Δεν μάσησε τα λόγια του όταν έκατσε να το περιγράψει: «Κηφισός ποταμός ρέει και στην Ελευσίνα, ο οποίος είναι πιο ορμητικός από τον Κηφισό που ανέφερα νωρίτερα.» Αυτό δεν ήταν μέρος για απρόσεκτους επισκέπτες.
Μετά την αρπαγή της Περσεφόνης ο Πλούτωνας επέστρεψε στο σκοτεινό βασίλειό του από αυτό το σημείο, ενώ οι όχθες του ποταμού ήταν η τοποθεσία που διάλεξε ο ληστής Προκρούστης για να σκοτώνει τα θύματά του. Αν εξείχαν από το σιδερένιο κρεβάτι του, τους έκοβε τα πόδια. Αν ήταν πιο κοντοί, τους τραβούσε τα άκρα μέχρι να φτάσουν στο μήκος του κρεβατιού.
Στην κλασική αρχαιότητα, η Ελευσίνα δεν είχε λόγο να φοβάται τον Πλούτωνα (τουλάχιστον όχι περισσότερο από τον μέσο θνητό οπουδήποτε στη γη) ή τον Προκρούστη (ο οποίος είχε κάνει το μοιραίο λάθος να προσπαθήσει να κάνει τον Θησέα να χωρέσει στο κρεβάτι του). Αλλά η πόλη ήταν ευάλωτη στις πλημμύρες του Ελευσινιακού Κηφισού.
Ήταν ένα ορμητικό ποτάμι, το οποίο σχηματιζόταν από τα νερά πολλών χειμάρρων που πηγάζουν από τις δασωμένες δυτικές πλαγιές της Πάρνηθας και του ανατολικού Κιθαιρώνα. Ο ποταμός διέσχιζε το Θριάσιο Πεδίο και ενίοτε πλημμύριζε ένα μεγάλο τμήμα της πεδιάδας, ειδικά στα νοτιοδυτικά κοντά στην Ελευσίνα.
Ο σπουδαίος Αθηναίος ρήτορας Δημοσθένης είχε ξεχωρίσει τον Κηφισό ως παράδειγμα ποταμού που προκαλούσε μεγάλες καταστροφές στις αγροτικές εκτάσεις που συναντούσε στην πορεία του μετά από καταρρακτώδεις βροχοπτώσεις. Η απώλεια σε περιουσίες και σοδειές από τα ορμητικά νερά του Κηφισού, η οποία σημειώθηκε τον χειμώνα που έμεινε στην Αθήνα ο Ρωμαίος φιλέλληνας αυτοκράτορας Αδριανός, έπεισε τον τελευταίο να αναλάβει πρωτοβουλία για την κατασκευή αναχωμάτων κατά μήκος του ρου του ποταμού. Τα υπολείμματα από δύο αρχαίους λοφίσκους, τα οποία είχαν παρατηρήσει τα μέλη των Dilettanti και ο Άγγλος τοπογράφος και συγγραφέας Ουίλιαμ Μάρτιν Ληκ (1777-1860), οι οποίοι είχαν επισκεφτεί την Ελευσίνα στις αρχές του 19ου αιώνα, μάλλον ανήκαν στα αναχώματα του Αδριανού.
Οι ξαφνικές πλημμύρες ήταν πρόβλημα και για τους προσκυνητές. Οι επισκέπτες του Ιερού της Δήμητρας έπρεπε να διασχίσουν το ποτάμι σε απόσταση ενός περίπου χιλιομέτρου ανατολικά της Ελευσίνας. Τους περισσότερους μήνες του χρόνου το ποτάμι είχε λίγο νερό και η διάβαση γινόταν σχετικά εύκολα. Όταν όμως έβρεχε και το ποτάμι πλημμύριζε, το πέρασμα γινόταν επικίνδυνο. Το τελευταίο τέταρτο του 4ου αιώνα π.Χ. ο Ξενοκλής ( (5ος αι. π.Χ.)Αρχιτέκτονας που κατάγονταν από τον αττικό δήμο του Χολαργού. Αναφέρεται από τον Πλούταρχο (Περικλής, 13.7) ως ένας από τους αρχιτέκτονες, που στα χρόνια του Περικλή εργάσθηκε για την ολοκλήρωση του Τελεστηρίου της Ελευσίνας. Μαζί με τον Μεταγένη ανέλαβαν να περατώσουν το έργο του πρώτου αρχιτέκτονα, Κοροίβου, μετά το θάνατό του. Ο Κόροιβος ήταν αυτός που μετέτρεψε το αρχικό σχέδιο του Ικτίνου αλλά πέθανε όταν εργασίες οικοδόμησης είχαν ολοκληρωθεί μέχρι το επιστύλιο. Ο Ξενοκλής πρόσθεσε στο κτήριο το κεντρικό οπαίο στη στέγη για το φωτισμό.) ανέλαβε την κατασκευή μιας λίθινης γέφυρας για τη διευκόλυνση των προσκυνητών και των κατοίκων της Ελευσίνας. Η γέφυρα πρέπει να υπέστη σοβαρές ζημιές σε κάποια άγνωστη χρονική στιγμή, διότι το 124 ή το 125 μ.Χ., όταν ο Αδριανός έδωσε εντολή για την κατασκευή των αναχωμάτων, δεν υπήρχε γέφυρα στον Κηφισό. Ο αυτοκράτορας, ο οποίος είχε μυηθεί στα Ελευσίνια Μυστήρια εκείνη τη χρονιά, αποφάσισε να χρηματοδοτήσει την κατασκευή μιας νέας γέφυρας.
Η λίθινη γέφυρα είχε συνολικό μήκος 50 μέτρα και πλάτος 5,30 μέτρα. Το κεντρικό τμήμα έχει μήκος 30 μέτρα ενώ οι δύο επικλινείς προσβάσεις στα άκρα έχουν μήκος δέκα μέτρα η καθεμία. Η κυρίως γέφυρα πατάει σε τέσσερα τοξωτά ανοίγματα: τα κεντρικά έχουν μεγαλύτερο πλάτος από τα ακριανά (6,90 μέτρα σε σύγκριση με τα 4,30 μέτρα). Τα βάθρα της γέφυρας προστατεύονταν με ημικυκλικές αντηρίδες κατά τα ανάντη ((αρχαιοπρεπές) προς την πάνω πλευρά.) του ποταμού ώστε να αντέχουν στην ορμή των νερών. Οι αρχιτέκτονες ενίσχυσαν τη γέφυρα περαιτέρω με την επίστρωση της κοίτης του ποταμού με μεγάλους ορθογώνιους ογκόλιθους από σκληρό πειραϊκό ασβεστόλιθο. Δύο ισχυροί λίθινοι τοίχοι προστέθηκαν στα ανάντη του ρεύματος για να διευθετούν τη ροή των υδάτων. Η άψογη κατασκευή εξηγεί γιατί η γέφυρα έχει διασωθεί ως τις μέρες μας σχεδόν άθικτη.
Αρχαία Γέφυρα Ελευσινιακού Κηφισού-Γέφυρα Αδριανού.
Η επιμέλεια της κατασκευής μπέρδεψε τους πρώτους ερευνητές που προσπάθησαν να χρονολογήσουν τη γέφυρα. Ο αρχαιολόγος Δημήτριος Φίλιος (1844-1907), ο οποίος πρώτος επισήμανε την ύπαρξη της γέφυρας δίπλα στο αποκαλούμενο «Καλό Πηγάδι» το 1892 θεώρησε ότι αντίκριζε το λίθινο γεφύρι που είχε φτιάξει ο Ξενοκλής. Το 1950, όμως, μετά από προσεκτική μελέτη της γέφυρας από τον αρχιτέκτονα και αρχαιολόγο Ιωάννη Τραυλό (1908-1985), έγινε φανερό ότι η κατασκευή ήταν ρωμαϊκή. Οι μεταλλικοί σύνδεσμοι των λίθων, η περιστασιακή χρήση ασβεστοκονιάματος και η παρουσία λατινικών αριθμών και τεκτονικών σημείων που έμοιαζαν με εκείνα που είχαν χρησιμοποιηθεί στη βιβλιοθήκη του Αδριανού στην Αθήνα, έπεισαν τον Τραυλό ότι αυτή ήταν η γέφυρα που είχε δωρίσει στους κατοίκους της Ελευσίνας ο Ρωμαίος αυτοκράτορας.
Στα χρόνια του Βυζαντίου προστέθηκε στο κεντρικό τμήμα της γέφυρας, το οποίο παρέμενε ορατό, ένας τετράγωνος πύργος, από τον οποίο ήταν δυνατός ο έλεγχος του δρόμου που συνέδεε την Αθήνα με τα Μέγαρα, τη Θήβα και την Κόρινθο. Το ποτάμι, στο μεταξύ, είχε αλλάξει πορεία στη διάρκεια των αιώνων και η παλιά κοίτη είχε γεμίσει χώματα. Το όνομά του ξεχάστηκε και ο χείμαρρος ήταν πλέον γνωστός ως Σαρανταπόταμος. Σήμερα, το άλλοτε ορμητικό ποτάμι είναι ένα ρυάκι που παραμένει στεγνό σχεδόν όλο τον χρόνο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου