Μητροπολίτου Μόρφου Νεοφύτου
Μοῦ εἶπε κάποτε ἕνας ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν Κύπρο, βοσκὸς στὸ ἐπάγγελμα, ποὺ κατὰ τὴ γνώμη μου ἔχει ἀνάλογη πνευματικὴ κατάσταση μὲ τὸν μακαριστὸ ὅσιο Γέροντα Ἀναστάσιο Κουδουμιανό· «Δεσπότη μου, νὰ γονατᾶς καὶ νὰ παρακαλεῖς νὰ σοῦ δώσει ὁ Θεὸς βεβαίαν πίστιν». Καὶ τὸν ρωτῶ: «Πῶς ἀποκτιέται ἡ βεβαία πίστη»; Καὶ μοῦ ἀπαντᾶ· «Ἒ!… Ὅταν καθήσει ὁ νοῦς στὴν καρδιά. Δὲν θυμᾶσαι τί σοῦ ἔλεγεν ἡ μάνα σου, ὅταν... ἔκανες ἀταξίες»;
«Τί μοῦ ἔλεγε», τοῦ λέω. Καὶ ἀκοῦστε τὴν ἀπάντηση, ποὺ ἴσως προκαλέσει γέλιο, ἀλλ᾽ ἔχει μεγάλο θεολογικὸ καὶ νηπτικὸ βάθος. Μοῦ λέει: «Δὲν σοῦ ἔλεγε, ‘‘εἶναι ὁ νοῦς σου, γιέ μου, καὶ ξεκόλλησε’’; Ἀπὸ ποῦ ξεκόλλησε; Ἀπὸ τὴν καρδία, ποὺ μὲ κόπο ἔβαλες τὸν νοῦν στὴν καρδία. Ἀλλά, εὔκολα αἰχμαλωτίζεται ὁ νοῦς ποὺ δὲν βρίσκεται στὴν καρδία ἀπὸ τὰ αἰσθητὰ τοῦ κόσμου τούτου». Καὶ αὐτὰ τὰ λέει ἕνας βοσκός, ἀλλὰ μὲ ἐμπειρία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Αὐτὴ λοιπὸν ἡ ἁγιοπνευματικὴ ἐμπειρία τῆς κατὰ χάριν θεώσεως τῶν ἁγιασμένων ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ φωτισμένη ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δογματικὴ διδασκαλία τῶν Πατέρων της Ἐκκλησίας μας, σὰν ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ ἀποκαλυπτικὸ θεῖο γεγονός, διαποτίζει ὅλη τὴν ἀκαδημαϊκὴ ἐργασία τοῦ πατρὸς Ἰωάννη Ρωμανίδη.
Ἀκοῦστε, τί γράφει ἐκ παραλλήλου ὁ π. Ἰωάννης :
«Ἡ ἀρχὴ τῆς θεραπείας τοῦ νοός, ποὺ λέγεται κάθαρσις, εἶναι ἡ ἐκδίωξις ἀπὸ αὐτὸν ὅλων τῶν λογισμῶν, καλῶν καὶ κακῶν. Ὄταν ἡ ἐκκένωσις αὐτὴ συνδυάζεται μὲ τὴν κάθαρσιν τῶν παθῶν καὶ ὀρθὴν περὶ Θεοῦ πίστιν, ὁ νοῦς ἐπιστρέφει εἰς τὴν καρδίαν καὶ δέχεται τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, ἀποστελλόμενον ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸν καὶ προσευχόμενον ἀδιαλείπτως. Τότε, κατὰ τοὺς Πατέρας, γίνεται κανεὶς ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ἡ νοερὰ εὐχὴ λέγεται μονολόγιστος, ἀφοῦ ὁ μόνος λογισμὸς ποὺ κατέχει τὸν νοῦν εἶναι ἡ ἀέναος μνήμη τοῦ Θεοῦ».
Θὰ μποροῦσε ἄραγε ποτὲ ἕνας ἀκαδημαϊκὸς θεολόγος νὰ γράψει μὲ τέτοια σαφήνεια περὶ τῆς καθάρσεως καὶ τῆς θεραπείας τοῦ νοῦ, ἐὰν ὁ ἴδιος δὲν εἶχε προσωπικὰ τὴν ἐμπειρία τῆς καθάρσεως ἢ δὲν τὴν ἀπαντοῦσε στὸ πρόσωπο κάποιου στενοῦ του ἀνθρώπου; Καὶ ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἀπὸ παιδὶ βίωνε τὴ θεραπευτικὴ ἀγωγὴ τῆς καθάρσεως, τοῦ φωτισμοῦ καὶ τοῦ ἁγιασμοῦ στὸ πρόσωπο τῆς μάνας του Εὐλαμπίας, τῆς μετέπειτα μοναχῆς Εὐλαμπίας Ρωμανίδου, στὸ πρόσωπο τῆς ὁποίας θὰ ἀναφερθοῦμε στὴ συνέχεια.
Οἱ πνευματικές του καταβολὲς
Ὁ π. Ἰωάννης ἦταν μικρασιατικῆς καταγωγῆς, ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Ἀραβησσὸ τῆς Καππαδοκίας, καὶ γεννήθηκε στὸν Πειραιᾶ τὸ 1927. Γράφει ὁ ἴδιος: «Οἱ γονεῖς μου ἦσαν ἀπὸ τὴν Ρωμαϊκὴν Καστρόπολιν τῆς Ἀραβησσοῦ τῆς Καππαδοκίας, ὅπου ἐγεννήθη ὁ Ρωμαῖος αὐτοκράτωρ Μαυρίκιος (582-602), ὁ ὁποῖος διώρισεν ὡς Πάπαν τῆς Ρώμης τὸν ἅγιον Γρηγόριον τὸν Μέγαν (590-604) καὶ ὁ ὁποῖος μὲ τὴν σειράν του διώρισεν ὡς πρῶτον ἀρχιεπίσκοπον τοῦ Καντέρμπουρι τὸν Αὐγουστῖνον (597-604). Γεννήθηκα εἰς τὸν Πειραιᾶ, τὰς 2.3.1927... Ἔφυγα ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα καὶ μετανάστευσα εἰς τὴν Ἀμερικήν, εἰς τὰς 15 Μαΐου 1927 (εἰς ἡλικίαν 72 ἡμερῶν) μὲ τοὺς γονεῖς μου καὶ ἐμεγάλωσα εἰς τὴν πόλιν τῆς Νέας Ὑόρκης, εἰς τὸ Μανχάταν, εἰς τὴν 46ην ὁδόν, μεταξὺ τῆς 2ας καὶ τῆς 3ης Λεωφόρου. Εἶμαι ἀπόφοιτος τοῦ Ἑλληνικοῦ Κολλεγίου Μπρούκλαϊν, Μασαχουσέτης, τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Γέηλ, Διδάκτωρ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἐθνικοῦ Καποδιστριακοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Χάρβαρντ (School of Arts and Sciences), Ὁμότιμος Καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης καὶ Ἐπισκέπτης Καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Μπαλαμὰντ τοῦ Λιβάνου ἀπὸ τὸ 1970» [1].
