Πέμπτη 23 Μαΐου 2024

Ἅγιος Εὐμένιος ὁ Νέος

 Ευμένιος Σαριδάκης: Εντός του Μαρτίου η αγιοκατάταξη του διορατικού  γέροντος της Κρήτης | Rethemnos News

Σκόντζος
Θεολόγος

Ἡ ἀνάδειξη ἁγίων εἶναι τὸ διαρκὲς θαῦμα στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μας, καθότι ἄλλωστε αὐτὸ εἶναι τὸ ἔργο της, νὰ μεταποιεῖ ἁμαρτωλοὺς σὲ ἁγίους. Δὲν ὑπάρχει ἐποχή, στὴν δισχιλιόχρονη ἱστορική της πορεία, ποὺ νὰ μὴν ἔχουν ἀναδειχτεῖ ἅγιοι.

Ἰδιαίτερο θαῦμα εἶναι ἡ ἀνάδειξη πληθώρας ἁγίων καὶ στὴν ἐποχή μας, ὅπου ἔχει περισσέψει τὸ κακό, γιγαντώθηκε ἡ ἁμαρτία καὶ ὁ κόσμος βρίσκεται σὲ πρωτοφανῆ ἠθικὴ καὶ πνευματικὴ κατάπτωση.

Ἀλλά, «οὗ δὲ ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία, ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις (Ρώμ.5,20), σύμφωνα μὲ τὸν ἀπόστολο Παῦλο.

Στὸν ταραγμένο 20ο αἰῶνα, ἔχει ἀναδειχτεῖ μία πλειάδα ἁγίων, μεταξὺ τῶν ὁποίων συγκαταλέγεται καὶ ὁ ἅγιος Εὐμένιος ὁ Νέος (Σαριδάκης), μία πραγματικὰ ὁσιακὴ καὶ ἁγιασμένη μορφή, ὁ ὁποῖος ἔχει καταταχτεῖ πρόσφατα στίς ἁγιολογικοὺς δέλτους τῆς Ἐκκλησίας μας.

ΑΓΙΟΣ ΕΥΜΕΝΙΟΣ - ΒΗΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Ὁ ἁγιασμένος Γέροντας γεννήθηκε τὴν πρωτοχρονιὰ τοῦ 1931 στὸ χωριὸ Ἐθιὰ Μονοφατσίου τοῦ νομοῦ Ἡρακλείου Κρήτης. Καταγόταν ἀπὸ πολυμελῆ καὶ φτωχὴ οἰκογένεια.

Οἱ γονεῖς του ἦταν ἁπλοϊκοὶ καὶ φτωχοί, ἀλλὰ πιστοὶ ἄνθρωποι. Ὁ πατέρας του ὀνομάζονταν Γεώργιος καὶ ἡ μητέρα του Σοφία καὶ ἦταν τὸ ὄγδοο παιδὶ τῆς οἰκογένειας καὶ το βαπτιστικό του ὄνομα ἦταν Κωνσταντῖνος.

Τὰ παιδικά του χρόνια ὑπῆρξαν πολὺ δύσκολα, βιώνοντας τὴ φτώχεια καὶ τὴν ὀρφάνια.

Ὁ πατέρας του, ὅταν ἦταν αὐτὸς δύο ἐτῶν, ἀσθένησε καὶ πέθανε, ἀφήνοντας χήρα σύζυγο καὶ ὀκτὼ παιδιὰ ὀρφανὰ καὶ ἀπροστάτευτα, νὰ μεγαλώνουν μέσα σὲ ἀπερίγραπτη φτώχεια.

Ἡ ἡρωικὴ καὶ πιστὴ ἐκείνη γυναῖκα, μὲ ἐφόδιο τὴν πίστη της στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ καὶ τὶς προσευχές της στὴν Παναγία, καὶ τὸν ὑπεράνθρωπο ἀγῶνα της κατόρθωσε νὰ ζήσει καὶ νὰ μεγαλώσει τὰ παιδιά της, μεταδίδοντάς τους παράλληλα τὴν εὐσέβεια καὶ ἑδραιώνοντάς τους βαθιὰ πίστη στὸ Θεό.

Ὁ Κωνσταντῖνος ἔδειξε ἀπὸ μικρὸ παιδὶ τὶς ἰδιαίτερες χάρες του, τὴν ἄδολη πίστη του στὸ Θεὸ καὶ τὸν σεβασμό του στὴν ἀγαπημένη του μητέρα. Σύχναζε στὴν ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ, βοηθῶντας τὸν ἐφημέριο, προσευχόταν μὲ θέρμη καὶ εὐλάβεια καὶ τηροῦσε ἀγόγγυστα, σὰν μεγάλος, ὅλες τὶς νηστεῖες τοῦ ἔτους.

Ἔδειχνε μία ξεχωριστὴ πνευματικὴ ὡριμότητα καὶ παράλληλα μιὰ παράδοξη καὶ θερμὴ ἀγάπη γιὰ τὸν μοναχισμό. Ὡς ἔφηβος μάλιστα ἐκδήλωσε τὴν ἐπιθυμία του νὰ ἀκολουθήσει τὸν μοναχικὸ βίο.

Σὲ ἀνύποπτο χρόνο ἀποκάλυψε: «Ἐγώ, δεκαεπτὰ χρόνων πήγα στὸ μοναστήρι. Ἤμουν δεκαέξι χρόνια στὸ χωριό μου. Ἀγαποῦσα τὸν Θεό, βέβαια, σκεπτόμουν πολλὲς φορὲς νὰ γίνω καλόγερος. Μιὰ μέρα μοῦ λέει ὁ παπάς: “Ἔλα νὰ σὲ κάνω νεωκόρο”. Πήγα κι ἐγώ. Ἄναβα τὰ καντήλια πρωί-βράδυ, διάβαζα κιόλας, ὅ,τι βιβλία ἔβλεπα τὰ διάβαζα. Ἀνήμερα τῆς Πρωτοχρονιᾶς τοῦ 1944, τὸ ἀπόγευμα, πήγα, ἄναψα τὰ καντήλια στὴν ἐκκλησία καί, μετά, πήγα στὸ σπίτι μας. Ἦταν ἐκεῖ ἡ ἀδελφή μου ἡ Εὐγενία. Φάγαμε ξεροτήγανα, τηγανίτες καὶ μακαρόνες. Ἐκεῖ ποὺ τρώγαμε, ἦρθε μιὰ λάμψη καὶ μὲ τύφλωσε καὶ μπῆκε μέσα στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου. Κι ἀμέσως, τὴν ἴδια στιγμή, φώναξα τῆς Εὐγενίας: “Εὐγενία, θὰ γίνω καλόγερος”».

Σὲ ἡλικία μόλις 17 ἐτῶν, πραγματοποίησε τὴν σφοδρὴ νεανική του ἐπιθυμία. Κατέφυγε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Νικήτα, στὰ νότια τῆς Κρήτης, ὅπου ἔγινε δεκτὸς ὡς δόκιμος μοναχός, δείχνοντας ὑπερβάλλοντα ζῆλο γιὰ τὴν ἀγγελικὴ μοναχικὴ ζωὴ καὶ ἀκολουθῶντας μὲ ἀκρίβεια τοὺς κανόνες τῆς Μονῆς.

Μετὰ τὴν τριετῆ ἐπιτυχῆ δοκιμασία, γύρω στὰ εἴκοσι χρόνια του, ἐκάρη μοναχὸς καὶ ὀνομάστηκε Σωφρόνιος. Μὲ τὴν ἄδεια τοῦ ἡγουμένου πήγαινε τὰ καλοκαίρια στὸ Ἅγιο Ὅρος, γιὰ νὰ γνωρίσει τὸν ἁγιορείτικο μοναχισμὸ καὶ νὰ συναντήσει πνευματικοὺς ἀνθρώπους.

