Ένα από τα σημαντικότερα βιβλία των τελευταίων δεκαετιών, το οποίο παραδόξως δεν είναι ευρύτερα γνωστό, είναι το «Θεός Λόγος και Ανθρώπινος Λόγος», του π. Χρυσοστόμου Διονυσιάτου (Ι.Μ. Αγίου Διονυσίου, Άγιον Όρος, 1998). Πρόκειται βέβαια για ένα πυκνογραμμένο και μεστό νοημάτων βιβλίο, που απαιτεί από τον αναγνώστη εγρήγορση και ιδιαίτερη προσοχή. Θα προσπαθήσω με τις μικρές μου δυνάμεις να παρουσιάσω ένα μικρό μόνο μέρος του αριστουργηματικού αυτού έργου, που αφορά την «Μαριολογία», δηλαδή την Θεολογία περί της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Στην πραγματικότητα, για να παρουσιάσουμε σωστά την Μαριολογία του βιβλίου, που βρίσκεται προς το τέλος του κειμένου, θα πρέπει να εξηγήσουμε και ένα σωρό άλλες έννοιες, που διασαφηνίζονται πιο μπροστά – αλλά θα κάνουμε μια προσπάθεια να επεξηγούμε τους όρους καθώς θα εκθέτουμε την σχετική διδασκαλία. Θα χωρίσουμε το άρθρο μας σε δύο μέρη: το πρώτο αφορά γενικά την θεολογία περί της Παρθένου και το δεύτερο αφορά την Είσοδό Της στα Άγια των Αγίων και την διαμονή Της εκεί. Να με συγχωρήσει ο αναγνώστης για τα όποια λάθη ή τις παραλείψεις, γιατί το έργο μου είναι δύσκολο και ελπίζω πως κάποιος άλλος, ικανότερος από έμενα, θα αναλάβει να το φέρει εις πέρας.
***************
Η Θεοτόκος, λέγει ο π. Χρυσόστομος, είναι η φανέρωση του προπτωτικού ανθρώπου, του Αδάμ και της Εύας πριν αμαρτήσουν. Στον Παράδεισο, υπήρχε «κατά φύσιν ενότητα των ψυχικών οργάνων» (σ. 138), «ως εικόνα της ‘‘εν Τριάδι νοουμένης ενότητος’’». Ο π. Χρυσόστομος γράφει ότι κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας, και δη τον άγιο Μάξιμο, η ψυχή χωρίζεται τριαδικά σε «νου, λόγο, πνεύμα». Οι τρεις δυνάμεις φέρονται ως εικόνες του Τριαδικού Αρχετύπου, προς το οποίο τείνουν συνεχώς, ώστε να ολοκληρωθούν (σ.124). Η Παναγία λοιπόν, από την βρεφική Της ηλικία και για πάντα, είχε ενωμένες αυτές τις τρεις δυνάμεις, εστραμμένες τελείως προς τον Θεό. «Διά μεν του νοήματος ο νους διέρχεται προς τα νοητά, διά δε του λογικού προς τα λογικά ο λόγος∙ προς δε την πρακτικήν διά της φαντασίας η αίσθησις», λέγει ο Ηλίας Έκδικος. Έτσι λοιπόν οι καθολικότεροι τρόποι γνώσεως είναι ο κατά νουν, ο κατά λόγον και ο κατ’ αίσθησιν. Η Παναγία είχε λοιπόν πλήρως ενωμένες αυτές τις τρεις δυνάμεις.
Διαβάζουμε όμως στον π. Χρυσόστομο ότι η Παναγία, ακόμη περισσότερο, είναι το «κεκρυμμένον μυστήριο» του Αγίου Πνεύματος (ό.π.σ. 369), καθώς «Το μυστήριο της Θεοτόκου δεν υπερβαίνει μόνον τον κοινό ανθρώπινο λόγο, αλλά και τον λόγον ο οποίος γεννάται μέσω της τελειωτικής χάριτος» (αυτόθι). Η Παναγία γεννήθηκε θαυματουργικά. Η Θεοτόκος «δεν αποτελεί καρπό μεταπτωτικής ηδονής, αλλά χαρισματικής υπακοής (των γονέων της) στο θείο θέλημα». Οι γονείς της ήταν το αγιότερο ζευγάρι που υπήρξε ποτέ. Αν και η Θεοτόκος φέρει και η ίδια την προπατορική ευθύνη του θανάτου και την μετά την πτώση παχύτητα του σώματος, η τελειωτική Χάρη των γονέων Της κατέστησε την σύλληψή Της «αγία». Έτσι με την γονεϊκή αρετή και τελειότητα, τα οποία κληρονομήθηκαν πρεπόντως και στην Θεομήτορα, την τελειωτική χάρη και την προσωπική Της αυτεξούσια θέληση, η Θεοτόκος καθίσταται και αυτή αναμάρτητη και παναγία» (σ. 375).