Γεννήθηκε λοιπὸν προσφυγόπουλο ἀπὸ δύο εὐλαβεῖς γονεῖς, τὸν Σάββα, ποὺ ἦταν ράφτης, καὶ τὴν Εὐλαμπία, ποὺ ἦταν οἰκοκυρά, ἀλλὰ καὶ ἀσκήτρια. Ἐπίσης εἶχε μία ἀδελφή, τὴν Παρθενία. Ἡ γλῶσσα, ποὺ μιλοῦσαν στὸ σπίτι, δὲν ἦταν τὰ ἑλληνικά, ἀλλὰ τὰ τουρκικά, γιατὶ οἱ γονεῖς του ὅπως εἴπαμε ἦταν ἀπὸ τὴν καρδιὰ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ὅπου ἡ ἐπικρατοῦσα γλῶσσα τότε ἦταν ἡ τουρκική. Ὁ ἴδιος ἔλεγε πάντοτε ὅτι τὰ ἑλληνικὰ παρέμειναν ἡ δεύτερή του γλῶσσα.
Παιδί μου, ἄνθρωπος ἅγιος μὲ τὸ ζόρι δὲν γίνεται
Ἡ μάνα του Εὐλαμπία ἦταν αὐτὴ ποὺ καθόριζε τὸ πνευματικὸ περιβάλλον τῆς οἰκογένειάς της. Ἦταν αὐτή, ποὺ τοῦ μετέδωσε ἀπὸ πολὺ νωρὶς τὸ ἀσκητικὸ φρόνημα. Γράφει ὁ ἴδιος: «Θυμᾶμαι, ποὺ ἡ μάνα μου μοῦ ἔλεγε· ‘‘Παιδί μου, ἄνθρωπος ἅγιος μὲ τὸ ζόρι δὲν γίνεται. Πρέπει νὰ τὸ θέλεις’’»! Γιὰ νὰ προσθέσει στὸν λόγο τῆς μητέρας του, «δὲν μπορεῖ βέβαια ἄνθρωπος μὲ τὸ ζόρι νὰ γίνει ἅγιος, ὁ καθένας πρέπει νὰ ἐπιλέξει τὸν δρόμο τῆς ἀσκητικῆς θεραπείας».
Αὐτὸς ὁ λόγος περὶ ἀσκητικῆς θεραπείας τοῦ πατρὸς Ἰωάννη φανερώνει μία συνέχεια καὶ μία ἐμπειρικὴ γνώση Θεολογίας, ποὺ εἶχαν ὅλοι οἱ πιστοὶ ποὺ ἔφθασαν στὸ στάδιο τοῦ φωτισμοῦ. Θυμᾶμαι, κάποτε ρώτησα τὴ μάνα μου τὴ Μηλιά· «Μάνα, τώρα ποὺ ἔγινες 90 ἐτῶν, τί συμβουλὴ θὰ ἔδινες σ᾽ ἐμένα τὸ γυιό σου, ποὺ ἀξιώθηκα νὰ γίνω καὶ Ἐπίσκοπος;» Μοῦ ἀπάντησε: «Νὰ προσέχεις, γυιέ μου, νὰ μὴν γύρει ὁ νοῦς σου»! Δηλαδὴ βλέπουμε ἐδῶ δύο πρωτινὲς μητέρες, μία Μικρασιάτισσα καὶ μία Κύπρια, νὰ κρατοῦν τὸ ἴδιο ἀσκητικὸ Ὀρθόδοξο ἦθος καὶ νὰ σοῦ λένε, πρόσεξε νὰ μὴν περηφανευτεῖς, νὰ μὴν πάρει ὁ νοῦς σου ἀέρα! Ὅλα αὐτὰ ἔχουν θεολογικὴ ἀξία καὶ βάθος. Κι ὅπως ξέρουμε, οἱ πρωτινοὶ ἄνθρωποι γιὰ νὰ ποῦν μιὰ λέξη νήστευαν σαράντα μέρες, ὅπως λέει ὁ λαός μας. Δηλαδὴ ὁ λόγος τους ἦταν ἀποτέλεσμα φωτισμοῦ. Αὐτὸ σημαίνει νήστευαν σαράντα μέρες γιὰ νὰ ποῦν ἕνα λόγο.