Στὶς 24 Ἰανουαρίου 1954, κλήθηκε νὰ ὑπηρετήσει τὴν στρατιωτική του θητεία. Παρουσιάστηκε στὸ Μεγάλο Πεῦκο Ἀττικῆς, ἀποβάλλοντας μὲ πολλὴ λύπη προσωρινὰ τὴν μοναχικὴ περιβολή. Σύντομα ἔδειξε τὸν καλοκάγαθο χαρακτῆρα του, ἀποκτῶντας τὴν συμπάθεια καὶ τὸν σεβασμὸ τῶν ἀνωτέρων του καὶ τῶν συναδέλφων του.

Ἀλλὰ δυστυχῶς, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς θητείας του, ἐκδηλώθηκε σ’ αὐτὸν ἡ λοιμώδης νόσος τῆς λέπρας, ἡ νόσος τοῦ Χάνσεν, ὅπως εἶναι ἐπιστημονικὰ γνωστή, ἡ ὁποία ἦταν ἀκόμη, γιὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, δύσκολα ἰάσιμη καὶ ταλαιπωροῦσε πολὺ κόσμο.

Πέρα ἀπὸ τοὺς πόνους καὶ τοὺς φοβεροὺς κνησμούς, νεκρώνει τοὺς ἱστοὺς καὶ παραμορφώνει φρικτὰ τοὺς ἀσθενεῖς. Ἐπὶ πλέον ἔχει μεγάλη μεταδοτικότητα. Γι’ αὐτὸ ἀπολύθηκε ἀπὸ τὸν στρατὸ καὶ εἰσήχθηκε στὸ Νοσοκομεῖο Λοιμωδῶν Ἀθηνῶν, στὴν Ἁγία Βαρβάρα Αἰγάλεω Ἀττικῆς, γιὰ θεραπεία καὶ ἀναγκαστικὴ παραμονὴ στὸ Ἵδρυμα, μαζὶ μὲ τοὺς ὑπόλοιπους χανσενικοὺς ἀσθενεῖς, γιὰ τὴν μὴ διασπορὰ τῆς νόσου. Ὁ Σωφρόνιος ὑπέμεινε μὲ ἀξιοθαύμαστη καρτερία καὶ πίστη στὸ Θεό τὴν ἐπώδυνη δοκιμασία του καὶ ἔδειξε ὑπομονὴ γιὰ τὴν ὑποχρεωτικὴ ἀπομόνωσή του στὸ Ἵδρυμα, ἀποκομμένος ἀπὸ τὸ συγγενικὸ καὶ κοινωνικὸ περιβάλλον.

Ὅμως οἱ θερμὲς προσευχές του καὶ ἡ ἐπιτυχὴς νοσηλεία εἶχαν αἴσιο ἀποτέλεσμα, θεραπεύτηκε ἐντελῶς ἀπὸ τὴν νόσο, χωρὶς νὰ τοῦ ἀφήσει κανένα σωματικὸ ἐλάττωμα ἢ σημάδι.

Ἡ παραμονή του στὸ Ἀντιλεπρικὸ Νοσοκομεῖο καὶ ἡ ἐπαφή του μὲ τὸν ἀνθρώπινο πόνο, τοῦ γέννησε τὴν ἐπιθυμία νὰ παραμείνει στὸ Ἵδρυμα, γιὰ νὰ ὑπηρετήσει, ὅσο μποροῦσε, τοὺς συνανθρώπους του, ποὺ ἔπασχαν ἀπὸ τὴν φοβερὴ νόσο.

Νὰ προσφέρει τὶς διακονίες του στοὺς ἀσθενεῖς λεπρούς, ὡς «δικούς του ἀνθρώπους καὶ φίλους», ὅπως συνήθιζε νὰ λέει καὶ νὰ ἐννοεί, καθότι οἱ ἀτυχεῖς αὐτοὶ ἄνθρωποι, πέρα ἀπὸ τὴν ἐπώδυνη ἀσθένειά τους, βίωναν καὶ τὴν κοινωνικὴ ἀπόρριψη.

Οἱ οἰκεῖοι τους τοὺς ἐγκατέλειπαν ἐκεῖ, ἐξ αἰτίας τοῦ φόβου μετάδοσης τοῦ ἐπικίνδυνου ἰοῦ ἀλλὰ καὶ τῶν φρικτῶν σωματικῶν παραμορφώσεών τους.

Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς τοῦ Θεοῦ ἔβλεπε τοὺς ἀσθενεῖς συνανθρώπους του ὡς εἰκόνες τοῦ Θεοῦ, τοὺς ὁποίους ἔχουμε ὑποχρέωση νὰ τιμᾶμε καὶ νὰ ὑπηρετοῦμε. Ἐπὶ πλέον, αἰσθανόταν ὑποχρεωμένος νὰ ὑπηρετήσει τοὺς δυστυχεῖς αὐτοὺς ἀνθρώπους, ὡς ἔνδειξη εὐγνωμοσύνης στὸ Θεὸ γιὰ τὴν δική του θεραπεία.

Ἡ διοίκηση τοῦ Ἱδρύματος δέχτηκε τὸ αἴτημά του καὶ τοῦ παραχώρησε ἕνα μικρὸ κελί, δίπλα στὸ ἐκκλησάκι τοῦ νοσοκομείου, τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων. Ἐκεῖ ζοῦσε μοναχικά, προσευχόμενος καὶ ὑπηρετῶντας καὶ παρηγορῶντας τοὺς τροφίμους.

Ὅταν ἔκλεισε τὸ Λεπροκομεῖο τῆς Χίου, ἦρθε στὸ Λεπροκομεῖο Ἀθηνῶν ὁ λεπροπαθὴς συμπατριώτης του μοναχὸς Νικηφόρος Τζανακάκης, ὁ μετέπειτα ἅγιος Νικηφόρος ὁ Λεπρός, τυφλός, σχεδὸν παράλυτος καὶ παραμορφωμένος, ἀλλὰ ἔμπλεος βαθιᾶς πίστης στὸ Θεὸ καὶ σπάνιων ἀρετῶν.

Ὁ Σωφρόνιος τὸν συμπάθησε, τὸν ἀγάπησε καὶ ἔθεσε τὸν ἑαυτό του στὶς ὑπηρεσίες του. Οἱ δύο ἄνδρες συνδέθηκαν μὲ σπάνια ἀδελφικὴ φιλία, καὶ ὁ Σωφρόνιος ὅρισε τὸν Νικηφόρο πνευματικό του πατέρα καὶ ὁδηγό του, ὡς τὴν κοίμηση τοῦ δευτέρου (4 Ἰανουαρίου 1964).

Τὸ 1975, σὲ ἡλικία 44 ἐτῶν, ὁ Σωφρόνιος χειροτονήθηκε πρεσβύτερος, λαμβάνοντας τὸ ὄνομα Εὐμένιος καὶ διορίστηκε ἐφημέριος τοῦ Νοσοκομείου Λοιμωδῶν Ἀθηνῶν. Ἡ εἴσοδός του στὴν ἱεροσύνη ὑπῆρξε μιὰ ξεχωριστὴ ἐμπειρία καὶ εὐλογία γιὰ ἐκεῖνον.

Ὡς ἱερέας, κατέστη ὁ πνευματικὸς καὶ ἐξομολόγος τῶν ἀσθενῶν, ἀλλὰ καὶ χιλιάδων πιστῶν, οἱ ὁποῖοι, πληροφορούμενοι γιὰ τὴν πνευματική του ὡριμότητα, τὸν ἐπισκέπτονταν στὸ παρεκκλήσι τοῦ νοσοκομείου καὶ στὸ ταπεινὸ κελί του.

Μὲ τὸν καιρὸ, ὁ χαρισματικὸς Γέροντας γινόταν ὅλο καὶ πιὸ γνωστός, τόσο στὸ λεκανοπέδιο Ἀττικῆς, ὅσο καὶ ἀλλαχοῦ, στὸ ὁποῖο ἔσπευδαν κατὰ χιλιάδες γιὰ νὰ ἐξομολογηθοῦν, νὰ ἀκούσουν λόγους παρηγοριᾶς καὶ νὰ ὠφεληθοῦν πνευματικά.

