρίσουν όλοι τον Κύριο. Χάρη σε αυτή την υποστατική υπέρ όλου του Αδάμ προσευχή στέκεται ο κόσμος ακόμη, έλεγε ο Άγιος Σιλουανός, και αυτός θα καταστραφεί όταν σταματήσει να προσφέρεται από τους αγίους αυτή η ζωηφόρος προσευχή.
Πρέπει να πούμε ότι αυτά που είπαμε τελευταία περί του π. Σωφρονίου, φαίνονται δύσκολα στον λαϊκό πιστό, αλλά πιστεύουμε ότι μετά την παρουσίαση της διδασκαλίας του π. Συμεών, όπως ήδη είδαμε, θα γίνει αντιληπτό ότι αφορούν τους πάντες.
***************
Περνάμε τώρα στον δεύτερο μεγάλο θεολόγο και εμπνευσμένο Πατέρα της εποχής μας, τον π. Συμεών Κραγιόπουλο, ο οποίος ήταν βέβαια ιερομόναχος, αλλά τα κηρύγματά του απευθύνονται πρωτίστως στους λαϊκούς και η Φιλοκαλία δίνεται «επικαιροποιημένη», τρόπον τινά, στον σύγχρονο άνθρωπο. Ο π. Συμεών ξεκινά λέγοντας πολύ απλά ότι «στην πνευματική ζωή θα παιδευόμαστε για πολύ καιρό, χωρίς να γίνεται τίποτε» («Πάθη, Παθήματα και Νοερά Προσευχή», Εκδ. Ι.Ησυχαστηρίου ‘Το Γενέσιον της Θεοτόκου’, Πανόραμα Θεσ/κης, 2003, σ. 175). Εισέρχεται κανείς στον πνευματικό αγώνα και περιμένει να νικήσει τα πάθη του. Περνά ωστόσο καιρός, πολύς καιρός, και αυτά παραμένουν. Δεν γίνεται, καμιά φορά μετά και από υπεράνθρωπο πολυετή αγώνα, τίποτα!
Ωστόσο, ο π. Συμεών λέγει ότι συνήθως έχουμε υπόψη μας μια κλίμακα πνευματικής ανόδου, μία βαθμιαία άνοδο προς τον Ουρανό, και προσκολλόμαστε εκεί, στις βαθμίδες της πνευματικής ζωής. Ο Πατήρ λέγει ότι η σειρά στα πνευματικά στάδια από τα οποία περνά ο άνθρωπος, δεν γίνεται πάντοτε σύμφωνα με τον κανόνα που έχουμε εμείς υπόψη μας- υπάρχουν και εξαιρέσεις, και ίσως οι εξαιρέσεις να είναι πάρα πολλές. Δεν ξέρουμε πώς ενεργεί ο Θεός. Πώς ενεργεί λοιπόν; Ο μεγάλος θεολόγος αρχίζει παρουσιάζοντας ένα παράδειγμα, με ένα παιδάκι που προσπαθεί να ανεβεί μια σκάλα, αλλά δεν καταφέρνει να διαβεί ούτε το πρώτο σκαλοπάτι. Δεν το φτάνει. Προσπαθεί, ξαναπροσπαθεί, αλλά είναι ακόμη στην αρχή της σκάλας, το πρώτο σκαλοπάτι. Και ξαφνικά, έρχεται η μητέρα, παίρνει το παιδί και το ανεβάζει στην κορυφή της σκάλας, και βρίσκεται εκεί που ήθελε να πάει κατευθείαν, χωρίς να περάσει από τα ενδιάμεσα στάδια (ό.π. σ. 176). Παρομοίως, και ο Θεός θέλει να βλέπει τον άνθρωπο να αγωνίζεται και να προχωρεί και κατά τα φαινόμενα να μην γίνεται τίποτα. Στην ουσία όμως είναι μέσα στην χάρη, αλλά δεν το ξέρει. (Θυμάμαι ότι προσωπικά γνώρισα στο Άγιον Όρος έναν μεγάλο λαϊκό ασκητή, ο οποίος κυριολεκτικά, όπως φαινόταν στην όλη συμπεριφορά του και στην όψη του, βρισκόταν λουσμένος μέσα στην μεγάλη χάρη, αλλά δεν υποχωρούσαν, όπως έμαθα κατόπιν στην εκδοθείσα πνευματική αυτοβιογραφία του, καθόλου τα πάθη μέσα του. Χρόνια αργότερα, τον βρήκα να επικαλείται τον π. Συμεών Κραγιόπουλο και να λέγει ανακουφισμένος ότι μέσα στα γραπτά του πατρός ανακάλυψε ακριβώς αυτό που του συμβαίνει.) Λοιπόν, για να επιστρέψουμε στο θέμα μας, ο Θεός θέλει να δει αυτήν την προσπάθεια και μετά έχει την δύναμη να ανεβάσει τον αγωνιστή στα πιο υψηλά σκαλοπάτια μονομιάς. Αλλά, όπως λέγει ο Πατήρ, είναι ενδεχόμενο ο Θεός να αφήσει τον αγωνιστή αρκετές φορές να πέσει, να ξαναπέσει, έως ότου «να δείξει ο άνθρωπος επάνω στα πράγματα» ότι θέλει να ανέβει. Ας απέτυχε, θέλει όμως όντως να ανέβει.
Περαιτέρω, εξακολουθεί να δίνει ένα παράδειγμα ο Πατήρ, υπάρχουν πολλοί νέοι (η ομιλία απευθύνεται σε σύναξη νέων), οι οποίοι δεν σκέπτονται τα μαθήματα της επόμενης μέρας, τις προσεχείς εξετάσεις, ή πώς θα περάσουν από τη μια τάξη για να πάνε στην άλλη∙ σκέπτονται μόνο κατευθείαν για το μέλλον, αν θα περάσουν ή όχι στην σχολή που επιθυμούν κ.λπ.. «Και αυτό δουλεύει μέσα τους και αποκτούν ένα φόβο τα παιδιά… Μάλιστα, μερικοί αρρωσταίνουν κιόλας» από αυτές τις καταστάσεις. Αυτό το μεταφέρουν και στην πνευματική ζωή. Όπως είπαμε, μερικοί νέοι, που έχουν ζήλο για την πνευματική ζωή, προσπαθούν και ξαναπροσπαθούν, αλλά δεν γίνεται τίποτε. Και καθώς είναι «αξιοπρεπείς», μετά ντρέπονται να πάνε ακόμη και να εξομολογηθούν. Σκέπτονται, «πάλι τα ίδια να πω; Πάλι να πω ότι βρίσκομαι στην ίδια κατάσταση και έπεσα στα ίδια αμαρτήματα;». Δεν το καταδέχονται αυτό. Και ο πατήρ Συμεών λέγει ότι από εδώ και πέρα αρχίζει το μπέρδεμα, η απογοήτευση, η στενοχώρια, η νωθρότητα, η τεμπελιά προς τα πνευματικά και σταματάνε (ό.π. σ. 177). Χρειάζεται, λέγει ο πατήρ, να περάσει πολύς καιρός, έως ότου ο Θεός να δει ότι πράγματι εμείς δεν κάνουμε τον αγώνα για να ανέβουμε από περιέργεια στα πιο υψηλά σκαλοπάτια, για να δούμε πώς φαίνονται από κει τα πράγματα, αλλά ότι το κάνουμε για την αγάπη του, το κάνουμε γιατί Αυτόν αναζητούμε, σ’ Αυτόν πιστεύουμε. «Έως ότου να πεισθεί ο Θεός, δεν θα γίνεται τίποτε» (ό.π. σ 178).
«Πολλοί, συνεχίζει ο θεολόγος, θέλουν να είναι ενάρετοι, να έχουν την άλφα ή τη βήτα αρετή. Πολλοί μάλιστα, καθώς ακούν ότι η ταπείνωση είναι σπουδαία αρετή ή βλέπουν ότι όποιος είναι ταπεινός, τον σέβονται, τον εκτιμούν και μιλούν για αυτόν, θέλουν να αποκτήσουν αυτή την αρετή και βάζουν τα δυνατά τους. Αλλά ο Θεός βλέπει ότι το κίνητρό τους δεν είναι αγνό, δεν είναι έντιμο, και ότι κάνουν προσπάθεια μάλλον με διάθεση υπερηφανείας ή κενοδοξίας, για να καμαρώνουν ότι είναι ταπεινοί, για να καμαρώνουν ότι είναι άνθρωποι της αγάπης, άνθρωποι της υπομονής. Αν έχεις τέτοιο κίνητρο, ποτέ δεν πρόκειται να σου δώσει ο Θεός αρετή. Αν μπορέσεις και επιτύχεις με τις δικές σου προσπάθειες κάτι, αυτό θα είναι ψεύτικο, κάλπικο. Δεν πρόκειται να σου δώσει ο Θεός αρετή αληθινή, για να την καπηλευθείς. Και όσο πιο πολύ αργούμε να το καταλάβουμε αυτό, τόσο θα σπάζουμε τα μούτρα μας πάλι και πάλι» (ό.π. σ.178). Πρέπει να προσέξει κανείς, με άλλα λόγια, ποιο είναι το βαθύτερο κίνητρο του αγώνα που καταβάλλει, πράγμα βέβαια που θέλει την συνεργασία με έναν κατάλληλο πνευματικό – και ίσως χρειασθεί χρόνος για να δείξει ο Θεός τι ακριβώς συμβαίνει. «Γι’ αυτό λοιπόν, όταν βλέπουμε ότι δεν προχωρούμε, ότι δεν προοδεύουμε, να μην πηγαίνει πουθενά αλλού το μυαλό μας, ούτε να τρωγόμαστε με τον εαυτό μας. Χρειάζεται να ταπεινωθείς, και την ταπείνωσή σου την αληθινή, την αγάπη σου την αληθινή, θα τη δείξεις με το να επιμείνεις στον αγώνα σου, χωρίς καθόλου να πικραθείς, χωρίς καθόλου να πεισματώσεις, χωρίς καθόλου να ζηλέψεις κάποιον άλλον. Οι Ποτέρες της Εκκλησίας, όπως ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, το λένε αυτό: χίλιες φορές αν πέσεις την ίδια μέρα, χίλιες φορές να σηκωθείς. Σηκώθηκες εννιακόσιες ενενήντα εννέα και έμεινες τη χιλιοστή φορά; Δεν το θέλει αυτό ο Θεός. Θα σηκωθείς κι εκείνη. Ξανά έπεσες; Ξανά θα σηκωθείς» (ό.π. σ. 178).
Τι ακριβώς πρέπει να κάνει κανείς όταν βλέπει ότι προσπαθεί πολύ καιρό και δεν γίνεται τίποτε; Ο πατήρ Συμεών διδάσκει ότι το πρώτο που πρέπει να μας ενδιαφέρει είναι η κάθαρση. «Ας αφήσουμε τα υψηλότερα, λέγει, γιατί δεν είναι για μας ακόμη». Πρέπει να κάνουμε προσπάθεια, να αγωνιζόμαστε να τηρήσουμε τις εντολές του Θεού, και, όσο γίνεται, να κρατάμε τον εαυτό μας καθαρό. Κατόπιν, ο π. Συμεών αναφέρεται και στην ευχή, το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», που πρέπει να τη λέμε συχνά. Ωστόσο, δεν πρέπει να γίνεται με άγχος αυτή η εργασία, πόσες φορές την είπαμε, γιατί όχι περισσότερο κ.λπ. Αυτή είναι απλά η φυσιολογική κατάσταση του ανθρώπου, να θυμάται τον Θεό. Όπως η καρδιά κτυπάει και αυτή είναι η φυσιολογική της κατάσταση, έτσι από πνευματική άποψη η φυσιολογική κατάσταση του ανθρώπου είναι να θυμάται και να αγαπά τον Θεό. «Την ώρα που διαβάζεις, αν διαβάζεις ως άνθρωπος του Θεού, την ώρα που πας κάπου να κάνεις μια δουλειά, εάν πηγαίνεις ως άνθρωπος του Θεού, την ώρα που συνομιλείς με κάποιον, αν το κάνεις ως άνθρωπος του Θεού, αυτό σημαίνει ότι ανήκεις σ’ αυτόν, τον ενθυμείσαι. Ότι γρηγορείς πάνω στον εαυτό σου, ότι νήφεις και ζεις προσεκτικά» (ό.π. σ. 180). Και μπορείς να λειτουργείς ως άνθρωπος του Θεού, ακόμη και αν ενεργώς ο νους σου δεν έχει πάντα τον Θεό μέσα του (αυτό δεν μειώνει καθόλου την αξία της ευχής, απλά, κατά την ταπεινή μου γνώμη, μπορεί κανείς να ενεργεί κατά Θεόν, έστω και αν ρητά ο νους του δεν λέγει πάντα την ευχή. Το σημαντικό είναι η όλη στάση που έχει πάρει έναντι του Θεού). Όπως έλεγε και ο άγιος Πορφύριος, μην αντιμετωπίζεις τα πάθη σου κατευθείαν, «αγάπα τον Χριστό και αυτή η αγάπη θα σε καθαρίσει».