Αὐτή, λοιπόν, ἡ γυναίκα, ἡ Εὐλαμπία, μεγαλωμένη σὲ ἕνα τόπο μὲ μεγάλη καὶ βαθειὰ πίστη κι ὡς γνήσια θυγατέρα τοῦ γένους τῶν Καραμανλήδων, τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν τῆς Καππαδοκίας, ἀπὸ παιδὶ εἶχε ὡς ἐπίκεντρο τῆς ζωῆς της τὴ Θεία Λειτουργία καὶ τὴ νοερὰ προσευχή. Δώδεκα χρόνων κορίτσι ἔζησε τὸν σφαγιασμὸ τῶν γονέων της ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ μητέρα της ἔγινε ἡ Παναγία. Ἡ ἴδια ἡ Θεοτόκος τὴν ἔβαλε κάτω ἀπὸ τὴ σκέπη της καὶ ἀνέλαβε τὴν πνευματική της ἀνατροφή, ὅπως ἡ ἴδια διηγήθηκε σὲ ἄλλες μοναχές. Ἡ Παναγία παρουσιαζόταν καὶ τὴν ἔπιανε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὴν ἀπομάκρυνε ἀπὸ τὶς διάφορες κακοτοπιὲς καὶ ψυχικοὺς κινδύνους, μὲ ἀποτέλεσμα ἀπὸ μικρὴ νὰ ἔχει μία συνεχὴ ἐπικοινωνία μὲ τὸν Θεό. Καί, ὅπως ἡ ἴδια ἔγραψε: «Δώδεκα χρόνων ποὺ ἤμουν, ἡ προσευχὴ ποὺ ἔκανα αὐτὴ ἦταν: Παράκληση, Ἑξάψαλμος, Ἀπόδειπνο, Παλαιὰ καὶ Καινὴ Διαθήκη. Ἔτσι περνοῦσα τὸν χρόνο μου. Αὐτοὺς τοὺς λόγους δὲν τοὺς ἄφηνα ἀπὸ τὸ μυαλό μου νύχτα καὶ μέρα. Κύριε Ἀγαθέ, τὰ ἀγαθά σου μὴ μοῦ στερήσης. Ἀπὸ κάθε τι, νὰ ἀκούω τὰ λόγια σου. Ἀπὸ ἀπρεπῆ πράγματα μὲ τὴν βοήθειά σου, Κύριε μου, φύλαξέ με. Κύριε, κατὰ τὴν ἐντολή σου, ὅπως ξέρεις ἐσύ. Κύριε, ὁ λάρυγγάς μου ὅ,τι λέει δικός σου νὰ εἶναι. Ἡ Βασίλισσα ἡ Παναγία μας, μὲ τὶς πρεσβεῖες της καὶ τῶν ἁγίων… Καὶ ἀπὸ ὅλους αὐτοὺς Εὐλογητὸς εἶσαι εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».
Νὰ ξέρεις, παπᾶς θὰ γίνεις ἐσύ
Μετὰ τὴ Μικρασιατικὴ Καταστροφή, ἡ Εὐλαμπία ἐγκαθίσταται στὸν Πειραιᾶ καὶ παντρεύεται τὸν συμπατριώτη της Σάββα Ρωμανίδη, μὲ τὸν ὁποῖο ἀποκτοῦν τὸ πρῶτο τους παιδί, τὸν Ἰωάννη, τὸν ὁποῖο τάζει στὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Ρῶσο καὶ τὸ βαπτίζει στὸ Προκόπι τῆς Εὔβοιας. Οἱ δυσκολίες καὶ ἡ φτώχεια ἀναγκάζουν τὴν οἰκογένεια Ρωμανίδη νὰ μεταναστεύσει στὴν Ἀμερικὴ τὸ 1927. Στὸ νέο αὐτὸ πρωτόγνωρο περιβάλλον ἡ Εὐλαμπία ἐνδυναμώνει τὶς προσευχές της καὶ καλλιεργεῖ συνεχῶς τὴ νοερὰ προσευχή, κάνοντας ταυτόχρονα πολλὲς μετάνοιες. Τὴν ἔβλεπε μικρὸ παιδάκι ὁ π. Ἰωάννης καί, σὰν πειραχτήρι ποὺ ἦταν, τῆς ἔλεγε· «Μάνα, τί κάνεις ὅλο μετάνοιες καὶ μετάνοιες»; Κι ἐκείνη τοῦ ἀπαντοῦσε· «Κορόιδευε, Γιαννάκη, κορόιδευε! Μὰ νὰ ξέρεις, παπᾶς θὰ γίνεις ἐσύ»! Δηλαδὴ εἶχε καὶ διορατικὸ χάρισμα ἡ γιαγιούλα μέσα στὴν Ἀμερική!
Οἱ Προτεστάντες, βλέποντας τὴν πίστη τῆς Εὐλαμπίας, προσπαθοῦσαν νὰ τὴν προσηλυτίσουν, διενεργώντας καθημερινὲς ἐπισκέψεις στὸ σπίτι της. Ἕνα βράδυ, ἀποφασισμένοι νὰ κάνουν «δικιά» τους τὴν Εὐλαμπία, τὴν ἐπισκέπτονται μαζικὰ περίπου δεκαπέντε ἄτομα καὶ δὲν τὴν ἀφήνουν ἥσυχη. Αὐτὴ μὲ τὸν λόγο της ἀντιστεκόταν στὶς προκλήσεις τους, ὁπόταν κάποια στιγμὴ τοὺς ἀφήνει γιὰ λίγο μόνους καὶ πάει στὸ εἰκονοστάσι της, κι ἀρχίζει νὰ προσεύχεται στὸν Θεὸ νὰ τὴ φωτίσει γιὰ νὰ τοὺς ἀντιμετωπίσει. Ξαφνικά, μιὰ μεγάλη βοὴ ἐξέρχεται ἀπὸ τὸ εἰκονοστάσι, τὴν ὁποία μόλις ἄκουσαν οἱ Προτεστάντες ἐκεῖνοι, ἔφυγαν τρομαγμένοι, κι ἔκτοτε δὲν τὴν ξαναενόχλησαν.
Ὅταν ἡ κόρη της Παρθενία παντρεύτηκε ἕναν ἑτερόδοξο κι αὐτὸς τὴν πῆρε μαζί του στὴ Νέα Ζηλανδία, σηκώθηκε κι ἡ Εὐλαμπία ἀπὸ τὴν Ἀμερικὴ —σημειωτέον ὅτι οἱ γονεῖς τοῦ πατρὸς Ἰωάννη δὲν ἔμαθαν ποτὲ ἀγγλικὰ— καὶ πῆγε στὴ Νέα Ζηλανδία, ὅπου ἔμεινε μαζί τους, μέχρι ποὺ κατήχησε τὸν γαμπρό της καὶ τὸν βάπτισε Ὀρθόδοξο. Κι ἐπειδή, ἔλεγε, τὸ νὰ εἶσαι Ὀρθόδοξος δὲν ἀρκεῖ νὰ εἶσαι βαπτισμένος, ἀλλὰ πρέπει καὶ νὰ κοινωνᾶς, διενήργησε καὶ ἵδρυσε Ὀρθόδοξη ἐκκλησία στὸ Christchurch, τὴ δεύτερη μεγάλη πόλη στὴ Νέα Ζηλανδία!
Αὐτὴ ἡ γιαγιὰ ἔχει πνευματικὴ τηλεόραση!
Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ συζύγου της, μετέβη στὴ Θεσσαλονίκη, ὅπου βρισκόταν ἤδη ὁ π. Ἰωάννης μὲ τὴν οἰκογένειά του, καὶ τελικὰ ἀκολούθησε τὸν μοναχικὸ βίο, ἐγκαταβιώνοντας στὴν ἱερὰ μονὴ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου στὴ Σουρωτή, τὴ μονή, ποὺ πνευματικό της καθοδηγητὴ εἶχε τὸν ὅσιο Παΐσιο τὸν Ἁγιορείτη. Ἡ κουρά της σὲ μεγαλόσχημη μοναχὴ ἔγινε στὶς 4 Μαΐου 1973.
Πρὶν ἀπὸ ἕνα χρόνο, ποὺ ἐπισκέφτηκα τὴν ἐν λόγῳ μονή, μοῦ ἀνέφερε ἡ ἡγουμένη τοῦ μοναστηριοῦ Φιλοθέη· «Αὐτὴ ἡ γιαγιὰ (ἡ Εὐλαμπία) καλὰ καλὰ ἑλληνικὰ δὲν ἤξερε, ἀλλὰ ἦταν ἡ πρώτη στὶς Ἀκολουθίες, ἡ πρώτη στὴν ὑπακοή, καὶ εἶχε ἀποκτήσει μεγάλο διορατικὸ χάρισμα. Γιὰ παράδειγμα, ὁ γέρο-Παΐσιος κάποιες νύχτες προσευχόταν γονατιστὸς στὸ κρεββάτι του. Καὶ ἡ γιαγιὰ Εὐλαμπία ἀπὸ τὴ Σουρωτὴ τῆς Θεσσαλονίκης τὸν ἔβλεπε μὲ τὰ μάτια τῆς καρδιᾶς —κι ὄχι μὲ τὰ μάτια τους σώματός της— μέσα στὸ κελλί του τί ἔκανε. Κι ὅταν συναντήθηκαν ἀργότερα, τοῦ τὸ ἀνέφερε. Καὶ ἔλεγε μὲ θαυμασμὸ ὁ ἅγιος Παΐσιος· ‘‘Κοίτα νὰ δεῖς, αὐτὴ ἡ γιαγιὰ ποὺ ἦρθε ἀπὸ τὴν Τουρκιὰ καὶ τὴν Ἀμερική, νὰ ἔχει καὶ πνευματικὴ τηλεόραση καὶ νὰ μὲ παρακολουθεῖ τί κάνω στὸ Ἅγιον Ὄρος’’! Καὶ ὅλες οἱ καλόγριες ἔμειναν ἔκπληκτες μὲ τὰ χαρίσματα τῆς γιαγιᾶς Εὐλαμπίας».
Ἡ Γερόντισσα Εὐλαμπία ἐκοιμήθη ὁσιακά τὸ 1980, ὅπως ζητοῦσε διαρκῶς ἀπό τὸν Θεό: «Τὸ ὄνομά μου ἐν βίβλω ζωῆς νὰ περάσεις. Εἰρηνικὰ χριστιανικά τὰ τέλη τῆς ζωῆς μου δός μου…» [2] . Ὁ θάνατος δέν τὴ φόβιζε διόλου, διότι τὸν μελετοῦσε ἀπὸ 12 ἐτῶν, «τὸν θάνατο νὰ μὴν βγάλω ἀπό τὸν νοῦ μου Κύριε δός μου»[3] . Δὲν μιλοῦσε ποτὲ γιὰ τὶς πνευματικές της ἐμπειρίες καὶ ὅταν τὴ ρωτοῦσαν ἔλεγε: «Ἔτσι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι βλέπουν. Ἐγὼ ἀπὸ μικρὸ παιδὶ ἔβλεπα Ἁγίους. Μοῦ εἶπαν, παιδί μου, νὰ μὴν λέω. Κακὸ καὶ μένα, κακὸ καὶ σένα» [4] . Κατά τὴ διάρκεια τῆς θείας Λειτουργίας ἔβλεπε τοὺς Ἀγγέλους καὶ κάποτε εἶπε σὲ μιὰ μοναχή: «Ἐσεῖς νομίζετε κοιμᾶμαι. Ἐγὼ βλέπω ἀγγέλους, γεμάτη ἡ Ἐκκλησία» [5]. Καὶ μία ἄλλη φορά, τὴν περίοδο ποὺ ἦταν κατάκοιτη πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς της ξαφνικὰ ἐμφανίστηκε μέσα στὸν ναὸ κατά τὴ διάρκεια τῆς θείας Λειτουργίας ξαφνιάζοντας τὶς ἀδελφές, καὶ ὅταν τὴ ρώτησαν πὼς ἦρθε τοὺς ἀπάντησε μὲ ἁπλότητα: «Ἐμένα, παιδί μου, ὁ Ἅγιος Αρσένιος ἔτσι (δηλαδὴ σηκωτὴ) μὲ ἀνέβασε» [6] .
Ἀντιλαμβάνεστε, λοιπόν, ποιά ἦταν ἡ καταγωγὴ τοῦ πατρὸς Ἰωάννη Ρωμανίδη, καὶ εἰδικὰ τί πνευματικὰ γονίδια τοῦ κληρονόμησε ἡ ἁγία μάνα του, ποὺ καθόρισαν καίρια τὴ ζωή του. Νὰ ὑπενθυμίσουμε ἐδῶ καὶ τὴ σχετικὴ θεόπνευστη διδασκαλία τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Πορφυρίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου, γιὰ τὸ πόσο τὰ γονίδια, δηλαδὴ ἡ κυτταρικὴ μνήμη τῶν προγόνων μας, ἐπηρεάζουν τὰ παιδιά μας, εἴτε θετικά, εἴτε ἀρνητικά.