Ἰδιαίτερα τοὺς ἔθελγε ἡ ταπείνωσή του, ἡ καλοσύνη του, ἡ πραότητά του καὶ τὸ γεμᾶτο ἀπὸ θυσιαστικὴ διάθεση παράδειγμα τοῦ βίου του. Ἔτσι, τὸ παρεκκλήσι τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων τοῦ Νοσοκομείου Λοιμωδῶν εἶχε γίνει ἕνα σπουδαῖο κέντρο πνευματικοῦ, ποιμαντικοῦ, κατηχητικοῦ, ἐξομολογητικοῦ καὶ ἱεραποστολικοῦ ἔργου στὴν Δυτικὴ Ἀττική.

Ὁ ἁγιασμένος Γέροντας δέχονταν μὲ καλοσύνη καὶ ἀγάπη ὅλους, συζητῶντας ἀκούραστα, μὲ τὶς ὧρες, νουθετῶντας καὶ στηρίζοντας. Χιλιάδες ἄνθρωποι, κληρικοὶ καὶ λαϊκοί, ἀσθενεῖς καὶ ὑγιεῖς, εἶχαν βρεὶ κοντά του μιὰ πνευματικὴ ὄαση, ἕνα στέρεο ἀπάγκιο. Βρήκαν τὸν κατάλληλο καλοκάγαθο πνευματικό, ὁ ὁποῖος τοὺς παρηγοροῦσε καὶ τοὺς ἐλάφρωνε ἀπὸ τὰ βαριὰ φορτία τῆς ζωῆς.

Καὶ μετὰ τὶς πολύωρες ἐπισκέψεις συνέχιζε στὸ ταπεινὸ κελί του νὰ προσεύχεται μὲ θέρμη γιὰ τὴ σωτηρία καὶ τὴν βοήθεια τῶν ἀσθενῶν, τῶν ἐπισκεπτῶν του καὶ ὅλων τῶν ἀνθρώπων, αἰσθανόμενος ὡς βασική ὑποχρέωσή του νὰ εὔχεται γιὰ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα καὶ, εἰδικὰ, τοὺς ἀναξιοπαθοῦντες. Οἱ προσευχές του ἐκτείνονταν ὡς τὶς πρῶτες πρωινὲς ὧρες, περιορίζοντας στὸ ἐλάχιστο τὶς ὧρες ἀνάπαυσης καὶ ὕπνου.

Ταυτόχρονα, ὁ ἴδιος ζοῦσε ὡς ἀσκητής, τηρῶντας μὲ ἀκρίβεια τοὺς μοναχικοὺς κανόνες, τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή, τὶς νηστεῖες καὶ ὑποβάλλοντας τὸν ἑαυτό του σὲ αὐστηρὸ ἀσκητικὸ πρόγραμμα, ἀπὸ τὸ ὁποῖο δὲν παρέκλινε καὶ δὲν ἀμελοῦσε ποτὲ τὸν προσωπικό του ἀγῶνα.

Ὁ ἅγιος Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης, ὁ ὁποῖος ὑπηρετοῦσε καὶ αὐτὸς ὡς ἐφημέριος στὸ Νοσοκομεῖο Πολυκλινικὴ Ἀθηνῶν, ἔλεγε γιὰ τὸν Γέροντα Εὐμένιο: «Νὰ πηγαίνετε νὰ παίρνετε τὴν εὐχὴ τοῦ Γέροντα Εὐμένιου, γιατί εἶναι ὁ κρυμμένος Ἅγιος τῶν ἡμερῶν μας. Σὰν τὸν Γέροντα Εὐμένιο βρίσκει κανεὶς κάθε διακόσια χρόνια»!

Ὁ αὐστηρὸς ἀσκητισμός του καὶ ἡ κοπιώδης πνευματικὴ καὶ χειρονακτικὴ διακονία του στὸ Ἵδρυμα τὸν κατέβαλλαν σωματικά. Ἀσθένησε καὶ εἰσήχθη στὸ Νοσοκομεῖο Εὐαγγελισμὸς τῶν Ἀθηνῶν γιὰ μακρὰ καὶ ἐπίπονη νοσηλεία. Γιὰ δύο χρόνια ἔμεινε ἔγκλειστος στὸν θάλαμο 653, στὸν 6ο ὄροφο τοῦ νοσοκομείου.

Τὸ δωμάτιο τοῦ πόνου του τὸ μετέτρεψε σὲ καλογερικὸ κελί, ὅπου, παρὰ τὰ ἐπώδυνα προβλήματά του καὶ συχνὰ ξαπλωμένος στὸ κρεβάτι του, ἐκτελοῦσε μὲ ἀκρίβεια τὸν μοναχικό του κανόνα, τὶς προσευχὲς καὶ τὶς ἀκολουθίες τοῦ 24ώρου.

Τὸ ἰατρικὸ καὶ νοσηλευτικὸ προσωπικὸ τὸν ἀγκάλιασε μὲ ἀγάπη καὶ σεβασμό, διαβλέποντας στὸ πρόσωπό του ἕναν ἐνάρετο καὶ ἅγιο ἄνθρωπο. Πολλοὶ ἀσθενεῖς πληροφορούνταν γιὰ τὴν ἐκεῖ παρουσία του καὶ τὸν ἐπισκέπτονταν, γιὰ νὰ πάρουν τὴν εὐλογία του καὶ νὰ στηριχτοὺν γιὰ τὴ δική τους περιπέτεια.

Ὁ θάλαμός του εἶχε γίνει μέρος συνάξεως πολὺ κόσμου, ὥστε νὰ προκαλοῦνται προβλήματα συνωστισμοῦ στὸν ὄροφο. Ὅμως τὸ προσωπικὸ τοῦ νοσοκομείου ἦταν ἀνεκτικό, γνωρίζοντας πὼς ἡ συνάντηση τῶν ἀσθενῶν μὲ τὸν ἅγιο Γέροντα εἶχε θετικὴ ἐπίδραση στὴν θεραπεία τους.

Τὶς τελευταῖες εἴκοσι δύο μέρες τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, ἄρχισε νὰ ἐπιδεινώνεται ἡ ὑγεία του καὶ ὅλα ἔδειχναν τὴν ὁσονούπω κοίμησή του. Εἶχε πέσει σὲ κῶμα καὶ δὲν μποροῦσε πιὰ νὰ μιλᾶ καὶ νὰ κινεῖται.

Ὅλα τὰ ζωτικὰ ὄργανά του ἔπαψαν νὰ λειτουργοῦν, ὅπως τὰ νεφρά, ἡ καρδιὰ καὶ τὸ συκώτι. Οἱ γιατροὶ τὸν ὑπέβαλλαν σὲ αἱμοκαθάρσεις μὲ τεχνητὸ νεφρό, ἀλλὰ δυστυχῶς ὁ ὀργανισμός του δὲν ἀνταποκρινόταν, τὸ αἷμα του μολύνονταν κάθε δύο ὧρες καὶ ἔτσι ἔπεσε σὲ σηψαιμικὸ κῶμα.

Κοιμήθηκε εἰρηνικὰ στὶς 23 Μαΐου τοῦ 1999, ἡμέρα Κυριακή, προκαλῶντας θλίψη στὸ ἰατρικὸ καὶ νοσηλευτικὸ προσωπικό, τὸ ὁποῖο εἶχε ἀγαπήσει τὸν ἁγιασμένο ἀσθενῆ. Τὸ τίμιο σκήνωμα ἐξέπεμπε μιὰ σπάνια γαλήνη καὶ φωτεινότητα, ἀποδεικνύοντας τὴν ἁγιότητά του.