Ωστόσο, πρέπει να πούμε ότι όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι η πνευματική ζωή θα προχωρεί κατά έναν ειδυλλιακό τρόπο. Θα πέσει κανείς, θα ξαναπέσει, θα αθυμήσει, θα στενοχωρηθεί. Θα του έρθει να τα αφήσει όλα, θα νιώσει αυτό που ήδη είπαμε, ότι δεν γίνεται τίποτε. Άλλα, όπως τόνισε ο π. Συμεών, δεν θα δώσει κανείς καμία σημασία σε αυτό. Θα ξέρει εκ των πρότερων ότι αυτά έτσι έχουν, «αλλά ο Θεός θέλει να σε δει να επιμένεις». Και ο Θεός, διαβάζουμε, δεν το θέλει αυτό για να μας βάλει σε στενοχώρια, για να μας βλέπει να τυραννιόμαστε. Αλλά έτσι θα δείξουμε ότι αγαπάμε τον Θεό. «Θα πεις: Τον αγαπώ (τον Θεό). Δείξ’ το, αν τον αγαπάς. Αν με την πρώτη δυσκολία γυρίζεις πίσω και τα παρατάς, αν με την πρώτη δυσκολία σε καταλαμβάνει στενοχώρια και λες ότι δεν γίνεται τίποτε, είναι ηλίου φαεινότερο ότι δεν τον αγαπάς. Μην πεις ότι τάχα τον αγαπώ, άλλα είναι δύσκολα. Μην το πεις αυτό, γιατί όπου αγαπάς να πας, με συρματοπλέγματα να σε εμποδίσουν, θα βρεις τρόπο να πας. Πώς το κάνεις αυτό; Το κάνεις γιατί αγαπάς» (ό.π. σ.181).
Και ο ιερός Πατήρ τελειώνει λέγοντάς μας ότι πριν αρχίσουν να φεύγουν τα πάθη, θα επέλθει πρώτα ένας καθαρισμός στην καρδιά. Η καρδιά καθαρίζει πρώτα, διδάσκει, όχι από την αμαρτία, αλλά από το σκοτάδι. Το σκοτάδι είναι ένα κάλυμμα που σκεπάζει την ύπαρξή μας. Δεν βλέπουμε τίποτε, απλώς έχουμε την αίσθηση ότι είμαστε αμαρτωλοί. «Το πρώτο λοιπόν, είναι αυτό: δεν μας καθαρίζει από την αμαρτία, αλλά από το σκοτάδι. Το βλέπει κανείς αυτό. Έπειτα ο Θεός αρχίζει να καθαρίζει την ψυχή από την αμαρτία, από τα πάθη».
****************
Προσπαθήσαμε, στο ταπεινό μέτρο των δυνάμεών μας, να παρουσιάσουμε τη διδασκαλία δύο συγχρόνων Πατέρων της Εκκλησίας σχετικά με τα πάθη και τον τρόπο αντιμετώπισής τους. Βλέπουμε ότι δεν έχουν καμία σχέση με τον ηθικισμό. Μένουν ακόμη να ειπωθούν και άλλα πράγματα, ειδικότερα να παρουσιάσουμε την εκκλησιολογία αυτών των Πατέρων σε σχέση μάλιστα με αυτό το ζήτημα, την πάλη κατά των παθών. Συν Θεώ θα επανέλθουμε σχετικά με αυτό το θέμα.