Η Θεοτόκος φέρει εκ συλλήψεώς Της στο σύνολό τους τους καθολικότερους λόγους των αρετών κατά τον άγιο Νικόλαο Καβάσιλα. Εδώ χρησιμοποιείται ο όρος «λόγοι των όντων» (αρετών), που εισήχθη στη θεολογία από τον άγιο Διονύσιο Αρεοπαγίτη και προπαντός τον Μάξιμο τον Ομολογητή. Η Θεοτόκος από μικρή θεώνταν τους «λόγους των όντων». Τι είναι όμως αυτοί; Το θέμα είναι πελώριο. Ο π. Χρυσόστομος γράφει: «Η φύση της ύλης ποτέ δεν απασχόλησε τους θεολόγους με τον τρόπο με τον οποίο τον προσεγγίζει η φυσική επιστήμη. Ο πατερικός λόγος αποφαίνεται ότι η ύλη είναι ενέργημα της θείας Ενεργείας: ‘η ορμή της θείας βουλής όταν θέλει γίνεται πράγμα και η θέληση ουσιώνεται, αμέσως μεταβαλλόμενη σε φύση, καθ’ όσον η παντοδύναμη εξουσία ο,τιδήποτε σχεδιάσει σοφώς και τεχνικώς δεν το αφήνει στην ανυπαρξία∙ η δε ύπαρξη του θελήματος είναι ουσία’ (Γρηγόριος Νυσσης)∙ ‘ο Θεός γαρ εστίν ο ενεργών και το θέλειν και το ενεργείν υπέρ της ευδοκίας’ (Φιλ. 2,13). Πάντοτε ελεύθερα η αΐδια θεία βουλή γίνεται πράξη και ‘οι αυτοτελείς νοήσεις του αϊδίου Θεού’ (Μάξιμος Ομολογητής) δημιουργούν την φυσική υπόσταση των όντων. Η Δημιουργία κατ’ αυτόν τον τρόπο είναι ορατό ψηφιδωτό, του οποίου οι ψηφίδες εικονίζουν τον πλούτο των θείων λόγων-θελημάτων (σ.92). Η Θεοτόκος εννοούσε τους λόγους των όντων, που είναι τα προαιώνια θελήματα του Θεού για τα όντα.
*************
Πριν προχωρήσουμε πρέπει να πούμε άλλη μια φορά ότι η Παναγία ήταν γέννημα ενός αγίου ζεύγους. «Η Θεοτόκος είναι γέννημα των αγίων Ιωακείμ και Άννης. Ο καρπός τους είναι η καλύτερη ένδειξη του ύψους της δικής τους αρετής, σύμφωνα με την αψευδή μαρτυρία του Κύριου ‘άραγε από των καρπών αυτών επιγνώσεσθε αυτούς’ (Ματθ. 7, 20). Η Παναγία είναι καρπός μακροχρόνιας και οδυνηρής ατεκνίας, η οποία στο τέλος γέννησε διά της προσευχής τέκνο χαράς, ‘εν ευφροσύνη και αγαλλιάσει’ (Ψαλμ., 44, 16). Είναι γέννημα ολοκάθαρου πόθου, για ένα ‘άγιον παιδίον’ αφιερωμένο εκ κοιλίας μητρός στον Θεό. Καρπός αγάπης, αλλά και βαθύτερης ταπεινώσεως και οδύνης των αγίων γονέων Της είναι η Μαριάμ. Βλάστημα σωφροσύνης και προσευχής: ‘και τι πτερά ήταν αυτά εκείνης της προσευχής! Τι παρρησία που ευρήκε στον Κύριο!...Έπρεπε δε να προετοιμασθεί το μέγα θαύμα με το θαύμα και η φύση βαθμιαία να υποταχθεί στην Χάρη. Γι’ αυτό προτιμήθηκαν από τους πολυτέκνους οι άτεκνοι, για να κυοφορηθεί από πολυαρέτους η πανάρετη κόρη και από εξαιρετικά σώφρονες η πάναγνη και για να δώσει ως καρπό η σωφροσύνη, συνελθούσα με την προσευχή και την άσκηση, το να γίνει γεννήτρια παρθενίας’ (Γρηγ. Παλαμάς)» (σ. 374-5).
Η Παναγία γεννήθηκε λοιπόν από αγίους γονείς και αυτή η αγιότητα κατά τους Πατέρες κληρονομήθηκε. «Καρπός ένθεης αγάπης, ταπεινώσεως, οδύνης, σωφροσύνης, υπακοής και πνευματικής χαράς, η Θεοτόκος φέρει εκ συλλήψεως στο σύνολο τους τους καθολικότερους λόγους των αρετών» (σ. 375). Τι να σημαίνει ο όρος «λόγοι των αρετών»; Λοιπόν, «η αίσθηση κοινωνεί τους λόγους των αισθητών, ενώ ο λόγος τους λόγους όλων των όντων και κατ’ εξοχήν τους ‘θειοτέρους των αρετών λόγους’ (αγ. Μάξιμος), με τους οποίους ενώνεται με τον πνευματικό νου για να προσφέρει μέσω αυτού όλη την ψυχή στον Θεό. Σύμφωνα με τα προηγούμενα όμως, αυτή η κοινωνία των λόγων ουσιαστικά πραγματώνει την κοινωνία και με όλα τα αντίστοιχα όντα τα οποία ουσιώνουν οι λόγοι αυτοί. Οι λόγοι των αισθητών αναφέρονται στο ανθρώπινο σώμα, στην γη και στον ουρανό, δηλαδή στις τρεις τελευταίες διαιρέσεις, ενώ οι λόγοι των νοητών στους ασώματους αγγέλους, δηλαδή στην δεύτερη διαίρεση. Η μεν αίσθηση έτσι, με την λογική δύναμη οδηγό της, αναλαμβάνει να ενοποιήσει όλα τα αισθητά μέσω της κοινωνίας των λόγων αυτών. Ο δε λόγος, καθοδηγούμενος από τον πνευματικό νου που συνάπτεται με τους ‘θειοτέρους λόγους των αρετών’, ενοποιεί μέσω της γνώσεως των λόγων των ασωμάτων τον νοερό και τον αισθητό κόσμο. (σ. 156).
Και επιστρέφουμε στην Γέννηση της Θεοτόκου από τους αγίους γονείς Της. «Η Θεοτόκος είναι βλάστημα αγιότητας. Δεν αποτελεί καρπό μεταπτωτικής ηδονής, αλλά χαρισματικής υπακοής στο θείο θέλημα. Είναι γέννημα πνευματικής χαράς και αγάπης, που επεσκίασαν την φυσική ηδονή της συλλήψεως. Η αγιότητα των γονέων, το ‘πανάμωμον σπέρμα’ το οποίο κατεβλήθη εκ της οσφύος του Ιωακείμ, και η ‘αοίδιμος μήτρα της Άννης, ουρανόν εν εαυτή κυοφορήσασα έμψυχον, της ουρανών ευρυχωρίας πλατύτερον’ (Ιωάννης Δαμασκηνός), έτεκεν την ‘αγίαν γην’ Θεοτόκο. Αν και η Θεοτόκος φέρει και η ίδια την προπατορική ευθύνη του θανάτου και την μετά την πτώση παχύτητα του σώματος,η τελειωτική Χάρη των γονέων της κατέστησε την σύλληψή Της ‘αγία’. Έτσι, με την γονεϊκή αρετή και τελειότητα, τα οποία κληρονομήθηκαν πρεπόντως και στην Θεομήτορα, την τελειωτική χάρη και την προσωπική της αυτεξούσια θέληση, η Θεοτόκος καθίσταται και αυτή αναμάρτητη και παναγία (σ.375).
«Η Θεοτόκος, γράφει ο π. Χρυσόστομος, είναι η μόνη αναμάρτητη από τους ανθρώπους, διότι ‘πας ο γεγεννημένος εκ του Θεού ουκ αμαρτάνει, αλλ’ ο γεγεννημένος εκ του Θεού τηρεί εαυτόν και ο πονηρός ουκ άπτεται αυτού’ (Α Ιω. 5,18). Παρ’ όλο ότι είχε την δυνατότητα να αμαρτήσει, Εκείνη, με πλήρη ελευθερία, υπάκουσε από βρέφος στον καθολικό λόγο και νόμο της αγάπης. Αγάπησε τον Θεό ‘εξ όλης της καρδίας, και εξ όλης της ψυχής, και εξ όλης της διανοίας, και εξ όλης της ισχύος αυτής. Ενώνοντας αυτεξούσια το πλήρωμα της ψυχικής ενεργείας με την Θεία Ενέργεία, καθηλώνει ανενεργό την μεταπτωτικη ροπή προς το παρά φύσιν και κινητοποιεί αυτοπροαίρετα όλες τις ψυχοσωματικές δυνάμεις προς τους λόγους και τρόπους των θείων αρετών».
**************
Αναφέραμε ορισμένα πράγματα για την Γέννηση της Παναγίας από τους αγίους Ιωακείμ και Άννα. Περνάμε τώρα στο πιο σημαντικό γεγονός της ζωής Της μετέπειτα, την Είσοδό Της στον Ναό και πιο συγκεκριμένα στα Άγια των Αγίων. Λοιπόν, σύμφωνα με τον π. Χρυσόστομο, «η μετοχή στους καθολικότερους λόγους των αρετών προήγαγε την Θεοτόκο στην ένθεη Γνώση και Σοφία. Σε αντίθεση προς την κοινότατη μάθηση, μέσα από την φυσική εποπτεία των αισθήσεων, η Πάναγνη δέχθηκε την γνώση από το ίδιο το Πνεύμα: ‘διότι, έχοντας από την μητρική κοιλία τέτοια χαρίσματα και φυσικά δώρα, δεν δέχθηκε καμία άλλη επίκτητη φύση να εισφέρει μέσα της φοιτώντας σε διδασκάλους. Αντίθετα, παραδίδοντας στον Θεό τον ηγεμονικό νου ως υπήκοο σε όλα, εγκατέλειψε τελείως τα διδάγματα των ανθρώπων και δέχθηκε έτσι άφθονη την άνωθεν σοφία’ (Γρηγ. Παλαμάς). Και στην ηλικία κατά την οποία οι γονείς παραδίδουν τα τέκνα τους χωρίς την θέλησή τους σε διδασκάλους, αυτή θεληματικά παρακάθεται μαζί με τον Θεό σε άγια άδυτα ως βασιλικός θρόνος, στολισμένος με αρετές, οι οποίες αρμόζουν στον Βασιλέα που κάθεται σε αυτόν» (σ. 377). Η Παναγία λοιπόν δεν άντλησε μάθηση και γνώση μέσα από την εποπτεία των αισθήσεων, αλλά δέχθηκε την γνώση από το ίδιο το Άγιο Πνεύμα.
Στα Άγια των Αγίων η Θεοτόκος, κοινωνώντας εκ βρέφους την αγιαστική ενέργεια, αγιάζει μέσω αυτής όλα τα μέλη της ψυχής και του σώματός Της∙ ταυτόχρονα, ενοποιεί και όλα τα γύρω της αισθητά όντα, σύμφωνα με την ενοποιητική δράση της αγιασμένης αισθήσεώς Της (σ.378). Όπως είπαμε, οι λόγοι των αισθητών αναφέρονται στο ανθρώπινο σώμα, στην γη και στον ουρανό. Η αίσθηση έτσι, όταν λειτουργεί κατά Θεόν, με την λογική δύναμη οδηγό της, αναλαμβάνει να ενοποιήσει όλα τα αισθητά μέσω της κοινωνίας των λόγων αυτών. Ο κόσμος λοιπόν παρουσιάζεται μπροστά Της ενωμένος, διά της κοινωνίας των όντων μεταξύ τους, όπως το θέλησε ο Θεός, και όχι διασπασμένος. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι, καθώς προσφερόταν στον Αρχιερέα από τους γονείς Της, «γεμάτη θεία Χάρη και τέλειο νου, αντιλαμβανόταν ακόμη και σε αυτήν την ηλικία από τότε, μάλιστα καλυτέρα από τους άλλους, τα τελούμενα σε αυτήν, αποδεικνύοντας με όποιον τρόπον μπορούσε ότι δεν οδηγείται, αλλά η ίδια με ελεύθερη γνώμη προσέρχεται μόνη Της στον Θεό, ως να είναι από εαυτού Της πτερωμένη προς τον ιερό και θείο έρωτα και να αναγνωρίζει ως επάξια αυτής την είσοδο και κατοικία στα άγια των Αγίων» (Αγ. Γρηγ. Παλαμάς). Η Αειπάρθενη, «παντός πάθους εκτιναξαμένην την προσβολήν» (Ιωάννης Δαμασκηνός»), δεν ίσταται μόνον υπεράνω των αφύσικων παθών, αλλά και αυτά τα αδιάβλητα πάθη θέτει υπό την εξουσία του Πνεύματος. Αξιώνεται έτσι ουρανίου τροφής (η Θεοτόκος στα Άγια των Αγίων τρεφόταν με αγγελική τροφή), σύμφωνα με το προφητικό «άρτον αγγέλων έφαγεν άνθρωπος» (Ψαλμ. 77,25).
Η ζωή της Θεοτόκου στα Άγια των Αγίων ήταν υπέρβαση της λεγομένης «φυσικής θεωρίας». Αλλά τι είναι η «φυσική θεωρία»; Η «Γένεσις» γράφει «και εφύτευσεν Κύριος ο Θεός παράδεισον εν Εδέμ κατά ανατολάς και έθετο εκεί τον άνθρωπον ον έπλασεν∙ και εξανέτειλεν ο Θεός έτι εκ της γης παν ξύλον ωραίον εις όρασιν και καλόν εις βρώσιν» (2, 8-9). Ο παράδεισος ήταν ο τόπος της «τρυφής» (Γεν.3,24), δηλαδή της εντρυφήσεως του ανθρώπου στους πνευματικούς λόγους της Δημιουργίας, οι οποίοι αποκαλύπτονται μέσω της μορφής των «ξύλων». Αυτά ήταν «ωραία» για την πνευματική όραση και «καλά» για την πνευματική βρώση, κατά τρόπον ώστε οι σωματικές αισθήσεις, «οι στοιχειωτικές των ψυχικών δυνάμεων» (Αγ. Γρηγ. Παλαμάς), να μεταφέρουν λόγους πνευματικής γνώσεως στον λόγο, τον νου και την αίσθηση της ψυχής. Την συλλογή αυτή των πνευματικών λόγων της Κτίσεως, οι οποίοι περικλείονται με πανσοφία στα ξύλα του Παραδείσου, υποδηλώνουν οι ως εντολή αναφερόμενοι λόγοι της Γραφής: «εργάζεσθαι αυτόν και φυλάσσειν» (Γεν.2, 15). Η κοινωνία των λόγων του Παραδείσου, μέσω των ψυχικών οργάνων γνώσεως, ήταν η κατ’ εντολήν εργασία, η οποία θα οδηγούσε τον Αδάμ στην επίγνωση των λόγων των όντων ως θείων θελημάτων, εφ’ όσον ο Θεός «γινώσκει τα όντα ως ίδια θελήματα» (Αγ. Μάξιμος) (σ. 114-5). Με άλλα λόγια η φυσική θεωρία είναι η κοινωνία των λόγων του Παραδείσου, η οποία και θα οδηγούσε στην γνώση των λόγων των όντων, που είναι, όπως είπαμε, τα άκτιστα θελήματα του Θεού για τα όντα. Σύμφωνα πάλι με τον Νικήτα Στηθάτο, η «φυσική θεωρία εστί γνωστόν καλού τε και κακού φυτόν, οία δη καρπούς έχουσα την κρίσιν και την γνώσιν…, διά γαρ της των όντων γνώσεως γινώσκει τους της προνοίας λόγους, διά δε της κρίσεως την ακριβή των όντων ποιείται διάκρισιν» (Περί Παραδείσου, Γ 33).
Η φυσική θεωρία λοιπόν βρίσκεται στην απαρχή της πνευματικής ζωής, όταν αυτή δεν είναι διαβρωμένη από την αμαρτία. Πρόκειται, για να το πούμε αλλιώς, για την συλλογή των πνευματικών λόγων των αισθητών από τα ψυχικά όργανα, και κυρίως του λόγου, ώστε αυτός να ανέλθει στην θεωρία των λόγων του νοερού κόσμου. Αυτή λοιπόν την ευλογημένη φυσική θεωρία υπερέβη η Θεοτόκος στα Άγια των Αγίων. Είχε τόσο καθαρή καρδιά ώστε αυτή μεταμορφωνόταν σε κάτοπτρο του ανάρχου Φωτός και οι «προαιώνιοι λόγοι» των θειοτέρων αρετών ήταν η κατ’ εξοχήν τροφή της ψυχής της. Σύμφωνα με τον π. Χρυσόστομο, «κατά την πνευματική του ανάβαση ο νους έχει την δυνατότητα να είναι ‘αυτοκίνητος’, συνοδευόμενος από την φαντασία, τρόπος ο οποίος συναντάται στους Έλληνες φιλοσόφους. Αντίθετα, η πατερική εμπειρία βασίζεται στον ‘ετεροκίνητο’ τρόπο, μέσω του οποίου ο νους ‘δεν ανεβαίνει με τα φανταστικά πτερά της διανοίας, που περιπολεί τα πάντα σαν τυφλή…, αλλά με την άρρητη δύναμη του Πνεύματος και με πνευματική και άρρητη βοήθεια ακούει τα άρρητα και βλέπει τα αθέατα...’ (Γρηγ. Παλαμάς). Ελλαμπόμενος άνωθεν ο νους θεωρεί καθαρά μέσα του ‘τα τεκμήρια του θείου κάλλους’, τα οποία διαπορθμεύει προς το συνημμένο σώμα∙ από την έλλαμψη αυτή προέρχεται ‘ο λόγος που διασαφηνίζει τους λόγους των όντων’ (Γρηγ. Παλαμάς) και η γνώση των ‘λόγων των αρετών’, οι οποίες μορφώνονται διά του Πνεύματος στον άμορφο νου… Σε αυτό το πνευματικό γίγνεσθαι ο νους θραύει τα σύνορα της τυπικής λογικής, υπερβαίνει τις λογικές μεθόδους και ανέρχεται στην εν σιωπή θεωρία του Θεού» (σ.129).
Έτσι λοιπόν η Παναγία στα Άγια των Αγίων τρεφόταν με τους προαιωνίους λόγους των θειοτέρων αρετών. Μετέτρεψε τον ναό σε Παράδεισο, ζώντας την προπτωτική ζωή. Απέδωσε έτσι στον Θεό αμόλυντη την φυσική ωραιότητα της κατ’ εικόνα ψυχής και έλαβε από Αυτόν το καθ’ ομοίωσιν, ως πλήρη «κατ’ ενέργειαν» ένωση με το Πνεύμα. Η ένθεη θέλησή Της κίνησε μυστικά όλον τον ανόθευτο έρωτα της πάναγνης καρδιάς Της, για να τον ενώσει με άρρηκτο δεσμό με το πλήρωμα του θείου έρωτος. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η παρθενία Της κατέστη εικόνα και ομοίωση της θείας καθαρότητος, η οποία κατεκόσμησε πλήρως την άσπιλη καρδιά Της» (βλ. σ. 379).
«Η Θεοτόκος, γράφει ο π. Χρυσόστομος, ήταν ο πρώτος άνθρωπος ο οποίος υπερέβη τα οντολογικά ρήγματα του σύμπαντος. Δεχόμενη άνωθεν τον φωτισμό της λογικής δυνάμεως, με την μετοχή στους πνευματικούς λόγους, υπερβαίνει μέσα από την ένθεη γνώση των αρετών το υστέρημα του κοινού γυναικείου λόγου. Καθιστά έτσι ενεργό την ενοποιητική δράση της πνευματικής αισθήσεώς Της, η οποία, καθοδηγούμενη από τον λόγο, προσλαμβάνει τους χαρακτήρες της ενιαίας υπερφυλετικής ανθρωπίνης φύσεως, που προσέλαβε κατόπιν ο Χριστός» (σ.379-380). Τι σημαίνει όμως ο όρος «υπερφυλετικός» χαρακτήρας της ανθρωπίνης φύσεως; Είναι ένα θέμα που ο π. Χρυσόστομος εξετάζει στα κεφάλαια «Η ετερότητα ανδρός και γυναικός» (σ.109-115) και «Περί της προπτωτικής φυσιολογίας» (σ. 115-124). Σύμφωνα με τους Πατέρες της Εκκλησίας, π.χ. τον Ιωάννη Δαμασκηνό, ο λόγος του Θεού στον Αδάμ και την Εύα «αυξάνεσθε και πληθύνεσθε» αποκλείει την οδό της σωματικής ενώσεως, καθώς, όπως λέγει «η παρθενία άνωθεν και εξ αρχής φυτεύθηκε στη φύση των ανθρώπων. Διότι ο άνθρωπος πλάσθηκε από παρθενική γη, η Εύα κτισθηκε από τον Αδάμ μόνον και στον παράδεισο πολιτεύετο η παρθενία» (Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, 4, 24). Και ο Γρηγόριος Νύσσης (Περί κατασκευής του ανθρώπου, 17) λέγει τα ίδια. Τι ήταν όμως οι δερμάτινοι χιτώνες που περιεβλήθησαν οι άνθρωποι μετά την πτώση; Κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης και πάλι, «Είναι αυτά τα οποία έχουμε προσλάβει από το άλογο δέρμα, δηλαδή η γαμική μίξη, η σύλληψη, η γέννηση, η ακαθαρσία, ο θηλασμός, η τροφή, η βαθμιαία αύξηση προς το τέλειο, το γήρας, η νόσος, ο θάνατος» (Περί ψυχής και αναστάσεως, ΕΠΕ 1, 370). «Κατά την δημιουργία του ανθρώπου, το σώμα πλάσθηκε και αυτό ‘κατ’ εικόνα’ και έφερε όλους εκείνους τους θείους λόγους, οι οποίοι του προσέδιδαν την δυναμική της πνευματικής πορείας, προς το ‘καθ’ ομοίωσιν’. Με την παράβαση όμως των θείων εντολών, δηλαδή την αδυναμία πραγματώσεως των λόγων του Θεού, ψυχή και σώμα ακολούθησαν την δυναμική των ψυχοσωματικών δυνάμεων καθ’ εαυτών, οι οποίες έχασαν πλέον την ζωοποιό κοινωνία της θείας Ενεργείας. Ο έλλογος άνθρωπος ‘παρασυνεβλήθη τοις κτήνεσιν τοις ανοήτοις’ (Ψαλμ. 48, 21) και κοινώνησε την α-λογία, καθώς τα εντός της φύσεώς μας άλογα πάθη έχουν ‘τας αφορμάς εκ της προς την άλογον φύσιν συγγενείας’ (Γρηγ. Νυσσης) », γράφει ο π. Χρυσόστομος (σ. 110). Όλα αυτά δεν σημαίνουν δαιμονοποίηση της σεξουαλικότητας και υποτίμηση του μυστηρίου του γάμου, δόθηκαν όμως οικονομικώς μετά την πτώση. Απλά, πρέπει να πούμε ότι η Θεοτόκος υπερέβη και αυτή την διαίρεση των φύλων, που είναι μεταπτωτικό φαινόμενο, και αποκατέστησε τον αρχικό σκοπό της δημιουργίας τους, καθώς το σώμα Της δεν ήταν πια αποκομμένο από την κοινωνία των ακτίστων λόγων.
**************
Θα σταματήσουμε εδώ την παρουσίαση του Μυστηρίου της Θεοτόκου, λόγω έλλειψης χώρου, αν και έχουμε να πούμε πολλά για την περαιτέρω πνευματική πορεία της Παναγίας, που κορυφώνεται με τον Ευαγγελισμό και την υπερφυή Γέννηση του Λόγου του Θεού. Αυτά υπερβαίνουν κάθε νου και οι Πατέρες μίλησαν για αυτά κατά το δυνατόν. Προτρέπουμε τον αναγνώστη θερμά να αναζητήσει το συγκεκριμένο βιβλίο και να το μελετήσει με προσευχή και ευλάβεια. Πράγματι, η Θεοτόκος είναι «καινή κτίσις». Ζητώ συγγνώμη για τα όποια λάθη και παραλείψεις, αναγκάστηκα όμως να μιλήσω γι’ αυτά, αν και μη θεολόγος, γιατί δύο δεκαετίες μετά την έκδοση του και το βιβλίο παραμένει περιέργως στην αφάνεια. Και όμως πρόκειται για ένα έργο-σταθμό.
συνεχιζεται...