Μεταφέρθηκε στὸν ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων τοῦ Νοσοκομεῖο Λοιμωδῶν, ὅπου ἐψάλλει τρισάγιο καὶ ἐκτέθηκε σὲ λαϊκὸ προσκύνημα. Ἡ ἐκδημία του ἔγινε γνωστὴ στοὺς χιλιάδες κατοίκους τοῦ λεκανοπεδίου, ποὺ τὸν εἶχαν γνωρίσει, οἱ ὁποῖοι ἔσπευσαν, τὴν νύχτα τῆς 23ης Μαΐου, γιὰ νὰ προσκυνήσουν τὸ τίμιο σκήνωμά του, νὰ λάβουν τὴν τελευταία εὐλογία του καὶ νὰ τὸν ἀποχαιρετήσουν.

Τὸ σῶμα του ἦταν ζεστό, φωτεινό, μαλακὸ καὶ ἐλαστικό, δίνοντας τὴν ἐντύπωση ὅτι κοιμόταν καὶ ἔτσι διατηρήθηκε μέχρι τέλους. Ἦταν ἕνα θαῦμα, μιὰ ἐπιπλέον ἀπόδειξη ἁγιότητάς του.

Τὴν ἐξόδιο ἀκολουθία τέλεσε ὁ Μητροπολίτης Νικαίας κ. Ἀλέξιος, πλαισιωμένος ἀπὸ δεκάδες ἱερεῖς καὶ τὴν συμμετοχὴ χιλιάδων πιστῶν. Μεταφέρθηκε γιὰ ταφή, σύμφωνα μὲ τὴν ἐπιθυμία του, στὸν τόπο ποὺ γεννήθηκε, στὴν Ἐθιὰ Ἡρακλείου.

Ὁ πιστὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ, κλῆρος καὶ λαός, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ τὴν συλλογικὴ μνήμη καὶ τὴν ἔκφραση τῆς πνοῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, θεωροῦσε ἐξ’ ἀρχῆς ὡς ἅγιο τὸν Γέροντα Εὐμένιο καὶ τὸν τιμοῦσε ὠσαύτως, ἐνῶ ἀκόμα ζοῦσε.

Ἡ πίστη στὴν ἁγιότητά του συνεχίστηκε καὶ μετὰ τὴν ἀναχώρησή του ἀπὸ τὸν μάταιο ἐτοῦτο κόσμο. Ἡ Ἐκκλησία μας ἔσπευσε νὰ ἱκανοποιήσει τὴν λαϊκὴ ἀπαίτηση γιὰ τὴν κατάταξή του στὴ χορεία τῶν ἁγίων.

Ἔτσι, ἡ Ἱερὰ Ἐπαρχιακὴ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης, ἀφοῦ ἐξέτασε μὲ ἀκρίβεια τὴν ὁσιακὴ ζωή του, ζήτησε ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο τὴν ἀναγραφὴ του στὸ Ἁγιολόγιο τῆς κατὰ Ἀνατολὰς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἀφοῦ μελέτησε τὸν σχετικὸ φάκελο καὶ διαπίστωσε τὴν ἁγιότητά του, μὲ πράξη της, στὶς 14 Ἀπριλίου 2022, τὸν κατέταξε στίς Δέλτους τῶν Ἁγίων, ὁρίζοντας νὰ τιμάται ἡ μνήμη του στὶς 23 Μαΐου ἑκάστου ἔτους, τὴν ἡμέρα τῆς ὁσιακῆς κοιμήσεώς του.

Οἱ ἅγιοι εἶναι γιὰ μᾶς τοὺς πιστοὺς τὰ πρότυπά μας, οἱ πνευματικοί μας φάροι, οἱ ζωντανὲς εἰκόνες τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο. Ὁ νεοφανὴς ἅγιος Εὐμένιος ὑπῆρξε ὄντως ἕνας φωτεινὸς πυρσὸς στὴν πνευματικὴ σκοτία τῆς πολύβουης καὶ πολυτάραχης Ἀθήνας, βιώνοντας τὴν ἁγιότητα καὶ ἀκτινοβολῶντας την σὲ ὅσους εἶχαν τὴν εὐλογία νὰ τὸν γνωρίσουν. Ἂς ἔχουμε τὶς ἀέναες προσευχές του στὸ θρόνο τῆς μεγαλοσύνης τοῦ Θεοῦ!

Δεν υπάρχουν σχόλια: