Γνωρίζει ο Θεός αυτά τα οποία έχεις ανάγκη και φροντίζει για σένα . ο
Θεός σε έφερε εκεί που σε έφερε , ο Θεός σε φωτίζει, σε καθοδηγεί.
Γιατί λοιπόν πέφτεις σε μέριμνα ακόμα και στα πνευματικά ζητήματα ;
Ενώ
δηλαδή νομίζεις ότι τάχα ασχολείσαι με πνευματικά θέματα και έχεις
πνευματικά ενδιαφέροντα και έχεις πνευματικά ερωτήματα και έχεις
πνευματικές απορίες και θέλεις να σου εξηγούν και θέλεις να σου πουν και
να μάθεις , τελικά περιπλέκεσαι, τελικά μπαίνεις σε μέριμνα και σε
φροντίδα.
Εγώ θα έλεγα και περισσότερο και από αυτό.
Δεν είναι απλώς ότι μπαίνει κανείς σε κάποιες φροντίδες, αλλά παγιδεύεται από τον ίδιο τον εαυτό του, από τον εγωισμό του.
Ο άνθρωπος παιδεύεται συνέχεια από αυτήν την τάση που έχει , να θέλει να είναι κάτι.
Και σε όποιο σκαλοπάτι κι αν βρεθεί πάλι εκεί ξαναγυρίζει .
Ας πούμε, πρόκοψε κανείς κάπως πνευματικά και επομένως έχει επικοινωνία με πνευματικούς ανθρώπους και ρωτάει κτλ.
Αλλά και εκεί πάλι θέλει να πείσει τον εαυτό του και τους άλλους ότι κάτι είναι .
Γι’ αυτό και ασχολείται τόσο πολύ και απασχολείται μ’ αυτά. Όχι από θείο ζήλο, αλλά από υπερηφάνεια.
Παγιδεύεται
από την ιδέα που έχει για τον εαυτό του, επειδή έμαθε τάχα πολλά , και
το παίζει πλέον παράγων εκκλησιαστικός και αρχίζει να λέγει αδιακρίτως
την άποψή του, να μιλά με θράσος , να πράττει αυτόβουλα και αλαζονικά .
Παγιδεύεται μέσα στην φιλαυτία του και εκεί μέσα χάνει πλέον τον βαθύ
νόημα των γνώσεων που έχει αποκομίσει από τους γέροντες που συζήτησε, τα
βιβλία που διάβασε , τις απαντήσεις που έλαβε.
Όλα
λοιπόν εκείνα τα πνευματικά ζητήματα που τον απασχολούσαν έχουν μπει
πλέον στην άκρη και τώρα απλά τα χρησιμοποιεί για να δεσπόζει στο κέντρο
η μέριμνα της ανάδειξης του «εγώ» του…
Από το βιβλίο: Αββάς Βαρσανούφιος, Ερμηνεία Πατερικών κειμένων
περισσοτερα εδω
Αʹ Πε 4:1 – 11
Ἀγαπητοί, Χριστοῦ παθόντος ὑπὲρ ἡμῶν σαρκὶ καὶ ὑμεῖς τὴν αὐτὴν ἔννοιαν ὁπλίσασθε, ὅτι ὁ παθὼν ἐν σαρκὶ πέπαυται ἁμαρτίας, εἰς τὸ μηκέτι ἀνθρώπων ἐπιθυμίαις, ἀλλὰ θελήματι Θεοῦ τὸν ἐπίλοιπον ἐν σαρκὶ βιῶσαι χρόνον. ἀρκετὸς γὰρ ὑμῖν ὁ παρεληλυθὼς χρόνος τοῦ βίου τὸ θέλημα τῶν ἐθνῶν κατεργάσασθαι, πεπορευμένους ἐν ἀσελγείαις, ἐπιθυμίαις, οἰνοφλυγίαις, κώμοις, πότοις καὶ ἀθεμίτοις εἰδωλολατρίαις. ἐν ᾧ ξενίζονται μὴ συντρεχόντων ὑμῶν εἰς τὴν αὐτὴν τῆς ἀσωτίας ἀνάχυσιν, βλασφημοῦντες· οἳ ἀποδώσουσι λόγον τῷ ἑτοίμως ἔχοντι κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς. εἰς τοῦτο γὰρ καὶ νεκροῖς εὐηγγελίσθη, ἵνα κριθῶσι μὲν κατὰ ἀνθρώπους σαρκί, ζῶσι δὲ κατὰ Θεὸν πνεύματι. Πάντων δὲ τὸ τέλος ἤγγικε. σωφρονήσατε οὖν καὶ νήψατε εἰς τὰς προσευχάς· πρὸ πάντων δὲ τὴν εἰς ἑαυτοὺς ἀγάπην ἐκτενῆ ἔχοντες, ὅτι ἡ ἀγάπη καλύψει πλῆθος ἁμαρτιῶν· φιλόξενοι εἰς ἀλλήλους ἄνευ γογγυσμῶν· ἕκαστος καθὼς ἔλαβε χάρισμα, εἰς ἑαυτοὺς αὐτὸ διακονοῦντες ὡς καλοὶ οἰκονόμοι ποικίλης χάριτος Θεοῦ· εἴ τις λαλεῖ, ὡς λόγια Θεοῦ· εἴ τις διακονεῖ, ὡς ἐξ ἰσχύος, ἧς χορηγεῖ ὁ Θεός· ἵνα ἐν πᾶσι δοξάζηται ὁ Θεὸς διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ᾧ ἐστιν ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων, ἀμήν.
Μκ 12:28 – 37
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, προσελθὼν εἷς τῶν γραμματέων τῷ Ἰησοῦ, ἀκούσας συζητούντων τῶν Σαδδουκαίων μετʼ αὐτοῦ, ἰδὼν ὅτι καλῶς αὐτοῖς ἀπεκρίθη, ἐπηρώτησεν αὐτόν· ποία ἐστὶ πρώτη πάντων ἐντολή; ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀπεκρίθη αὐτῷ ὅτι πρώτη πάντων ἐντολή· ἄκουε, Ἰσραήλ, Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν Κύριος εἷς ἐστι· καὶ ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου. αὕτη πρώτη ἐντολή. καὶ δευτέρα ὁμοία, αὕτη· ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. μείζων τούτων ἄλλη ἐντολὴ οὐκ ἔστι. καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ γραμματεύς· καλῶς, διδάσκαλε, ἐπ᾿ ἀληθείας εἶπας ὅτι εἷς ἐστι καὶ οὐκ ἔστιν ἄλλος πλὴν αὐτοῦ· καὶ τὸ ἀγαπᾶν αὐτὸν ἐξ ὅλης τῆς καρδίας καὶ ἐξ ὅλης τῆς συνέσεως καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος, καὶ τὸ ἀγαπᾶν τὸν πλησίον ὡς ἑαυτὸν πλεῖόν ἐστι πάντων τῶν ὁλοκαυτωμάτων καὶ θυσιῶν. καὶ ὁ Ἰησοῦς ἰδὼν ὅτι νουνεχῶς ἀπεκρίθη, εἶπεν αὐτῷ· οὐ μακρὰν εἶ ἀπὸ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ· καὶ οὐδεὶς οὐκέτι ἐτόλμα αὐτὸν ἐπερωτῆσαι. Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς ἔλεγε διδάσκων ἐν τῷ ἱερῷ· πῶς λέγουσιν οἱ γραμματεῖς ὅτι ὁ Χριστὸς υἱὸς Δαυΐδ ἐστι; αὐτὸς γὰρ Δαυῒδ εἶπεν ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ· λέγει ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου, κάθου ἐκ δεξιῶν μου ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου. αὐτὸς οὖν Δαυΐδ λέγει αὐτὸν Κύριον· καὶ πόθεν υἱὸς αὐτοῦ ἐστι; καὶ ὁ πολὺς ὄχλος ἤκουεν αὐτοῦ ἡδέως.