Ἔτερο κείμενο τοῦ Μητροπολίτου Μόρφου : Γερόντισσα (για εμάς , τον απλό πιστό λαό του Χριστού μας )
Μηλιά .ἡ Μηλιὰ ἦταν κόρη τῆς Μυροφόρας, ποὺ προαναφέραμε, τῆς γνωστῆς ὡςΘεοχάραινας τῆς Κάτω Ζώδειας. Καὶ τοῦτο, γιατί ἡ γιαγιά μου Μυροφόρα ἄφησε μνήμη ὁσίας γυναικός. Καί, ὅπως ἡ ἴδια εἶπε στὴν ἀδελφή της Μάρθα (σήμερα 99 ἐτῶν!), σὲ μεταθανάτια ὁλοφώτεινη ἐμφάνισή της σ᾽αυτήν· «Ὁ Χριστὸς μὲ κατέταξε μὲ τὶς παρθένες, κι ἃς ἔκαμα τέσσερα παιδιά. Ἡ παρθενία δὲν εἶναι αὐτό, ποὺ νομίζετε! Ἔγκειται στὸν νού! Κι ἐγὼ πρόσεχα τὸν νού μου ἀπὸ τὰ 33 μου χρόνια, ὁπόταν ἔχασα τὸν ἄνδρα μου.»
Ἡ μάνα μου, ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ποὺ εἰσῆλθε στὸ σπίτι τοῦ μακαριστοῦ πατέρα μας, ἔμελλε νὰ γίνει μητέρα, μητέρα τῶν δύο ὀρφανῶν παιδιῶν του, τοῦ Ἀνδρέα μας καὶ τοῦ Μιχάλη μας. Μιὰ λεπτομέρεια, τὴν ὁποία εἶναι καλὰ νὰ τὴν ἔχουν ὑπόψη τους οἱ σύγχρονες γυναῖκες τῆς Κύπρου. Ἡ μάνα μου δὲν εἶχε μόνο νὰ ἀναθρέψει τὰ παιδιὰ τοῦ πατέρα μου ἀπὸ τὸν πρῶτο του γάμο καὶ τὸν πενθερό του. Στὸ σπίτι μέσα βρῆκε καὶ τὴν πενθερὰ τοῦ πατέρα μου ἀπὸ τὸν πρῶτο του γάμο καὶ τὸν πενθερό του. Ὅταν τὰ πενθερικὰ τοῦ πατέρα μου εἶδαν πόσο καλὸς ἄνθρωπος, πόσο καλὴ χριστιανὴ ἦταν ἡ Μηλιά, ἄνκαι εἶχαν κόρες, εἶπαν, καλύτερα στὴν Μηλιὰ νὰ μείνουμε· καὶ ἔτσι τοὺς γηροκόμησε καὶ αὐτούς. Ὅταν κάποτε πῆγα νὰ ἐξομολογηθῶ, νέος διάκος τότε, στὸν Γέροντα τοῦ Σταυροβουνίου, π. Ἀθανάσιο, μὲ ρώτησε: «Ἀπὸ ποῦ εἶσαι, γυιέ μου;» «Ἀπὸ τὴν Πάνω Ζώδεια», τοῦ ἀπάντησα. «Ἀπὸ τὴν Πάνω Ζώδεια», μοῦ εἶπε τότε, «γνώρισα μιὰ γυναίκα, ποὺ ἔκανε κάτι τὸ σπάνιο: μεγάλωσε, ὄχι μόνο τὰ δικά της παιδιά, ἀλλὰ καὶ τὰ παιδιὰ τοῦ ἄνδρα της ἀπὸ τὸν πρῶτο του γάμο καὶ γηροκόμησε καὶ τὰ πενθερικά της!» Χαμογέλασα, καὶ τοῦ λέω· «Ἡ μάνα μου εἶναι αὐτή, Γέροντα!» «Εἶσαι εὐλογημένος, ποὺ ἔχεις αὐτὴ τὴ μάνα», μοῦ εἶπε. «Πρόσεχε, γιατί εὐλογημένες μάνες, σημαίνει εὐλογημένες ὑποχρεώσεις.»
Μεγαλώσαμε κι ἐμεῖς ἀπὸ αὐτὴ τὴ γυναίκα. Αἰσθάνομαι, ὅτι ἡ μεγαλύτερη προίκα, ποὺ ἔδωσε στὰ παιδιά της, στὰ ἐγγόνια της, στὰ δισέγγονα καὶ στὰ τρισέγγονά της, εἶναι ἡ πίστη. Μᾶς ἔδωσε πίστη βαθιά, ποὺ νὰ μὴν στερεύει ποτὲ ἐνώπιον ὁποιασδήποτε δυσκολίας. Καὶ δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη δυσκολία ἀπὸ τὸν θάνατο! Καὶ τὸν γεύτηκε ἡ Μηλιὰ τὸν θάνατο ἀπὸ τὰ παιδικά της χρόνια μέχρι τὰ ὕστερά της, ὅταν πρῶτα, στὰ ἑφτὰ τῆς χρόνια, κήδευσε τὸν πατέρα της, στὰ πενήντα της τὸν ἄνδρα της Νικόλα, ὕστερα τὸν γυιό της Πέτρο, 24 ἐτῶν, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς τουρκικῆς εἰσβολῆς, καὶ κατόπιν τὸν πλέον ἀγαπημένο της «γυιό», ποὺ γι᾽ αὐτὴν δὲν ἦταν κατὰ σάρκα γυιός της, τὸν ἀγαπημένο μας γαμπρὸ Ἀνδρέα. Ἀλλά, μάνα, σημαίνει νὰ ἔχεις παιδιά, τὰ ὁποῖα ἀντέχουν αὐτὴ τὴ ζωὴ καὶ ἑτοιμάζονται γιὰ τὴν αἰώνια ζωή· δὲν τὴν ἀπολυτοποίουν αὐτὴ τὴ ζωή, ἀλλὰ τὴν ἐξασκοῦν ἐν Χριστῶ Ἰησοῦ. Αὐτὸ ἔζησε, αὐτὸ μᾶς μετέδωσε ἡ μάνα μας.
Θὰ ἤθελα, ὡς εὐχαριστία γιὰ τὴν παρουσία σας, ἅγιοι ἀρχιερεῖς, ἅγιοι πατέρες καὶ ἀδελφοί μου, νὰ σᾶς πῶ μερικὰ περιστατικὰ ἀπὸ τὴ ζωὴ τῆς μάνας μας, γιὰ νὰ δοῦμε αὐτό, ποὺ ὁ ἅγιος Γέροντάς μας π. Συμεών, Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Γεωργίου Μαυροβουνίου, μᾶς περιέγραψε προηγουμένως στὸν λόγο του, ὡς λαϊκὴ εὐσέβεια. «Ἔχεις λαόν; ´Εχεις Θεόν!»
Ὅταν τῆς εἶπα κάποτε, «Μάνα, ἡ Στέλλα ἀγάπησε τὸν Ἀνδρέα καὶ παντρεύτηκαν, ὁ Χάρης ἀγάπησε τὴν Εὐδοκία καὶ παντρεύτηκαν», τότε ἐκείνη μοῦ λέει· «Ἀγάπησες κι ἐσὺ καμμιάν, γυιέ μου; Πές μου το, καὶ εἶναι καλὸ πράμα!» Τῆς λέω· «Ἀγάπησα τὴν πιὸ ὄμορφη, τὴν Ἐκκλησία!» «Μά, θὰ γίνεις μοναχός;» Τῆς λέω, «Ναί». Δὲν μοῦ ἔφερε καμμιὰ ἀντίδραση κοσμική. Ἡ ἀντίδρασή της ἦταν πνευματικοῦ χαρακτήρα. Μοῦ εἶπε μόνο· «Ξέρεις, ἐσὺ ὁ ἐνθουσιώδης, τί σημαίνει μοναχός; Καὶ μάλιστα καλὸς μονάχος;»
Τὴν ἐρωτῶ· «Ἐσὺ ξέρεις;» Μοῦ λέει· «Ξέρω, ὅτι ὁ καλὸς μοναχός, γυιέ μου, μέχρι νὰ πεθάνει εἶναι τσακωμένος μὲ τὸ κορμί του. Εἶσαι διατεθειμένος γι᾽ αὐτὸ τὸν καβγὰ ἢ τελικὰ θὰ μᾶς προσβάλεις;» Θυμήθηκα τότε τὸν ὁρισμὸ τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, περὶ τοῦ τί ἐστὶ μοναχός· «Μοναχὸς ἐστι, βία φύσεως διηνεκὴς καὶ φυλακὴ αἰσθήσεων ἀνελλιπὴς» (Κλῖμάξ, Λόγος Α´, ι´). Ἡ Μηλιὰ ἀπὸ ποῦ τὸ ἔμαθε αὐτό; Ποιὰ ἄνωθεν σοφία τὴ φώτιζε; Ἀπὸ τότε δὲν τὴν ξαναφώναξα μάνα. Τὴ φώναζα, εἴτε γερόντισσα, εἴτε σκέτα, Μηλιά. Αἰσθανόμουν, ὅτι δὲν μοῦ ἀνήκει ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος, ποὺ κουβαλοῦσε τὴ σοφία ἀρχαίων χρόνων. Θὰ μοῦ πεῖτε, μέχρι ποὺ φτάνουν αὐτοὶ οἱ χρόνοι; Μέχρι τοὺς πρώτους χρόνους τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ἐποχὴ τῶν ἁγίων ἀποστόλων! Διότι, ἂν δοῦμε ποιὰ εἶναι ἡ πρώτη λαϊκὴ εὐσέβεια, εἶναι ἡ λαϊκὴ εὐσέβεια αὐτῶν τῶν ἁπλοϊκῶν καὶ ἀγραμμάτων ψαράδων τῆς Τιβεριάδος. Καὶ ἀπὸ τότε οἱ ἄνθρωποι τὴ διαδέχονται, τὴν παραλαμβάνουν καὶ τὴν παραδίδουν ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεά. Ἂν ἑνωθεῖ καὶ μὲ τὴν ἱερωσύνη αὐτό, γίνεται καὶ ἀποστολικὴ διαδοχή. Χάριτι Θεοῦ, σ᾽ ἐμᾶς τοὺς ἀναξίους συνέβη! Ἀλλά, τί κουβαλοῦμε στὰ κηρύγματά μας, στὴν ἐπικοινωνία μας μὲ τὸν λαό; Ὅλοι μας, ἅγιοι ἀρχιερεῖς, κουβαλοῦμε τὴ σχέση τοῦ πατέρα μας καὶ τῆς μάνας μας μὲ τὸν Θεό. Ἂν βρήκαμε καὶ κανένα καλὸ ἅγιο Γέροντα στὴ νεανική μας ζωή, τότε κουβαλοῦμε καὶ τὴ σχέση αὐτοῦ μὲ τὸν Θεὸ τὸν Τριαδικό· αὐτὸ μεταδίδουμε! Ἄρα, πόσα πολλὰ ὀφείλω, σκεφτεῖτε, σὲ ἕνα τέτοιο ἄνθρωπο; Ἀργότερα, εἶπα στὴ μάνα μου· «Νὰ μοῦ δώσεις τὴν εὐχή σου, νὰ πάω νὰ γίνω μοναχός!» «Ἅ!», μοῦ λέει, «δὲν θὰ σοῦ δώσω τὴν εὐχή μου νὰ γίνεις μοναχός, ἐὰν δὲν δῶ πρῶτα τὸν δάσκαλό σου.» Τὸν Γέροντά μας, ἐννοοῦσε! Ὅταν τὴν πῆγα στὸν π. Συμεὼν καὶ τὸν πρωτοεῖδε, μοῦ εἶπε, πρὶν ἀκόμα τῆς μιλήσει· «Ὁ δάσκαλός σου εἶναι τοῦτος ὁ παστὸς (=αδύνατος);» «Ναί», τῆς λέω. Μοῦ λέει τότε· «Νὰ ἔχεις τὴν εὐχή μου, γυιέ μου. Τουλάχιστον ξέρεις νὰ διαλέγεις δασκάλους!» Τί ἔκαμε νομίζετε κατόπιν, ὡς πρώτη της κίνηση; Ἐγκατέλειψε τὸν καλὸ τῆς ἐδῶ Πνευματικό, τὸν π. Σωτήριο ἀπὸ τὴν Ἄσσια, καὶ ἔκαμε Πνευματικό της τὸν π. Συμεών. Τῆς εἶπα τότε· «Γιατί ἔκαμες Πνευματικὸ τὸν π. Συμεών;» «Γιὰ νὰ σὲ κατηγορῶ», μοῦ λέει, «καὶ νὰ βοηθήσω ἔτσι αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ νὰ σὲ καταλάβει μιὰν ὥρα γρηγορότερα, γιὰ νὰ συνεργαζόμαστε μαζί του γιὰ τὴ σωτηρία σου.» Τέτοιος ἄνθρωπος ἦταν ἡ Μηλιά! Σπάνια μᾶς ἐπαινοῦσε! Πολὺ πιὸ σπάνια μᾶς χάιδευε! Παρόλο τοῦτο, ὅλοι μας, καὶ παιδιά της καὶ ἐγγόνια της καὶ δισέγγονα καὶ τρισέγγονά της καὶ ὅλοι ὅσοι τὴν πλησίαζαν, αἰσθανόμαστε τὴν πνευματικὴ ἀγάπη της, νὰ χαϊδεύει τὴν καρδιά μας καὶ ὅλο μας τὸ εἶναι. Ἡ μάνα μας δὲν ἦταν ἄνθρωπος τοῦ γλυκοῦ λόγου. Ἐνίοτε αὐτὸς γινόταν καὶ πικρός. Ὅταν κάποτε τῆς εἶπα· «Μάνα, ὅλοι μοῦ λένε ὅτι εἶμαι ἀπότομος! Ὁ πατέρας μου ἦταν γλυκύς, ἐσὺ δὲν εἶσαι ἀπότομη. Ἀπὸ ποιὸν πῆρα;» Δαχτυλόδειξε τότε μὲ μιὰ μεγαλοπρέπεια τὸν ἑαυτό της καὶ εἶπε· «Ἀπὸ μένα πῆρες!» «Μά, δὲν εἶσαι ἀπότομη!» Μοῦ λέει· «Ἤμουν, γυιέ μου, μέχρι τὰ πενήντα μου! Μετὰ μὲ ἐπισκέφθηκε ὁ θάνατος, καὶ κατάλαβα, ὅτι τὸ νὰ ἐπιβάλλω τὴ γνώμη μου μὲ τὸ ἔξυπνο μυαλό μου, ποὺ κληρονόμησα ἀπὸ τὴ γενιὰ τῶν Ἀκριτῶν, δὲν εἶναι εὐλογημένο ἀπὸ τὸν Θεό. Καλύτερα νὰ τοὺς φωτίζει ὁ Θεὸς τοὺς ἀνθρώπους, παρὰ νὰ τοὺς ἐπιβάλλουμε ἐμεῖς τὴν ἄποψή μας.» Τέτοιος ἄνθρωπος ἦταν ἡ μάνα μας!
Νὰ σᾶς πῶ ἀκόμη γιὰ τὶς ἐπισκέψεις, ποὺ εἶχε ἀπὸ ἁγίους σὲ δύσκολες ὧρες τῶν παιδιῶν της: Ὅταν ἦταν νὰ γεννήσει ἐμένα, εἶδε τὸν ἀπόστολο Ἀνδρέα. Ὅταν θὰ γινόμουν μοναχός, τὴν ἔπεισε γιὰ τὴν ἐπιλογή μου ὁ ἅγιος Σπυρίδωνας, ποὺ συνομίλησε μαζί της. Ὅταν κινδύνευσε ὁ ἀδελφός μου Χάρης μὲ δύσκολη ἀσθένεια, κι ἐμεῖς τῆς κρύβαμε τὴν ἀσθένειά του, τῆς τὴν ἀποκάλυψε ἕνας ἅγιος! Μοῦ εἶπε μιὰ μέρα· «Δεσπότη, μὰ ὁ ἅγιος Νικήτας ἦταν ξανθός;» Τῆς λέω, «Ναί. Ἦταν Γότθος. Ἡ πατρίδα του ἦταν ἐκεῖ, ποὺ σήμερα εἶναι ἡ Ρουμανία. Ἀλλά, γιατί μὲ ἐρωτᾶς;» «Τὸν εἶδα», μοῦ λέει «ὅταν πῆγα νὰ προσκυνήσω ἕνα ἀπόγευμα, καὶ μοῦ εἶπε· ‘’Να μὴν στεναχωριέσαι γιὰ τὸν Χάρη! Αὐτὴ ἡ ἀσθένεια οὐ πρὸς θάνατον, ἀλλὰ παιδαγωγία Χριστοῦ’’. Τί σημαίνει ὅμως αὐτὸ τὸ τελευταῖο;» «Εἶναι γιὰ νὰ τὸν φέρει κοντά του ὁ Χριστός, μάνα.» Τότε ἀναφώνησε· «Δόξα σοι, ὁ Θεός! Νὰ μᾶς δώσει ὅ,τι δοκιμασία θέλει! Φτάνει νὰ εἴμαστε κοντὰ στὸν Χριστό!» Καὶ τῆς λέω· «Γιατί, μάνα, νὰ νιώθουμε τόσην ἀγάπη, ὅταν εἴμαστε κοντὰ στὸν Χριστό;» «Εἶσαι Δεσπότης, γυιέ μου, καὶ μ᾽ ἐρωτᾶς ἐμένα; Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ζωὴ ἡ αἰώνιος· τὰ ἄλλα ὅλα εἶναι προσωρινά!» Νὰ ἀναφέρω ἀκόμη γιὰ τὴν αἴσθηση τῶν ἁγίων Μυστηρίων, ποὺ εἶχε, ὅταν συμμετεῖχε σ᾽ αὐτά. Πόση σοβαρότητα καὶ εὐλάβεια αἰσθανόταν ἀπέναντι στὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας!
Καὶ ἕνα τελευταῖο: Μὲ εἶδε μιὰ φορὰ νὰ γογγύζω καὶ νὰ ἔχω θυμό, ἐπιστρέφοντας ἀπὸ μιὰ περιπετειώδη Σύνοδο, ποὺ εἴχαμε. Καί, τί νομίζετε μοῦ εἶπε, ὅταν μὲ εἶδε στὴ Μητρόπολη ἐκνευρισμένο; «Μά, εἶσαι ἐκνευρισμένος;» Τῆς λέω, «Ναί, ἀπὸ ὁρισμένα διατρέξαντα στὴ Σύνοδο, ποὺ εἴχαμε.» «Δὲν μοῦ λές, παιδί μου, ὅταν εἶσαι ἐπάνω στὸν θρόνο καὶ σὲ θυμιατίζουν δύο διάκοι κι ἐσὺ καμαρώνεις, σοῦ ἀρέσει;» Τῆς λέω, «Ναί, μοῦ ἀρέσει!» «Κι ὅταν σὲ μνημονεύουν συνεχῶς στὸν ναὸ καὶ λένε· ‘‘υπὲρ τοῦ πατρὸς καὶ ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν Νεοφύτου’’, κι ἐσὺ εὐλογὰς καμαρωτός, σοῦ ἀρέσει;» Τῆς λέω, «Μοῦ ἀρέσει.» «Κι ὅταν προσκυνὰ τὸ χέρι σου ὁ λαός, σοῦ ἀρέσει;» Τῆς λέω καὶ πάλιν, «Ναί, μοῦ ἀρέσει!» «Ἔ, λοιπόν! Τὰ καλὰ δεχούμενα, τὰ κακὰ οὐχί; Αὐτὸ σὲ μάθαμε;»
Πρὶν τέσσερα χρόνια, ἀντιλήφθηκα ὅτι ἡ μνήμη τῆς μάνας μας ἄρχισε νὰ ἀδυνατίζει. Τὴ ρώτησα· «Ἔζησες πολλοὺς πόνους στὴ ζωή σου. Ποιὸς ἦταν ὁ πιὸ μεγάλος πόνος;» Μοῦ ἀπάντησε· «Ὅταν κατέβασα τὸν γυιό μου τὸν Πέτρο στὸν τάφο. Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερος πόνος ἡ μάνα νὰ θάβει τὸ σπλάχνο της!» Ἀμέσως ὅμως μετά, γιὰ νὰ μὴν τὴ νικήσει ἡ θλίψη, πρόσθεσε μὲ βιασύνη• «Ἀλλά, δόξα σοι, ὁ Θεός· δόξα σοι, ὁ Θεός! Ὁ Θεὸς ξέρει τὸ γιατί!» Ὕστερα, τῆς ζήτησα νὰ μοῦ δώσει μιὰ νουθεσία, δίκην παρακαταθήκης, τί νὰ προσέξω στὸ ὑπόλοιπο τοῦ βίου μου. Καὶ μοῦ ἀπάντησε· «Ὁ Θεὸς σὲ ἀνέβασε πολὺ ψηλά. Πρόσεχε, νὰ μὴ ‘‘γείρει’’ ὁ νούς σου!» Ἐννοοῦσε, νὰ μὴν μὲ κυριεύσει ἡ ὑπερηφάνεια. Ὅλος ὁ ἀγώνας τῆς μάνας μας ἦταν νὰ μᾶς μάθει τὴν ταπείνωση, ποὺ εἶναι ὁ Χριστός!
Ὡς ἐπιστέγασμα τῶν πτωχῶν μου τούτων λόγων γιὰ τὸ πρόσωπο τῆς μάνας μου, ἐπιτρέψετέ μου νὰ καταθέσω κάτι, ποὺ μοῦ εἶπε πρὶν λίγο ἕνας παλαιὸς γνωστός μας δάσκαλος, ποὺ γνώριζε καὶ τὴ Μηλιά: «Ἡ μάνα σοῦ ἦταν ἡ μοῦσα σου, ποὺ σὲ ἐνέπνεε. Φρόντισε νὰ συνεχιστεῖ τοῦτο τὸ ὡραῖο ποὺ νιώθαμε κοντά της καὶ κοντά σου. Νὰ εἶσαι σὲ συνεχὴ ἐπαφὴ μὲ τὸ πνεῦμα της, γιὰ νὰ συνεχισθεῖ αὐτὴ ἡ ἔμπνευση!»
Αὐτά, ἀγαπητοί μου πατέρες καὶ ἀδελφοί, ὡς δεῖγμα εὐχαριστίας γιὰ τὴ δική σας παρουσία, καὶ ἐξαιρέτως τὴ δική σας, ἅγιοι ἀρχιερεῖς καὶ ἀγαπητὲ ἀρχιεπίσκοπε τῶν Μαρωνιτῶν. Αὐτὰ καὶ γιὰ σᾶς, λαὲ τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἤρθατε νὰ δεῖτε ἕνα κομμάτι τῆς δικῆς σας ψυχῆς νὰ φεύγει, ἕνα κομμάτι ποὺ φαίνεται ὅτι φεύγει ἀπὸ τὴ σύγχρονη Κύπρο, καὶ μένει ἡ Κύπρος ἡ μοντέρνα, ἡ μεταλλαγμένη, ποὺ ἀναζητᾶ τὸ καινούργιο νόημα τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. Κοντὰ στὴ μάνα μας μάθαμε, ὅτι καὶ αὐτὴ ἡ ζωὴ ἔχει νόημα καὶ ἡ ἄλλη ζωὴ ἔχει νόημα καὶ ὁ θάνατος ἔχει νόημα· εἶναι ὁ προθάλαμος τῆς Ἀναστάσεως! Αὐτὰ μάθαμε κοντὰ στὴ μάνα μας. Εὔχομαι ὅλη ἡ Κύπρος νὰ εἶναι κοντὰ σὲ τέτοιους ἀνθρώπους. Δόξα τῷ Θέῷ, κάθε γενιὰ ἔχει τέτοιους ἀνθρώπους! Τὸ ζητούμενο, νὰ μπορέσουμε νὰ μαθητεύσουμε καὶ νὰ μεταδώσουμε αὐτὴ τὴ μαθητεία καὶ στὰ τέκνα καὶ στὰ ἔκγονά μας
2 σχόλια:
... η επανάληψη
εμπαιδώνει τη γνώση... !
"Τὸ ζητούμενο, νὰ μπορέσουμε νὰ μαθητεύσουμε καὶ νὰ μεταδώσουμε αὐτὴ τὴ μαθητεία καὶ στὰ τέκνα καὶ στὰ ἔκγονά μας".
Ποιος έχει χωράφι σπαρμένο με τα καλά σπόρια και δεν αγωνίζεται να αποδώσουν τους καλούς καρπούς τους?
Δημοσίευση σχολίου