Του αειμνήστου ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΟΡΝΑΡΑΚΗ
Η πιο βασική κατάκτηση της ψυχολογίας υπήρξε ασφαλώς η «ανακάλυψη» του ασυνειδήτου.
Η επισήμανση της άγνωστης αυτής περιοχής της ανθρωπίνης
προσωπικότητος άνοιξε οπωσδήποτε τη θύρα διά της οποίας ημπορεί κανείς
να ρίξη το βλέμμα του στο σκοτεινό βάθος της ψυχής. Ή τουλάχιστον,
ύστερα από την ανακάλυψη αυτή, είναι σε θέση κανείς να αντιληφθή τη
σημασία του ασυνείδητου αυτού βάθους για την όλη ψυχική και πνευματική
πορεία του ατόμου.
Εξ άλλου είναι γεγονός που δεν ημπορεί
κανείς να αμφισβητήση, ότι οι ερευνητικές προσπάθειες της ψυχολογίας
μέσα στο σκοτεινό και σχεδόν ανερεύνητο ασυνείδητο βάθος της ανθρωπίνης
προσωπικότητος έχουν μέχρι τώρα μια κάποια αξιόλογη επιτυχία. Η
μεθοδολογία της προσπελάσεως στον χώρο του ασυνειδήτου μας έχει
αποκαλύψει μέχρι σήμερα ωρισμένα μυστικά μονοπάτια που στο σύνολό τους
διαγράφουν μια κάποια νομοτέλεια ωρισμένων μορφών ανθρωπίνης
συμπεριφοράς. Η ψυχολογία του βάθους με τις επί μέρους σχολές της μας
έχει μέχρι τώρα δώσει αξιόλογα στοιχεία του ψυχολογικού «μηχανισμού» της
συμπεριφοράς αυτής και έχει ρίξει φως σε ωρισμένες περιοχές της
προβληματικής της ψυχολογικής γενικά αντιδράσεως του ατόμου. Η
αναγνώριση αυτής της υπηρεσίας της ψυχολογίας είναι μια ηθική υποχρέωση
κάθε τιμίου ερευνητού.
Παρ’
όλα όμως αυτά οι επιτυχίες της ψυχολογίας του Βάθους αποδεικνύονται
πολλές φορές εξαιρετικώς ασήμαντες μπροστά στο μέγεθος αλλά και την
πολύπλοκη σύνθεση της προβληματικής της ψυχολογικής συμπεριφοράς του
ανθρώπου.Οι ίδιοι οι
ψυχολόγοι, απ’ ό,τι γνωρίζουμε, όσο ικανοί και αν είναι σε βυθοσκοπήσεις
στην ασυνείδητη περιοχή της ανθρωπίνης προσωπικότητος, αντιλαμβάνονται
πως η αισιοδοξία για μια εκτεταμένη κατανόηση και γνωριμία της
προσωπικότητος αυτής είναι προς το παρόν ο πιο ανέλπιστος καρπός των
προσπαθειών τους. Λ.χ. η ψυχανάλυση γνωρίζει σήμερα πολύ καλά
πως ο εσωτερικός προβληματισμός του ασυνειδήτου είναι τελικά terra
incognita. Μάλιστα από της πλευράς της ψυχαναλύσεως που, ως γνωστόν,
μεθοδεύει το έργο της σύμφωνα με τις φροϋδικές ψυχολογικές αρχές, το
καταστάλαγμα των προσπαθειών της είναι η επισήμανσις του ασυνειδήτου με
όλο το αρνητικό ορμεμφυτικό του περιεχόμενο.
Η φροϋδική ψυχανάλυση μας έχει δώσει την εντύπωση πως έχει ανακαλύψει
μια σπηλιά μέσα στο βάθος της ανθρωπίνης προσωπικότητος, μέσα στην οποία
ζουν συμπλεκόμενα και αγωνιζόμενα να εξορμήσουν απειλητικά μυθικά
τέρατα. Τη σπηλιά αυτή, όσο κι αν μοχθή η ψυχολογική έρευνα, ελάχιστα
μόνο ημπορεί να την φωτίση στο εσωτερικό της. Έτσι η ψυχολογία του
Βάθους γενικά μας συνειδητοποίησε πιο έντονα τις εσωτερικές απειλές από
τα ενστικτικά τέρατα, κι ίσως γι’ αυτό έχει κι ένα χαρακτήρα
αφυπνιστικό. Ο διάλογός μας, με διερμηνέα την ψυχολογία, με τους
μυθικούς αφέντες της σπηλιάς του ασυνειδήτου, είναι μια πολύ χρήσιμη
πνευματική λειτουργία από κάθε άποψη, εάν βέβαια είμαστε ικανοί να
αξιολογήσουμε σωστά τη θέση του ασυνειδήτου μέσα στην όλη προσωπικότητα.
Αλλά το σπουδαιότερο, στην περίπτωση του διαλόγου με τη σπηλιά του
ασυνειδήτου, είναι πως η ψυχολογία ούτε η ίδια ημπορεί ούτε υποδεικνύει
κάποιο άλλο μέσο ουσιαστικής εξώσεως των απειλητικών τεράτων από τη
σπηλιά αυτή. Έτσι ιδίως η ψυχανάλυση μας αποκαλύπτει τα δόντια των
ενστικτικών τεράτων του ασυνειδήτου, χωρίς να αναλαμβάνη και το έργο της
προστασίας μας ή της απαλλαγής από τον κίνδυνο να μας αλέσουν τα δόντια
αυτά, σε κάποια κρίσιμη ώρα!
Εν τούτοις τα πράγματα
αυτά φαίνεται πως αντιμετωπίζονται καλύτερα και αποτελεσματικότερα στην
περιοχή της ασκητικής τής ερήμου. Ο αγωνιζόμενος εναντίον των ζωντανών
μυθικών τεράτων του ασυνειδήτου ασκητής έχει μια καταπληκτική ευχέρεια
όχι μόνο να τους συντρίβη τα δόντια αλλά και να τα εκδιώκη μέσα από το πιο σκοτεινό βάθος της σπηλιάς τους.
Πραγματικά ωρισμένες φάσεις του πνευματικού αγώνος μέσα στην ασκητική
έρημο δείχνουν πως ημπορούμε να ομιλούμε για την ασκητική ερήμωση του
ασυνειδήτου. Ο ασκητής έχει την
καταπληκτική ευχέρεια να ερημώνη το ασυνείδητό του από κάθε κακούργο
λογισμό. Μόνο που αυτό το κατορθώνει με μέσα που είναι άγνωστα στην
ψυχαναλυτική μεθοδολογία.
Ο Ησύχιος ο Πρεσβύτερος,
γράφων «Προς Θεόδουλον», υπενθυμίζει σε πολλά σημεία της επιστολής του
αυτής δυο βασικούς παράγοντες του επιτυχημένου αγώνος για την κάθαρση
της ψυχής και επομένως την ερήμωση του ασυνειδήτου από «τους των
Αιγυπτίων υιούς πρωτοτόκους».
«Ως γαρ ου δυνατόν, γυμνόν σώματι εισελθείν εις πόλεμον ή πλεύσαι μέγα
πέλαγος μετ’ ενδυμάτων ή ζην άνευ του αναπνείν. ούτως αδύνατον χωρίς
ταπεινώσεως και συνεχούς προς Χριστόν ικεσίας, τον νοητόν και κρυπτόν
πόλεμον εκμαθείν. και τεχνικώς τούτον καταδιώκειν και βάλλειν»1.
Κατά τον άγιο πατέρα η ταπείνωση, σαν αγωνιστική προσπάθεια ψυχικής
καθαρότητος και η επίκληση του Ιησού Χριστού, η καρδιακή δηλαδή και
«καθαρά» και «μονολόγιστος» προσευχή, κάνουν τον ασκητή ικανό να μάθη
όλα τα μυστικά του νοητού και «κρυπτού» πολέμου και να τον διεξάγη
επομένως με σύστημα και επιτυχία.
Η επίκληση του
ονόματος του Ιησού δεν είναι βέβαια εδώ μια εργασία χειλέων. Είναι
κυρίως μια «υπαρξιακή» εργασία, ως καθολική εσωτερική βίωση της
παρουσίας του Υιού του Θεού στο βάθος της προσωπικότητος του ασκητού.
Είναι μια άμεση εμπειρία της χαρισματικής παρουσίας του Κυρίου ως «προσωπικής ζωής». Πρόκειται
εδώ όχι μόνο για μια μέθοδο αυτογνωσίας αλλά και για μια υπαρξιακή θέση
ζωής που είναι άγνωστη στην ψυχολογία του Βάθους και που εξ άλλου θα
παραμείνη απρόσιτη στον «επιστημονικό» νου που ενδιαφέρεται για τη
θεωρητική γνώση. Κι αυτό δείχνει για μια ακόμη φορά τις τραγικές
αυταπάτες της ψυχολογίας για μια καθολική ψυχολογική ερμηνεία της
ανθρωπίνης προσωπικότητος (Psychologismus). Από τη στιγμή που η
Ψυχολογία θα σεβασθή τον εαυτό της και θα περιορισθή στο δικό της πεδίο,
θα αποβή χρήσιμο όργανο στη διερεύνηση του βάθους της προσωπικότητος.
Προς το παρόν, στην περιοχή της ερημικής εσωτερικότητος, έχει θεμελιακή αξία το αξίωμα αυτό.
«Ο μη έχων ευχήν καθαράν λογισμών, όπλον ουκ έχει εις πόλεμον,
ευχήν δε λέγω αενάως ενεργουμένην εν αδύτοις της ψυχής, ίνα τη του
Χριστού επικλήσει, ο κρυφίως πολεμών πολέμιος μαστίζηται και φλέγηται»2.
Η υπαρξιακή επίκληση του Ιησού Χριστού, μάλλον δε η εμπειρία της συμβιώσεως μετά της παρουσίας του Υιού του Θεού, εισχωρεί εις τα άδυτα της ψυχής και κατακαίει κάθε αρνητικό ψυχικό περιεχόμενο και τότε ο ασκητής «ορά τηλαυγώς ευθύτητα καρδίας».
Στην περίπτωση αυτή ούτε απωθήσεις ούτε ενέργειες της λήθης ημπορούν να
κρυφθούν κάτω από την ακτινοβολία της επικλήσεως της «μνήμης του
Ιησού». Διότι.
«Λήθη σβεννύειν είδε νοός φυλακήν, ώσπερ
σβέννυσι πυρ ύδωρ. Συνεχής δε Ιησού ευχή, εις τέλος αυτήν εκδαπανά εκ
της καρδίας μετά νήψεως συντόνου. Χρήζει γαρ η ευχή της νήψεως, ώσπερ
λαμπάδιον φωτός λύχνου».
Επομένως, «αδύνατον καθαρίσαι την
ημών καρδίαν εξ εμπαθών νοημάτων και αποδιώξαι νοητούς εχθρούς εξ αυτής,
άνευ συχνής επικλήσεως Ιησού Χριστού»3.
Η συχνή αυτή
επίκληση του Ιησού Χριστού ακολουθεί, ως γνωστόν, τη διαδικασία της
«κυκλικής κινήσεως του νοός», όπως μας την γνωρίζουν τα ασκητικά
συγγράμματα Διονυσίου του Αρειοπαγίτου. Ο
νους στρέφει προς εαυτόν και ορά εαυτόν. Η ασκητική αυτή πνευματική
διαδικασία, συντροφευμένη από τους πόνους και τους αγώνες κατά των παθών
και των πονηρών λογισμών, είναι πράγματι μια υπαρξιακή εκμηδένιση του
ασυνειδήτου και των μυθικών του ενστικτικών τεράτων που ακολουθεί τα
εξής στάδια:
«Δει
τον αγωνιζόμενον ένδον, κατά στιγμήν χρόνου έχειν τα τέσσαρα ταύτα.
ταπείνωσιν, προσοχήν τε άκραν, αντίρρησιν και προσευχήν. και ταπείνωσιν
μεν, ότι προς υπερηφάνους δαίμονας αντιθέτους εστίν αυτώ η πάλη. ίνα την
του Χριστού βοήθειαν εν χειρί καρδίας έχη διά το, τον Κύριον
υπερηφάνους μισείν. Προσοχήν
δε, ίνα αεί την εαυτού καρδίαν ποιή μηδένα λογισμόν έχειν, καν δήθεν
αγαθός φαίνηται. Αντίρρησιν δε ίνα οπηνίκα οξέως γνω τον ελθόντα, ευθύς
μετ’ οργής αντιλογηθείη τω πονηρώ. Και αποκριθήσομαι, φησί, τοις
ονειδίζουσί μοι κακά. ουχί τω Θεώ υποταγήσεται η ψυχή μου; Ευχήν
δε, ίνα κραυγάση προς Χριστόν στεναγμώ αλαλήτω ευθύς μετά την
αντίρρησιν. και τότε αυτός ο αγωνιζόμενος βλέψεται τον εχθρόν λυόμενον ή
διωκόμενον τω προσκυνητώ ονόματι του Ιησού, ως χουν υπό ανέμου ή ως
καπνόν εκλείποντα μετά της φαντασίας αυτού»4.
Η
ασκητική πνευματική αυτή διαδικασία της «κυκλικής κινήσεως του νοός»
είναι η πιο έγκυρη μέθοδος της υπαρξιακής εκμηδενίσεως του ασυνειδήτου.
Με το πνευματικό πυρ της διαδικασίας αυτής που εξάπτεται από την ευχήν.
«Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ Θεού, ελέησόν με», κατακαίονται ολοκληρωτικά τα
τέρατα της σπηλιάς του ασυνειδήτου και εξαφανίζονται «ως χους υπό
ανέμου». Πρόκειται λοιπόν πράγματι για μια ασκητική ερήμωση του ασυνειδήτου που υπογραμμίζει συγχρόνως την αδυναμία της Ψυχολογίας. Η επιστήμη αυτή μόνο σε πολύ λίγες περιπτώσεις ημπορεί να παρηγορήση και να βοηθήση τον σύγχρονο άνθρωπο.
Κατά κανόνα τον φέρνει κοντά στη σπηλιά των τεράτων, τονίζοντάς του
συγχρόνως την τραγική του μόνωση. Γιατί ο άνθρωπος αυτός πρέπει να
αντιμετωπίση τις απειλές και τις ορμεμφυτικές επιθέσεις των ενστικτικών
δυνάμεων του ασυνειδήτου μόνος, τελείως μόνος.
Οπωσδήποτε όμως η εμπειρία της ερημώσεως του ασυνειδήτου, στην
ασκητική της εκδοχή, είναι μια παρήγορη ανταύγεια της πατερικής ερήμου.
Γιατί υπογραμμίζει υπαρξιακά τη λυτρωτική παρουσία του Ιησού Χριστού
μέσα στην προσωπικότητα του αγωνιζομένου ασκητού. Αυτή δε η υπαρξιακή
υπογράμμιση υπενθυμίζει στον εγκόσμιο χριστιανό το ψυχολογικό και
πνευματικό νόημα των λόγων του Κυρίου. «Ιδού η βασιλεία του Θεού εντός
υμών εστί» (Λουκ. 17, 21). Η ερήμωση του ασυνειδήτου με τη διαδικασία
της κυκλικής κινήσεως του νου είναι μια δυναμική υπερφαλάγγιση των
θεραπευτικών μέσων της εποχής μας και μια έξαρση της λυτρωτικής σημασίας
της «καρδιακής προσευχής».
Έχει άραγε τη δύναμη ο εγκόσμιος χριστιανός να δοκιμάση τη λυτρωτική
δύναμη αυτής της διαδικασίας; Είναι σε θέση να στρέψη το νου του
λυτρωτικά προς το εσώτερο βάθος του είναι του; Η σπηλιά του ασυνειδήτου
είναι και γι’ αυτόν πάντοτε μια συγκλονιστική πρόκληση, αλλά και μια
θανάσιμη απειλή!
1. Φιλοκαλία των ιερών νηπτικών. Τόμος Α’, σελ. 156.
2. Ένθ’ ανωτ. σελ. 144.
3. Ένθ’ ανωτ. σελ. 145.
4. Ένθ’ ανωτ. σελ. 144.